Κάποιο λάθος γίνεται στις προσπάθειες για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος. Είναι τουλάχιστον τρεις δεκαετίες τώρα, που το διαπιστώνουμε, το συζητάμε, λαμβάνουμε -υποτίθεται- μέτρα, αλλά χρόνο με τον χρόνο η κατάσταση βαίνει από το κακό στο χειρότερο. Η Ελλάδα είναι κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ σε ό,τι αφορά τον δείκτη γονιμότητας αφού αντιστοιχούν 1,3 παιδιά ανά γυναίκα αντί για 1,59 στην ΕΕ, ενώ ανήκει στην ομάδα των χωρών που οι γυναίκες τεκνοποιούν κυρίως σε ηλικίες άνω των 30. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι θα γεννηθούν στην Ελλάδα περί της 80 χιλιάδες παιδιά, ( το 2017 είχαν γεννηθεί περί τις 88.000 παιδιά) το οποίο σημαίνει περί τις 40 χιλιάδες αγόρια. Εφόσον λοιπόν η θητεία είναι ετήσια, οι οπλίτες θα είναι το πολύ 40 χιλιάδες, στην πράξη αρκετά λιγότεροι αν αφαιρεθούν άτομα με προβλήματα υγείας και άλλες περιπτώσεις.
Το μόνο σίγουρο είναι, ότι δεν αποτελεί λύση η εκπεφρασμένη κατά καιρούς πολιτική πρόθεση από διάφορους πολιτικούς χώρους για «συμπλήρωση» του πληθυσμού με μετανάστες.
Το 1922, πράγματι οι εκ Μικράς Ασίας πρόσφυγες υπήρξαν σημαντική τονωτική ένεση για την Ελλάδα. Ήταν όμως Έλληνες, ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί και έφεραν μαζί τους ήθη και έθιμα αμιγώς ελληνικά. Έφεραν εικόνες και ιερές μνήμες της Παναγίας και των Αγίων. Δεν έχουν καμμία σχέση με τις ορδές των μουσουλμάνων που μας έρχονται σήμερα δίκην αόπλων εισβολέων. Θυμίζουμε ότι κάπως έτσι, ηγούμενος μιας τέτοιας ορδής αόπλων, κάποτε ο βασιλεύς του Μαρόκου εισέβαλε στην ισπανική κτήση της Δυτικής Σαχάρας και την προσήρτησε στο βασίλειό του. Ασφαλώς και δεν θέλουμε να δούμε ανάλογες (γιατί ακριβώς όμοιες δεν θα είναι) καταστάσεις στην Θράκη.
Όμως το πρόβλημα υπάρχει. Και σαφώς δεν είναι οικονομικό. Οι Έλληνες των δεκαετιών του ’50 και του ’60 που έκτισαν την μεταπολεμική Ελλάδα, δεν είχαν ενδοιασμούς να κάνουν παιδιά. Παρά το γεγονός ότι η οικονομική τους κατάσταση ήταν οικτρή. Δεν τους αποθάρρυνε η ένδεια από το να δημιουργήσουν μεγάλες οικογένειες. Απεναντίας κάθε παιδί που ερχόταν ήταν για τον πατέρα (κατά τεκμήριο τον μόνο εργαζόμενο της οικογενείας) κίνητρο για περαιτέρω δημιουργικότητα.
Είναι λοιπόν εσφαλμένη η αντίληψη ότι η βάση του προβλήματος είναι οικονομική και, ότι με ολίγα επιδόματα θα μπορούσε να επιλυθεί. Απεδείχθη άλλωστε και στην πράξη ότι δεν λύνεται έτσι το πρόβλημα. Θα πρέπει μάλλον να αναζητήσουμε τι είχαν οι κοινωνίες εκείνης της εποχής, το οποίο απωλέσθη αργότερα και σήμερα είναι παντελώς χαμένο. Οι οικογένειες τότε, μπορεί να μην είχαν χρήματα, είχαν όμως σιγουριά για το μέλλον. Ο μέσος Έλληνας δημιουργούσε το δικό του αύριο σκληρά εργαζόμενος, αλλά έβλεπε γύρω του μια κοινωνία που κινούνταν στον ίδιο ρυθμό. Επιβραβεύονταν η εργασία και η αριστεία. Στο δημόσιο υπηρετούσαν υπάλληλοι που αν και πενιχρά αμειβόμενοι, ήταν ευσυνείδητοι και αξιοπρεπείς. Διαχειρίζονταν το δημόσιο χρήμα με πνεύμα λογικής και οικονομίας, σαν να ήταν δικό τους. Η διαφθορά δεν υφίστατο. Οι άνθρωποι είχαν αρχές και μόνον η υπόνοια ότι κάποιος ξέφευγε από αυτές τον καθιστούσε κοινωνικώς αποδιοπομπαίο. Το περιβάλλον αυτό ενέπνεε σιγουριά για το αύριο.
Ταυτοχρόνως η οικονομία αναπτυσσόταν κατά τρόπο ομαλό. Ακόμη και όταν δημιουργήθηκε το φαινόμενο του εξαστισμού (το κύμα φυγής από την ύπαιθρο προς τις πόλεις), η πρωτογενής παραγωγή ουδέποτε μειώθηκε τόσο που να δημιουργηθούν φόβοι πως θα χρειαζόταν να εισαγάγουμε τρόφιμα, πέρα από κάποια είδη πολυτελείας.
Και όλα αυτά βασίζονταν στην πίστη προς τα εθνικά ιδανικά. Η Μεγάλη Ιδέα του Έθνους ήταν υπαρκτή. Κανείς δεν προβληματιζόταν αν οι Τούρκοι είναι δεκαπλάσιοι ή αν οι Βούλγαροι παραμένουν απειλή. Ο μέσος Έλληνας θυμόταν ότι οι παππούδες του είχαν φθάσει έξω από την Σόφια και μέχρι το Εσκί Σεχήρ. Και ήταν πρόθυμος να φανεί αντάξιος των προγόνων του. Και ήθελε και τα παιδιά του να φανούν αντάξιά τους.
Για αυτό και δημογραφικό πρόβλημα δεν υπήρχε. Αργά και σταθερά ο ελληνικός πληθυσμός αναπτυσσόταν, καθώς επουλώνονταν και οι πληγές των πολέμων.
Απεναντίας όταν κατά την δεκαετία του ’80 επεκράτησε μεν οικονομική ευμάρεια, αλλά πράξεις διαφθοράς άρχισαν να γίνονται ανεκτές ο κοινωνικός ιστός διεσπάσθη. Η αποδοχή του χρήματος ως μοναδικού κριτηρίου επιτυχίας και επικράτησης της λογικής του ευκόλου κέρδους και της ήσσονος προσπάθειας εξοβέλισαν κάθε δημιουργική διάθεση.
Ταυτόχρονα η επικράτηση του παράλογου δικαιωματισμού να υπερτερεί της ευσυνείδητης εργασίας και του σεβασμού προς τις υποχρεώσεις του κάθε ενός, έδωσε την χαριστική βολή. Οι άνθρωποι -μεταξύ αυτών και οι ηγέτες- που γαλουχήθηκαν μέσα σε αυτήν την βασιλεία της ποσότητος αδυνατούν πλέον να κατανοήσουν λεπτές έννοιες και αντιμετωπίζουν και το δημογραφικό σαν οικονομικό μέγεθος.
Λειψανδρία στο στράτευμα: Είναι μονόδρομος η στράτευση στα 18;