Του Babak Taghvaee. Επιπλέον στοιχεία Φαίδων Γ. Καραϊωσηφίδης.
Πρώτη δημοσίευση «ΠΤΗΣΗ» 60, Ιούνιος 2025.
Η έντυπη “ΠΤΗΣΗ” έχει καταγράψει εκεταμένα και μεθοδικά τις εξελίξεις στον τομέα των πυροσβεστικών αεροσκαφών, οπότε σε μια σειρά άρθρων θα τις παρουσιάσουμε εκ νέου. Μιας και η σχετική συζήτηση για τη βελτίωση των εγχώριων και διεθκαι διεθνών ικανοτήτων πυρόσβεσης παραμένει και επίκαιρη και κρίσιμη.
ΑΕΡΟΠΥΡΟΣΒΕΣΗ: Η πρόταση των C-27J Spartan, με προσθαφαιρούμενη δεξαμενή
ΑΕΡΟΠΥΡΟΣΒΕΣΗ: AG600 Kunlong, ο κινέζος γίγαντας με στρατηγικές ικανότητες
Η ShinMaywa Industries, ένας εξέχων κατασκευαστής αεροπορικών και βιομηχανικών εφαρμογών στην Ιαπωνία με καταγωγή από την ιστορική εταιρεία αεροσκαφών Kawanishi, παράγει από το 2003 μια από τις πιο προηγμένες αμφίβιες πλατφόρμες βραχείας αποπροσθαλάσσωσης στον κόσμο, το US-2. Το αεροσκάφος, το οποίο αρχικά είχε χαρακτηριστεί ως US-1A Kai, αποτελεί έναν σημαντικά εκσυγχρονισμένο και βελτιωμένο διάδοχο των αποσυρθέντων αεροπλάνων ανθυποβρυχιακού πολέμου (ASW) PS-1 και έρευνας-διάσωσης (SAR) US-1, τα οποία αποτέλεσαν αναπόσπαστα στοιχεία της Ιαπωνικής Ναυτικής Δύναμης Αυτοάμυνας (JMSDF) από το 1971 έως την απόσυρσή τους το 2017 (βλέπε παρακάτω).

Σε επιχειρησιακή υπηρεσία με την 71η Μοίρα στην Αεροπορική Βάση Iwakuni από τις 30 Μαρτίου 2007 το US-2 έχει επιδείξει εξαιρετικές επιδόσεις σε επιχειρήσεις SAR και έχει πιστωθεί τη διάσωση εκατοντάδων ζωών στη Θάλασσα της Ιαπωνίας και στις εκτεταμένες ωκεάνιες περιοχές πέριξ του ιαπωνικού αρχιπελάγους, που ξεπερνά τα 3.000 km. Μετά όμως από μια πρόσφατη καταστροφική πυρκαγιά στο Ofunato, Ιάπωνες κυβερνητικοί αξιωματούχοι ανέθεσαν διερευνητικές μελέτες για τη δυνατότητα προσαρμογής της πλατφόρμας US-2 για αποστολές εναέριας πυρόσβεσης, επαναφέροντας μια παλιά ιστορία στο προσκήνιο. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον σχεδιασμό και την ενσωμάτωση ενός σπονδυλωτού προσθαφαιρούμενου ή μόνιμου συστήματος υδροληψίας και ρίψης νερού/πυροσβεστικού υγρού, επιτρέποντας στο US-2 να λειτουργήσει ως ιπτάμενο τάνκερ καταστολής πυρκαγιών νέας γενιάς, προσαρμοσμένο στην αυξανόμενη ανάγκη της Ιαπωνίας για τέτοιες ικανότητες ταχείας αντίδρασης.
Ιαπωνικά Chinook σε πυροσβεστική δράση
Στις 26 Φεβρουαρίου 2025 πυρκαγιά μεγάλης κλίμακας εκδηλώθηκε στη νοτιοανατολική περιοχή του Ofunato, που βρίσκεται στον νομό Iwate, στα βορειοκεντρικά της Ιαπωνίας. Η πυρκαγιά επεκτάθηκε γρήγορα, κατακαίγοντας τελικά περίπου 2.900 εκτάρια (7.200 στρέμματα) δασικής έκτασης πριν σβήσει πλήρως στις 9 Μαρτίου 2025. Το γεγονός αποτελεί την πιο εκτεταμένη δασική πυρκαγιά στην Ιαπωνία εδώ και 50 χρόνια, που επίσης προκάλεσε την καταστροφή 171 κτισμάτων, έναν επιβεβαιωμένο θάνατο και την εκκένωση περισσότερων από 4.500 κατοίκων από τις οικίες τους.
Της πυρκαγιάς στο Ofunato είχαν προηγηθεί δύο μικρότερες: μία στις 19 Φεβρουαρίου 2025 στην ορεινή περιοχή τής πόλης Sanriku, που έκαψε έκταση 324 εκταρίων (800 στρεμμάτων) και περιορίστηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2025, και μια δεύτερη μικρότερης έκτασης που εκδηλώθηκε στην πόλη Otomo. Σε ανταπόκριση στην κλιμακούμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης η ιαπωνική κυβέρνηση ενεργοποίησε τις προβλέψεις της νομοθεσίας στις 26 Φεβρουαρίου 2025 με δραστηριοποίηση του σχετικού μηχανισμού.
Οι δυνάμεις αεροπυρόσβεσης αναπτύχθηκαν αμέσως με τουλάχιστον 16 ελικόπτερα, συμπεριλαμβανομένων και στρατιωτικών μέσων να συμμετέχουν στις προσπάθειες καταστολής. Οι Ιαπωνικές Αεροπορικές Δυνάμεις Αυτοάμυνας (JASDF) και οι Χερσαίες Δυνάμεις Αυτοάμυνας (JGSDF) κινητοποίησαν CH-47 και UH-1J Huey. Τα Chinook σε χρήση στην Ιαπωνία περιλαμβάνουν CH-47J/LR και CH-47JA Block II. Τα πρώτα φέρουν μεγάλες δεξαμενές καυσίμων για την επέκταση της επιχειρησιακής εμβέλειας, ενώ τα CH-47J και CH-47JA είναι εξοπλισμένα με τυπικές δεξαμενές και έχουν αντίστοιχα μικρότερες εμβέλειες/αυτονομίες. Όλα τα ελικόπτερα που ανέλαβαν πυροσβεστικά καθήκοντα ήταν εφοδιασμένα με κάδους Bambi χωρητικότητας 2.000 γαλονιών (7.600 λίτρων) για επιχειρήσεις ρίψης νερού. Επιπλέον UH-1J παρείχαν υποστήριξη ISR (Intelligence, Surveillance & Reconnaissance), μεταδίδοντας ζωντανές εικόνες για διασφάλιση επίγνωσης της κατάστασης και την καθοδήγηση των πληρωμάτων των Chinook κατά τη διάρκεια των αποστολών πυρόσβεσης.
Σύμφωνα με τον υπουργό Άμυνας Nakatani, στις αρχές Μαρτίου, 11 αεροσκάφη περιστρεφόμενων πτερύγων των JSDF είχαν δεσμευτεί για την επιχείρηση στο Ofunato, συμπεριλαμβανομένων οκτώ CH-47J/JA για την καταστολή των πυρκαγιών και τριών UH-1J σε καθήκοντα επιτήρησης και συντονισμού σε πραγματικό χρόνο. Τα μέσα αυτά λειτούργησαν παράλληλα με πολιτικά πυροσβεστικά ελικόπτερα και μια δύναμη περίπου 2.000 πυροσβεστών που έδωσαν σκληρή μάχη κατά της φωτιάς.
Όπως συμβαίνει όμως πλέον όλο και συχνότερα, περιβαλλοντικοί παράγοντες επιδείνωσαν την κατάσταση, καθώς η περιοχή γνώρισε ιστορικά χαμηλές βροχοπτώσεις, με τον Φεβρουάριο του 2025 να καταγράφονται μόνο 2,5 χιλιοστά βροχόπτωσης έναντι μηνιαίου μέσου όρου 41 χιλιοστών.

Το αμφίβιο STOL US-2
Το ShinMaywa US-2 ως μεγάλο αμφίβιο αεροσκάφος με ικανότητα βραχέων διαδρομών αποπροσθαλάσσωσης αναπτύχθηκε και κατασκευάστηκε από τη ShinMaywa Industries Ltd (πρώην Shin Meiwa), τον κατεξοχήν ειδικό στα υδροπλάνα στην Ιαπωνία και από τις ελάχιστες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο παγκοσμίως. Με τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας ελέγχου οριακού στρώματος (BLC) το US-2 επιδεικνύει βελτιωμένα χαρακτηριστικά STOL και πολύ χαμηλή ταχύτητα απώλειας στήριξης, καθιστώντας το μία από τις πιο ικανές αμφίβιες πλατφόρμες ειδικών αποστολών που βρίσκονται σήμερα σε υπηρεσία. Το US-2 αναπτύχθηκε ως εκσυγχρονισμένος διάδοχος του παλαιού US-1A της δεκαετίας του 1970 και σχεδιάστηκε για να ικανοποιήσει την απαίτηση αντικατάστασής του με μια ίδια πλατφόρμα για τις Ιαπωνικές Ναυτικές Δυνάμεις Αυτοάμυνας (JMSDF), με κύρια αποστολή τις επιχειρήσεις διάσωσης ASR (Air-Sea Rescue).
Οι τελευταίες σχεδιάζουν να προμηθευτούν έως και 14 αεροσκάφη, σε βάθος χρόνου, για τον συγκεκριμένο ρόλο, μέσα από παραγωγή χαμηλού ρυθμού, με τα US-2 να εντάσσονται σταδιακά στην 71η Μοίρα της 31ης Πτέρυγας Ναυτικής Αεροπορίας στους Αεροναυστάθμους Iwakuni και Atsugi.

Αναφορικά με τον στόλο των US-2 ένα περιστατικό τον Απρίλιο του 2015 μείωσε τη δύναμή του, όταν το αεροσκάφος «9905» υπέστη σημαντικές ζημιές κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικής αποστολής στα ανοικτά του ακρωτηρίου Ashizuri στο Shikoku. Σύμφωνα με τις αναφορές, στο αεροπλάνο σημειώθηκε βλάβη κινητήρα (ή σε κινητήρες), πιθανότατα στη φάση της αποθαλάσσωσης, και κατέληξε να επιπλέει με το ρύγχος μέσα στο νερό. Από τους 19 επιβαίνοντες διασώθηκαν όλοι με επιτυχία, αν και τέσσερις τραυματίστηκαν. Στη συνέχεια κρίθηκε πέραν οικονομικής επισκευής και διαγράφηκε από τη δύναμη, ενώ μέχρι σήμερα έξι US-2 (τα «9902», «9903», «9904», «9906», «9907» και «9908») παραμένουν επιχειρησιακά στην 71η Μοίρα. Πρόσφατα, δύο από αυτά υποβάλλονταν σε διαδικασίες επιθεώρησης και επισκευής κατά περίπτωση-IRAN (Inspection and Repair as Necessary) στις εγκαταστάσεις παραγωγής και συντήρησης της ShinMaywa στο Konan, όπου ένα άλλο αεροσκάφος, το (μελλοντικό) «9909», βρίσκεται υπό συναρμολόγηση.
Ένα τετρακινητήριο με… πέντε κινητήρες
Θα πρέπει να δει κάποιος το US-2 σε δράση και ειδικότερα στις βραχείες αποθαλασσώσεις και τη χαμηλή ταχύτητα περιπολίας πάνω από την εγγύς περιοχή ενδιαφέροντος, για να εκτιμήσει τα εξαιρετικά αυτά χαρακτηριστικά της σχεδίασης. Το «μυστικό» δεν είναι μόνο οι τέσσερις πανίσχυροι ελικοστρόβιλοι Rolls-Royce AE 2100J (ονομαστικής ισχύος 3.424 kW/4.592 hp ο καθένας) που «οδηγούν» έλικες Dowty R414 με έξι πτερύγια, αλλά και ο ένας αξονοστρόβιλος LHTEC T800 (1.017 kW/1.364 hp) που τροφοδοτεί το σύστημα ελέγχου οριακού στρώματος-BCL (Boundary Control Layer).
Πιο συγκεκριμένα, κάνει χρήση της τεχνικής των «blown flaps», δηλαδή της εμφύσησης πεπιεσμένου αέρα στις υπεραντωτικές διατάξεις του χείλους εκφυγής (flaps), ώστε να βελτιώσει την αεροδυναμική συμπεριφορά τού αεροπλάνου σε χαμηλές ταχύτητες. Για την παραγωγή των μεγάλων ποσοτήτων πεπιεσμένου αέρα δεν χρησιμοποιείται απαγωγή (bleed air) από τους στροβίλους των AE 2100J (οι οποίοι επίσης συμβάλλουν εκμεταλλευόμενοι -στη ροή της ώσης που παρέχουν- το Φαινόμενο Κοάντα) αλλά ο T800. Στην τεχνική των «blown flaps» η ροή του αέρα, η οποία προσπίπτει πάνω τους (περιλαμβανομένης και της δέσμης που προέρχεται απευθείας από τις έλικες), διαμορφώνεται ώστε να ακολουθεί την καμπύλη επιφάνεια που δημιουργούν οι υπεραντωτικές επιφάνειες του χείλους εκφυγής όταν είναι εκτεταμένες, αυξάνοντας έτσι τον συντελεστή άντωσης για τις επιδόσεις STOL. Επιπλέον, καθυστερούν και την αποκόλληση του οριακού στρώματος, άρα και την απώλεια στήριξης, με τη σχετική τιμή εμφάνισής της να κινείται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι η τεχνική των «blown flaps» χρησιμοποιείται τόσο στο ουραίο (ψηλά τοποθετημένο) πηδάλιο ανόδου/καθόδου όσο και στο πηδάλιο διεύθυνσης, για να αυξήσει την αποτελεσματικότητά τους στον έλεγχο του αεροσκάφους σε χαμηλές ταχύτητες, αλλά και την ευστάθεια γενικότερα.

Σε αναζήτηση καριέρας
Όπως προαναφέρθηκε, τη δεκαετία του 90, αν και η JMSDF αποφάσισε να μην επιδιώξει διάδοχο στην ανθυποβρυχιακή έκδοση PS-1 του αρχικού αμφίβιου αεροσκάφους, ανέθεσε το 1995 στη ShinMaywa (αργότερα γνωστή ως Shin Meiwa) την εξέλιξη μιας αναβαθμισμένης έκδοσης του US-1A, που αρχικά ήταν γνωστό ως US-1A kai (βελτιωμένο). Αργότερα, το 2007, όταν εκκίνησε η παραγωγή του για την ικανοποίηση παραγγελιών των JMSDF, το αεροπλάνο έγινε γνωστό ως US-2 και το πρώτο από αυτά παραδόθηκε σε διαμόρφωση SAR το 2009. Παρά τους πολλούς περιορισμούς που ίσχυαν στις ιαπωνικές εξαγωγές αεροπορικού υλικού, η ιαπωνική κυβέρνηση και η Shin Meiwa προσέγγισαν την Ινδία με μια πρόταση πώλησης του US-2 ως αεροσκάφους έρευνας-διάσωσης, ανταποκρινόμενες σε ενδιαφέρον του Ινδικού Ναυτικού και της Ινδικής Ακτοφυλακής για 12 έως 18 μονάδες. Στην πραγματικότητα, η επιδίωξη του Δελχί δεν ήταν διαφορετική από αυτή του Πεκίνου με το AG600 ως στρατηγικό αεροσκάφος για τον έλεγχο θαλάσσιων ζωνών (βλέπε σχετικό άρθρο σε άλλες σελίδες). Στην περίπτωση της Ινδίας αφορούσε την ταχεία πρόσβαση στο σύμπλεγμα των νήσων Andaman και Nicobar, περίπου 1.200 km από τα ηπειρωτικά της χώρας, στα άκρα του κόλπου της Βεγγάλης και της Θάλασσας του Ανταμάν. Σύμφωνα με αναφορές του ινδικού Τύπου της περιόδου 2010-2011, η συμφωνία ύψους 1,65 δις (για 12 αεροπλάνα με προαίρεση για άλλα έξι) βρέθηκε πολύ κοντά σε υπογραφή και προέβλεπε τη συναρμολόγησή τους στην Ινδία. Όπως όμως συμβαίνει στα περισσότερα προγράμματα της ασιατικής χώρας, οι συζητήσεις συνεχίζονταν μέχρι και τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, χωρίς ουσιαστικές ενδείξεις ότι βρίσκονται κοντά σε κατάληξη.

Περίπου παράλληλα με την προώθηση του US-2 στην Ινδία, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του 2010, η Shin Meiwa δημοσιοποίησε την πρόθεσή της για την ανάπτυξη μιας έκδοσης αεροπυρόσβεσης με εξαγωγικές προοπτικές. Οι σχετικές πληροφορίες αναφέρουν ότι η τροποποίηση αφορούσε σε εγκατάσταση μιας δεξαμενής νερού/αφρού/επιβραδυντικού υγρού 3.963 γαλονιών (15.000 λίτρων), με την αφαίρεση μιας δεξαμενής καυσίμου στο κύτος και τη μείωση έτσι της μέγιστης εμβέλειας σε 2.300 km (1.245 ν.μ.) σε σύγκριση με τα 4.700 km της έκδοσης SAR. Στην ευρύτερη αναδιαμόρφωση του χώρου θα εγκαθίστατο και μια διάταξη αναπτυσσόμενων θυρίδων για υδροληψία σε υδροδρόμηση, ενώ το αεροσκάφος θα διέθετε εξελιγμένο σύστημα ανάμιξης του πυροσβεστικού υλικού και ελέγχου άφεσής τους με ηλεκτρονικό υπολογιστή για τη βέλτιστη αποτελεσματικότητα με προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες κατάσβεσης. Το κόστος της firefight έκδοσης δεν είχε προσδιοριστεί, αλλά η αρχική διαπραγμάτευση για τα ινδικά US-2 που βρίσκονταν τότε σε πρώιμη διαδικασία ανέφερε ως τιμή μονάδας τα $115 εκατομμύρια.
Η επιδίωξη για την έκδοση αεροπυρόσβεσης δεν προχώρησε τότε, αλλά επανήλθε στα τέλη της δεκαετίας του 2000, όταν η τότε ιαπωνική κυβέρνηση, στο πλαίσιο χαλάρωσης των εξαγωγικών περιορισμών (για αεροπορικό υλικό που θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί ως διπλής χρήσης) ξεκίνησε μια εκστρατεία διερεύνησης πιθανών εξαγωγών, ανάμεσά τους και αεροσκαφών, όπως το μεταγωγικό C-2, το αμφίβιο US-2 και ίσως το ASW P-1. Στην περίπτωση του ShinMaywa προσεγγίστηκαν χώρες με δυνητικό ενδιαφέρον τόσο για αεροσκάφη ναυτικής περιπολίας και ωκεάνιας SAR, όπως η Ταϊλάνδη και η Ινδονησία, όσο και για εναέρια πυρόσβεση. Το γεγονός αυτό της ενημέρωσης διαφόρων χωρών, ανάμεσά τους και της Ελλάδας, με τη συγκύρια των καταστροφικών πυρκαγιών του Ιουλίου 2018 στην Αττική, έδωσε τροφή σε κάποιους για διάφορα ευφάνταστα δημοσιεύματα και σενάρια, ότι «η Ελλάδα αγοράζει γιγάντια γιαπωνέζικα πυροσβεστικά», που βέβαια δεν είχαν καμία απολύτως βάση.

Αυτό που συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες προσπάθειες είναι η αποσαφήνιση της δυνητικής αγοράς, ώστε να αποφασιστεί η εμπορική σκοπιμότητα του εγχειρήματος. Εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε ότι τέτοια αγορά δεν υπήρχε. Προφανώς, αν το πρόγραμμα των US-2 συνδυαστεί και με ένα αεροσκάφος σε έκδοση πολλαπλών ρόλων, το αποτέλεσμα μιας νέας διερεύνησης ίσως να είναι διαφορετικό, κάτι όμως που θα πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα το κόστους, το οποίο στο παρελθόν είχε κριθεί απαγορευτικό σε όλες τις διαστάσεις του: κτήση, λειτουργία και συντήρηση.
Προοπτικές εμπορικής αναγέννησης
Στον απόηχο της μεγάλης κλίμακας πυρκαγιάς στο Ofunato η ιαπωνική κυβέρνηση διέταξε μελέτες για την πιθανή απόκτηση αμφίβιων εναέριων πυροσβεστικών πλατφορμών, ένα είδος όμως που ως γνωστόν βρίσκεται σε ανεπάρκεια διαθεσιμότητας. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της επιτροπής συμβούλων προϋπολογισμού της Βουλής στις 10 Μαρτίου 2025, ο πρωθυπουργός Shigeru Ishiba δήλωσε ότι η κυβέρνησή του «θα εξετάσει αμέσως την ανάπτυξη ιπτάμενων πυροσβεστικών αεροσκαφών υψηλής ικανότητας».

Μια σημαντική πρόκληση, ωστόσο, είναι ότι τα αεροσκάφη των Δυνάμεων Αυτοάμυνας (SDF) μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο με ρητή έγκριση από τον αρμόδιο υπουργό, ενώ τα πολιτικά αεροσκάφη πρέπει να λάβουν πιστοποιητικό τύπου για συμμόρφωση με τα ισχύοντα πρότυπα ασφαλείας της υπηρεσίας πολιτικής αεροπορίας. Το US-2, το οποίο αναπτύχθηκε αποκλειστικά για στρατιωτική χρήση με χρηματοδότηση από τον (τότε) Οργανισμό Άμυνας (Defense Agency), δεν προοριζόταν ποτέ για πολιτική πιστοποίηση και ως εκ τούτου δεν διαθέτει τα εκτεταμένα δεδομένα δοκιμών που απαιτούνται για αυτή την έγκριση. Η πιστοποίηση τύπου θα απαιτούσε σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις και χρόνο για τη συλλογή τους, μια διαδικασία που παραδοσιακά διεξάγεται παράλληλα με την ανάπτυξη πολιτικών αεροσκαφών και όχι εκ των υστέρων.
H τρέχουσα ιαπωνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό και κάποιες προτάσεις μετατροπής των υπαρχόντων US-2 σε πυροσβεστικά, ενώ η προμήθεια περισσότερων αεροσκαφών, πέραν των δυνητικά 14 προβλεπόμενων (αν και όχι χρηματοδοτημένων), θα είναι δύσκολη λόγω κόστους. Η προσέλκυση εξαγωγικών παραγγελιών ώστε να λειτουργήσουν οικονομίες κλίμακας θα ήταν ίσως εν μέρει λύση για τη συμπίεση του κόστους, αλλά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι προσπάθειες στο παρελθόν δεν είχαν αποτέλεσμα.

Υπό αυτό το πρίσμα, η Ιαπωνία κοιτά και άλλες λύσεις. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 το Τόκιο είχε απορρίψει την προοπτική αγοράς CL-415, που αργότερα δεν ήταν πλέον διαθέσιμη επιλογή. Η επιστροφή τής καναδέζικης σχεδίασης στο αναβαθμισμένο πρότυπο DHC-515 ίσως την ξαναβάζει στο τραπέζι για τις ιαπωνικές ανάγκες, καθώς η απόκτηση αμφίβιων αεροπυροσβεστικών αποτελεί ελκυστική λύση για μια νησιωτική χώρα. Ωστόσο, αξιολογούνται επίσης εναλλακτικές λύσεις, όπως ο εξοπλισμός των C-130H Hercules με MAFFS II (Modular Airborne FireFighting System).