Ο φόβος για την ρωσική επεκτατικότητα δεν είναι κάτι νέο για πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ήταν σε υπερένταση αρκετά χρόνια πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Όπου οι χώρες της Βαλτικής, Εσθονία, Λιθουανία και Λετονία, η Πολωνία και η Ουκρανία ζούσαν σε ένα καθεστώς αμφιβολίας, καθώς ενώ είχαν ισχυρές εμπορικές, οικονομικές και πολιτισμικές σχέσεις με τη Μόσχα, ταυτόχρονα διαπίστωναν και τον επανεξοπλισμό της όπως και τη συνεχή τριβή λόγω επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα Ανατολικά.
Το ζήτημα δεν είναι απλό μιας και η εκατέρωθεν ρητορική και επιχειρηματολογία είναι ισχυρή. Η μεν Ρωσία δήλωνε εδώ και μια εικοσαετία πως αισθάνεται «νατοϊκό εγκλωβισμό», βλέποντας κιόλας την μεταφορά, έστω σε ημιμόνιμη βάση, αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή για ασκήσεις, αλλά και την εγκατάσταση βαρέων υποδομών, όπως π.χ. το αντιβαλλιστικό ραντάρ Aegis Ashore στην Πολωνία.
Το Aegis Ashore στην Πολωνία θα γίνει επιχειρησιακό μέσα στο 2022
Οι δε ανατολικές χώρες, διαπίστωναν και τον ρωσικό αναθεωρητισμό κυρίως στην υπόκωφη ένταση με την Ουκρανία ειδικότερα ακόμη μετά το 2014 με την απόσχιση ρωσόφωνων περιοχών και την κατάληψη της Κριμαίας. Έχοντας φυσικά και βαθιά τραυματική εμπειρία από την ιστορία της ΕΣΣΔ και το πως είχε διαχειριστεί τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας με εισβολές και καταπίεση, αλλά και πως είχε επιχειρηθεί ο “εκρωσισμός” των πολυεθνικών δημοκρατιών της ΕΣΣΔ.
Όλα τα παραπάνω βέβαια φέτος με την εισβολή έχουν μετατραπεί σε μόνιμο άγχος, σε κούρσα εξοπλισμών, σε πολιτική κινητοποίηση, σε σφράγισμα των συνόρων, σε τεράστια ένταση της αντιρωσικής αντίληψης.
Σε αυτό το κλίμα, τα μνημεία της σοβιετικής εποχής, αλλά και κάθε τι που θυμίζει ΕΣΣΔ και Ρωσία δεν μπορούσαν να μείνουν ανέπαφα. Έτσι σε όλες τις παραπάνω χώρες έχει ξεκινήσει εδώ και μήνες, με διάφορους τρόπους η αποκαθήλωση τους. Για παράδειγμα στην Πολωνία αποσύρουν-διαλύουν μια σειρά από μνημεία αφιερωμένα στο σοβιετικό στρατό και τις θυσίες του κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τέτοια είναι βέβαια διάσπαρτα σε όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, σε κάθε μέγεθος. Από μικρούς οβελίσκους σε πόλεις μέχρι γιγαντικές κατασκευές στο ύπαιθρο, συνήθως με αρχιτεκτονικό ύφος στο ύφος του μπρουταλισμού, με πιο ξεχωριστές, τόσο ιστορικά και αισθητικά, εκείνες της τέως Γιουγκοσλαβίας. Στην Πολωνία λοιπόν ήδη έχουν κατεδαφιστεί κάπου 30 ενώ απομένουν ακόμη δεκάδες που θα έχουν την ίδια μοίρα.
Poland has started tearing down a communist monument in the city of Brzeg which glorifies the Soviet Red Army.
Poland has adopted a law that obligates the authorities to remove such monuments.
Via @WarNewsPL1 pic.twitter.com/yy4c2Qtg0K
— Visegrád 24 (@visegrad24) August 25, 2022
Στην Εσθονία έχουμε τα ίδια, με κυβερνητική δέσμευση να έχουν μέχρι τέλος του χρόνου “εξαφανιστεί” κοντά 400 παρόμοια μνημεία, όπως π.χ. αυτό στην πόλη Narva που είχε ένα παλαιό άρμα Τ-34 πάνω σε βάθρο. Σύμφωνα με την πρωθυπουργό της χώρας, Κάγια Κάλας, η “απόσυρση” των μνημείων (αρκετά μεταφέρονται σε μουσεία ή ιστορικά ινστιτούτα, εκτός δηλαδή δημόσιου χώρου) γίνεται και για λόγους τάξης, ώστε να αποφευχθούν βανδαλισμοί και κοινωνικές αντιπαραθέσεις καθώς η χώρα έχει σημαντική ρωσική μειονότητα.
Και στην Λετονία είχαμε τον Αύγουστο την πανηγυρική κατεδάφιση ενός τεράστιου οβελίσκου ύψους 79 μέτρων στην πρωτεύουσα Ρίγα, που ήταν αφιερωμένος στον Κόκκινο Στρατό.
Παρόμοια και με μεγαλύτερη ένταση συμβαίνουν και στην Ουκρανία, όπου πολύ πρόσφατα είχαμε την έγκριση από το κοινοβούλιο της μετονομασίας της πόλης Novohrad-Volynskyi στα δυτικά, σε Zviahel, δηλαδή στο προ-ρωσικό της όνομα. Ακόμη, δρόμοι αλλάζουν ονομασίες, περιοχές, πάρκα, αποσύρονται ακόμη και εκθέματα από μουσεία κάτι που είχε ξεκινήσει, αλλά πιο ράθυμα, και από το 2014. Ενώ χαρακτηριστική ήταν η αποκαθήλωση στο Κίεβο τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, του μνημείου της “ουκρανορωσικής φιλίας”.
Τι σηματοδοτεί αυτός ο “αποσοβιετισμός” και “απορωσισμός”; Αρχικά την αιτιολογημένη οργή των πολιτών αυτών των χώρων. Στη συνέχεια μια ριζική αποκοπή με έντονο συμβολισμό από το παρελθόν της ρωσικής και σοβιετικής επιρροής, σε βαθμό “μη επιστροφής”, ως μια πράξη δηλαδή ιστορικής χειραφέτησης. Το ζήτημα όμως βαθαίνει. Στις χώρες της Βαλτικής όπως είπαμε υπάρχουν μεγάλες ρωσικές μειονότητες, το 5% των Λιθουανών, το 24% των Εσθονών, το 25% των Λετονών. Ενώ στην Ουκρανία είναι γνωστός ο άτυπος διαχωρισμός της χώρας σε “ανατολή” που έχει μεγάλη πολιτισμική συγγένεια με τη Ρωσία και σε “δύση”, που θεωρείται ο πυρήνας της Ουκρανικής εθνοτικής και γλωσσικής ταυτότητας.
Οι μειονότητες αυτές τώρα βρίσκονται σε προβληματισμό: στην συντριπτική τους πλειονότητα είναι ομαλά ενταγμένες στις χώρες τους, αλλά και με παράπονα (ήπια ως γενικό κανόνα και με ποικιλία ανά χώρα) ότι στην μετασοβιετική εποχή αντιμετωπίζουν ζητήματα γλωσσικών διακρίσεων, δυσκολία στην απόκτηση ιθαγένειας, όπως και ανισότητα στην επαφή τους με τον εκάστοτε κρατικό μηχανισμό.
Ταυτόχρονα τα τελευταία χρόνια, η άνοδος του εθνικισμού στην Ανατολική Ευρώπη έχει δώσει έδαφος και κυρίως προβολή σε ακραίους νοσταλγούς ιστορικών στιγμιοτύπων που όλοι ήλπιζαν ότι είχαν περάσει οριστικά στο περιθώριο. Με τελετές που τιμούν τους νεκρούς των πολυεθνικών Μεραρχιών των SS, δηλαδή των μονάδων που είχαν συγκροτηθεί κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου από ντόπιους, που είδαν εκεί είτε μια ευκαιρία επιβίωσης, είτε μια προσωρινή συμμαχία είτε ακόμη και ιδεολογική ταύτιση με τα ιστορικά τους αιτήματα για αυτοδιάθεση και απεξάρτηση από τη Σοβιετική επιρροή.
Έτσι μετά από δεκαετίες λησμονιάς έχουμε δει σειρά εκδηλώσεων, αλλά και ανέγερση μνημείων, διεξαγωγή ομιλιών, συγκρότηση οργανώσεων που ομνύουν σε όσα προσέφεραν οι “ήρωες του Β’ Παγκοσμίου” π.χ. οι Εσθονοί ή Λιθουανοί SS, ή οι μονάδες της ουκρανικής εθνικιστικής οργάνωσης OUN η οποία είχε περιστασιακή συνεργασία με τους Ναζί.
Το τοπίο είναι λοιπόν ιδιαίτερα θολό, με την κατακρήμνιση των σοβιετικών μνημείων μόνο μια επιφανειακή απεικόνιση της υποβόσκουσας έντασης. Το βασικό ερώτημα είναι όμως τι θα γίνει μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, όταν κάποτε αυτός λήξει. Θα υπάρχει έδαφος επικοινωνίας μεταξύ Ρωσίας και Ανατολικής Ευρώπης; Θα υπάρχει κοινωνική συνοχή στις χώρες με ρωσικές μειονότητες, ή έστω ρωσόφωνους που θα αισθάνονται αποξενωμένοι; Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί τώρα.
Στις χώρες της Βαλτικής γίνεται προσπάθεια από τις κυβερνήσεις τους να μην αυξηθούν οι σχετικές εντάσεις, ενώ στην Πολωνία έχουμε φοβικό κύμα για την ρωσική απειλή και κεντρική πολιτική την εθνεγερτική πολεμική προετοιμασία. Ακόμη, στην Ουκρανία, παρότι οι ρωσόφωνοι πολίτες στην μεγάλη πλειονότητα τους δεν καλοδέχθηκαν του Ρώσους εισβολείς, αντίθετα οι περισσότεροι τους είδαν με καχυποψία και εχθρότητα, παραμένει ανοιχτό το θέμα των “δοσιλόγων”. Ήδη στην απελευθερωμένη Χερσώνα ανακοινώθηκε ότι επαναλειτουργεί “γραφείο εσωτερικής ασφαλείας” της Ουκρανίας το οποίο “θα ασχοληθεί με όσους συνεργάστηκαν με τις Ρωσικές αρχές, οι οποίοι είναι όλοι γνωστοί”.
Σε άλλες περιοχές της χώρας, με την υποχώρηση των Ρώσων, εμφανίστηκαν φαινόμενα βιοπραγίας, διαπόμπευσης, κακοποίησης πολιτών που είτε είχαν συνεργαστεί είτε ήταν ύποπτοι για “φιλορωσισμό”. Η ανακάλυψη μάλιστα ομαδικών τάφων, θαλάμων βασανιστηρίων, κτηνωδώς εκτελεσμένων από τους Ρώσους, έχει οξύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση κατά των “συνεργατών”.
Τόσο στην Ουκρανία όσο και στις γειτονικές χώρες, εμφανίζεται και άλλο ζήτημα. Η συγκρότηση παραστρατιωτικών οργανώσεων, πολιτοφυλακών (κυρίως στην Πολωνία, που έχει και μεγάλη σχετική παράδοση με πολλούς νέους να ανήκουν σε τέτοιες δομές και να ασκούνται στην σκοποβολή τις αργίες), οι οποίες δεν αναφέρονται στις αρχές και δεν δεσμεύονται ουσιαστικά στη δράση τους. Στην Ουκρανία τέτοιες οργανώσεις είναι ιδιαίτερα ακραίες ιδεολογικά και έχουν σοβαρή πολεμική δράση, με καταξίωση στην λαική συνείδηση, οπότε και ελάχιστοι θα ασχοληθούν με την όποια “εξωθεσμική” βιαιότητα τους.
Τονίζουμε εδώ, πως ότι θίγουμε είναι ακροθιγώς, καθώς δεν μπορεί σε ένα τέτοιο κείμενο να καταγραφεί το απίθανα πολύπλοκο ιστορικό και πολιτισμικό πεδίο σύγκρουσης που υπάρχει εδώ και εκατονταετίες στην Ανατολική Ευρώπη. Όπου οι λαοί της περιοχής βρέθηκαν πολλές φορές θύματα ανάμεσα στις μεγάλες αυτοκρατορίες των τελευταίων αιώνων. Βλέποντας στον 20ο αιώνα τη συνέχεια αυτής της καταπίεσης, με την ένταξη τους στο ανατολικό μπλοκ.
Έτσι η κατεδάφιση των σοβιετικών πολεμικών μνημείων που μας έδωσε την αφορμή να γράψουμε αυτό το κέιμενο, μια δράση που προξενεί αποτροπιασμό στην Ρωσία, και τροφοδοτεί την προπαγάνδα του Πούτιν περί “επανόδου του Φασισμού” στην Ευρώπη, συντηρώντας δηλαδή και την από “εκεί πλευρά” της ίδιας απόστασης και καχυποψίας, δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να δει ως παροδικό φαινόμενο.
Κατά τη γνώμη μας, σηματοδοτεί μια μεγαλύτερη από ότι νομίζουμε διάρρηξη στην Ευρώπη, που μεταπολεμικά (από τον σύγχρονο πόλεμο στις ουκρανικές πεδιάδες) θα μας δώσει νέους κύκλους αντιπαράθεσης. Και χωρίς τις αναστολές που είχε παράγει η διεθνής κοινότητα μετά τον Β’ Παγκόσμιο με την γενικότερη αγωνία και προτροπή για “ειρήνη”. Ως ιστορική παραδοξότητα δηλαδή που είναι εδώ και χιλιετίες γνωστή, ο κάθε πόλεμος, η κάθε εθνοτική και εθνικιστική σύγκρουση να αποτελεί φυτώριου του επόμενου γύρου, χωρίς διέξοδο, παρά μόνο το σοκ μιας απόλυτης καταστροφής.