Ελάχιστοι τύποι μαχητικών αεροσκαφών στην ιστορία έχουν δρέψει τόσες πολεμικές δάφνες όσες το F-4E Phantom με τα χρώματα της Heyl Ha’ Avir (HHA), της πολεμικής Aεροπορίας του Ισραήλ. Στην πολεμική του δράση έχουν αφιερωθεί ουκ ολίγα δημοσιεύματα, και θα ακολουθήσουν κι άλλα.
Ποια ήταν όμως τα όπλα που έφερε το θρυλικό μαχητικό σε υπηρεσία με το Αστέρι του Δαυϊδ; Και πώς αξιοποιήθηκαν; Τι ρόλο έπαιξαν σε μερικές από τις σφοδρότερες συγκρούσεις της μεταπολεμικής εποχής;
Σίγουρα, η μυστικοπάθεια του Ισραήλ, απολύτως κατανοητή για κράτος σε πρακτικώς διαρκή εμπόλεμη κατάσταση, δεν βοηθά στην τεκμηρίωση του θέματος, και ακόμη και σήμερα, που ο τύπος έχει προ πολλού απέλθει από Ισραηλινή υπηρεσία, υπάρχουν άλυτα μυστήρια. Η σημερινή εκτενής φωτογραφική κάλυψη των πολεμικών μοιρών, των αεροσκαφών και των όπλων του Ισραήλ ήταν απλώς αδιανόητη τα χρόνια του Phantom, το οποίο σε Ισραηλινή υπηρεσία έφερε το όνομα Kurnass (βαριοπούλα). Οι προς δημοσίευση φωτογραφίες επιλέγονταν αυστηρά από το γραφείο λογοκρισίας των ενόπλων δυνάμεων, λεπτομέρειες ρετουσάρονταν, μοιρόσημα σε ουρές έπεφταν θύματα του κοπιδιού, όπλα ή εγκαταστάσεις εδάφους δεν απεικονίζονταν ποτέ, ενώ και αυτές ακόμη οι εγκεκριμένες φωτογραφίες ήταν κατά κανόνα… νεκρά φύση, με πλήρη απαγόρευση απεικόνισης του προσωπικού. Με το γύρισμα του αιώνα, αρκετές δημοσιεύσεις έχουν σε κάποιο βαθμό φωτίσει τα πράγματα.
Α. ΟΠΛΑ ΑΕΡΟΣ-ΑΕΡΟΣ
Παρά τις επιδόσεις του, το F-4E δεν ήταν σε ισραηλινή υπηρεσία το αεροσκάφος εκλογής για την αποστολή της αεροπορικής υπεροχής. Η αίσθηση των Ισραηλινών ήταν ότι το αεροσκάφος στερείτο ευελιξίας, και προτιμούσαν το γνωστό Mirage IIΙ CJ (ή “Shahak”, όπως καλείτο στη Εβραϊκή), το οποίο είχαν προμηθευθεί σε 72 μονάδες τη δεκαετία του ’60, και από το οποίο απέμεναν πιθανώς 60 μονάδες κατά την περίοδο εισόδου του F-4E σε υπηρεσία.
Εξάλλου, η δύναμη αυτή είχε συμπληρωθεί, ως τον πόλεμο του Yom Kippur (Οκτώβριος 1973), από 50 ΙΑΙ Nesher, ήτοι το απλουστευμένο, χωρίς ραντάρ Mirage 5. Ασφαλώς, λόγω του καχεκτικού κινητήρα SNECMA ATAR 9B των 13.320 λιβρών με πλήρη μετάκαυση, το Shahak υστερούσε του Phantom (με σχεδόν τριπλάσια εγκατεστημένη ώση 35.800 λιβρών από δύο General Electric J79-GE-17) σε αρχικό ρυθμό ανόδου (83 αντί 142 μέτρα ανά sec), σε λόγω ώσεως προς βάρος (0,70 αντί 0,78 σε τυπικό βάρος μάχης), σε επιταχύνσεις και ιδίως στη δυνατότητα διατήρησης της κινητικής του ενέργειας εξελισσομένης της αερομαχίας. Αλλά η πολύ χαμηλή πτερυγική φόρτιση (213 κιλά ανά τ.μ. σε σχέση με τα 361 του F-4E, πάντα σε τυπικό βάρος μάχης) του προσέδιδε μεγάλη ευελιξία, και κάποιο πλεονέκτημα στα μεγάλα ύψη.
Το F-4E προοριζόταν λοιπόν σε ισραηλινή υπηρεσία αφενός για την αποστολή της νυχτερινής αναχαίτισης, αντικαθιστώντας το γαλλικό βαρύ δικινητήριο SNCASO Vautour, αφετέρου και κυρίως για την αποστολή κρούσεως σε βάθος στο εχθρικό έδαφος, αντικαθιστώντας την αντίστοιχη μονοθέσια, χωρίς ραντάρ παραλλαγή του βαρέος γαλλικού αεροσκάφους.
Μάλιστα, στις πρώιμες βολιδοσκοπήσεις του προς τους Αμερικανούς, ο θρυλικός Ισραηλινός Α/ΓΕΑ Ezer Weitzmann διετύπωσε διττή επιχειρησιακή απαίτηση. Αφενός για ένα ελαφρύ αεροσκάφος κρούσεως, για το οποίο προεκρίνετο το A-4 Skyhawk (το ενδιαφέρον για το νεότατο τότε A-7 Corsair των πρώιμων παραλλαγών Α/Β γρήγορα ατόνησε λόγω διαφοράς κόστους), αφετέρου για ένα βαρύ αεροσκάφος κρούσεως, για το οποίο προεκρίνετο το F-4 Phantom II (με τα Blackburn Buccaneer & Grumman A-6 Intruder να έχουν επίσης εξετασθεί αλλά να μην προτιμώνται λόγω υστέρησης στις επιδόσεις, και προφανώς αστρονομικού κόστους στη δεύτερη περίπτωση).
Ι. Μέσου βεληνεκούς, πέραν του ορίζοντος
Raytheon AIM-7E Sparrow: Το μοναδικό βλήμα μέσου βεληνεκούς των ισραηλινών Phantom, πρόσφορο για βολές πέραν του ορίζοντος, ήταν το Raytheon AIM-7E Sparrow, ημιενεργού καθοδήγησης. Ο ερευνητής του βλήματος αναζητούσε τον καταυγαζόμενο από ειδική κυματομορφή του ραντάρ Westinghouse AN/APQ-120 στόχο.
Στην έκδοση αυτή, με φορέα το F-4E και το μετρίων δυνατοτήτων ραντάρ του, το βλήμα επετύγχανε μέγιστη εμβέλεια της τάξεως των 24 χλμ., πρακτικώς όμως περί τα 18 χλμ. σε μετωπική προσέγγιση του αναχαιτιζομένου στόχου και περί τα 5 χλμ. σε καταδίωξη. Με την αρχική παρτίδα των 50 νέων F-4E παραδόθηκε το στάνταρντ μοντέλο παραγωγής ΑΙΜ-7Ε, ενώ λίγο πριν τον πόλεμο του Yom Kippur το 1973 παραδόθηκε το μοντέλο ΑΙΜ-7E2, βελτιστοποιημένο για αερομαχίες με βραχύτερη ελάχιστη απόσταση εκτόξευσης.
Στην τυπική εφαρμογή της αναχαίτισης προς προστασία αστικών κέντρων και στρατηγικών στόχων, το βλήμα, με φορέα το F-4E, βρήκε κύρια εφαρμογή στην αναχαίτιση επιδρομών των βομβαρδιστικών Tu-16 “Badger” της Αιγύπτου κατά τον Πόλεμο του Yom Kippur το 1973.
Τα βαρέα αυτά αεροσκάφη έφεραν το καθένα δύο βλήματα MKB Raduga KSR-2, ή AS-5A “Kelt” κατά τη ΝΑΤΟϊκή ονοματολογία και τυποποίηση. Σε μέγεθος και βάρος αεροσκάφους MiG-15, με βαρύτατη κεφαλή 750 κιλών, εμβέλεια 160 χλμ. και οριακώς υπερηχητικά, αποτελούσαν μείζονα απειλή για το Ισραήλ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιππούρ εκτοξεύτηκαν από την Αιγυπτιακή Αεροπορία 25 τέτοια βλήματα, όλα από ύψος 29.500 ποδών (9.000 μέτρων). Είκοσι από τους κολοσσούς κατερρίφθησαν εν πτήσει, τουλάχιστον ένας εξ αυτών από Phantom/AIM-7E και αρκετά περισσότεροι από MIM-23 Hawk.
Από τα 5 βλήματα που πέρασαν την αεράμυνα της χώρας, ένα κατέστρεψε σημαντική αποθήκη των ενόπλων δυνάμεων του Ισραήλ, και δύο τουλάχιστον εγκλώβισαν εκπομπές ισραηλινών ραντάρ, αφανίζοντάς τα, σαφής ένδειξη κεφαλής αναζήτησης πομπών ραδιοκυμάτων, της οποίας η ύπαρξη ήταν άγνωστη ακόμη και στις ΗΠΑ ως τότε (έκδοση KSR-11, AS-5B “Kelt”).
Κατά τη διάρκεια του έτους 1970 η ΕΣΣΔ, μέγας πάτρωνας και χορηγός της Αιγύπτου, εγκαινίασε αναγνωριστικές των ισραηλινών θέσεων πτήσεις με το μεγάλου (στρατοσφαιρικού) υψομέτρου αναχαιτιστικό Yak-25RV “Mandrake”, αντίστοιχο των αμερικανικών RB-57D Canberra (ήτοι υποδεέστερο των RB-57F Canberra & U-2C/R).
Το Ισραήλ διατηρούσε F-4E σε ετοιμότητα, με μόνο φορτίο ΑΙΜ-7Ε για ελαχιστοποίηση του βάρους, και ευελπιστούσε να πετύχει κατάρριψη εκκινώντας αναρρίχηση (zoom) με ταχύτητα 1,4 Mach προς τα 44.000 πόδια, με εξαπόλυση των βλημάτων από εκείνο το ύψος σε άνοδο. Η προσπάθεια απέτυχε. Από το Μάρτιο του 1971, η ΕΣΣΔ εγκαινίασε αναγνωριστικές της ισραηλινής διάταξης μάχης πτήσεις των νεότατων τότε MiG-25R.
Αλλά το Phantom δεν είχε καμιά ελπίδα έναντι του θηρίου των 2,5 Mach διατηρούμενης ταχύτητος (3,2 Mach για λίγα λεπτά) και 73.000 ποδών διατηρούμενου ύψους. Κατά μείζονα λόγο μάταιες στάθηκαν οι προσπάθειες των ισραηλινών Phantom να αναχαιτίσουν τα αμερικανικά U-2 που έκαναν επί πολλά συναπτά έτη τακτικές υπερπτήσεις του Ισραήλ προς τεκμηρίωση της δραστηριότητος του πυρηνικού αντιδραστήρα της Dimona, αλλά και το SR-71 που εν μέσω του πολέμου του Yom Kippour (13/10/1973) πέταξε πάνω από το Ισραήλ, για να κομίσει στον Henry Kissinger δεδομένα που του ήταν απαραίτητα για τη διαμεσολαβητική του -μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου- προσπάθεια.
Τα περιστατικά κατέστησαν αναγκαία την προμήθεια του F-15A από το Ισραήλ, αρχικά σε μόλις 12 μονάδες, περιλαμβανομένων των αεροσκαφών προπαραγωγής λόγω οξύτατης ανάγκης της ίδιας της USAF για νέα αεροσκάφη. Τα πρώτα F-15A παραδόθηκαν το 1976 και έφεραν τους πολύ ανώτερους AIM-7F, ονομαστικής εμβελείας 100 χλμ. και πρακτικής τουλάχιστον 44 χλμ. με φορέα το F-15A (ραντάρ Hughes AN/APG-63). Τα F-4E δεν έλαβαν τον νεότερο πύραυλο, ούτε αργότερα τον AIM-120 A/B AMRAAM όταν άρχισε να παραδίδεται στο Ισραήλ: Οι έμπειροι Ισραηλινοί, έχοντας σε αφθονία F-15 & F-16, ανέθεσαν στο F-4E, τόσο το απλό όσο και το εκ βάθρων αναβαθμισμένο Kurnass 2000 με το «φωτογραφικής» χαρτογράφησης εδάφους ραντάρ AN/APG-76 της Norden (έκδοση του ραντάρ του ναυτικού stealth bomber Α-12 Avenger II!), αποκλειστικά την αποστολή κρούσεως.
Στον πόλεμο του Yom Kippur, τα βλήματα AIM-7E/E2 με φορέα F-4E πέτυχαν 3 καταρρίψεις επί 12 εκτοξεύσεων, με το ποσοστό επιτυχίας 25% να είναι υπερτριπλάσιο του αντίστοιχου της USAF στον Πόλεμο του Βιετνάμ με το ίδιο βλήμα. Ένα από τα θύματα ήταν βλήμα KSR-2 και ένα ήταν στρατηγικό βομβαρδιστικό Tu-16 “Badger” σε αποστολή εξαπόλυσης KSR-2/11. Ισραηλινό Phantom ενέπλεξε, με άγνωστα αποτελέσματα, μικρό σκάφος του Αιγυπτιακού Ναυτικού με ΑΙΜ-7Ε (!), ενώ άλλα βύθισαν μικρά σκάφη του Αιγυπτιακού Ναυτικού με βόμβες, στη μία περίπτωση νύχτα υπό το φως φωτιστικών βομβών.
Σε κάθε περίπτωση, οι 3 αυτές καταρρίψεις είναι αμελητέο ποσοστό όσων σημειώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου του Yom Kippur. To Ισραήλ ισχυρίζεται ότι κατέρριψε συνολικώς 277 αεροσκάφη των ηνωμένων Αραβικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του Πολέμου, και ότι 56 από αυτά έπεσαν θύματα των Phantom. Εξάλλου, το Ισραήλ διατείνεται ότι κανένα Phantom δεν κατερρίφθη από εχθρικά μαχητικά, ισχυρισμός που έχει διαψευσθεί τόσο από αιγυπτιακές όσο και από ισραηλινές πηγές. Πάντως το Phantom στάθηκε στυλοβάτης του αγώνα, με 2.200 πολεμικές εξόδους ή το 20% των συνολικών πολεμικών εξόδων που πραγματοποίησε η ΗΗΑ. Ενώ το 65% των εξόδων των ισραηλινών Phantom ήταν αποστολές κρούσεως.
Παρά ταύτα, ο τύπος εξετέλεσε και το 30% των συνολικών εξόδων αεράμυνας της ΗΗΑ διαρκούντος του πολέμου. Κάθε ισραηλινό Phantom πραγματοποιούσε κατά μέσον όρο 2 εξόδους ανά ημέρα αγώνος. Ο αριθμός αυτός είναι πάρα πολύ χαμηλός για τα μέτρα της ΗΗΑ γενικώς, και ιδίως σε σχέση με τα δεδομένα του πολέμου των Εξ Ημερών του 1967, αλλά ερμηνεύεται από την τεχνική πολυπλοκότητα του F-4 σε σχέση με τα πολύ απλούστερα γαλλικά τζετ της ΗΗΑ και από τη μεγαλύτερη μέση διάρκεια των αποστολών κρούσεως που το αμερικανικό υπερμαχητικό κατά κανόνα ανελάμβανε.
Οι απώλειες από όλες τις αιτίες (αεροσκάφη, SAM, α/α πυροβολικό) ανήλθαν σε 37 καταρρίψεις Phantom (οι μισές τις πρώτες 96 ώρες του πολέμου) και άλλα 6 αεροσκάφη πέραν οικονομικής επισκευής, δηλαδή συνολικά σε 43. Το σύνολο σχεδόν των (άνω των 100) διαθεσίμων Phantom της ΗΗΑ υπέστη κάποιου βαθμού ζημίες από εχθρικά πυρά και βρέθηκε για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρόνο εκτός δράσεως. Πράγμα που αναδεικνύει τη ζωτική σημασία της άμεσης μεταβίβασης Phantom από τα αποθέματα της USAF, για την οποία έχουμε αρθρογραφήσει στο παρελθόν από τις στήλες του ιστοτόπου της «Π».
Επιχείρηση Nickel Grass: Πως τα αμερικανικά F-4 με παραλλαγή Βιετνάμ έσωσαν το Ισραήλ
ΙΙ. Βλήματα αερομαχίας, αυτοκατευθυνόμενα υπέρυθρης καθοδήγησης
Ford Aerospace ΑIM-9D Sidewinder: Μεταξύ των εν παραγωγή μοντέλων του Phantom, το F-4E ήταν η αυτονόητη επιλογή για το Ισραήλ λόγω πυροβόλου Μ61, όπλου εκλογής της ΗΗΑ για αερομαχίες σε σχέση με τους πυραύλους αέρος – αέρος. Και αυτό παρά την ταυτόχρονη διαθεσιμότητα του F-4J με το ασύγκριτα ικανότερο παλμικό ντόπλερ ραντάρ AN/APG-59, το οποίο μόνο η Βρετανία τελικώς προτίμησε από τους εξαγωγικούς πελάτες, ως -K/M βέβαια με κινητήρες Rolls-Royce Spey. Παρά ταύτα, το Ισραήλ, με σοφή διορατικότητα, δεν επέλεξε τον εν παραγωγή για την USAF αρχικό τύπο του Sidewinder (AIM-9B), με τα ελάχιστα ποσοστά ευστοχίας στο Βιετνάμ, αλλά τον πολύ ανώτερο AIM-9D του Ναυτικού των ΗΠΑ (ήδη από το 1966 αντικαθιστούσε στα αεροπλανοφόρα τον ΑΙΜ-9Β). Αναφορές για αρχική παράδοση και ΑΙΜ-9Β στην ΗΗΑ με την πρώτη παρτίδα των 50 νέας κατασκευής F-4E δεν έχουν τεκμηριωθεί φωτογραφικώς.
Ο AIM-9D εμφάνιζε αξιοσημείωτες καινοτομίες σε σχέση με προηγούμενες εκδόσεις του Sidewinder: Θόλος κάλυψης του ερευνητή από φθοριούχο μαγνήσιο, ερευνητής ψυχόμενος από άζωτο, δυνατότητα ιχνηλάτησης στόχων μεγαλύτερης γωνιακής ταχύτητος, μεγαλύτερα πτερύγια ελέγχου και εκρηκτική – θραυσματογόνο κεφαλή διπλασίας μάζας (10,2 κιλών) της αρχικής, πυροδοτούμενη από πυροσωλήνα προσέγγισης ενεργοποιούμενο από αισθητήρες τόσο υπερύθρων όσο και ραδιοκυμάτων υψηλής συχνότητας (HF). Αποτέλεσε τη βάση για το επί δεκαετίες στάνταρντ SHORADS του Στρατού των ΗΠΑ, MIM-72C Chaparral, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για δεκαετίες και από το Ισραήλ και χρησιμοποιείται ακόμη από την Αίγυπτο, την Ταϊβάν, την Πορτογαλία και αρκετές λατινοαμερικανικές χώρες.
Το βλήμα AIM-9D είχε ήδη στο ενεργητικό του πολλές καταρρίψεις MiG στο Βιετνάμ, με φορέα κυρίως το F-8 Crusader, αλλά και το F-4B Phantom. Τα διάδοχα μοντέλα της USAF της όψιμης βιετναμικής περιόδου (AIM-9E με το μακρύ ρύγχος και ΑΙΜ-9J με τα σπαστού δέλτα πτερύγια κατεύθυνσης που απαντώνται και στα κατοπινά -P) αποδείχθηκαν πολύ κατώτερα του -D σε ποσοστό καταρρίψεων επί του συνόλου των εκτοξεύσεων. Την ίδια εποχή (1972-73) το Ναυτικό είχε κάνει νέο άλμα σε σχέση με το ήδη άριστο -D, χρησιμοποιώντας πλέον τους AIM-9G/H, και σάρωνε τα MiG από τους ουρανούς του Βιετνάμ, παρά την αποχώρηση των ευέλικτων Crusader από το προσκήνιο.
Σε υπηρεσία με την Heyl Ha’ Avir, στον AIM-9D αποδίδονται από το Ισραήλ 52,5 καταρρίψεις (από όλους τους τύπους που τον έφεραν) σε σύνολο 132 εκτοξεύσεων διαρκούντος του Πολέμου του Yom Kippur, για ένα ποσοστό της τάξεως του 40%, πολύ πάνω από το μέσο όρο 13% για όλα τα μοντέλα του Sidewinder (USAF, USN & USMC) στον Πόλεμο του Βιετνάμ.
ΑΙΜ-9D χρησιμοποιούσαν στο Ισραήλ και οι μοίρες των Mirage IIICJ (Shahak), ενώ οι μοίρες των Mirage 5 (Nesher) προεχόντως προτιμούσαν τους τοπικής κατασκευής Rafael Shafrir 2, στους οποίους οι Ισραηλινοί απέδιδαν ακόμη ανώτερη ευστοχία (89 καταρρίψεις επί συνόλου 176 εκτοξεύσεων, ήτοι 51% στον Πόλεμο του Yom Kippur!). Τα δύο βλήματα ήταν λειτουργικώς εναλλάξιμα, τόσο εξ επόψεως συμβατότητος φορέων & αεροδυναμικού αποχωρισμού, όσο και εξ απόψεως συνδεσμολογίας.
Συνολικά, η Heyl Ha’ Avir διατείνεται ότι επέτυχε – με όλους τους τύπους μαχητικών της – κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Yom Kippur 3 καταρρίψεις με AIM-7 Sparrow, 89 με Shafrir 2, 52,5 με AIM-9D και 50 με πυροβόλα. Ήταν ο πρώτος πόλεμος του Ισραήλ στον οποίο τα πυροβόλα δεν είχαν τον πρώτο λόγο: Η πυκνότητα της αεροπορικής δράσεως, το πολυσχιδές των απειλών, η δραματική αναβάθμιση της εκπαίδευσης των Αιγυπτίων πιλότων, η διαθεσιμότητα εξελιγμένων μοντέλων του MiG-21 και η ταυτόχρονη απειλή από συστήματα SAM, MANPADS & SPAAG σήμαινε ότι οι Ισραηλινοί πιλότοι, εκπαιδευμένοι με την πεποίθηση ότι η μόνη σίγουρη κατάρριψη ήταν με πυροβόλα και μάλλον όχι πεπεισμένοι για την αξία ων πυραύλων αέρος – αέρος, χρειαζόταν συχνά να απεμπλακούν πριν περιαγάγουν τον αντίπαλο σε παραμέτρους βολής πυροβόλων, για να γλυτώσουν οι ίδιοι. Η ώρα του ΑΑΜ είχε φθάσει ακόμη και για τους νοσταλγούς των αερομαχιών τύπου Α΄ και Β’ Παγκοσμίου.
Πάντως οι παραπάνω καταρρίψεις σε εναέρια μάχη αθροίζουν 194,5 αεροσκάφη, και δεν συμπίπτουν με τον ισχυρισμό του Ισραήλ ότι η αεροπορία του κατέρριψε 277 αραβικά αεροσκάφη (157 στο Αιγυπτιακό μέτωπο και 120 στο Συριακό) όλων των εμπολέμων χωρών με μόλις 4 δικές του απώλειες σε αερομαχία. Οι αμερικανικές εκτιμήσεις κυμαίνονται μεταξύ 12 και 21 ισραηλινών αεροσκαφών όλων των τύπων που κατερρίφθησαν από αραβικά σε αερομαχίες, τα οποία και πάλι αποτελούν μικρό μόνον κλάσμα των συνολικών απωλειών του Ισραήλ (115 αεροσκάφη, περιλαμβανομένων 43 Phantom, 55 Skyhawk και ελαχίστων Mirage III CJ / 5 και Dassault Super Mystere B2), οι οποίες οφείλονται προεχόντως σε SAM. Όσον αφορά τις συνολικές απώλειες των αραβικών χωρών (σε εναέρια μάχη, από επίγεια πυρά του Ισραήλ και από ατυχήματα) οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ τις υπολογίζουν σε 242 αεροσκάφη και ελικόπτερα για την Αίγυπτο, 179 για τη Συρία και 21 για το Ιράκ (που πολεμούσε στο Συριακό μέτωπο).
Το Shafrir 2 δεν έχει εμφανισθεί ποτέ σε Ισραηλινό Phantom (αν και σε μέρος της βιβλιογραφίας αναφέρεται ως τμήμα του οπλισμού του), το ίδιο και η επόμενη έκδοση του Sidewinder που απέκτησε ο χώρα, το all-aspect AIM-9L. Εκπλήσσει συχνά το γεγονός ότι το Ισραήλ, παραγωγός χώρα βλημάτων αερομαχίας, συχνά ανωτέρων σε τεχνικά χαρακτηριστικά των εισαγομένων, εισάγει βλήματα αυτής της κατηγορίας. Η εξήγηση είναι αφενός ότι οι παραγωγικές δυνατότητες της Rafael είναι σχετικώς περιορισμένες, αφετέρου ότι το Ισραήλ χρειάζεται να αξιοποιήσει την ετήσια αμερικανική δωρεάν στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ ύψους, μεσοσταθμικώς, 2 έως 3 δις δολαρίων ΗΠΑ ετησίως, η οποία του δίδεται μετά τις Συμφωνίες του Camp David (1979). Η βοήθεια αυτή επιτρέπεται, βάσει των σχετικών νόμων των ΗΠΑ, να δαπανηθεί μόνο σε αμερικανικά οπλικά συστήματα. Δεν χρειάζεται να πληρώνεις για ένα οπλικό σύστημα, αν ένα ισοδύναμό του σου παρέχεται δωρεάν.
Ασφαλώς, κατά τα έτη προ της αμερικανικής βοηθείας, είχε σημασία να μην δαπανάται πολύτιμο και δυσεύρετο συνάλλαγμα από την υπό διαρκή δημοσιονομική κρίση και μαστιζόμενη από καλπάζοντα πληθωρισμό μεσανατολική χώρα. Αλλά με την πλημμυρίδα αμερικανικού υλικού, χωρίς μάλιστα άξιους λόγου περιορισμούς ως προς το είδος, οι σταθμίσεις αυτές πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, χωρίς ασφαλώς να εγκαταλειφθεί ποτέ η σχετική εθνική βιομηχανική βάση, που άλλωστε έχει προ πολλού ξεπεράσει το “δάσκαλο” σε αυτήν (και όχι μόνον) την κατηγορία όπλων.
Τα ΑΙΜ-9 φέρονται σε αριθμό έως 4 στους έσω υποπτερύγιους φορείς, σε ράγες εκτόξευσης. Επειδή δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη μεταφορά ΑΙΜ-9 και βομβών στους φορείς αυτούς (και κατά μείζονα λόγο ΑΙΜ-9 και πυραύλων αέρος – εδάφους, με το όχι ευκαταφρόνητο εκπέτασμα των πτερύγων τους), αλλά για το Ισραήλ είναι αδιανόητη η αποστολή αεροσκαφών χωρίς δυνατότητα ενεργητικής αυτοπροστασίας, επινοήθηκαν δυο λύσεις: Είτε στον τριπλό φορέα βομβών TER, ο οποίος αναρτάται υπό τους έσω υποπτερυγίους φορείς, μένει μία των αυχενικών θέσεων κενή, ώστε από πάνω της να αναρτηθεί AIM-9 σε ράγα, ή χρησιμοποιείται προσαρμογέας βραχείας χορδής με ράγα υπό την άτρακτο, στη θέση μίας των προσθίων εσοχών μεταφοράς ΑΙΜ-7, που καθιστά δυνατή τη μεταφορά ΑΙΜ-9 στο σημείο εκείνο, ή συνδυασμός.
AIM-9D έφεραν σε ισραηλινή υπηρεσία και τα Mirage III CJ, F-15A, IAI Kfir C.1/C.2/C.7 & A-4H/N Skyhawk. Τα νεότερα F-16 έχουν εμφανισθεί μόνο με AIM-9L (all-aspect) και βλήματα οικογενείας Rafael Python 3/4/5 (και ασφαλώς ΑΙΜ-120Α/Β ΑΜRAAM). Στο Ισραήλ το AIM-9D καλείτο Decker, κατά τη πάγια πρακτική να αποδίδεται σε κάθε οπλικό σύστημα όνομα στην Εβραϊκή.
Rafael Python 3: Το σπουδαίο αυτό αυτοκατευθυνόμενο βλήμα ισραηλινής επινόησης και κατασκευής τέθηκε σε υπηρεσία στις αρχές της δεκαετίας του ’80, και κατέπληξε ήδη το 1982 στον Πόλεμο του Λιβάνου με 35 συνολικά καταρρίψεις συριακών μαχητικών (50 κατ’ άλλες, μάλλον αισιόδοξες όμως, εκτιμήσεις)!
Από τα δημοσιευμένα στοιχεία, έχει κοινή τη δυνατότητα πλήγματος κατά του στόχου από 360 μοίρες (all-aspect) με το σύγχρονό του AIM-9L, αλλά ανώτερη ευελιξία, εμβέλεια (άνω των 20 χλμ.), ταχύτητα (4 Mach) και ισχυρότερη εκρηκτική κεφαλή. Παράγεται κατόπιν αδείας της Rafael και στην Κίνα ως PL-8 για τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς. Οπλίζει όλους τους τύπους της ΗΗΑ, και στο F-4E φέρεται αυχενικώς, σε μέγιστο αριθμό 4 βλημάτων στους έσω υποπτερύγιους φορείς, παρομοίως με τους ΑΙΜ-9.
Απαιτεί ωστόσο διαφορετικούς φορείς σε σχέση με εκείνους των ΑΙΜ-9, με καμπυλότητα προς τα κάτω και τις ράγες εκτόξευσης πλέον απομεμακρυσμένες από τον φορέα, λόγω των πολύ μεγαλύτερου εκπετάσματος πτερύγων του βλήματος σε σχέση με την οικογένεια ΑΙΜ-9.
Ο προσαρμογέας βραχείας χορδής με ράγα υπό την άτρακτο, στη θέση μίας των προσθίων εσοχών μεταφοράς ΑΙΜ-7, που καθιστά δυνατή τη μεταφορά ΑΙΜ-9 στο σημείο εκείνο, χρησιμοποιήθηκε εκτενέστατα και με τον Python 3.
Οι μεταγενέστεροι, ασύλληπτων επιδόσεων και ευελιξίας, πύραυλοι αερομαχίας Python 4 & 5 δεν φέρονται από τα ισραηλινά Phantom.
B. ΟΠΛΑ ΑΕΡΟΣ-ΕΔΑΦΟΥΣ
Βόμβες ελευθέρας πτώσεως και διανομείς υποπυρομαχικών: Μέχρι τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, αλλά ως επί το πλείστον και κατά τη διάρκεια του, τα βασικά όπλα προσβολής εδάφους του ισραηλινού Phantom ήταν βόμβες ελευθέρας πτώσεως, στο 80% των περιπτώσεων οι Μ117 των 750 λιβρών, αργότερα και οι Mk. 84 των 2.000 λιβρών.
Οι Μ117 προτιμώντο των Mk. 82 500 λιβρών, παρά την υψηλή οπισθέλκουσα που επιβάρυνε τις επιδόσεις και την εμβέλεια του αεροσκάφους, λόγω της δυσανάλογα μεγαλύτερης εκρηκτικής γόμωσης. Το Ισραήλ παράγει τη δική του σειρά βομβών ελευθέρας πτώσεως χαμηλής οπισθέλκουσας, στις κλάσεις των 285, 550, 795 και 990 λιβρών, και αυτές ακολουθούν την αεροδυναμική διαμόρφωση της αμερικανικής σειράς Mk.82/83/84 (οπτικά δεν διακρίνονται) για συμβατότητα με τον βαλλιστικό υπολογιστή του αεροσκάφους, συμβατότητα η οποία προαπαιτεί παρόμοια αεροδυναμική συμπεριφορά κατά την άφεση και πτήση. Αυτονόητα, η όμοια συμπεριφορά κατά τον αποχωρισμό από το αεροσκάφος εξοικονομεί δαπάνες πιστοποίησης και αποτρέπει δυσάρεστες εκπλήξεις.
Βασικοί διανομείς υποπυρομαχικών σε χρήση με το Phantom της ΗΗΑ ήταν οι CBU-58/B της USAF με 650 θραυσματογόνα βομβίδια BLU-63 (σε περιλήπτη SUU-30) και Mk. 20 Rockeye ΙΙ του US Navy, με 247 βομβίδια κοίλης γόμωσης Mk. 118 για διάτρηση της οροφής αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων οχημάτων. Ένα Rockeye ΙΙ που αφίεται από ύψος 500 ποδών (150 μέτρων) καλύπτει με τα υποπυρομαχικά του επιφάνεια 4.200 τετραγωνικών μέτρων. Το όπλο είναι γνωστό και από την υπηρεσία του με την ΠΑ.
Παλαιότεροι, μη απορριπτόμενοι διανομείς υποπυρομαχικών CBU-7, εποχής Βιετνάμ, φερόμενοι σε τριάδες σε τριπλό φορέα βομβών TER ανηρτημένοι υπό τους έσω υποπτερυγίους φορείς, παραδόθηκαν στο Ισραήλ για χρήση στα F-4E από αμερικανικά αποθέματα με την Επιχείρηση “Nickel Grass” διαρκούντος του Πολέμου του Yom Kippur.
Martin Marietta AGM-12C Bullpup-B: Πρόκειται για το μεγαλύτερο βλήμα της κλασικής οικογενείας πρώιμων βλημάτων αέρος – εδάφους, με τηλεκατεύθυνση (radio command guidance) από το αεροσκάφος – φορέα, με εκρηκτική κεφαλή 1.000 λιβρών αντί εκείνης των 250 λιβρών που έφεραν οι πολύ πιο διαδεδομένοι AGM-12B Bullpup-A, τους οποίους διατηρούσε και η ΠΑ για χρήση από τα F-104G Starfighter.
Αν και παραδόθηκαν στο Ισραήλ ως μέρος του πρώτου πακέτου 50 νέας κατασκευής F-4E, η ΗΗΑ κατόπιν επιχειρησιακών δοκιμών, και με βάση την πλούσια εμπειρία της, αποφάσισε να μην τα θέσει σε υπηρεσία: Η μέθοδος κατεύθυνσης, με την ανάγκη διατήρησης οπτικού εγκλωβισμού του στόχου μέχρι την πρόσκρουση και ταυτόχρονου χειρισμού του πυραύλου από τον ιπτάμενο μέσω joystick, εξέθετε το αεροσκάφος σε θανάσιμο κίνδυνο πυρών από το έδαφος, πράγμα απαράδεκτο για την εμπειροπόλεμη αυτή δύναμη. Σώζονται αρκετές φωτογραφίες ισραηλινών F-4E με δύο τέτοια βλήματα υπό τους έσω υποπτερύγιους φορείς.
Rockwell GBU-8B/B HoBoS: Η κατευθυνόμενη βόμβα ηλεκτροοπτικής καθοδήγησης προερχόταν από το οπλοστάσιο της USAF, στην οποία πρακτικώς μόνο φορέα είχε τα F-4D/E Phantom (ήταν πιστοποιημένη και στα F-16 & A-10). Το σώμα της ήταν μια βόμβα Mk. 84 των 2.000 λιβρών με σκευή καθοδήγησης και πτερύγια. Ο οπτικός ερευνητής στο ρύγχος της έδιδε εικόνα στην οθόνη του ραντάρ του αεροσκάφους – φορέως. Με την επίτευξη εγκλωβισμού, ακολουθούσε η άφεση της βόμβας (LOBL: Lock-On-Before-Launch), η οποία αυτοκατευθυνόταν ανεμοπορώντας προς το στόχο που είχε διακρατήσει στο σταυρόνημα ο χειριστής, και ο οποίος «πάγωνε» στον οπτικό ερευνητή της βόμβας.
Προϋπόθεση για να μην απωλεσθεί ο εγκλωβισμός ήταν ο στόχος να έχει (και να διατηρεί κατά τη διάρκεια πτήσης της βόμβας!) υψηλό οπτικό κοντράστ με τον περιβάλλοντα χώρο και η ατμόσφαιρα να είναι διαυγής και χωρίς καπνούς κ.λπ. Επειδή αυτές οι προϋποθέσεις συνέτρεχαν στο κατεξοχήν ερημικό τοπίο του Ισραήλ και του Σινά, η βόμβα σημείωσε σε ισραηλινή υπηρεσία υψηλότερο ποσοστό επιτυχίας από ότι με την USAF στο Βιετνάμ.
Καθώς οι κινήσεις των επιφανειών ελέγχου της HoBoS ήταν απλοϊκές (όπως άλλωστε και των πρώτης γενιάς Paveway LGB), ήτοι μόνο πλήρης εκτροπή (full deflection) προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, η βόμβα έχανε γρήγορα την κινητική της ενέργεια, και η εμβέλεια της ήταν μικρή, τυπικά κάτω των 5 χλμ., και περιοριζόταν όσο χαμηλότερο ήταν το ύψος άφεσης. Η GBU-8 εισήγαγε το Ισραήλ στον κόσμο των κατευθυνομένων βομβών ηλεκτροοπτικής καθοδήγησης, που παραμένουν και σήμερα ακόμη ακρογωνιαίος λίθος του αεροπορικού του οπλοστασίου, αλλά υπολείφθηκε των ισραηλινών προσδοκιών λόγω μικρής εμβελείας, χαρακτηριστικό που έγινε ακόμη πιο αποθαρρυντικό για τη χρήση της μετά τις οδυνηρότατες εμπειρίες του Πολέμου του Yom Kippur, καθώς καθιστούσε λιγότερο επιβιώσιμο το αεροσκάφος φορέα.
Χρησιμοποιήθηκε σε σχετικώς περιορισμένη έκταση από το Phantom, αλλά σε μεγαλύτερη από τα A-4H/N Skyhawk, τα οποία δεν τη χρησιμοποιούσαν σε αμερικανική υπηρεσία (ήταν όπλο αποκλειστικά της USAF, και όχι του Ναυτικού ή των Πεζοναυτών). Τα Α-4 την έφεραν συνήθως στον κεντρικό φορέα υπό την άτρακτο, τα F-4 στους δύο έσω υποπτερύγιους. Σε στιγμές απελπισίας κατά το Yom Kippur, όταν το Ισραήλ έχανε άρματα κατά εκατοντάδες και η άλωσή του από τις ηνωμένες αραβικές δυνάμεις Αιγύπτου και Συρίας θεωρείτο πιθανή, GBU-8 χρησιμοποιήθηκαν και ως… αντιαρματικά όπλα, παρά τον προφανή πλεονασμό της χρήσης 900 κιλών εκρηκτικών για την καταστροφή ενός άρματος. Το μεγάλο κοντράστ των αρμάτων (ιδίως των συριακών άρτι παραληφθέντων από την ΕΣΣΔ Τ-62 στο τυπικό ποντικί φινίρισμα του Ερυθρού Στρατού) σε σχέση με το ερημικό τεραίν καθιστούσε ευχερή τη στόχευσή τους από όπλα του είδους. Ορισμένες ισραηλινές αναφορές διατείνονται ότι το όπλο παραδόθηκε το πρώτον μετά τον πόλεμο του Yom Kippur, αλλά μαρτυρείται πρώτη επιχειρησιακή χρήση του την 16/10/1973 διαρκούντος του πολέμου.
Το όπλο, που σε ισραηλινή υπηρεσία καλείτο “Rahat”, αποσύρθηκε με την είσοδο σε υπηρεσία της παρόμοιας, αλλά πολύ μεγαλύτερης εμβελείας και δυνατοτήτων, GBU-15 και του βλήματος αντιραντάρ AGM-78 Standard ARM. Με αυτό το δεδομένο, η πορεία του στην ΗΗΑ ήταν βραχύτατη (1973-77).
Hughes AGM-65A/B Maverick: Το κλασικό όπλο πεδίου μάχης της Δύσεως, στάνταρντ εξοπλισμός των τακτικών αεροσκαφών του ΝΑΤΟ στον καίριο αντιαρματικό ρόλο, παραδόθηκε στο Ισραήλ το πρώτον με την αερογέφυρα των C-5A Galaxy/C-141A Starlifter της επιχείρησης “Nickel Grass” διαρκούντος του πολέμου του Yom Kippur τον Οκτώβριο του 1973, προς ανάσχεση της πλημμυρίδας των αραβικών αρμάτων που απειλούσαν αυτή την ίδια την ύπαρξη του.
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να διευκρινισθεί ότι οι βασικότερες και πλέον πολύτιμες προμήθειες της αμερικανικής αερογέφυρας, που κατέφθαναν νυχθημερόν στο αεροδρόμιο Lod του Tel Aviv με τα ως άνω μεταγωγικά, με Boeing της EL-AL και με ναυλωμένα πολιτικά εμπορευματοφορτωτικά, ήταν α) χιλιάδες BGM-71A TOW, β) δεκάδες χιλιάδες διατρητικά πυρομαχικά αρμάτων μάχης των 105 mm (σε μικρότερο βαθμό οβίδες πυροβολικού των 155 & 175 mm για τα Μ109 & Μ107 “Mad Dog” αντίστοιχα) σε παλέτες και γ) ατρακτίδια παρεμβολών για τα ισραηλινά τακτικά αεροσκάφη. Ωστόσο και τα αεροπορικά πυρομαχικά ήταν πολύτιμα, παρά το γεγονός ότι η παρουσία του συνδυασμού SA-6/SA-7/ZSU-23/4 “Shilka” είχε καταστήσει τη ΗΗΑ κομπάρσο αυτής της σύγκρουσης, σε αντίθεση με κάθε άλλη της ιστορίας του Ισραήλ.
Η αρχική έκδοση ήταν η τηλεοπτικής κατεύθυνσης AGM-65A, με καθοδήγηση παρόμοια με της GBU-8 HoBoS, όπως εκτίθεται παραπάνω, με τα προφανή σχετικά έναντι εκείνης πλεονεκτήματα εμβελείας και ταχύτητας (απόρρητης, αλλά υπερηχητικής) και μειονεκτήματα υψηλοτέρου κόστους και μικρότερης κεφαλής (κοίλης γόμωσης 59 κιλών για αντιαρματική χρήση). Αν και το βλήμα μπορούσε να βληθεί από όλα τα F-4E και αρκετά όψιμης παραγωγής F-4D με κατάλληλη συνδεσμολογία, πρακτικώς η επιτυχής χρήση του όπλου απαιτούσε τον οπτικό αισθητήρα μεγέθυνσης AN/ASX-1 Target Identification Set Electro-Optical (TISEO) της Northrop στο χείλος προσβολής της αριστερής πτέρυγας του F-4E.
Η εγκατάσταση του TISEO στο Phantom καθιερώθηκε από τις παρτίδες παραγωγής οικονομικού έτους 1971 (F-4E Block 48, από το α/φ 71-0237 και εφεξής) στα αεροσκάφη της USAF. Δεν ήταν πάντως αυτονόητος εξοπλισμός των αεροσκαφών εξαγωγής: Τα πρώτα 36 ελληνικά F-4E, οικονομικού έτους 1972 (παραδόσεις από Απρίλιο 1974), δεν έφεραν TISEO, σε αντίθεση με τα 18 της παραγγελίας Καραμανλή (FY 77-1743 ως και FY 77-1760 οικονομικού έτους 1977, παραδόσεις το 1978). Τουναντίον, τα 18 νέα και 24 μεταχειρισμένα F-4E οικονομικού έτους 1971 που παρέλαβε το Ισραήλ την περίοδο 1972-73 (επιχείρηση Peace Echo IV) διέθεταν ήδη το TISEO, πλην των 13 παλαιότερων από τα μεταχειρισμένα (71-0224 ως και 71-0236).
Ποιο επιχειρησιακό πρόβλημα καλείτο όμως να επιλύσει το TISEO; Η τηλεοπτική κάμερα στο ρύγχος του ΑGM-65A Maverick είχε (για να επιτυγχάνει επαρκή διακριτική ικανότητα) πεδίο θέας μόνο 5 μοιρών. Το να ψάχνει ο χειριστής στόχους στο πεδίο της μάχης μέσω της τηλεοπτικής κάμερας του βλήματος δεν διέφερε ασφαλώς από το να προσπαθεί να εντοπίσει κάποιος έναν συγκεκριμένο διαβάτη σε πολυσύχναστο δρόμο παρατηρώντας την κίνηση μέσα από ένα καλαμάκι από εξώστη του 8ου ορόφου. Ως εναλλακτική λύση, η οπτική αναζήτηση στόχων με το μάτι του χειριστή μέσω του γυροσκοπικού σκοπευτικού ηλεκτρομηχανικού τύπου του αεροσκάφους σήμαινε την προσέγγιση του τελευταίου εγγύτατα στους δυνητικούς στόχους και την έκθεσή του σε πυρά, πράγμα διόλου επιθυμητό. Στο σύνθετο αυτό πρόβλημα την απάντηση έδινε το TISEO, πρακτικά ένα τηλεσκόπιο που δίνει τηλεοπτική εικόνα σε οθόνη στο κόκπιτ του Phantom.
Παραδόθηκαν συνολικά πάνω από 500 AGM-65A Maverick στο Ισραήλ. Το 1975 άρχισε να παραδίδεται η βελτιωμένη, επίσης τηλεοπτικής καθοδήγησης έκδοση AGM-65B (scene mag). Αυτή περιελάμβανε λειτουργία μεγέθυνσης εικόνας, η οποία διπλασίαζε την πρακτική εμβέλεια του βλήματος (χωρίς πάντως να εξαντλεί τη πολύ μεγάλη, σχεδόν 40 χλμ., θεωρητική κινηματική του εμβέλεια, που έτσι και αλλιώς ήταν εφικτή μόνο με εκτόξευση από υπερηχητική ταχύτητα της τάξεως των 1,2 Mach σε ύψος 40.000 ποδών, ενώ στο επίπεδο της θάλασσας κυμαινόταν μεταξύ 1 και 16 χιλιομέτρων). Δεν πιθανολογείται ότι τηλεοπτικώς κατευθυνόμενος Maverick βλήθηκε ποτέ υπό επιχειρησιακές συνθήκες σε απόσταση άνω των 10 χιλιομέτρων. Μειονέκτημα της αναβαθμισμένης έκδοσης ήταν ότι η μεγέθυνση εικόνας γινόταν δυνατή με τον υποδιπλασιασμό του κώνου θέας του ερευνητή στις μόλις 2,5 μοίρες, επαυξάνοντας την εξάρτηση της χρήσης του βλήματος από το TISEO.
Στην ισραηλινή ονοματολογία, τα AGM-65A/B καλούντο Kidon (ακόντιο) και τα AGM-65D (υπέρυθρης απεικονιστικής καθοδήγησης, με δυνατότητα χρήσης κατά τη νύκτα, που μάλλον δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στο F-4E) Romach (λόγχη).
Το όπλο εφέρετο σε τριάδες στους οικείους τριπλούς εκτοξευτές με ράγες υπό τους έσω υποπτερυγίους φορείς των Phantom. Οι εν λόγω τριπλοί εκτοξευτές χρησιμοποιούνται ευρύτατα από την ΠΑ, αλλά στην USAF έχουν παραμερισθεί εδώ και χρόνια υπέρ των μονής ράγας λόγω προβλημάτων αξιοπιστίας.
Προς μεγάλη έκπληξη, το όπλο εφέρετο σε τριάδα και υπό τον κεντρικό υπό την άτρακτο φορέα των ισραηλινών A-4H/N Skyhawk, μια εγκατάσταση που δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ στις ΗΠΑ (Ναυτικό & Πεζοναύτες, που ήταν οι χρήστες του Α-4).
Σημειωτέον ότι ο Maverick πρωτοεμφανίσθηκε στο οπλοστάσιο του Ναυτικού των ΗΠΑ το πρώτον με το F/A-18C Night Hornet στα τέλη της δεκαετίας του ’80, στην κατά βάσιν αντιπλοϊκή έκδοση υπέρυθρης καθοδήγησης (IIR) AGM-65F με εκρηκτική κεφαλή 113 κιλών. Αντίστοιχα, στο οπλοστάσιο του Σώματος Πεζοναυτών πρωτοεμφανίσθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στην έκδοση εγγύς αεροπορικής υποστήριξης AGM-65C/E με ημιενεργό καθοδήγηση λέιζερ (σήμανση από προωθημένο παρατηρητή αέρος στο έδαφος, ενσωματωμένο στο λόχο πεζοναυτών, αργότερα και από αεροσκάφος με ατρακτίδιο καταύγασης ή ελικόπτερο), με εκρηκτική κεφαλή 113 κιλών και φορέα το A-4M Skyhawk II, φερόμενος αποκλειστικά σε μονές ράγες υπό τους τέσσερις υποπτερύγιους φορείς του αειθαλούς ελαφρού επιθετικού.
Οι AGM-65A/B τηλεοπτικής καθοδήγησης και αντιαρματικής κεφαλής υπηρέτησαν στις ΗΠΑ μόνο με την USAF. Αυτό έχει σαφή ερμηνεία: Στο δόγμα του Σώματος Πεζοναυτών των ΗΠΑ, προέχουσα αποστολή είναι η εγγύς αεροπορική υποστήριξη ήδη εμπεπλεγμένων με τον εχθρό φιλίων τμημάτων, με τον κίνδυνο αδελφοκτόνων πυρών να κορυφώνεται. Ενόψει αυτού του κινδύνου, το Σώμα Πεζοναυτών αξιώνει όπλα με χαρακτηριστικά man-in-the-loop (παρουσία ανθρώπινης βούλησης στο βρόγχο παρατηρήσεως – αποφάσεως – δράσεως). Επομένως αυτοκατευθυνόμενα όπλα όπως οι TV (A/B) και IIR (D/F/G) εκδόσεις του Maverick είναι ακατάλληλα, καθώς μπορούν να πλήξουν εξίσου φίλιο στόχο. Όπλα ημιενεργού καθοδήγησης laser, όπως Paveway LGB και AGM-65C/E laser Maverick είναι, τουναντίον, τα μέσα εκλογής των Πεζοναυτών, ενώ η ηυξημένη έκθεση των αεροσκαφών – φορέων σε κίνδυνο είναι απολύτως σύμφωνη με το δόγμα τους, που ευρίσκει απολύτως ανεκτή κάθε δυνατή θυσία μέσων και προσωπικού προκειμένου να σωθεί ο πεζικάριος στο έδαφος.
Αναφέρεται ότι, παρά την απειρία στη χρήση του – μάλλον απαιτητικού σε εκπαίδευση – όπλου, η ΗΗΑ σημείωσε συγκλονιστικά ποσοστά ευστοχίας κατά αραβικών αρμάτων με τον AGM-65A κατά τον Πόλεμο του Yom Kippur. Ειδικότερα, κατά τις τελευταίες ημέρες του Πολέμου (από 23/10/1973 μέχρι την εκεχειρία) τα AGM-65A της ΗΗΑ φέρονται να έχουν καταστρέψει 87 άρματα σε 99 εκτοξεύσεις. Ακόμη και αν συνεκτιμηθούν οι ευμενείς καιρικές συνθήκες και το υψηλό οπτικό κοντράστ που εξασφαλίζει το ερημικό τοπίο, πρόκειται για ισχυρισμούς που συγχωρούν επιφυλάξεις, ελλείψει εκπαίδευσης των πληρωμάτων.
Αυτού του είδους οι “τολμηροί” ισχυρισμοί έδωσαν λαβή σε εικασίες ότι πολλά από τα πρόσθετα Phantom που παραδόθηκαν στο Ισραήλ κατά την Επιχείρηση “Nickel Grass” τα πετούσαν στην πραγματικότητα Αμερικανικά πληρώματα, τα οποία ήταν όντως σε θέση – λόγω εκπαίδευσης – να αξιοποιήσουν επιχειρησιακώς τα νέα όπλα. Ωστόσο, μεταπολεμικώς επαληθεύθηκε μία και μόνη περίπτωση πρώην αξιωματικού της USAF, εβραϊκής καταγωγής Αμερικανού πολίτη, ο οποίος με την έκρηξη ήδη του πολέμου υπέβαλε παραίτηση από την USAF «για να πολεμήσει για την πατρίδα του», όπως δήλωσε, η οποία έγινε αυθημερόν και με προθυμία αποδεκτή. Ο αξιωματικός πράγματι ανέλαβε άμεσα υπηρεσία στα F-4E της HHA, καθώς ήταν διαθέσιμος στον τύπο. Απόσπαση εν ενεργεία ιπταμένων αξιωματικών της USAF στο Ισραήλ δεν τεκμηριώθηκε ποτέ.
Παρά το εκθαμβωτικό ποσοστό επιτυχιών, οι Αμερικανοί χειριστές που παρέδιδαν Phantom στο Ισραήλ έγιναν αποδέκτες παραπόνων για το AGM-65A από τους Ισραηλινούς: Τα νέα βλήματα ήταν πιο καταστρεπτικά από το επιθυμητό, και εμπόδιζαν τους Ισραηλινούς να θέσουν εκ νέου σε δική τους υπηρεσία τα λάφυρα που άφηνε ο εχθρός τους στο πεδίο της μάχης.
Μέχρι τούδε, τα Τ-54/55 που κατελάμβανε στο πεδίο της μάχης ο Ισραηλινός Στρατός επιδιορθώνονταν σε εργοστάσια βάσης του, αναβαθμίζονταν με πυροβόλα L7/M68 των 105 mm ή και με αμερικανικούς ντηζελοκινητήρες (οι σοβιετικοί ήταν ούτως ή άλλως εξαιρετικά βραχύβιοι) και παραδίδονταν στις μονάδες του, οι οποίες έπασχαν από χρόνια έλλειψη αρμάτων σε βαθμό που ορισμένες να χρησιμοποιούν ακόμη και αναβαθμισμένα Sherman (M51), πέραν ασφαλώς του κορμού από Centurion, M48 & M60. Οι Ισραηλινοί είχαν συγκροτήσει πολυάριθμες επιλαρχίες με τα λάφυρα αυτά, και ο Maverick, με την 59 κιλών και μεγάλου διαμετρήματος κεφαλή κοίλου γεμίσματος που πραγματικά διέλυε το στόχο, τους στερούσε μια πολύτιμη πηγή αρμάτων!
Περιττεύει να ειπωθεί ότι η διαμαρτυρία, την οποία οι Αμερικανοί χειριστές απλώς αδυνατούσαν να πιστέψουν, διαδόθηκε σε όλη την USAF, με τα αναμενόμενα σκωπτικά σχόλια… Αδίκως βέβαια, διότι αυτές οι μέθοδοι στάθηκαν συνταγή επιβίωσης για το κράτος του Ισραήλ σε χαλεπούς καιρούς, όταν εκτός της Γαλλίας όλος ο κόσμος παρακολουθούσε παγερά αδιάφορος την προσπάθεια των Αραβικών κρατών να το εξαφανίσουν από προσώπου Γης.
Το όπλο, παρά την ακρίβεια του, ήταν πλέον αταίριαστο με τις θεμελιώδεις τακτικές της ΗΗΑ μετά τις βαρύτατες απώλειες του Yom Kippur, καθώς η μέγιστη κινηματική του εμβέλεια των σχεδόν 40 χλμ. ήταν αδύνατο να εξαντληθεί λόγω της απαίτησης οπτικής πρόσκτησης του στόχου από τα μέσα του αεροσκάφους προ της αφέσεως, και στην πράξη ποτέ δεν υπερέβαινε τα 10 χλμ., με βολή από τα 6-8 χλμ. να είναι η πλέον συνήθης.
Με τα δεδομένα αυτά όμως το αεροσκάφους ήταν κατά τη στιγμή της εκτόξευσης στην καρδιά του φακέλου πτήσεως των βλημάτων του πλήρως κινητού, ερπυστριοφόρου αντιαεροπορικού συστήματος Kub (SA-6 “Gainful”), και το γεγονός ότι το AGM-65A/B ήταν τύπου fire-and-forget δεν συντελούσε εν προκειμένω στην επιβιωσιμότητα του αεροσκάφους – φορέως, παρά μόνο έναντι απειλών βραχύτερης εμβελείας (π.χ. OSA-AK, κατά ΝΑΤΟ “SA-8 Gecko”). Για τους λόγους αυτούς, το βλήμα βαθμηδόν εγκαταλείφθηκε. Εμφανίσθηκε μεν στις οικείες τριάδες κατά τα πρώτα έτη της υπηρεσίας του F-16A, αλλά ήταν πλέον σπάνιο θέαμα. Το γεγονός ότι υπάρχει ισραηλινό όνομα και για την παραλλαγή “D” (κατεύθυνση IIR, αντιαρματική κεφαλή) υποδηλοί ότι αυτή παραδόθηκε κατά τη δεκαετία του ’80 (οπότε και άρχισε η παραγωγή της για την USAF), αλλά δεν υπάρχει φωτογραφική τεκμηρίωσή της σε ισραηλινή υπηρεσία.
Το άρθρο συνεχίζεται στο β’ μέρος, αύριο.