Στα μέσα του 1939, η Savoia-Marchetti κατέθεσε στο Ιταλικό υπουργείο Αεροπορίας τη σχεδίαση του νέου δικινητήριου της, αιτώντας επίσημη έγκριση για τη μαζική του παραγωγή και κατ’ επέκταση την εμπορική του εκμετάλλευση εκτός συνόρων. Αυτό ήταν το βομβαρδιστικό, αναγνωριστικό και μαχητικό SM.88. Βασικό πλεονέκτημά του για την προσέλκυση ξένων αγοραστών ήταν η ευκολία της συντηρήσεως και των επισκευών του. Πρωτίστως όμως ήταν η προσαρμογή του στις απαιτήσεις χωρών που δε διέθεταν την οικονομική ευμάρεια της αγοράς ενός συγκεκριμένου τύπου για κάθε ιδιότητα ξεχωριστά, άρα απέβλεπαν σε ένα αεροσκάφος πολλαπλών ρόλων.
Το ιδιάζον χαρακτηριστικό του, που ήταν η διπλή ουρά, δεν αποτελούσε κάτι απολύτως πρωτοποριακό, αφού η εταιρεία είχε κατασκευάσει παρόμοιο αεροσκάφος το 1924: το επιβατικό και μεταγωγικό υδροπλάνο S.55 με τη διπλή καρίνα ατράκτου. Παρά τον ασυνήθη και παράξενο σχεδιασμό του, απεδείχθη αξιόλογο και αξιόπιστο, καταγράφοντας πάμπολλα δρομολόγια μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Το πρωτότυπο S.55P σημείωσε το 1926 δεκατέσσερα παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητος, υψομέτρου, εμβελείας και ωφελίμου φορτίου. Αυτές ενέπνευσαν τους μηχανικούς της Savoia-Marchetti να αξιοποιήσουν στοιχεία από το σχεδιασμό του και να προβούν στην κατασκευή ενός καινούριου, στρατιωτικού τώρα τύπου, με ανάλογες επιτυχημένες επιδόσεις.
Το SM.88 θεωρήθηκε αρκετά προηγμένο με την πρώτη του κιόλας εμφάνιση. Ήταν ένα τριθέσιο αεροσκάφος με το πλήρωμα – πιλότο, πλοηγό και πυροβολητή – να στεγάζεται στην κεντρική καμπίνα η οποία επεκτείνετο σε ολόκληρο το μήκος της κοντής ατράκτου μεταξύ των δύο ουραίων βραχιόνων. Όταν δρούσε ως καταδρομικό, ο πιλότος αναλάμβανε το ρόλο του βομβαρδιστού, ξαπλωμένος στο δάπεδο για τη στόχευση, ενώ η διεύθυνση τότε περνούσε στον έλεγχο του συγκυβερνήτου.
Σωλήνες ντουραλουμινίου έδιναν το σχήμα του σκελετού του SM.88 (το οποίο κατασκευάστηκε σε ένα και μοναδικό πρωτότυπο). Η υπόλοιπη κατασκευή του ήταν ξύλινη και επικαλυμμένη με λεπτό μέταλλο. Οι ουραίοι βραχίονες κατέληγαν σε δύο κάθετα πηδάλια όπου ενώνονταν μεταξύ τους με κοινή ενδιάμεση οριζόντια επιφάνεια ελέγχου. Στηριζόταν σε συμβατικό σύστημα προσγείωσης και τροφοδοτείτο από δύο υδρόψυκτους Daimler-Benz DB 601 ανάστροφης διάταξης V12, των περίπου 1.000 ίππων έκαστος, που του παρείχαν τελική ταχύτητα των 350 μιλίων την ώρα και δυνατότητα ανόδου στα 28.500 πόδια. Ως οπλισμό έφερε ένα αμυντικό πολυβόλο που προέβαλε από εύκαμπτο περίβλημα στο πίσω μέρος της καλύπτρας, ενώ δύο ακόμη επιθετικά πολυβόλα Breda-SAFAT των 12,7 χιλ. ήταν τοποθετημένα στις πτέρυγες.
Τα πλάνα της εταιρείας άλλαξαν με την έλευση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καθότι οι Γερμανοί αρνήθηκαν την εξαγωγή των κινητήρων DB 601. Το Ιταλικό υπουργείο Αεροπορίας, με τη σειρά του, αρνήθηκε την έγκριση της παραγωγής του αεροπλάνου, αφού δεν προσέφερε κάτι παραπάνω από το Messerschmitt Bf 110 που ήδη είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των πιλότων. Αυτές οι εξελίξεις σήμαναν το οριστικό τέλος του SM.88 ως δυνητικού εξαγωγικού προϊόντος, το οποίο θα μπορούσε πλέον να τροποποιηθεί για αποκλειστικώς εγχώρια χρήση.
Έτσι, τον Ιανουάριο του 1942, η Regia Aeronautica ζήτησε τον επανασχεδιασμό του ως ταχέως αναγνωριστικού και ελαφρού βομβαρδιστικού. Οι προδιαγραφές που έθεσε αφορούσαν εμβέλεια 1.250 μίλια με δυνατότητα επιπροσθέτων δεξαμενών καυσίμου για αύξηση της αυτονομίας, καθώς και δυνατότητα μεταφοράς βομβών συνολικού βάρους 1.323 λιβρών. Ένα πρωτότυπο αυτής της έκδοσης παραγγέλθηκε στα μισά του έτους.
Λίγο αργότερα, οι προδιαγραφές επαναθεωρήθηκαν, εφόσον η ανάγκη είχε μετατοπιστεί σε ένα γρήγορο διθέσιο μαχητικό μακράς εμβελείας ή νυχτερινό μαχητικό. Αυτό, δεδομένης της θέσεως στην οποία είχε περιέλθει η Ιταλία εκείνη τη χρονική στιγμή του πολέμου, δεν μπορεί να αποτελεί έκπληξη. Το Υπουργείο Αεροπορίας σκόπευε πλέον σε ένα εντελώς διαφορετικό αεροπλάνο. Στην πραγματικότητα, απέβλεπε σε ένα SM.91 (για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει εκτενώς παλαιότερα). Η αλήθεια είναι πως το SM.88 ήταν πολύ ελαφρά οπλισμένο για ρόλους βαρέως μαχητικού ή αναχαιτιστικού. Το αποτέλεσμα ήταν το Δεκέμβριο του 1942 να σταματήσει οριστικά το πρόγραμμα του και αντ’ αυτού να κατασκευαστεί ένα δεύτερο πρωτότυπο του SM.91 (το πρώτο πρωτότυπο ήταν σχεδόν ολοκληρωμένο), το οποίο ήταν μεν περισσότερο υποσχόμενο, αλλά η κατάληξή του δεν διέφερε από αυτήν του προκατόχου του.