Η αδιάλειπτη πίεση που ασκεί η Κίνα με το μπαράζ πτήσεων πλησίον ή εντός της Ζώνης Αναγνώρισης/Αεράμυνας (ADIZ) της Ταϊβάν δεν έχει μόνο επιχειρησιακό κόστος αλλά και οικονομικό. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Άμυνας το κόστος της αναχαίτισης της Αεροπορίας του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού έχει αυξηθεί κατά 40% από το 2016. Η ελευθερία δεν θέλει μόνον αρετή και τόλμη, θέλει και χρήματα.
Τα στοιχεία που έδωσε στην δημοσιότητα η Ταϊπέι είναι αποκαλυπτικά: το κόστος συντήρησης και προμηθειών αυξήθηκε από 18,7 δισ. δολάρια Ταϊβάν πριν τέσσερα χρόνια σε 26,6 δισ. δολάρια. Και με το επιχειρησιακό τέμπο που ακολουθεί τελευταία η Αεροπορία των «απέναντι» το κόστος για την RoCAF αναπόφευκτα θα αυξηθεί κι άλλο.
Μόνο μέχρι τις 22 Νοεμβρίου οι πτήσεις κινεζικών αεροσκαφών στο νότιο τμήμα της ταϊβανέζικης ADIZ έφθασαν τις 310. Σε τέσσερεις περιπτώσεις η PLAAF πέρασε την διάμεσο που χωρίζει το Στενό της Ταϊβάν από την «Ερυθρά» Κίνα, μια κίνηση που σηματοδοτεί ποιοτική αναβάθμιση της απειλής.
Η παραβίαση της γραμμής από 49 κινεζικά αεροσκάφη φέτος συνιστά αριθμό-ρεκόρ 30ετίας, επισημαίνει ο υπουργός Άμυνας Γιέν Ντε-φα. Με τις «εκδρομές» βομβαρδιστικών, μαχητικών, αεροσκαφών ELINT ή ναυτικής συνεργασίας να πραγματοποιούνται σχεδόν σε καθημερινή βάση, θα ήταν ίσως πιο εύκολο να μετρήσει κανείς τις μέρες που δεν σηκώνονται μαχητικά επιφυλακής της RoCAF για να τα αναχαιτίσουν.
Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι η κινεζική στρατιωτική δραστηριότητα στην περιοχή του Στενού της Ταϊβάν και πέριξ αυτού αυξήθηκε σημαντικά από τον Οκτώβριο του 2016, πέντε μήνες αφότου ορκίστηκε Πρόεδρος η Τσάι Γιν-γουέν έχοντας την ανεξαρτησία της χώρας πολύ ψηλά στην πολιτική της ατζέντα, για να γνωρίσει ένα πρωτοφανές κρεσέντο μετά την επανεκλογή της το 2020. Ο αντίκτυπος ήταν άμεσα αισθητός από την Αεροπορία της Ταϊβάν.
Στον προϋπολογισμό του 2016 το υπουργείο Άμυνας ζητούσε πιστώσεις ύψους 9.49 δισ. δολαρίων Ταϊβάν για δαπάνες συντήρησης και 9,2 δισ. δολάρια για την προμήθεια και κατασκευή εξοπλισμού. Το επόμενο έτος το υπουργείο ήθελε 15,98 δισ. δολάρια για κάλυψη του κόστους συντήρησης και περισσότερα από 10,61 δισεκατομμύρια για προμήθειες/παραγωγή αμυντικού υλικού. Η θεαματική εκτίναξη των δαπανών οφείλεται εν μέρει στην αγορά αναβαθμισμένων μαχητικών F-16V και αντιαεροπορικών πυραύλων, σημειώνει η σχετική έκθεση.
Ο προγραμματισμός των δαπανών γίνεται δύο χρόνια νωρίτερα οπότε σε περίπτωση αύξησης της στρατιωτικής δραστηριότητας των «απέναντι» τα έξοδα περνούν στον προϋπολογισμό του επόμενου οικον. έτους. Πολλοί λένε ότι αυτό αποτελεί μέρος της στρατηγικής «οικονομικού στραγγαλισμού» που ακολουθεί το Πεκίνο –να κάνει την Ταϊβάν να ξοδεύει χρήματα που δεν της περισσεύουν. Είναι κι αυτό μια μορφή πολέμου.
Αλέξανδρος Θεολόγου