Του Τάσσου Αναστασιάδη
Η 5η Φεβρουαρίου 1991 αποδείχθηκε μια εξαιρετικά δυσάρεστη μέρα για την Πολεμική Αεροπορία καθώς ένα έκτακτο δρομολόγιο της 356 Μοίρας Μεταφορών από την 112 ΠΜ εξελίχθηκε σε τραγωδία.
Μετά από μια καθυστερημένη αναχώρηση, για να επισκευαστεί βλάβη σε ένα κινητήρα του «Ηρακλή» με αριθμό μητρώου «748», το αεροσκάφος έβαλε πορεία για τη Νέα Αγχίαλο. Ήταν ο πρώτος από μια σειρά ενδιάμεσων σταθμών (κυρίως σε μονάδες της ΠΑ στην Κρήτη), μιας πτήσης για την ικανοποίηση αναγκών που δημιουργήθηκαν από τον πόλεμο στον Κόλπο. Στο αεροσκάφος επέβαινε το πενταμέλες πλήρωμα (οι δυο χειριστές, ο ιπτάμενος μηχανικός, ο ναυτίλος και ο επόπτης φόρτωσης) και 58 ακόμη, 19 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί και 44 στρατεύσιμοι, που θα ενίσχυαν τη φρούρηση της 115 ΠΜ.
Η αρχική καθυστέρηση της πτήσης έγινε τελικά η αρχική αιτία για το δυστύχημα καθώς η πίεση χρόνου οδήγησε σε βεβιασμένες κινήσεις. Ο καιρός στο αεροδρόμιο προορισμού με βάσεις νεφών στα 3.500 πόδια κι ορατότητα 6 χιλιόμετρα επέβαλε την ενόργανη προσέγγιση LOW TACAN RWY 26, η οποία απαιτούσε μια συγκεκριμένη πορεία ώστε το αεροσκάφος να μείνει σε απόσταση ασφαλείας από τις γειτονικές βουνοκορφές.
Στις 12:49 με το «748» να βρίσκεται στο ύψος FL140 (14.000 πόδια) και 75 χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο, το πλήρωμα επικοινώνησε με τον πύργο ελέγχου δίνοντας ώρα άφιξης 12:58 και έλαβε άδεια να συνεχίσει την κάθοδο.
Προσπαθώντας να μειώσει την καθυστέρηση όμως, το πλήρωμα δεν ακολούθησε την πορεία που προέβλεπε η διαδικασία, με αποτέλεσμα να χτυπήσει στην κορυφή Πηλιούρας του όρους Όθρυς, 35 χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο προορισμού με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους όλοι οι επιβαίνοντες. Όταν πέρασε η προβλεπόμενη ώρα άφιξης και οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας δεν μπόρεσαν να επικοινωνήσουν με το C-130H, ξεκίνησε η αναζήτηση του.
Οι μέρες που ακολούθησαν το δυστύχημα ήταν ιδιαίτερες δύσκολες. Παρά την πληθώρα των μέσων που διατέθηκαν τόσο από την ΠΑ (8 F-16C, 2 CL-215, 2 C-130H κι ελικόπτερα) όσο και τις ΗΠΑ (P-3C Orion και S-3A Viking) αλλά και μέσα του Πολεμικού Ναυτικού, η επιχείρηση έρευνας και διάσωσης δεν απέδωσε άμεσα.
Το βασικό πρόβλημα ήταν η αδυναμία να υπολογιστεί το σημείο της συντριβής. Τελικά το «748» βρέθηκε περίπου 12 χιλιόμετρα εκτός του προβλεπόμενου ίχνους πτήσης, τρεις μέρες μετά την πτώση, στις 8 Φεβρουαρίου από ένα ελικόπτερο της ΠΑ.
Η καθυστέρηση αυτή πυροδότησε σενάρια για το αν αυτή κόστισε κάποιες ζωές, τα οποία δεν επιβεβαιώθηκαν. Από την άλλη οι αποτυχίες της συγκριμένης αποστολής SAR δεν μετουσιώθηκαν άμεσα σε αλλαγές του εθνικού μηχανισμού έρευνας και διάσωσης όπως φάνηκε σε πολύνεκρα περιστατικά που ακολούθησαν.
Το δυστύχημα αυτό ήταν το πρώτο της Μοίρας των C-130H και αυτονόητο ήταν ότι το σοκ για το προσωπικό ήταν μεγάλο. Δυστυχώς δε διατηρήθηκε στην μνήμη της μονάδας και η ανάγκη για σωστή εφαρμογή των κανονισμών ξεχάστηκε σχετικά γρήγορα.
Χρειάστηκε ένα ακόμα, πρακτικά πανομοιότυπο περιστατικό στα τέλη του 1997 για να εδραιωθεί η εξαιρετική κουλτούρα ασφαλείας που έχει τώρα η μονάδα, αν και περιστατικά CFIT (Controlled Flight Into Terrain), με αεροσκάφη που συντρίβονται χωρίς κανένα πρόβλημα και υπό πλήρη έλεγχο, συνεχίζουν να προκαλούν θύματα στην Πολεμική Αεροπορία.