Ο γαλλικός αμυντικός όμιλος Thales, από τους μεγαλύτερους στον κόσμο, που ήδη αντιμετώπιζε αμφισβητήσεις εξαιτίας κατηγοριών για διαφθορά, επιβεβαίωσε πως έγιναν έφοδοι σε εγκαταστάσεις του σε ευρωπαϊκές χώρες, στο πλαίσιο δυο ερευνών σχετικά με πωλήσεις στρατιωτικού υλικού στο εξωτερικό.
Οι έρευνες διεξήχθησαν την Τετάρτη και προχθές Παρασκευή στις έδρες διαφόρων εταιρειών του ομίλου, στη Γαλλία, στην Ολλανδία και στην Ισπανία, ανέφερε στο Γαλλικό Πρακτορείο πηγή του, επιβεβαιώνοντας πληροφορία που μεταδόθηκε νωρίτερα χθες από το BFMTV.
Σύμφωνα με την πηγή αυτή, οι επιχειρήσεις «έγιναν στο πλαίσιο δυο προκαταρκτικών ερευνών» για διαφθορά και αθέμιτη άσκηση επιρροής ξένου αξιωματούχου. «Η πρώτη άρχισε να διενεργείται στα τέλη του 2016» και αφορά κατηγορίες για διαφθορά «ξένου αξιωματούχου», «ιδιωτική διαφθορά», «σύσταση και συμμορία» και «ξέπλυμα χρήματος», αδικήματα που συνδέονται με «την πώληση υποβρυχίων και την κατασκευή ναυτικής βάσης στη Βραζιλία», διευκρίνισε η δικαστική πηγή.
Κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης του τότε προέδρου της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 2008, η Γαλλία και η Βραζιλία υπέγραψαν σύμβαση για την πώληση τεσσάρων υποβρυχίων με συμβατική πρόωση, τύπου Scorpène, έναντι ποσού που έφθανε τότε τα 5,2 δισεκ. ευρώ.
Τα υποβρύχια αυτά έφεραν εξοπλισμό της Thales, ενός από τους μεγαλύτερους ομίλους της άμυνας σε παγκόσμια κλίμακα, που διαθέτει μεταξύ άλλων είδη και υπηρεσίες σε τομείς όπως ο αεροδιαστημικός, αυτοί της ασφάλειας, της άμυνας, των χερσαίων μεταφορών κ.ο.κ. Τα τρία υποβρύχια έχουν ήδη παραδοθεί.
Η δεύτερη πτυχή της υπόθεσης αφορά την κατασκευή δεύτερης ναυτικής βάσης και ναυπηγείου υποβρυχίων στην Ιταγκουαΐ, στη Βραζιλία, που εγκαινιάστηκε το 2018. Σύμφωνα με τη δικαστική πηγή, η δεύτερη έρευνα, που δεν είχε αποκαλυφθεί ως τώρα, άρχισε να διενεργείται τον Ιούνιο του 2023.
Αφορά ιδίως υποψίες για διαφθορά και αθέμιτη άσκηση επιρροής έναντι ανταλλάγματος, διαφθορά ξένου αξιωματούχου, ιδιωτική διαφθορά, σύσταση και συμμορία, ξέπλυμα χρήματος και κλεπταποδοχή, στο πλαίσιο διαφόρων διαδικασιών με σκοπό την «πώληση στρατιωτικού και πολιτικού υλικού στο εξωτερικό».
Κατά τη δικαστική πηγή –που τόνισε ότι «οι έρευνες συνεχίζονται»–, στις επιχειρήσεις «συμμετείχαν 65 ερευνητές της OCLCIFF» και «12 δικαστικοί της PNF», ενώ υπήρξε επίσης «συνεργασία με τις ολλανδικές και τις ισπανικές δικαστικές αρχές και συντονισμός της Eurojust».
Από την πλευρά της, η εταιρεία «επιβεβαιώνει ότι έγιναν έρευνες». «Ο όμιλος συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές», διαβεβαίωσε χθες βράδυ το Γαλλικό Πρακτορείο. Η Thales «υπενθυμίζει ότι συμμορφώνεται αυστηρά προς τους εθνικούς και διεθνείς κανονισμούς. Η επιχείρηση έχει αναπτύξει και θέσει σε εφαρμογή πρόγραμμα παγκόσμιας συμμόρφωσης (…) το οποίο ανταποκρίνεται στα υψηλότερα πρότυπα της βιομηχανίας», επέμεινε ο γαλλικός πολυεθνικός όμιλος. Η Thales ήταν ήδη αντιμέτωπη με υποψίες για διαφθορά.
Το δικαστήριο αναμένεται να αποφασίσει το προσεχές διάστημα αν θα ικανοποιήσει αίτημα της PNF, η οποία ζήτησε να διεξαχθεί δίκη σε βάρος της Thales, της DCNI (θυγατρικής της Naval Group), τριών πρώην κορυφαίων στελεχών κι ενός ενδιάμεσου, καθώς υπάρχουν υποψίες για διαφθορά στη σύναψη συμφωνίας πώλησης υποβρυχίων στη Μαλαισία το 2002.
Η γαλλική εισαγγελία έχει επίσης αρχίσει να διενεργεί προκαταρκτική έρευνα, που αποκαλύφθηκε τον Μάιο του 2023, για να εξακριβώσει αν υπήρξε διαφθορά –η γαλλική πολυεθνική το απορρίπτει– στην διαδικασία διαγωνισμού για τον εκσυγχρονισμό μαχητικών Mirage 2000 της Πολεμικής Αεροπορίας της Ινδίας.
Άλλη έρευνα, που άρχισε να διενεργείται τον Δεκέμβριο του 2020, αφορά το ότι πρώην στέλεχος της γαλλικής πολυεθνικής ανέλαβε θέση κλειδί στον ΟΗΕ, που είναι πελάτης της Thales.