«Δεν θα στείλουμε άλλα όπλα στην Ουκρανία» έριξε τη βόμβα χθες ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι, μιλώντας σε τοπικό Μέσο, αιτιολογώντας την απόφαση αυτή, πως η χώρα του θα προσανατολιστεί πλέον στον δικό της εξοπλιστικό αγώνα με σύγχρονα συστήματα. Στην πράξη όμως, η δήλωση -που θα δούμε αν υλοποιηθεί ή αν είναι μια προειδοποιητική ομοβροντία – έχει ως υπόβαθρο το σιτάρι. Το Ουκρανικό σιτάρι.
Για το Κίεβο, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζε ήταν το μπλοκάρισμα των εξαγωγών σιτηρών λόγω του πολέμου. Καθώς η παραδοσιακή οδός μεταφοράς, μέσω Μαύρης Θάλασσας και των εκεί λιμένων της, είχε μπλοκαριστεί. Για τη χώρα τα συγκεκριμένα προϊόντα (όχι μόνο στάρι, αλλά όλα τα δημητριακά μαζί με το ηλιέλαιο), αποτελούν το μεγαλύτερο όγκο και αξία των εξαγωγών της, που πριν τον πόλεμο έφθανε κάπου στο 30% του συνόλου. Το 2021 η αξία αυτών των εξαγωγών ήταν 27,8 δις δολάρια και προφανώς ήταν ζωτικής σημασίας για την οικονομία της. Αλλά και για τη διεθνή αγορά, οι εξαγωγές αυτές ήταν κρίσιμες μιας και τροφοδοτούσαν με φθηνά τρόφιμα πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου όπως και τη Δύση.
Έτσι σε μια συνδυασμένη διεθνή πίεση, που συνέφερε και την Ρωσία (καθώς και αυτή ήθελε να κρατήσει τις δικές της παρεμφερείς εξαγωγές σε λειτουργία), συμφωνήθηκε με τουρκική μεσολάβηση, η σχετική συναίνεση περί ασφαλούς διέλευσης των φορτηγών πλοίων από την Οδησσό προς τα διεθνή λιμάνια, για να συντηρηθεί η ροή των τροφίμων. Η διαδρομή αυτή όμως σε καθεστώς πολέμου και ειδικά τον τελευταίο καιρό, που η Ρωσία έχει αποχωρήσει από την συμφωνία των σιτηρών, παρέμενε ανεπαρκής. Με αποτέλεσμα η Ουκρανία να αναζητά και εναλλακτικές οδούς μεταφοράς των προϊόντων της, μέσω της Ανατολικής Ευρώπης. Και εκεί δημιουργήθηκε πολύ γρήγορα σοβαρό ζήτημα ανταγωνισμού, καθώς η μαζική είσοδος αυτών των φθηνών σιτηρών υπονόμευσε την αξία της τοπικής παραγωγής. Έτσι η Ε.Ε. ως μέσο προστασίας απαγόρευσε την εισαγωγή των ουκρανικών φορτίων σε Βουλγαρία, Πολωνία, Ουγγαρία, Ρουμανία και Σλοβακία, μια απαγόρευση που έληξε στα μέσα αυτού του μήνα, αυξάνοντας απότομα τις διμερείς εντάσεις.
Η Ουκρανία από την πλευρά της συνεχίζει να πιέζει για απελευθέρωση των εξαγωγών προς τα δυτικά της μέσω της Ε.Ε., αλλά συναντά την αντίσταση, κυρίως τώρα Πολωνίας, Ουγγαρίας και Σλοβακίας, που επιμένουν να απαγορεύουν μονομερώς την εισαγωγή ουκρανικών σιτηρών.
Την τελευταία σταγόνα στο ξέχειλο ποτήρι έριξε ο ίδιος ο Ζελένσκι μιλώντας προχθές στα Ηνωμένα Έθνη, στην εκεί σύνοδο. Όπου είπε, πως η χώρα του ευχαριστεί όσους στήριξαν τη «Συμφωνία της Μαύρης Θάλασσας για τις εξαγωγές σιτηρών…πάνω από 45 χώρες είδαν πόσο σημαντικό είναι να γίνουν διαθέσιμα τα ουκρανικά προϊόντα στην αγορά…εμείς συνεχίζουμε να προσπαθούμε σκληρά να διατηρήσουμε τις χερσαίες οδούς εξαγωγών…και είναι ανησυχητικό πως κάποιοι στην Ευρώπη παίζουν το χαρτί της αλληλεγγύης αλλά σε πολιτικούς θεατρινισμούς, κάνοντας τις εξαγωγές σιτηρών ένα θρίλερ. Μπορεί να φαίνεται πως υπερασπίζονται το δικό τους ρόλο, αλλά στην πράξη εξυπηρετούν τη Ρωσία να εμφανιστεί στη σκηνή».
Όπως ήταν αναμενόμενο αυτές οι δηλώσεις έκαναν τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έξαλλες, καθώς από εκεί που είναι (οι περισσότερες και κυρίως η Πολωνία) υποστηρικτές της Ουκρανίας, βρέθηκαν τώρα και «κατηγορούμενες», πως… παίζουν το χαρτί της Ρωσίας. Στην Πολωνία ειδικά κλήθηκε ο Ουκρανός πρεσβευτής στο υπουργείο Εξωτερικών για το ανάλογο «ψάλσιμο», αλλά όπως φαίνεται αυτό δεν κρίθηκε αρκετό, οπότε φτάσαμε στη δήλωση Μοραβιέτσκι, που συμπλήρωσε πως «ίσως απαγορεύσουμε και την εισαγωγή και άλλων ουκρανικών προϊόντων».
Ο τελευταίος βέβαια τόνισε πως όλη η υπόλοιπη βοήθεια που παρέχει η Βαρσοβία συνεχίζεται, δηλαδή η ελεύθερη μεταφορά όπλων από όλη τη Δύση προς την Ουκρανία, και παραμένει η λειτουργία του στρατιωτικού κόμβου στην πόλη Ρζεσζόφ, στα νοτιανατολικά της χώρας. Όπου εκεί καταφθάνουν κάθε μέρα δεκάδες πτήσεις με υλικό για να προωθηθεί στο Κίεβο, ενώ έχουν εγκατασταθεί και διοικητικές και υποστηρικτικές δομές του ΝΑΤΟ, όπως και νοσοκομεία εκστρατείας και υποδομές μετακίνησης προς τα δυτικά Ουκρανών τραυματιών.
Θα συνεχιστεί η κρίση; Προφανώς είναι στο χέρι της Ουκρανίας να ρίξει τους τόνους, ειδικά με την Πολωνία που της οφείλει και πάρα πολλά. Όχι μόνο γιατί είναι η κύρια οδός ανεφοδιασμού του Κιέβου, αλλά κυρίως γιατί οι Πολωνοί στην κυριολεξία «ξήλωσαν» το δικό τους στρατό πέρυσι για να στείλουν ενισχύσεις, με εκατοντάδες άρματα, τεθωρακισμένα και βουνά πυρομαχικών. Και έχουν ξεκινήσει ένα τερατώδες πρόγραμμα εξοπλισμών, το οποίο αν μη τι άλλο κάπου «φρενάρει» και τον ρωσικό επεκτατισμό.
Η ανοιχτή πλέον πολωνική κριτική εστιάζει κυρίως στον Ζελένσκι όπου τον κατηγορούν πως υποχώρησε στις απαιτήσεις της ουκρανικής ολιγαρχίας που ελέγχει μεγάλο μέρος του εμπορίου των σιτηρών, ώστε να συντηρηθούν οι εξαγωγές τους, ακόμη και αν αυτό «ερέθιζε» τις γειτονικές σύμμαχες χώρες. Από ουκρανικής πλευράς η απάντηση είναι πως ο πόλεμος με τη Ρωσία έχει γονατίσει την οικονομία της χώρας, πως το κόστος ανοικοδόμησης συνεχώς αυξάνει (το Κίεβο διαπιστώνει πως όταν και όποτε λήξει ο πόλεμος, θα πρέπει να βρεθούν τεράστια κεφάλαια για να συνέρθει η χώρα), οπότε δεν μπορεί «να την πνίγουν στα μοναδικά έσοδα που μπορεί να έχει αυτή την εποχή».
Θα διαρκέσει αυτή η σοβαρή «κόντρα»; Ήδη οι ΗΠΑ έχουν αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο και ίσως υπάρχει διέξοδος εκτόνωσης, μιας και οι δύο χώρες, Πολωνία και Ουκρανία είναι πλέον υπερβολικά αλληλοεξαρτώμενες. Η μεν Ουκρανία από την πολωνική βοήθεια, η δε Πολωνία από την αντίσταση που προβάλλει η Ουκρανία στο μέτωπο με τη Ρωσία. Και οι μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις, ειδικά της δυτικής Ουκρανίας είναι πολύ ισχυρές, ενώ η Πολωνία φιλοξενεί ήδη κάπου ένα εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες! Η διάρρηξη λοιπόν αυτών των δεσμών, σχέσεων και επαφών θα είναι διαλυτική. Αλλά η Πολωνία σαφώς θα απαιτήσει κάποια μορφή «συγγνώμης» διεκδικώντας και αυτή τον ανερχόμενο ρόλο της στη διεθνή σκηνή, ενώ ένα «κόντυμα» του Ζελένσκι θα το ευχαριστηθούν αρκετοί στη Δύση, αν και δύσκολα θα το παραδεχθούν δημόσια.