Η ιαπωνική εταιρεία αεροναυπηγικής Τachikawa Hikōki Kabushiki Kaisha σίγουρα δε έφερε όνομα ιδίας βαρύτητας με αυτά άλλων ανταγωνιστριών της εποχής, όπως για παράδειγμα της Mitsubishi ή της Nakajima. Μολαταύτα, δημιούργησε κάποια αξιόλογα αεροσκάφη της σειράς Κi, αρχής γενομένης με το διθέσιο διπλάνο εκπαιδευτικό Κi-9 του 1935. Η εμπειρία όμως που απεκόμισε, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο σχεδιασμό, την κατασκευή και την παραγωγή νέων αεροπλάνων κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μεταξύ αυτών ήταν και το μακράς εμβελείας βομβαρδιστικό και αναγνωριστικό Κi-74, αν και βγήκε σε εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό μονάδων.
Προδιαγραφές για την κατασκευή νέου αναγνωριστικού
Την άνοιξη του 1939, εκδόθηκαν οι προδιαγραφές για ένα αναγνωριστικό μεγάλου υψομέτρου και αυτονομίας πτήσεως τουλάχιστον 5.000 χιλιομέτρων. Ο λόγος του αιτήματος είχε να κάνει με τη ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Ιαπωνίας και ΕΣΣΔ, μετά την ήττα της πρώτης κοντά στη λίμνη Khasan το 1938. Τα πράγματα χειροτέρευσαν έναν χρόνο αργότερα, όπου επήλθε και δεύτερη ιαπωνική ήττα στο Khalkhin Gol. Το αεροσκάφος θα κάλυπτε επιχειρησιακώς αποστολές από τη Μαντζουρία έως δυτικά της λίμνης Βαϊκάλης. Η Tachikawa ανταποκρίθηκε στο διαγωνισμό υποβάλλοντας τις προτάσεις της στο Kōkū Hombu, το Υπουργείο Αεροπορίας Στρατού.
Το τεχνικό επιτελείο της εταιρείας εκκίνησε άμεσα τις διαδικασίες επάνω στο σχεδιασμό του αναγνωριστικού. Για την επίτευξη των αιτουμένων επιδόσεων, ο επικεφαλής της ομάδας, Dr. Hidemasa Kimura, επέλεξε δύο αστεροειδείς Mitsubishi Ha-214M, ισχύος 2.400 ίππων έκαστος, που θα περιέστρεφαν εξάφυλλες έλικες.
Εργασίες της Tachikawa επάνω στην τεχνολογία των συμπιεσμένων πιλοτηρίων
Το βασικότερο ζήτημα ήταν ο θάλαμος διακυβέρνησης για τον οποίον οι έρευνες της Tachikawa ήταν εν εξελίξει αρκετά πριν από την κατασκευή του Ki-74. Το συμπιεσμένο κόκπιτ ήταν απαραίτητο για αεροσκάφη που πετούσαν επάνω από τα 3.000 μέτρα, ώστε το πλήρωμα να είναι εις θέσιν εκτελέσεως αποστολών χωρίς μάσκες οξυγόνου και με επιπλέον προστασία από το κρύο. Η συγκεκριμένη τεχνολογία μπορούσε επίσης να προλάβει δυσάρεστες καταστάσεις υποξίας, βαροτραύματος ή προβλημάτων αποσυμπίεσης.
Τo πρώτο αεροπλάνο της εταιρείας στο οποίο εγκαταστάθηκε συμπιεσμένο κόκπιτ ήταν το Ki-77 του 1940, για οποίο έχουμε ήδη μιλήσει.
Το εξαιρετικά μακράς εμβελείας δικινητήριο Tachikawa Κi-77 των δύο πρωτοτύπων
Σχεδιάστηκε αποβλέποντας στην κάλυψη της αποστάσεως μεταξύ Τόκιο και Νέας Υόρκης χωρίς ενδιάμεσο σταθμό για ανεφοδιασμό καυσίμων. Ο Kimura θώρησε ότι η καμπίνα θα διατηρούσε κανονική ατμοσφαιρική πίεση, αλλά οι δοκιμές δεν ανταποκρίθηκαν στις αισιόδοξες προσδοκίες, με αποτέλεσμα το πλήρωμα να είναι πλήρως εξαρτώμενο από τις μάσκες οξυγόνου.
Μετά την αποτυχία στο Ki-77, σειρά πήρε το SS-1 (αργότερα κατασκευάστηκε, κατόπιν επισήμου αδείας, από την Lockheed και έφερε την ονομασία Model 14 «Super Electra»). Μπορεί οι εργασίες επάνω στο SS-1 να ξεκίνησαν κι αυτές το 1940, όμως ολοκληρώθηκαν τον Μάιο του 1943 με την κατασκευή ενός και μοναδικού πρωτοτύπου. Οι εντυπώσεις πάντως υπήρξαν θετικότατες και βήματα προόδου είχαν σίγουρα επιτευχθεί. Η σταθερή πίεση και η θερμοκρασία στο συμπιεσμένο πιλοτήριο κατέστησαν περιττή τη χρήση μάσκας οξυγόνου σε υψόμετρα έως και 8.000 μέτρων.
Η έρευνα επί των συμπιεσμένων πιλοτηρίων επάνω στα Ki-77 και SS-1 καθυστέρησε εξαιρετικά τις διαδικασίες κατασκευής του Ki-74 με αποτέλεσμα αυτές να ανασταλούν αμέσως μόλις κατέστη σαφές πως δε θα μπορούσε να ετοιμαστεί στο εγγύς μέλλον. Ωστόσο, προς τα τέλη του 1941, το έργο αναβίωσε. Τα υπάρχοντα σχέδια του Ki-74 θα χρησιμοποιούνταν ως βάση για τη δημιουργία ενός βομβαρδιστικού μεγάλου υψόμετρου, ικανού να εκτελεί και αναγνωριστικές αποστολές.
Ο σκοπός του αναβιώσαντος πλάνου ήταν η δυνατότητα βομβαρδισμού αμερικανικών στόχων στις ακτές του Ειρηνικού. Η επίτευξή του καθιστούσε αναγκαίες εκτενείς αλλαγές στα σχέδια του Ki-74, το οποίο αρχικά προοριζόταν μόνο για αεροσκάφος αναγνώρισης. Εκτός από τη θυρίδα βομβών και το σύστημα σκοπεύσεως, προστέθηκαν θωρακισμένες πλάκες στο πιλοτήριο και στις δεξαμενές καυσίμου. Οι Ha-214M, που είχαν αρχικώς αποφασισθεί για την έκδοση του αναγνωριστικού, αντικαταστάθηκαν τώρα από δύο αστεροειδείς Mitsubishi Ha-211-1 οι οποίοι προσέδιδαν ισχύ 2.200 ίππων κατά την απογείωση. Μετά την αναθεώρηση των χρακτηριστικών του, υποβλήθηκε στο Kōkū Hombu και εγκρίθηκε τον Σεπτέμβριο του 1942. Η πρώτη παραγγελία αφορούσε τρία πρωτότυπα.
Πρωτότυπα και δοκιμαστικές πτήσεις
Ήταν Μάρτιος του 1944 όταν βγήκε από το εργοστάσιο το πρώτο Ki-74, ενώ τα άλλα δύο (αυτά έφεραν κινητήρες Mitsubishi Ha-21-II Ru) ακολούθησαν σχετικά σύντομα. Σειρά πήραν οι δοκιμές όπου έδειξαν μια ικανοποιητική συμπεριφορά πτήσεως. Το βασικό πρόβλημα ήταν οι κινητήρες και των τριών πρωτοτύπων, που φάνηκαν ατελείς και υπερθερμαίνονταν διαρκώς.
Σύντομα, προπαραγγέλθηκαν 30 αεροπλάνα, αλλά το ζήτημα των κινητήρων έστρεψε τους μηχανικούς της Tachikawa σε αναζήτηση αμέσου λύσεως. Γιαυτό κατέληξαν στους λιγότερο ισχυρούς, αλλά αποδεδειγμένως αξιόπιστους δεκαοκτακύλινδρους αερόψυκτους Mitsubishi Ha-104-Ru των 2.000 ίππων. Έως το τέλος του πολέμου, κατάφεραν να κατασκευάσουν δεκατρία τέτοια αεροσκάφη, και ένα ακόμη πρωτότυπο με αυτονομία πτήσεως έως 12.000 χιλιόμετρα. Τον Ιούλιο του 1945, εννέα βομβαρδιστικά παραδόθηκαν στο Ερευνητικό Κέντρο του αεροδρομίου Fussa για περαιτέρω δοκιμές και πρόγραμμα εκπαίδευσης πληρωμάτων.
Δομικά χαρακτηριστικά
Οι πτέρυγες, διαφέροντας από τα πρωταρχικά σχέδια, ήταν τοποθετημένες στο κέντρο της ατράκτου, ενώ το συμπιεσμένο πιλοτήριο μετατοπίστηκε πιο μπροστά κατά μισό μέτρο, σκοπεύοντας στην καλύτερη ορατότητα κατά την απογείωση. Το πλήρωμα του αεροσκάφους ήταν πενταμελές. Ο πιλότος και ο συγκυβερνήτης ήταν καθήμενοι ο ένας πίσω από τον άλλον. Το ρύγχος του αεροσκάφους καταλαμβανόταν από τον βομβαρδιστή. Ο θάλαμος του πλοηγού ήταν αμέσως πίσω από το πιλοτήριο, ενώ ο πυροβολητής βρισκόταν στην κοιλιά της ατράκτου, ακριβώς πίσω από τη καταπακτή βομβών.
Λαμβανομένου υπόψιν ότι το Ki-74 προοριζόταν για πολύ μεγάλο υψόμετρο όπου η πιθανότητα αναχαίτισής του ήταν σαφώς περιορισμένη, αποφασίστηκε η τοποθέτηση του ελαχίστου δυνατού αμυντικού οπλισμού. Αυτός ήταν ένα πολυβόλο Ηo-103 των 12,7 χιλιοστών τοποθετημένο προς την ουρά της ατράκτου. Σύστημα σκοπεύσεως δεν υπήρχε, οπότε η επιτυχής στόχευση βασιζόταν κατ’ αποκλειστικότητα στην εμπειρία και ικανότητα του χειριστού του. Το πολυβόλο ήταν κατά βάση για εκφοβισμό των συμμαχικών αεροσκαφών, αφού η παρουσία του ήταν μάλλον τυπική.
Το Ki-74 είχε δυνατότητα μεταφοράς βομβών συνολικού βάρους ενός τόνου (είτε δύο των 500 κιλών, είτε τεσσάρων των 250, είτε μίας των 800). Τέθηκε προς συζήτηση και η δυνατότητα μεταφοράς μιας τορπίλης 1.200 κιλών, αλλά αυτή η πρόταση δεν κατέληξε πουθενά και συνεπώς δεν υλοποιήθηκε.
Το άρθρο θα ολοκληρωθεί αύριο.