Συνεχίζουμε εδώ την παρουσίαση των όπλων που έχουν χρησιμοποιήσει κατά την πολύχρονη θητεία τους τα Phantom της Ισραηλινής Αεροπορίας.
Tales from the Phantom Diaries, vol. 2: Ο Δαυΐδ κρατούσε βαριοπούλα, όχι σφεντόνα (μέρος Α΄)
Β. ΟΠΛΑ ΑΕΡΟΣ ΕΔΑΦΟΥΣ (συνέχεια)
Texas Instruments/Sperry Rand/Univac AGM-45 Shrike: O πρώτος μεταπολεμικός πύραυλος αντιραντάρ των ΗΠΑ, εξελίχθηκε από το Naval Weapons Center της China Lake, «μήτρα» σημαντικότατων κατευθυνομένων όπλων της ψυχροπολεμικής περιόδου. Η σχεδίαση άρχισε το 1958, και από το 1962 ως το 1981 παρήχθησαν άνω των 20.000 βλημάτων, μια πραγματική ιστορία επιτυχίας.
Ο πύραυλος φέρεται σε προσαρμογέα (ράγα εκτόξευσης) AERO-5A/B ή LAU-118 και όχι απευθείας στο φορέα. Στο F-4E φέρεται σε όλους τους υποπτερυγίους φορείς, με συνηθέστερους τους έσω.
Σε ισραηλινή υπηρεσία εφέρετο και από τα A-4 Ε/N Skyhawk, αφού άλλωστε τα A-4E/F του Ναυτικού των ΗΠΑ ήταν ο πρώτος φορέας του βλήματος, που εγκαινίασε στο Β. Βιετνάμ την επιχειρησιακή του χρήση.
Ο πύραυλος ήταν ελαφρύς (177 κιλά), με εκρηκτική κεφαλή θραυσματοποίησης 67 κιλών και πυροσωλήνα προσέγγισης, ταχύτητα 1,5 Mach και εμβέλεια από 16 (AGM-45A) ως 40 (AGM-45B) χιλιόμετρα.
Ο ερευνητής του εντοπίζει πηγές εκπομπής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και το όπλο αυτοκατευθύνεται προς αυτές. Όπως συμβαίνει με όλα τα όπλα της κατηγορίας, η αποτελεσματική του αξιοποίηση προϋποθέτει ύπαρξη ικανών διατάξεων ESM/RWR στο αεροσκάφος – φορέα, ώστε να μπορεί α) να προσδιορίσει με αρκετή ακρίβεια τη θέση προέλευσης της εκπομπής (και όχι π.χ. μόνον από ποιο τεταρτημόριο του ορίζοντα προέρχεται) αλλά και – έστω κατά προσέγγιση – την απόστασή της και β) να αντιπαραβάλει την εκπεμπομένη κυματομορφή με «βιβλιοθήκη απειλών» που διατηρεί στη μνήμη του, ώστε να γνωρίζει π.χ. αν πρόκειται για ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης, ελέγχου πυρός SAM, μαχητικού, πλοίου κλπ.
Ιδιαιτερότητα αυτού του πρώιμου βλήματος ήταν η ύπαρξη αναρίθμητων παραλλαγών (18 υποτύποι σε 10 οικογένειες, με 13 διαφορετικούς ερευνητές), με διαφορετικό ερευνητή η καθεμία, προσαρμοσμένο στη συχνότητα εκπομπής συγκεκριμένων απειλών, ιδίως ραντάρ ελέγχου πυρός βλημάτων SAM.
Η άφιξη των νέων σοβιετικής κατασκευής πυραύλων S-125 Neva (SA-3 “Goa”) στην Αίγυπτο το 1969 ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη για τους Ισραηλινούς και το νέο υπερμαχητικό τους, που ως τότε ανενόχλητο έπληττε κατά βούληση στόχους σε όλη την αιγυπτιακή επικράτεια.
Οι παλαιότεροι S-75 Dvina (SA-2 “Guideline”) αντιμετωπίζονταν ευχερώς με ελιγμούς εν πτήσει, όχι όμως και οι νεότεροι SA-3. Περαιτέρω, κατά την περίοδο 1969-70 οι ΗΠΑ είχαν προμηθεύσει στο Ισραήλ 100 ατρακτίδια παρεμβολών ΑΝ/ALQ-101, ενώ η ΗΗΑ διέθετε και τα AN/ALQ-71 & -72.
Τα ατρακτίδια αυτά ήταν αρκούντως ικανά στην παρεμβολή των SA-2, οικείων άλλωστε στις ΗΠΑ από τον Πόλεμο του Βιετνάμ, όχι όμως και των SA-3, τους οποίους USAF & USN δεν είχαν συναντήσει ποτέ στο πεδίο της μάχης (αν και εξόπλιζαν, ως SA-N-1, τις μείζονες μονάδες επιφανείας του Σοβιετικού Ναυτικού!).
Στο στάδιο εκείνο οι ΗΠΑ προμήθευσαν για πρώτη φορά AGM-45 Shrike στο Ισραήλ, αλλά ο «Πόλεμος της Φθοράς» του 1969-70 έληξε πριν γίνει χρήση τους. Κατ’ άλλη εκδοχή πάντως, οι AGM-45 Shrike (αλλά και οι AGM-62 Walleye) δεν εξήχθησαν στο Ισραήλ προς κάλυψη των αναγκών του «Πολέμου της Φθοράς», αλλά παραχωρήθηκαν εκ των υστέρων, ως «ανταμοιβή» για τη σύνεση του Ισραήλ να συναινέσει στη λήξη του.
Πράγματι, η σύρραξη αυτή έτεινε, μετά την τιτάνια αερομαχία της 30/7/1970 μεταξύ της ΗΗΑ και ενός Σοβιετικού συντάγματος με MiG-21MF που είχε μετασταθμεύσει στην Αίγυπτο προς στήριξή της Αιγύπτου (σκορ: Ισραήλ 5 – ΕΣΣΔ 0), να κλιμακωθεί επικίνδυνα με εμπλοκή των υπερδυνάμεων, και γι’ αυτό οι ΗΠΑ πίεζαν φορτικά το Ισραήλ για απεμπλοκή. Λίγες μέρες μετά, απεβίωσε και ο βαριά άρρωστος Νάσερ, οπότε ο πυρετός της εκδίκησης για το όνειδος του 1967 υποχώρησε και από αραβικής πλευράς.
Στον κατακλυσμιαίο πόλεμο του Yom Kippur το 1973, αρχέτυπο της σύγχρονης συρράξεως πλήρους έντασης μέχρις εσχάτων μεταξύ μειζόνων και ισοδυνάμων εθνών, το Ισραήλ χρησιμοποίησε Shrike προγραμματισμένους σε συχνότητες 2965/2990 MHz και 3025/3050 MHz, για να πλήξει ραντάρ ελέγχου πυρός των S-75 Dvina (SA-2 “Guideline”) και S-125 Neva (SA-3 “Goa”) αντίστοιχα, και στις δύο περιπτώσεις με επιτυχία. Τουναντίον, το βλήμα αποδείχθηκε άχρηστο για τη νέα και φονικότατη απειλή, το – πλήρως κινητό επί ερπυστριοφόρου – σοβιετικής προέλευσης σύστημα SAM 2Κ12 Kub (SA-6 “Gainful”, γνωστό και ως «τα τρία δάκτυλα του θανάτου» από τον τριπλό εκτοξευτή με τα εμφανή βλήματα), το ραντάρ του οποίου λειτουργούσε στις μπάντες G και Η, δηλαδή 4000-6000 MHz & 6000-8000 MHz αντίστοιχα. Αλλά και η μέθοδος καθοδήγησης ήταν διαφορετική των SA-2/3: Η καθοδήγηση με ραδιοεντολές, βασικό χαρακτηριστικό των προηγουμένων συστημάτων, συμπληρωνόταν εδώ με ημιενεργό καθοδήγηση ραντάρ στην τελική φάση, με το στόχο καταυγαζόμενο από ειδική εκπομπή σταθερού κύματος (μη παλμική), και παθητικό ερευνητή στο ρύγχος του βλήματος να εντοπίζει την αντανακλώμενη από το αεροσκάφος – στόχο ακτινοβολία. Το SA-6 δεν είχε ποτέ εμφανισθεί ως τότε σε σύρραξη, και ήταν πρακτικώς άγνωστο στη Δύση. Οι εκπομπές του δεν είχαν καταγραφεί ποτέ.
Μεγάλο μειονέκτημα των AGM-45 Shrike ήταν η αδυναμία τους να διακρατήσουν τη θέση του ραντάρ – στόχου αν εκείνο έπαυε την εκπομπή του. Στην περίπτωση αυτή το βλήμα μετά βεβαιότητος αστοχούσε, καθώς δεν διέθετε κάποια αδρανειακή πλατφόρμα που θα του επέτρεπε να διακρατήσει έστω στοιχεία διόπτευσης της πηγής της εκπομπής προερχόμενα από εξεζητημένες διατάξεις ESM/RWR του αεροσκάφους – φορέως. Φυσικά, και στην τελευταία περίπτωση απευθείας πλήγμα χωρίς εκπομπή θα ήταν απίθανο, και δεδομένης της κεφαλής, αμφίβολου αποτελέσματος.
Παρ’ όλες αυτές τις εγνωσμένες αδυναμίες, τον Αύγουστο του 1978 το Ισραήλ παρήγγειλε ακόμη 200 βλήματα Shrike, προφανώς με νεότερους ερευνητές, την ίδια περίοδο που η παραγωγή επανεκκινούσε για την USAF (για τα νεότατα τότε F-4G & EF-111A Raven).
Το χειρότερο όλων: Το ραντάρ ελέγχου πυρός “Straight Flush” (κατά τη ΝΑΤΟϊκή ονοματολογία πάντοτε) του Kub (SA-6) καταύγαζε τα αεροσκάφη στόχους σε διαμόρφωση καθοδήγησης βλήματος με εκπομπή συνεχούς κύματος και όχι παλμική, που ήταν μη αναγνωρίσιμη από τα RWR τύπου AN/ALR-36 των ισραηλινών Phantom. Προφανώς, είναι αδύνατον να αμυνθείς κατ’ επιθέσεως την οποία δεν αντιλαμβάνεσαι καν… Η Heyl Ha’ Avir είχε διαχρονικά σηκώσει στα φτερά της την επιβίωση του Εβραϊκού λαού, αλλά θα πήγαινε σε αυτόν τον πόλεμο υψηλοτάτης τεχνολογίας και ουσιωδώς διαφορετικό από κάθε προηγούμενο, ως πρόβατο επί σφαγή. Υποστηρίζεται πάντως από ορισμένες πηγές ότι οι Ισραηλινοί κατόρθωσαν να ενημερώσουν τη βιβλιοθήκη απειλών του AN/ALR-36 ήδη τις πρώτες ημέρες της σύρραξης, ώστε τουλάχιστον να γνωρίζουν ότι εγκλωβίζονται από SA-6, έστω και αν όσα θα μπορούσαν να κάνουν για να γλυτώσουν ήταν εκ των πραγμάτων πολύ περιορισμένα.
Τα εν ενεργεία ατρακτίδια παρεμβολών της ΗΗΑ δεν ήταν σε θέση να παρενοχλήσουν στο ελάχιστο το “Straight Flush”, ενώ και 40 νεότατα ατρακτίδια AN/ALQ-119 που έστειλαν οι ΗΠΑ από την Ευρώπη δεν κατόρθωσαν κάτι. Με τους Αμερικανούς να είναι βέβαιοι ότι συγκεκριμένη εκπομπή του μέσου αυτού μπορεί να διακόψει τον εγκλωβισμό από ραντάρ συνεχούς κύματος, και τους Ισραηλινούς να διστάζουν να τη χρησιμοποιήσουν διότι κατά την άποψή τους θα λειτουργούσε σαν ραδιοφάρος για τα αραβικά πυρά (αν και τα βλήματα του Kub δεν είχαν διαμόρφωση home-on-jam, πράγμα που βέβαια οι Ισραηλινοί δεν γνώριζαν και δεν ήθελαν να ρισκάρουν, παρά την απελπιστική τους γύμνια απέναντι στη νέα απειλή). Επιπλέον 110 ατρακτίδια του τύπου παραδόθηκαν στο Ισραήλ μετά τη λήξη του Πολέμου.
Η αποτυχία του Ισραήλ να αντιμετωπίσει τον SA-6 στον πόλεμο του Yom Kippur άλλαξε τελείως την πρόσληψη της τακτικής αεροπορικής ισχύος ανά τον κόσμο, και οδήγησε στη φιλολογία περί «θανάτου του τακτικού μαχητικού αεροσκάφους», όπως ακριβώς η σαρωτική επιτυχία των AT-3 “Sagger” της Αιγύπτου κατά των ισραηλινών αρμάτων και των ισραηλινών BGM-71A TOW κατά των αραβικών αρμάτων στην ίδια σύρραξη οδήγησε στη διατύπωση της προφητείας περί «θανάτου του άρματος μάχης».
Όπως αποδείχθηκε ακολούθως, αμφότερες οι προγνώσεις υπήρξαν αβάσιμες: Το μεν άρμα μάχης επανήλθε δριμύτερο χάρις στην ενεργό θωράκιση αλλά ιδίως στον πολυστρωματικό κεραμικό θώρακα Burlington (Chobham), το δε τακτικό μαχητικό αεροσκάφος κατίσχυσε του πυραύλου εδάφους – αέρος χάρις στην τελειοποίηση τακτικών και μέσων της καταστολής αεράμυνας. Με σημεία καμπής την κοιλάδα Μπεκάα το 1982 (Επιχείρηση Mole Cricket 19, η εκδίκηση της Heyl Ha’ Avir για το Yom Kippur) και το Ιράκ το 1991 (Επιχείρηση Desert Storm).
Επιστρέφοντας πάντως στο 1973, το ανίκητο SA-6 μεγιστοποίησε τις βαρύτατες απώλειες της ΗΗΑ (43 F-4E, 55 A-4E/H/N, αρκετά Mirage/Nesher/Super Mystere, σε ποσοστό άνω του 80% θύματα των SAM και – σε πολύ μικρότερο βαθμό – του α/α πυροβολικού) και με άλλον τρόπο: Για να αποφύγουν το βέβαιο πλήγμα από SA-6, τα ισραηλινά αεροσκάφη ίπταντο τόσο χαμηλά, που αποτελούσαν εύκολο στόχο για τα άλλα δύο νέα φονικότατα οπλοσυστήματα σοβιετικής προέλευσης των αραβικών δυνάμεων, τα οποία έκαναν το ντεμπούτο τους στον Πόλεμο αυτό: Το πρωτοπόρο MANPADS, σοβιετικό SA-7 “Grail” και το κατευθυνόμενο με ραντάρ, πλήρως αυτοκινούμενο επί τεθωρακισμένου ερπυστριοφόρου φονικότατο σοβιετικό SPAAG ZSU-23/4 “Shilka”, με 4 κάννες των 23 mm που, κατά τις μαρτυρίες όσων επιβίωσαν, «κεντούσαν το όνομα του χειριστή στην άτρακτο του αεροσκάφους – στόχου».
Το ραντάρ του “Shilka” ήταν επίσης απρόσβλητο στις παρεμβολές των Ισραηλινών. Λύσεις απελπισίας άρχισαν σύντομα να μεθοδεύονται: Tα Phantom εκτελούσαν βίαιο split-S roll εγκάρσια στην τροχιά του επερχόμενου βλήματος του SA-6 προσπαθώντας να «σπάσουν» τον εγκλωβισμό, πράγμα συχνά μάταιο όταν πλείονα βλήματα από διαφορετικές κατευθύνσεις ήταν στον αέρα.
Ένας χειριστής Phantom έμεινε προσωρινά παράλυτος από τη βιαιότητα των ελιγμών αυτών λόγω τραύματος στην σπονδυλική στήλη, ενώ αναρίθμητα αεροσκάφη γυρνούσαν στη βάση έχοντας υπερβεί κατά πολύ τα όρια φόρτισης του κατασκευαστή, με αποτέλεσμα να απαιτούνται προσωρινή καθήλωση του αεροσκάφους και χρονοβόρες επιθεωρήσεις πριν ξαναπετάξει (από… μέτρημα πριτσινιών μέχρι ακτίνες Χ για όλο το σκάφος), με δραματική επιβράδυνση του ρυθμού εξόδων σε ώρες έσχατης ανάγκης.
Οι πάντα αποτελεσματικότατες υπηρεσίες πληροφοριών του Ισραήλ (Mossad & AMAN) συγκέντρωσαν ωστόσο γρήγορα ορισμένα πολύτιμα τεχνικά δεδομένα: Ο τριπλός εκτοξευτής του SA-6 είχε εξαιρετικά βραδύ ρυθμό ανύψωσης / κατάβασης, το σύστημα ελέγχου πυρός εμφάνιζε αδυναμία να εμπλέξει στόχους ευθέως πάνω από το SA-6 ή σε πολύ χαμηλό ύψος σε βραχεία ακτίνα, και ο ίδιος ο – σχετικώς χαμηλής μεγίστης ταχύτητος 1,75 Mach – πύραυλος ακολουθούσε αρχικώς μια ασυνήθιστα «επίπεδη» τροχιά πριν αρχίσει να λαμβάνει ύψος. Αξιοποιώντας αυτά τα ευρήματα, οι χειριστές των ισραηλινών Phantom καθιέρωσαν την τακτική να προσεγγίζουν τις πυροβολαρχίες SA-6 από πάρα πολύ χαμηλό ύψος, της τάξεως των 50 ποδών (15 μέτρων!), και – έχοντας εντοπίσει το στόχο – να εκτελούν βίαιη άνοδο, ακολουθούμενη από κάθετη εφόρμηση ακριβώς πάνω από τον εκτοξευτή προς άφεση των Μ117 ή βομβών διασποράς.
Η μέθοδος αυτή επέτρεψε κάποια αποτελέσματα, αλλά βεβαίως ήταν λύση ανάγκης, και με φοβερούς κινδύνους. Αυτονόητα, αυτό το προφίλ πτήσεως και ιδίως ο τελικός ελιγμός προϋπέθεταν τη χρήση αεροσκάφους υψηλοτάτων επιδόσεων ακόμη και με φορτίο, αποκλείοντας το Α-4H/E/N Skyhawk από την αποστολή της καταστολής SAM, και επηρεάζοντας επί δεκαετίες το δόγμα των αεροπορικών επιχειρήσεων, με τυπικότερο παράδειγμα την πρόταση για το πανίσχυρο A-7F Corsair ΙΙ “Strikefighter” (με P&W F100 των 24.000 λιβρών ή GE F110 των 28000 λιβρών αντί του Allison TF41 των 14.500 λιβρών ώσεως) προς την USAF.
Η απελπισμένη μάχη κατά των SA-6 ανέδειξε και μια συγκλονιστική αεροπορική προσωπικότητα στο πρόσωπο του Joel S. Aronoff (αναφέρεται και ως Yoel Aaronov σε ισραηλινές πηγές). Εβραϊκής καταγωγής Αμερικανός, είχε γεννηθεί το 1940 στη Νέα Υόρκη και ήταν απόφοιτος της Αεροπορικής Ακαδημίας της USAF. Με πλούσια προϋπηρεσία με τα F-4C/D στο Βιετνάμ, ο Aronoff είχε παρουσιασθεί εθελοντικά και για τρίτο tour of duty, πέραν των 100 υποχρεωτικών αποστολών πάνω από το Β. Βιετνάμ, για ένα απίστευτο άθροισμα 222 αποστολών (χωρίς κατάρριψη) στο Βορρά κατά την περίοδο του πολέμου (1967-68) στην οποία οι πιθανότητες κατάρριψης ήταν αντίστοιχες με εκείνες των Β-17 στις ημερήσιες επιδρομές κατά της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας το 1943. Ο Aronoff δεν είχε πετάξει ποτέ σε αποστολές καταστολής αεράμυνας, που ήταν ανατεθειμένες αρχικά στα F-100F και έπειτα στα F-105F κατά την περίοδο εκείνη, αλλά είχε σωρεύσει τεράστια εμπειρία στην δι’ ελιγμών αποφυγή των SAM, και χειριζόταν το απαιτητικό ως προς τα πτητικά χαρακτηριστικά F-4 σαν να το «φορούσε».
Το 1969, και έχοντας το βαθμό του σμηναγού, ζήτησε την αποστρατεία του από την USAF για να μεταναστεύσει στο Ισραήλ, ώστε «να συνδράμει στρατιωτικώς το λαό του». Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους εγκαταστάθηκε στη Γη της Επαγγελίας, και ένα χρόνο αργότερα, μετά από το τυπικά εξονυχιστικό security screening, έγινε δεκτός στην Heyl Ha’ Avir, φυσικά στα Phantom (107η Μοίρα). Αντιπαρήλθε την τυπική καχυποψία του νεαρού και ευάλωτου κράτους απέναντι στους (ομοεθνείς!) επήλυδες και την αλαζονεία της πιο προβεβλημένης και μπαρουτοκαπνισμένης αεροπορίας στον κόσμο επιδεικνύοντας ταπεινότητα και χαμηλούς τόνους, αναγνωρίζοντας πριν από όλα πόσο ασύγκριτα ανώτεροι της USAF ήταν οι Ισραηλινοί πιλότοι στην τέχνη της αερομαχίας.
Παρά το ότι το Ισραήλ ήταν σε διαρκή πόλεμο ακόμη και στο διάστημα μεταξύ των Πολέμων της Φθοράς και του Yom Kippur, ο μοίραρχος του Aronoff δεν του εμπιστεύθηκε ποτέ θέση σε επιχειρησιακή αποστολή μέχρι την 9/10/1973: Την ημέρα εκείνη, σε αντίποινα για βολές βαλλιστικών πυραύλων Frog από τη Συρία που έπληξαν αμάχους, σχολείο, νηπιαγωγείο και κοιτώνα της αεροπορικής βάσεως Ramat David στο Β. Ισραήλ, η ΗΗΑ θα έπληττε το υπουργείο Άμυνας, το Αρχηγείο Στρατού και το Αρχηγείο Αεροπορίας στη Δαμασκό!
Ήταν η ώρα του Joel! H τεχνική του στην αποφυγή των SA-6 προκάλεσε αίσθηση, η αλεπού δεν είχε ξεχάσει την τέχνη της. Σύντομα κλήθηκε να διδάξει την τεχνική του σε κατά το δυνατόν περισσότερα πληρώματα Phantom, πριν οι απώλειες από τους SA-6 αφήσουν την ελαχίστου γεωγραφικού βάθους χώρα χωρίς αεροπορία, στο έλεος των ανεξάντλητων στρατιών των εχθρών της… Ο Joel δεν αρκέστηκε όμως σε αυτό τη στιγμή της δικαίωσής του, μετά από τα πέτρινα χρόνια στο περιθώριο: Ανέλαβε τις πλέον παράτολμες αποστολές καταστολής των SA-6, πάντα με μόνο όπλο τις M117 και τα Rockeye: Προκαλούσε, ευρισκόμενος στα όρια της εμβέλειας των βλημάτων του φονικού συστήματος, δηλαδή σε σημείο που η κινητική τους ενέργεια είχε απομειωθεί, μαζικές εκτοξεύσεις, αποφεύγοντας τα βλήματα με ελιγμούς. Και όταν αντιλαμβανόταν ότι τα έτοιμα προς βολή βλήματα είχαν αναλωθεί και άρχιζε η αναχορηγία, εφορμούσε. Το ηθικό της καταπτοημένης Heyl Ha’ Avir σημείωσε άλμα!
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η πραγματοποίηση βίαιων ελιγμών από αεροσκάφη με πλήρη πολεμικό φόρτο βομβών και εξωτερικών απορριπτομένων δεξαμενών καυσίμων δεν είναι κάτι απλό, ακόμη και αν πρόκειται για αεροσκάφη με εξαιρετικά μεγάλα αποθέματα ώσεως, όπως το Phantom και ο επίγονός του, F-15E Strike Eagle.
Στην επιχείρηση Desert Storm του 1991, οι Αμερικανοί χειριστές των επιφορτισμένων με το «κυνήγι των SCUD» F-15E ανέφεραν ότι το πανίσχυρο αεροσκάφος είχε, με το τυπικό για την αποστολή φορτίο των 12 Mk. 20 Rockeye, 4 AIM-9L και δύο εξωτερικών δεξαμενών καυσίμων (+ FAST packs ημιεξωτερικώς και τα δύο ατρακτίδια του LANTIRN), περιθώριο ελιγμών μόνο 3G, αντί των συνήθων 9G, και τους απασχολούσε ζωηρά το ενδεχόμενο απώλειας ελέγχου σε ενδεχόμενη ανάγκη βίαιων ελιγμών αποφυγής SAM.
Αν λοιπόν αυτό συνέβαινε για το Strike Eagle των 48.000 λιβρών εγκατεστημένης ώσης και 50+ τ.μ. πτερυγικής επιφανείας, γίνεται αντιληπτό πόσο μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η πραγματοποίηση αντιστοίχων ελιγμών από κατάφορτα Phantom με συνολική ώση 36.000 λιβρών, που και αυτά ανήκαν στην κατηγορία των αεροσκαφών που η οπισθέλκουσα και το βάρος των φορτίων τα επηρεάζει σε αναλογικώς περιορισμένο βαθμό. Εξάλλου, το timing του ελιγμού έχει σημασία: Αν γίνει πρώιμα, ο πύραυλος θα μπορέσει να ακολουθήσει το αεροσκάφος ενώ στρέφει. Αν γίνει αργά, τα θραύσματα της κεφαλής του πυραύλου θα πλήξουν το αεροσκάφος (οι πύραυλοι έχουν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, πυροσωλήνες προσέγγισης και όχι μόνον κρουστικούς).
Αποστολές σαν κι αυτές έδειξαν τη στόφα της Heyl Ha’ Avir, και επιβεβαίωσαν αυτό που Έλληνες της πρώτης σειράς που εκπαιδεύτηκε στα Phantom στις ΗΠΑ αναφέρουν ως ρήση των Αμερικανών εκπαιδευτών τους, ότι δηλαδή τα πραγματικά έσχατα όρια του Phantom δεν τα γνωρίζει η USAF, αλλά η Heyl Ha’ Avir!
Ο Aronoff ήταν ο μόνος Αμερικανός χειριστής Phantom της ΗΗΑ κατά τον Πόλεμο του Yom Kippur. O επίσης Αμερικανός βετεράνος των Phantom της USAF Danny Grossmann κατετάγη στην ΗΗΑ μόλις το 1979, και πετούσε τα θρυλικά RF-4E(S) “Tsalam Shablul”, εξειδικευμένα αναγνωριστικά μεγάλου ύψους (πληρώματα με στολές S1030 της David Clark Company, προδιαγραφών SR-71!) και υψηλών ταχυτήτων με κάμερες HIAC-1 μαζί με τον περίφημο μετέπειτα αστροναύτη Ilan Ramon, γνωστό από την επιδρομή στον Osirak το 1981 και το θάνατό του στη συντριβή του Space Shuttle Columbia πολλά έτη αργότερα.
Οι μόνοι άλλοι Αμερικανοί ιπτάμενοι που πέταξαν για το Ισραήλ ήταν ο Max Manning, που σκοτώθηκε με Huey της ΗΗΑ σε αποστολή CASEVAC στην αφρικανική όχθη του Σουέζ στις 17/10/1973, και κάποιος πρώην ιπτάμενος του Σώματος Πεζοναυτών των ΗΠΑ ονόματι “Mark”, αγνώστων λοιπών στοιχείων.
Παρά τις ιστορούμενες πάντως ανδραγαθίες, είναι γεγονός ότι το αποτελεσματικότερο όπλο καταστολής της αραβικής (και ιδίως αιγυπτιακής) αεράμυνας κατά τον Πόλεμο του Yom Kippur στάθηκε το… άρμα μάχης. Πράγματι, ιδίως στο πρώτο στάδιο της σύρραξης, το πυκνό πλέγμα σταθερών συστοιχιών SA-2/3 δυτικά του Σουέζ και οι κινητές πυροβολαρχίες SA-6 που ακολουθούσαν τον Αιγυπτιακό Στρατό στην προέλασή του στο Σινά κατόρθωσαν να υλοποιήσουν επιτυχώς, με ακρίβεια εγχειριδίου, τακτικές access denial. Καθιστώντας ουσιαστικά όλο το μέτωπο απρόσιτο για την αεροπορία του Ισραήλ, και στερώντας έτσι από την – ούτως ή άλλως μειονεκτούσα αριθμητικώς – αμυνόμενη δύναμη την αεροπορική κάλυψη και τις αποστολές close air support / battlefield air interdiction, που είχε μάθει να θεωρεί δεδομένες.
Συχνά λοιπόν, η δυνατότητα δράσεως της ΗΗΑ προς υποστήριξη του Ισραηλινού Στρατού αποκαθίστατο μόνο όταν επιθετικές αιχμές αρμάτων κατόρθωναν να φθάσουν στα SA-6 και να τα καταστρέψουν με βολές του πυροβόλου τους! Αυτό εντάθηκε ακόμη περισσότερο με τον αιφνιδιασμό των Αιγυπτίων από τον Sharon, ο οποίος διεκπεραίωσε σημαντικές δυνάμεις στη δυτική όχθη της Διώρυγος του Σουέζ, δηλαδή στην ηπειρωτική Αίγυπτο επί της Αφρικανικής ηπείρου!
Τα άρματα του Ισραήλ εξαπολύθηκαν ακτινοειδώς από το προγεφύρωμα στο Deversoir και επιδόθηκαν σε ταχύρρυθμο κυνήγι των αιγυπτιακών SAM, διασπώντας πλέον για τα καλά την Αιγυπτιακή αμυντική ομπρέλα και επιτρέποντας στη ΗΗΑ να δράσει όπως στο παρελθόν.
Τα παραπάνω σκιαγραφούν τη ζοφερή εικόνα της έκλειψης της τακτικής αεροπορίας ως κρισίμου παράγοντος στο πεδίο της μάχης: Στις προηγούμενες συγκρούσεις του Ισραήλ, η Αεροπορία καθιστούσε εφικτή τη δράση του Στρατού. Τώρα, ο Στρατός καθιστούσε εφικτή τη δράση της Αεροπορίας! Πόσο στρατό όμως μπορούσε να παρατάξει ένα μικρό έθνος απέναντι σε τεράστιες χώρες που απεργάζονταν τον όλεθρό του; Οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις βρίσκονταν πλέον σε υπαρξιακή κρίση.
Σε τέτοιες καταστάσεις, ευφάνταστες λύσεις, που υπό άλλες συνθήκες θα προκαλούσαν καγχασμό και μόνον (αν όχι προπετή γέλωτα), εξετάζονται με κάθε σοβαρότητα.
Το σύστημα Potifar δεν ήταν παρά ένας επίγειος εκτοξευτής πυραύλων Shrike με φορέα ένα αμερικανικό ημιερπυστριοφόρο Μ3 του Β΄ ΠΠ, εύκολο στην οδήγηση ως φορτηγό. Ήταν καρπός του «Πολέμου της Φθοράς», και η ιδέα ήταν η εξαπόλυση βλημάτων από οχήματα κινούμενα στον παραλιακό δρόμο της Διώρυγας του Σουέζ στο Σινά κατά των αιγυπτιακών θέσεων SA-3 στη δυτική όχθη της. Μετά τον Πόλεμο του Yom Kippur και τα σχετικά οδυνηρά διδάγματα, το σχέδιο ανέκτησε δυναμική, για να καταρρεύσει στη διαπίστωση ότι η εμβέλεια έπεφτε στα… 5 χλμ., σε σχέση με τα 16 χλμ. όταν το AGM-45A εκτοξευόταν από τον αέρα, για ευνόητους λόγους απλής φυσικής. Οι Ισραηλινοί βρήκαν τη λύση στην προσθήκη ενός προωθητικού σταδίου στερεού καυσίμου, ώστε τελικώς να προσδοθεί εμβέλεια 48 χιλιομέτρων στο βλήμα.
Το σύστημα ονομάστηκε Kilshon και το βλήμα Kachlilit. Εφέρετο σε μονή ράγα εκτόξευση επί πήγματος… Μ4 Sherman του Β΄ ΠΠ, και κατασκευάστηκε σε 15 τεμάχια, που εξόπλισαν τρεις πυροβολαρχίες των 5 εκτοξευτών.
Πρώτη και τελευταία χρήση του έγινε στο Λίβανο τον Ιούνιο του 1982, στο πλαίσιο της επιχείρησης Mole Cricket 19, ήτοι της καταστολής της αεροπορικής ομπρέλας της Συρίας κατά μήκος του αυτοκινητοδρόμου Βηρυτού – Δαμασκού στην Κοιλάδα Μπεκάα, η οποία εκώλυε τη δράση της ΗΗΑ προς υποστήριξη του προελαύνοντος εντός του Λιβάνου και προς τη Βηρυτό Ισραηλινού Στρατού. Εκτοξεύθηκαν 12 βλήματα από ισάριθμους εκτοξευτές. Ούτε ένα βρήκε στόχο. Κατόπιν του απερίγραπτου φιάσκου, το σύστημα αποσύρθηκε. Ένα δείγμα φιλοξενείται στο Μουσείο της ΗΗΑ στο Hatzerim, θλιβερή ανάμνηση μιας εποχής απόλυτης απόγνωσης. Εξυπακούεται ότι η πανηγυρική επιτυχία της Επιχείρησης Mole Cricket 19, που σηματοδότησε την επιστροφή του τακτικού αεροσκάφους ως κυριάρχου στο πεδίο της μάχης, σε τίποτε δεν σκιάστηκε από το φιάσκο ενός εκκεντρικού συστήματος, που άλλωστε η ίδια η ύπαρξή του ήταν επτασφράγιστο μυστικό.
Ο Shrike αντικαταστάθηκε σε αμερικανική υπηρεσία από τον ταχύτερο (2 Mach), ανώτερης εμβέλειας (απόρρητης, αλλά άνω των 110 χλμ.) AGM-88A/B HARM. Επρόκειτο για όπλο άλλης κλάσεως, με πολλές διαμορφώσεις που του εξασφάλιζαν πρωτόγνωρη επιχειρησιακή ευελιξία. Μεταξύ των χρηστών του νέου βλήματος αναφέρεται και το Ισραήλ, αλλά η ύπαρξη του HARM στο ισραηλινό οπλοστάσιο δεν τεκμηριώνεται φωτογραφικώς.
Texas Instruments GBU-10/12/16 Paveway I/II: Δεν είναι ακριβώς γνωστό το χρονικό σημείο παράδοσης αυτών των δημοφιλέστατων παγκοσμίως και προσιτών όπλων ακριβείας στο Ισραήλ, πέραν του γεγονότος ότι δεν ήταν ακόμη διαθέσιμα στον Πόλεμο του Yom Kippur τον Οκτώβριο του 1973.
Λόγω των τραυματικών εμπειριών του Ισραήλ από τη σύρραξη αυτή, δεν έγινε γενικευμένη χρήση αυτής της κατευθυνόμενης βόμβας από την ΗΗΑ σε μείζονες συγκρούσεις, όπως στον Πόλεμο του Λιβάνου το 1982 και ειδικότερα στην Κοιλάδα Μπεκάα: Πράγματι, το προφίλ επίθεσης (ημιενεργός καθοδήγηση λέιζερ, ανάγκη συνεχούς καταύγασης του στόχου από αεροσκάφος εξοπλισμένο με συσκευή σήμανσης με εκπομπή λέιζερ ως τη στιγμή της πρόσκρουσης της βόμβας στο στόχο) και η πολύ μικρή εμβέλεια της κατευθυνόμενης βόμβας αποτελούσαν κίνδυνο εξαιρετικά υψηλών απωλειών, που δεν δικαιολογούντο ούτε από την υψηλότατη ακρίβεια ούτε από το χαμηλότατο κόστος του όπλου.
Αντίθετα, γινόταν χρήση τους σε περιβάλλοντα όπως ο Νότιος Λίβανος και η Λωρίδα της Γάζας, όπου δεν υπήρχε άξια λόγου απειλή από το έδαφος (και μηδενική από τον αέρα) για τα αεροσκάφη του Ισραήλ, αλλά ανάγκη αποφυγής παραπλεύρων απωλειών μεταξύ του αμάχου πληθυσμού. Το F-4E χρησιμοποίησε τις βόμβες κυρίως σε αποστολές εγγύς αεροπορικής υποστήριξης μαχομένων τμημάτων, με καταύγαση από ατρακτίδιο σήμανσης Westinghouse AN/AVQ-23 “Pave Spike” ανηρτημένο στην πρόσθια αριστερή θέση των AIM-7 Sparrow κάτω από την άτρακτο.
Το δημοφιλέστατο ατρακτίδιο, ευρύτατα διαδεδομένο σε υπηρεσία με τις USAF, RAF, THK κλπ δυτικές αεροπορίες, ήταν ελαφρύ, δεν κατελάμβανε φορέα μείζονος οπλισμού και επέτρεπε τη σήμανση για ρίψη από το ίδιο το αεροσκάφος – φορέα (σε αντίθεση με διατάξεις τύπου Zot Box στο οπίσθιο κόκπιτ του Phantom, που ήταν πρόσφορες μόνο για “buddy lasing”), αλλά ήταν κατάλληλο αποκλειστικά για χρήση με το φως της ημέρας. Χρήση νυκτερινών ατρακτιδίων καταύγασης με FLIR, κατά πάσα πιθανότητα πρώιμων μοντέλων του κλασικού Rafael Litening, στα F-4E του Ισραήλ έχει αναφερθεί, χωρίς όμως καμιά φωτογραφική τεκμηρίωση.
Τα ισραηλινά Phantom έχουν κατά κόρον χρησιμοποιήσει το AN/AVQ-23 “Pave Spike” προς συνεργατική καταύγαση στόχων για άλλα, μονοθέσια μαχητικά, προεχόντως IAI Kfir C.2/C.7 και A-4H/Ε/N Skyhawk, με αμφότερους του μονοθέσιους τύπους κατά κανόνα οπλισμένους με 4 GBU-12 των 500 λιβρών. Προφανώς το Ισραήλ έχει σχηματίσει, δια της μακράς και ανεκτίμητης πολεμικής πείρας του, την πεποίθηση ότι η σήμανση στόχων με λέιζερ από μονοθέσια αεροσκάφη είτε δεν εξασφαλίζει τα απαιτούμενα ποσοστά ευστοχίας ή ο υπέρμετρος φόρτος εργασίας για το χειριστή εγκυμονεί κινδύνους απόσπασής του και έκθεσής του σε πλήγμα. Η εντύπωση αυτή επιρρωνύεται και από την προτίμηση του Ισραήλ στα διθέσια για την αποστολή της κρούσεως ακριβείας (F-16D Barak, F-15I Raam, F-16I Shufa) κατά τα τελευταία 35 έτη.
Martin Marietta AGM-62 Walleye: Αυτό η ηλεκτροοπτικής κατεύθυνσης βόμβα ανεμοπορίας, εξελιγμένη από τα ερευνητικά εργαστήρια του Naval Weapons Center China Lake του Αμερικανικού Ναυτικού στη δυτική Έρημο Mojave, 240 χλμ. Β του Los Angeles στην Κομητεία του San Bernadino, είναι όπλο άλλης τάξεως κόστους και δυνατοτήτων σε σχέση με τις Paveway / HoBoS. Πράγμα που αντανακλά και στη χρήση του χαρακτηρισμού AGM (πύραυλος αέρος – εδάφους) αντί GBU (μονάδα κατευθυνόμενης βόμβας).
Εξελίχθηκε για τα α/φ A-4E/F/M του Ναυτικού και του Σώματος Πεζοναυτών των ΗΠΑ, χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τα A-7E, A-6E &F/A-18A/C, αλλά την προμηθεύτηκε και η USAF σε μικρούς αριθμούς για το F-4D, εξελίσσοντας μάλιστα παραλλαγή με πυρηνική κεφαλή!
Η βόμβα φέρει κυλινδρικό σώμα κανονικού πυραύλου και πτέρυγες δέλτα μεγάλου εκτεπάσματος και επιφανείας, μεγαλύτερου από κάθε άλλη κατευθυνόμενη βόμβα πρώτης γενιάς. Η αρχική βόμβα, βάρους 1.100 λιβρών, επιτυγχάνει την κορυφαία για βόμβα ανεμοπορίας της εποχής εμβέλεια των 26 χιλιομέτρων. Στην όψιμη έκδοση Walleye II ER/DL (extended-range, data link), με τεραστίου πλέον εκπετάσματος πτέρυγες και με βάρος 2.450 λιβρών, επιτυγχάνει μεγίστη εμβέλεια 56 χλμ., που κανονικά απαντάται μόνο σε πυραύλους.
Όλες οι εκδόσεις κατευθύνονται με τρόπο όχι διαφορετικό από της GBU-8 που ήδη αναπτύχθηκε, αλλά στις εκδόσεις με ζεύξη δεδομένων (data link) είναι δυνατή η άφεση προς τη γενική κατεύθυνση του στόχου για πρόσκτηση στόχου από την τηλεοπτική κάμερα μετά την άφεση (LOAL, Lock-On-After-Launch), προς αξιοποίηση της ηυξημένης εμβελείας που προσδίδουν οι τεράστιες πτέρυγες. Η ζεύξη δεδομένων, σε ατρακτίδιο φερόμενο από το αεροσκάφος – φορέα της βόμβας ή τρίτο αεροσκάφος, μεταφέρει την εικόνα της τηλεοπτικής κάμερας του ρύγχους της βόμβας στην οθόνη του αεροσκάφους, και όταν ευρεθεί στο σταυρόνημα ο στόχος, ο χειριστής «παγώνει» την εικόνα και η βόμβα αυτοκατευθύνεται εφεξής στον (υψηλού κοντράστ προς το περιβάλλον) στόχο.
Πέραν των πτερύγων μεγάλου εκπετάσματος / χορδής / επιφανείας, το σύνολο του όπλου είναι βελτιστοποιημένο για μεγιστοποίηση της εμβελείας ήδη από την αρχική έκδοση: Δεν πρόκειται για απλή βόμβα ελευθέρας πτώσεως με σκευή κατεύθυνσης προσαρμοσμένη με εξαρτύσεις (όπως οι Paveway & HoBoS), αλλά για κανονικό σώμα πυραύλου με χαμηλή οπισθέλκουσα. Στην ουρά υπάρχει γεννήτρια – στρόβιλος τύπου ram-air για να τροφοδοτεί την υδραυλική αντλία των εξεζητημένων μηχανισμών ελέγχου, ώστε η εμβέλεια του όπλου να μην περιορίζεται από τον αριθμό κινήσεων που μπορούν να κάνουν οι επιφάνειες ελέγχου, ούτε να κατατρώγεται η κινητική του ενέργεια από απλοϊκές και πρωτόγονες κινήσεις αυτών (= μόνο full deflection, όπως στις «φθηνές» κατευθυνόμενες βόμβες).
Υπάρχει επίσης η δυνατότητα ανάληψης του ελέγχου εκ νέου από τον χειριστή ακόμη και σε όψιμο στάδιο της πορείας του όπλου (man-in-the-loop), προφανώς κατ’ απαίτηση του Σώματος Πεζοναυτών για λόγους που εξετάσθηκαν στο α΄ μέρος.
Το υψηλού επιπέδου αυτό όπλο ήταν η απάντηση στην επιχειρησιακή απαίτηση του Ισραήλ για ένα όπλο ικανό να εξαπολύεται χωρίς το αεροσκάφος – φορέας του να περιέρχεται εντός της εμβελείας των αντιαεροπορικών συστημάτων Neva (SA-3 “Goa”) και κυρίως Kub (SA-6 “Gainful”), που στις αρχικές εκδόσεις της εποχής ανερχόταν σε 15 και 24 χιλιόμετρα κατά μέγιστο αντίστοιχα.
Σε αντίθεση με άλλες αεροπορίες, οι οποίες επεφύλασσαν στα όπλα αυτής της κατηγορίας στρατηγικούς στόχους (γέφυρες, χώρους τουρμπινών ατμοηλεκτρικών και υδροηλεκτρικών εργοστασίων κ.λπ.) μόνον, το Ισραήλ χρησιμοποιούσε ανέκαθεν υψηλοτάτων επιδόσεων κατευθυνόμενα όπλα (και ιδίως βόμβες ανεμοπορίας ηλεκτροοπτικής κατεύθυνσης) και σε ρόλο καταστολής αεράμυνας.
Πράγματι, οι εμπειρίες του Πολέμου του Yom Kippur οδήγησαν σε μερική «αλλαγή παραδείγματος» στις επιχειρήσεις καταστολής αεράμυνας, καθώς φάνηκαν τα όρια του πυραύλου αντιραντάρ (ARM). Αντίστοιχα, αυξημένες δυνατότητες αναγνώρισης μέσω πλαγίων λήψεων από μεγάλες αποστάσεις, αναγνωριστικών UAV ή δορυφορικής τηλεπισκόπησης κατέστησαν ευχερέστερη την αποκάλυψη στοιχείων SAM, χωρίς να χρειάζεται τα τελευταία να έχουν τα ραντάρ τους σε λειτουργία. Θεωρήθηκε λοιπόν εύλογα ως πρώτη επιλογή η εξ αποστάσεως (δηλαδή εκτός εμβελείας των πυραύλων τους) εξόντωσή τους, εφόσον η θέση τους ήταν γνωστή, και η επικουρική και μόνον χρήση πυραύλων αντιραντάρ. Για την περίπτωση αγνώστου θέσεως ή καλώς παρηλλαγμένων ραντάρ, η λύση βρέθηκε στη χρήση UAV – δολωμάτων, για να τα εξαναγκάσουν σε εκπομπή ώστε να βληθούν ακολούθως από ARM.
Πάντως, όλες οι αναφορές συνηγορούν υπέρ της εκδοχής ότι το όπλο ήταν ήδη διαθέσιμο στο Ισραήλ κατά τον Πόλεμο του Yom Kippur, σε αγνώστους αριθμούς, ενώ τα αποθέματα συμπληρώθηκαν και διαρκούντος του πολέμου στο πλαίσιο της Επιχείρησης “Nickel Grass”. To 1978 παραδόθηκαν 100 AGM-62 Walleye II, το 1979 200 Walleye II ER/DL, και άλλες 100 του ιδίου τύπου το 1980.
Κατά παράξενο τρόπο, και σε αντίθεση με τον Ναυτικό και τους Πεζοναύτες των ΗΠΑ, το όπλο σπανίως εφέρετο από τα A-4Ε/N Skyhawk (τα -Η δεν είχαν τη σχετική συνδεσμολογία, ως υποβαθμισμένη εξαγωγική έκδοση) σε ισραηλινή υπηρεσία. Όποτε πάντως συνέβαινε αυτό, εφέρετο ανά δύο σε κάθε αεροσκάφος, στους έσω υποπτερύγιους φορείς (όπως από τα ναυτικά A-4E/F των ΗΠΑ στο Βιετνάμ το 1967/68), με κεντρική εξωτερική δεξαμενή καυσίμου υπό την άτρακτο και 2 AIM-9D Sidewinder ή Rafael Shafrir 2 στους έξω υποπτερύγιους φορείς.
Η εξήγηση είναι ότι για το μακράς εμβελείας όπλο προτεραιότητα είχε το υπερόπλο κρούσεως Phantom σε σχέση με το «αναλώσιμο» Skyhawk. Οι «βαριές» αυτές φορτώσεις, με αναλογικώς μεγάλη μάζα ανηρτημένου οπλισμού και περιορισμένο εξωτερικό καύσιμο, ερμηνεύονται από την εγγύτητα των αεροπορικών βάσεων του Ισραήλ στα δύο θέατρα των επιχειρήσεων.
Συνεχίζεται στο Γ΄ και τελευταίο μέρος