ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1997, στο τεύχος της Π&Δ 151. Τότε για πρώτη φορά εξετάσαμε το ενδεχόμενο εκσυγχρονισμού Μέσης Ζωής (ΕΜΖ) των φρεγατών κλάσης S του Πολεμικού Ναυτικού. Το άρθρο είναι αρκετά αποκαλυπτικό για τις δυνατότητες που υπήρχαν τότε, προκειμένου να εκσυγχρονίσουμε τα πλοία που για πολλά χρόνια θα αποτελούσαν τον κορμό του Πολεμικού μας Ναυτικού.
ΟΙ ΦΡΕΓΑΤΕΣ ΚΛΑΣΗΣ «S» ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ – ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ
Τον ερχόμενο Δεκέμβριο το Π.Ν. θα αποκτήσει μία ακόμη φρεγάτα κλάσης «S». Η απόκτηση του 6ου σκάφους της κλάσης και ο μεγάλος χρονικός ορίζοντας της παραμονής τους σε υπηρεσία δημιουργούν τις προϋποθέσεις υιοθέτησης ενός προγράμματος αναβάθμισης ώστε να διατηρήσουν το αξιόμαχό τους.
του Βασίλη Παπακώστα
Η φρεγάτα «ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ» (F-807 Kortenaer), η επιχειρησιακή ένταξη της οποίας αναμένεται το Μάιο του 1998, μαζί με τις «ΑΔΡΙΑΣ», «ΝΑΒΑΡΙΝΟ» και «ΑΙΓΑΙΟ» που αποκτήθηκαν από την Ολλανδία μέσα στη δεκαετία του ’90, ανήκουν στην αρχική παρτίδα Batch 1 της κλάσης και έχουν ορισμένες διαφορές σε σχέση με τις «ΕΛΛΗ» και «ΛΗΜΝΟΣ» που αποκτήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και ανήκουν σε νεότερη παρτίδα Batch 2. Οι κυριότερες διαφορές αφορούν μεταγενέστερες προσθήκες του Π.Ν. στον οπλισμό του σκάφους: τα δύο συστήματα CIWS Mk15 Phalanx και τα δύο πυροβόλα 76mm/L62 έναντι ενός στα σκάφη Batch 1.
Πέραν αυτού τα σκάφη από κατασκευής τους έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες. Τα σκάφη Batch 1 διαθέτουν διαφορετική σύνθεση στο σύστημα ελέγχου πυρός των βλημάτων Sea Sparrow, δηλαδή στο συνδυασμό WM-25/STIR 1.8. Χρησιμοποιείται επίσης ο ηλεκτρονικός υπολογιστής SMR-R έναντι του SMR-S της παρτίδας Batch 2, στην οποία επιπρόσθετα υπάρχει εκτενέστερη διάταξη υπολογιστών.
Η αναβάθμιση των φρεγατών «S» στο επίπεδο κλάσης «L»
Αποτελεί μία σκέψη που έχει συζητηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, ως συνέχεια του προβληματισμού αντικατάστασης των σκαφών κλάσης C.F. Adams όπως αναφέραμε ήδη στο πρώτο μέρος της σχετικής αναφοράς μας (ΠΤΗΣΗ, Οκτώβριος 1997, Νο 150). Σύμφωνα μάλιστα με κάποιες πληροφορίες, η ολλανδική πλευρά πρότεινε το 1992 την πώληση στο Π.Ν. των δύο σκαφών κλάσεως «L» αλλά η προσφορά αυτή δεν έγινε αποδεκτή λόγω κόστους.
Σήμερα η εταιρία Signaal έχει ήδη προχωρήσει σε πρόταση μετατροπής υπαρχόντων σκαφών στο επίπεδο της κλάσης «L». Για την πρόταση αυτή δεν έχουν γίνει γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες και γι’ αυτό η εξέτασή της θα γίνει με την επιφύλαξη κάποιων διαφοροποιήσεων σε σχέση με αυτό που τελικά έχει προταθεί.
Ο στόχος της πρότασης είναι φυσικά η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των συσκευών που φέρουν ήδη τα σκάφη σε συνδυασμό με την αξιοποίηση άλλου εξοπλισμού όπως οι εκτοξευτές Mk13 των Α/Τ C.F. Adams. Για τους λόγους αυτούς πιστεύουμε ότι
η πρόταση διατηρεί τα παρακάτω οπλικά συστήματα:
1) Το 2D ραντάρ έρευνας LW08.
2) Το ένα τουλάχιστον σύστημα CIWS Mk15 Phalanx και το πυροβόλο OTO MELARA η φυσική επιλογή είναι η μετασκευή των σκαφών Batch 1. Η πιθανότερη διάταξη των δύο συστημάτων θα είναι το σύστημα Mk15 στην πρύμνη (όπως και το Goalkeeper στην κλάση L) και στη διατήρηση του πυροβόλου της πλώρης.
3) Τη διατήρηση του εκτοξευτή Mk 29 mod1 για τα βλήματα RIM-7M και του καταγαυστήρα STIR 1.8 για τα βλήματα και το πυροβόλο OTO MELARA.
4) Τον εκτοξευτή βλημάτων RGM-84 Harpoon Mk141 .
Οι διαφοροποιήσεις θα αφορούν την εξάλειψη του υπόστεγου για τα ελικόπτερα AB-212 ASW, ώστε να δημιουργηθεί επαρκής χώρος για τον εκτοξευτή Mk13 mod 1. Ο τελευταίος μπορεί να αφαιρεθεί από τα σκάφη C.F. Adams και να αναβαθμιστεί στο επίπεδο mod 4 της κλάσεως FFG-7 με αύξηση της δυνατότητας του ρυθμού βολής. Η σημαντικότερη διαφοροποίηση στον εξοπλισμό αφορά την εγκατάσταση νέου 3D ραντάρ ένδειξης στόχων και ενός ή δύο ραντάρ κατάγαυσης για την εμπλοκή των βλημάτων SM-1MR .
Τα ολλανδικά σκάφη της κλάσης L διαθέτουν 2D ραντάρ ένδειξης στόχων το DA05 της Signaal το οποίο δεν παράγεται πλέον και είναι αυτονόητη η επιλογή ενός νέου 3D ραντάρ της ίδιας εταιρίας. Πρόκειται φυσικά για το SMART-S που λειτουργεί στην «S» ζώνη συχνοτήτων (2-4 GHz). Η κεραία του αποτελείται από 16 γραμμικές διατάξεις που παρέχουν μέγιστη εμβέλεια 45 χλμ. για στόχο 0,1m, 75χλμ. για στόχο 1m και 90 χλμ. για στόχο 2 m με πιθανότητα εντοπισμού (Pd ) 50%. Η κάλυψη σε ανύψωση είναι ικανοποιητική και φθάνει τις 0-90 o ώστε να καλύπτει με επιτυχία όλους τους στόχους ακόμη και αυτούς που εκτελούν ειδικούς ελιγμούς (pop-up) πριν την πρόσκρουση.
Η ακρίβεια που επιτυγχάνεται στην έρευνα είναι 2ο σε αζιμούθιο, 90 μ σε εμβέλεια και η ακρίβεια ιχνηλάτησης τα 0,25ο 0,40 μ και 0,6ο σε ανύψωση. Το SMART-S χρησιμοποιεί πομπό οδεύοντος κύματος (TWT) ισχύος 150KW και η κεραία του σταθεροποιείται υδραυλικά με δυνατότητες περιστροφής 27 rpm. Το SMART-S αξιοποιεί όλες τις σύγχρονες τεχνικές: συμπίεση παλμών, ευελιξία συχνοτήτων και χαμηλά επίπεδα πλευρικών λοβών (-50 dB rms.). Το ραντάρ μπορεί να διαχειρίζεται 160 εναέριους στόχους και 40 στόχους επιφανείας.
Επίσης θα απαιτηθούν επιπλέον δίαυλοι για τα βλήματα SM-1MR, αφού ο υπάρχων (STIR 1.8) θα χρησιμοποιηθεί για τα βλήματα RIM-7M και το πυροβόλο OTO MELARA. Στα ολλανδικά σκάφη η φυσιολογική επιλογή για την αξιοποίηση της εμβέλειας των βλημάτων SM-1MR είναι η συσκευή STIR 2.4 . Η συσκευή STIR 1.8 με πομπό τύπου magnetron που χρησιμοποιεί και το Π.Ν. παρέχει εμβέλεια 39 χλμ. για στόχο 0,5m και 32 χλμ. για στόχο 0,1m με Pd = 90%. Η μέγιστη εμβέλεια ιχνηλάτησης στην «Ι» ζώνη φθάνει τα 72 χλμ. με εύρος ζώνης 1.4ο και τα 17 χλμ. στην «Κ» ζώνη με εύρος ζώνης 0,3ο για την αντιμετώπιση
στόχων υψηλού κινδύνου, ταχύτητας και υψηλές δυνατότητες εκτέλεσης ελιγμών
όπως τα βλήματα ναυτικής κρούσης.
Η μέγιστη ισχύ στην «Ι» ζώνη φθάνει τα 200W και τα 40W στην «Κ» ζώνη. Σήμερα η Signaal προσφέρει τις συσκευές 1.8 και 2.4 στην έκδοση HP (High Power) με σημαντικά αυξημένες δυνατότητες στις οποίες περιλαμβάνονται τα βλήματα SM-1/ 2 . Η έκδοση 1.8 επιτυγχάνει μέγιστη εμβέλεια μεγαλύτερη των 100ΚΜ για στόχο 0,5m με Pd =90% και η 2.4 μεγαλύτερη των 140 χλμ. για ανάλογο στόχο. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η μέση ισχύ στην «Ι» ζώνη φθάνει τα 5KW έναντι 200W της προηγούμενης έκδοσης.
Το εύρος δέσμης στην έκδοση 1.8 είναι 1.4o και 1o στην έκδοση 2.4, το εύρος παλμού τα 0.3μs και η συχνότητα PRF τα 3.2-6.4 kHz. Και οι δύο τύποι χρησιμοποιούν κεραία τύπου cassegrain και πομπό TWT. Έτσι σήμερα οι απαιτούμενες επιδόσεις καλύπτονται και από την έκδοση STIR 1.8 HP αλλά η έκδοση 2.4 είναι σαφώς προτιμότερη από άποψη εμβέλειας και ακρίβειας.
Μία ακόμη σημαντική προσθήκη που θα απαιτηθεί θα είναι η επέκταση των δυνατοτήτων του συστήματος C SEWACO II και του Συστήματος Διαχείρισης και Διασύνδεσης αισθητήρων και όπλων DAISY. Στον τομέα αυτό δεν αναμένεται να προκύψουν ιδιαίτερα προβλήματα καθώς και η κλάση «L» χρησιμοποιεί το σύστημα SEWACO II το οποίο έχει υποστεί τις σχετικές μετατροπές.
Σημειώνουμε ότι το SEWACO II ούτως ή άλλως έχει σχεδιαστεί σαν ένα εκτεταμένο σύστημα με ενδογενή δυνατότητα αναβαθμίσεων. Περίπτωση εγκατάστασης του αυτόματου συστήματος γέμισης για τον εκτοξευτή Mk 29 δε νομίζουμε ότι θα υιοθετηθεί. Οι λόγοι είναι: α) το επιπλέον κόστος και β) η απαίτηση για αφαίρεση του πυροβόλου OTO MELARA με αποτέλεσμα τον περιορισμό των δυνατοτήτων εμπλοκής σε μικρή εμβέλεια.
Στην κλάση «L» το αυτόματο σύστημα έχει εγκατασταθεί στην πλώρη ακριβώς μπροστά από τον εκτοξευτή Mk29 στη θέση όπου τα σκάφη κλάσεως S διαθέτουν το πυροβόλο OTO MELARA. Η υιοθέτηση της παραπάνω πρότασης θα αποτελούσε μέχρι πρότινος τουλάχιστον την ιδανική λύση για την αντικατάσταση των αντιτορπιλικών κλάσεως C.F. Adams με σκάφη υψηλότερων δυνατοτήτων και με σαφώς μειωμένο κόστος συντήρησης και ανάγκες επάνδρωσης.
Και όλα αυτά με λογικό κόστος σε σχέση με τα κονδύλια που απαιτούνται για την απόκτηση νέων σκαφών.
Σήμερα η λύση αυτή συνδέεται άμεσα με τα μελλοντικά σχέδια του Τουρκικού Ναυτικού και ειδικότερα με την προοπτική απόκτησης νέων μονάδων στα πλαίσια του προγράμματος TF-2000. Στην περίπτωση αυτή η κλάση «L» δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με τη νέα φρεγάτα ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα εμπλοκής πολλαπλών στόχων και την αξιοποίηση νέων βλημάτων όπως τα ESSM, SM-2MR Block II/III. Έτσι η επιλογή απόκτησης των σκαφών αυτών το 1992 και η αντικατάσταση της κλάσης C.F. Adams θα ήταν ορθή επιλογή, αλλά σήμερα μία πενταετία αργότερα, η επιλογή μετατροπής σκαφών στο επίπεδο L είναι οριακής αποδόσεως.
Το μέλλον της κλάσης στο Πολεμικό Ναυτικό
Πέραν της προαναφερθείσας δυνατότητας, το Π.Ν. θα πρέπει σύντομα να εξετάσει τις εναλλακτικές λύσεις αξιοποίησης των έξι μονάδων οι οποίες αναμένεται να υπηρετήσουν σε αυτό τουλάχιστον έως το 2015. Στην παρούσα φάση τα σκάφη ικανοποιούν πλήρως τις απαιτήσεις του Π.Ν. αλλά σύντομα θα υπάρξουν ανάγκες αναβάθμισης, οι οποίες μπορούν να εκτελεστούν τμηματική ή ορθότερα στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου προγράμματος όπως αυτό που εφαρμόζει το Ναυτικό της Γερμανίας στα ανάλογα σκάφη κλάσεως Bremen. Ακόμη και στην περίπτωση που το Π.Ν. αποκτήσει επαρκή αριθμό μονάδων κλάσεως O.H.Perry, η κλάση S θα παραμένει η πολυτιμότερη (ή τουλάχιστον ισάξια των φρεγατών κλάσης FFG-7) κλάση μετά τις ΜΕΚΟ-200ΗΝ.
Αυτό προκύπτει από την εξέταση των επιμέρους δυνατοτήτων των δύο σκαφών: Η ηλικία των σκαφών των δύο κλάσεων είναι ανάλογη, αν και τα σκάφη κλάσεως FFG-7 είναι νεότερα. Τα σκάφη με δυνατότητα υποδοχής του S-70B-6 έχουν κατασκευαστεί στο διάστημα 1983-89 έναντι του 1978-82 που είναι τα έτη κατασκευής των σκαφών κλάσεως S
Τα σκάφη κλάσεως S διαθέτουν ισχυρότερο σύστημα πρόωσης GOGOG που απολήγει σε δύο έλικες ενώ τα σκάφη κλάσεως FFG-7 διαθέτουν δύο κινητήρες LM2500 που απολήγουν σε μία έλικα. Διαθέτουν ανάλογα συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας με βάση το Mk15 Phalanx και τα συστήματα ESM/ECM Sphinx/ELT 511 για την κλάση «S» και SLQ-32(V)5 για την κλάση FFG-7. Τα δύο σκάφη «ΕΛΛΗ» και «ΛΗΜΝΟΣ» διαθέτουν πληρέστερη κάλυψη, αφού χρησιμοποιούν δύο συστήματα Mk15 έναντι των άλλων σκαφών των δύο κλάσεων. Ανάλογη είναι η ισχύς των πυροβόλων, αφού και οι δύο κλάσεις διαθέτουν πανομοιότυπα πυροβόλα των 76mm, αφού το Mk75 της κλάσεως FFG-7 είναι στην ουσία το αντίγραφο του ΟΤΟ MELARA 76mm/L62 . Και εδώ τα «ΕΛΛΗ» και «ΛΗΜΝΟΣ» πλεονεκτούν καθώς φέρουν δύο πυροβόλα.
Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της κλάσης FFG-7 είναι φυσικά η δυνατότητα βολής βλημάτων RIM-66B έναντι του RIM-7M της «S», διατηρώντας ταυτόχρονα τα βλήμα RGM-84. Το μειονέκτημα της κλάσης FFG-7 για την ταυτόχρονη αξιοποίηση και των δύο βλημάτων σε κορεσμένο περιβάλλον εντοπίζεται στο ρυθμό βολής του εκτοξευτή Mk13 mod 4 που φθάνει το ένα βλήμα ανά 7,47 sec έναντι των 2 sec του Μκ29 ενώ τα σκάφη κλάσεως «S» διαθέτουν ξεχωριστό εκτοξευτή για τα βλήματα RGM-84 (Mk 141) .
Ένα ακόμη πλεονέκτημα της κλάσεως FFG-7 είναι η πλήρης δυνατότητα υποστήριξης των ελικοπτέρων S-70B-6 και παράλληλα η χρήση του συστήματος RAST (Recovery Assist Service Traverse) που επιτρέπει ασφαλή απονήωση/ προσνήωση με κλίση έως 30o και 9o ως προς τον εγκάρσιο και το διαμήκη άξονα αντίστοιχα και συνθήκες θάλασσας κατηγορίας 5. Η ασφάλιση του ελικοπτέρου επιτυγχάνεται 2 sec μετά την πρόσδεση με το σύστημα. Και τα δύο σκάφη διαθέτουν ανάλογα συστήματα FCS για τα αντιαεροπορικά βλήματα και τα πυροβόλα: Mk92/STIR και WM-25/STIR 1.8 για τις κλάσεις FFG-7 και «S» αντίστοιχα.
Ανάλογων δυνατοτήτων θεωρούνται και τα ραντάρ έρευνας αέρος των δύο κλάσεων SPS-49/LW08. Τα σκάφη κλάσεως FFG-7 παρά το γεγονός ότι δεν εφοδιάστηκαν με το τακτικό σύστημα NTDS για λόγους οικονομίας, επιτυγχάνουν υψηλό βαθμό αυτοματοποίησης που δεν είναι ωστόσο ανάλογος των εκτεταμένων λειτουργιών C του συστήματος SEWACO II. Πιο συγκεκριμένα τα σκάφη κλάσεως «Ρerry» διαθέτουν κάποια υποσυστήματα του NTDS, δηλαδή τον Η/Υ UYK-7 και τέσσερις οθόνες UYA-4. Ο UYK-7 είναι ένας 32bit Η/Υ με κύρια μνήμη 16Κ επεκτάσιμη στα 512Κ.
Η οθόνη UYA-4 είναι μονόχρωμη 12 ιντσών. Οι τέσσερις οθόνες χρησιμοποιούνται από: τον αξιωματικό ελέγχου όπλων (Weapon Control Officer), τον TACCO (TACtical Coordinating Officer), το χειριστή εντοπισμού επιφανείας/ ιχνηλάτησης αέρος (SPS-55/Mk92) και το χειριστή έρευνας αέρος (SPS-49). Αρχικά τα σκάφη δε διέθεταν ζεύξη Link 11 αλλά υπήρχε πρόβλεψη στον UYK-7 για μελλοντική εγκατάσταση που έγινε αργότερα. Στα πλαίσια προγράμματος εκσυγχρονισμού των σκαφών ο UYK-7 αντικαταστάθηκε από τον UYK-43.
Η καρδιά του SEWACO II είναι το σύστημα διαχείρισης όπλων και αισθητήρων DAISY που ποτελείται από τους Η/Υ και το CIDS (Combat Information Display System ). Η επικοινωνία εντός του συστήματος επιτυγχάνεται μέσω 24 bit καναλιών Ι/Ο. Το σύστημα χρησιμοποιεί Η/Υ SM-R και SMR-S. Πρόκειται για 24bit Η/Υ στρατιωτικών προδιαγραφών που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του ’70 από τη Signaal. Ο SM-R που διαθέτει κύρια μνήμη 8- 64Κ, χρόνο κύκλου 1 MHz και ο μικρότερος SMR-S με κύρια 4-64Κ μνήμη και χρόνο κύκλου 0,5MHz. Τα σκάφη κλάσεως «S» διαθέτουν 2 οριζόντιες κονσόλες (HC) και 8 κάθετες (VC).
Το σημαντικότερο ωστόσο πλεονέκτημα για την κλάση «S» είναι το ότι με ένα μέσο κόστος 55 εκ.δολ. ανά σκάφος, αυτά πέρασαν στην πλήρη κυριότητα του Π.Ν. συμπεριλαμβανομένων και των απαραίτητων μετασκευών. Αντίθετα τα σκάφη FFG-7 θα παραχωρηθούν με καθεστώς μίσθωσης με τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται στις δυνατότητες εκμετάλλευσης, αναβάθμισης και το διόλου αμελητέο κόστος των μισθωμάτων.
Τα τρία σκάφη που απέκτησε το Τουρκικό Ναυτικό μέσω του προγράμματος SRA απαίτησαν ένα κονδύλι 120 εκ. (80% υλικά, 20% εκπαίδευση), δηλαδή 15 εκ. λιγότερο από την κάθε φρεγάτα κλάσης «S»! Η Αίγυπτος θα καταβάλει ποσό 106 εκ. για τη μίσθωση του σκάφους Gallery πλέον 35 βλημάτων SM-1MR, 12 Μk46 και πυρομαχικά για τα πυροβόλα των 40 mm και το Mk15 Phalanx!
Τέλος, να θυμίσουμε τη 15ετή εμπειρία του Π.Ν. στα σκάφη κλάσης «S» που επιτρέπει καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους. Πριν προχωρήσουμε στις δυνατότητες αναβάθμισης των φρεγατών κλάσης «S», θα παρουσιάσουμε το πρόγραμμα αναβάθμισης που εκπονήθηκε για την αναβάθμιση των φρεγατών κλάσης Bremen του Γερμανικού Ναυτικού που είναι συγγενής κλάση των «S» με ανάλογες δυνατότητες, ηλικία κ.ά. Το πρόγραμμα αυτό δεν αποτελεί πρόταση προς το Π.Ν. (χωρίς μελλοντικά να το αποκλείουμε) αλλά στην ουσία το πρώτο πρόγραμμα για την αναβάθμιση των συγγενών σκαφών.
Το πρόγραμμα αναβάθμισης των φρεγατών κλάσης «ΒRΕΜΕΝ»
Τα οκτώ σκάφη της κλάσεως Bremen ή Type 122 κατασκευάστηκαν στο διάστημα 1979 έως 1987. Η κατασκευή της κλάσης στηρίχθηκε στη σχεδίαση της κλάσης «S» με ορισμένες διαφοροποιήσεις, αλλά στην ουσία πρόκειται για δύο κλάσεις με ανάλογες δυνατότητες.
Τα σκάφη της κλάσης «Βremen» χρησιμοποιούν διάταξη πρόωσης GODOG έναντι GOGOG της κλάσεως «S» και σε αυτές χρησιμοποιείται ο κινητήρας LM2500 που χρησιμοποιείται και στις φρεγάτες ΜΕΚΟ 200ΗΝ. Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός των Type 122 περιλαμβάνει: ραντάρ έρευνας αέρος DAO8, επιφανείας 3RM-20 έναντι των LW08 και ZW06 της κλάσης «S» . Και οι δύο κλάσεις χρησιμοποιούν ανάλογο σύστημα ελέγχου βολής «FCS» που αποτελείται από τα συστήματα WM25/STIR.
Στις διαφορές τους περιλαμβάνονται επίσης η χρήση του συστήματος Mk144 RAM στην κλάση Bremen έναντι των CIWS Phalanx και Goalkeeper των «S»,το σύστημα ESM/ECM FL1800S έναντι της συσκευής ESM Sphinx και ECM ELT511 ή AN/SLQ-503 και το σόναρ DSQS-21BZ(BO) έναντι του SQS-505 της κλάσης «S» . Η κυριότερη πάντως διαφορά εντοπίζεται στο ολοκληρωμένο Σύστημα Πληροφοριών Μάχης C2 SATIR. Αυτό αποτελεί στην ουσία μία συμπτυγμένη έκδοση του NTDS που αποτελείται από τους Η/Υ UYK-7 και τις οθόνες UYA-4 και διαθέτει ψηφιακές ζεύξεις για τους αισθητήρες και τα όπλα, ενσωματωμένο σύστημα πλοήγησης και κονσόλα CIC (Combat Information Center) και δυνατότητα αυτόματου εντοπισμού στόχου (Automatic Target Detection).
Στα σκάφη αυτά χρησιμοποιείται η ζεύξη SATIR 1 που είναι ανάλογη της Link11. Το σύστημα SATIR εγκαταστάθηκε πρώτη φορά στην κλάση Lutjens (πρόκειται για την κλάση C.F.Adams). Σε αυτά τα σκάφη αργότερα προστέθηκε το σύστημα SYS-1 IADT (Integrated Automatic Detection Tracking) για την ολοκλήρωση διαφορετικών ραντάρ σε ένα σύστημα και στη συνέχεια η μετάδοση των δεδομένων στο TDS.
Οι απαιτήσεις του Γερμανικού Ναυτικού περιστρέφονταν γύρω από την αύξηση των AAW δυνατοτήτων του σκάφους. Τα σημαντικότερα τμήματα του προγράμματος είναι η εγκατάσταση 3D ραντάρ έρευνας και νέου συστήματος διαχείρισης ιχνών. Σε γενικές γραμμές οι απαιτήσεις αυτές περιλάμβαναν:
α) Εκτέλεση διαδικασιών έρευνας /ιχνηλάτησης με μεγαλύτερη ταχύτητα και αξιοπιστία,
β) υψηλή αποτελεσματικότητα σε περιβάλλον έντονων επιστροφών,
γ) διατήρηση των δυνατοτήτων εμβέλειας του 2D DA08,
δ) υψηλή αποτελεσματικότητα εναντίον των βλημάτων ναυτικής κρούσης που προσεγγίζουν πολύ κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας (sea skimmers),
ε) ελάχιστη εμβέλεια για ελικόπτερα 300 μ.
Επίσης αρκετά ενδιαφέρον είναι το πόρισμα για το ραντάρ WM25 και τους περιορισμούς του σε περιβάλλον εντόνου clutter. Για το λόγο αυτό το Γερμανικό Ναυτικό επιθυμούσε ένα ραντάρ για τη γενικότερη αναβάθμιση της αποτελεσματικότητας των βλημάτων RMI-7M αλλά και του συστήματος RAM.
Το Γερμανικό Ναυτικό αποφάσισε πάντως να διατηρήσει το WM25 και αντί αυτού να αντικαταστήσει το 2D ραντάρ DA08 με ένα 3D ραντάρ που παρέχει δυνατότητες εκτέλεσης και των δύο λειτουργιών έρευνας και ένδειξης στόχων. Οι εναλλακτικές λύσεις ήταν:
α) Η αναβάθμιση του DA08 σε επίπεδο 3D με στοιχεία από το SMART-S
β) Η εγκατάσταση του SMART-S και
γ) Η εγκατάσταση του TRS-3D/32 της DASA.
Σημειώνουμε ότι το ραντάρ SMART-S ήδη χρησιμοποιείται στην κλάση F-123. Σύμφωνα με το Ναυτικό η λειτουργία του ήταν προβληματική και παρουσίασε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ψευδοσυναγερμών τα οποία σύμφωνα με την εταιρία Signaal έχουν επιλυθεί. Τελικά επιλέχθηκε το ραντάρ TRS-3D/32 και το πρόγραμμα ύψους 90 εκ. δολ. Ξεκίνησε το Μάιο του 1997 και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το 1999.
Το ραντάρ TRS-3D/32 είναι ραντάρ C (4-8 GHz) ζώνης συχνοτήτων. Αξιοποιεί όλες τις σύγχρονες τεχνικές: αυτόματο εντοπισμό στόχου, ιχνηλάτηση ενώ συνεχίζεται η έρευνα (TWS), συμπίεση παλμών και προσαρμοζόμενο σταθερό ρυθμό ψευδοσυναγερμών (CFAR). Διαθέτει προηγμένα χαρακτηριστικά ECCM:χαμηλό επίπεδο πλευρικών λοβών και δυνατότητα απάλειψής τους, υψηλή γωνιακή ανάλυση σε αζιμούθιο και ανύψωση για την αντιμετώπιση παρεμβολέων του κυρίως λοβού, ψευδοτυχαία κατανομή για την επιλογή συχνοτήτων για την αντιμετώπιση των spot jammers και δυνατότητα επιλογής συχνότητας με τα χαμηλότερα επίπεδα παρεμβολών (AJAC Automatic Jammer Avoidance Circuit ).
Η κεραία του ραντάρ έχει βάρος 1.545 kg και ολόκληρο το συγκρότημα 2.235 kg.
Η τυπική εμβέλεια για στόχο 1m φθάνει τα 60-75 χλμ. με Pd=05%, για βλήμα επιφανείας- επιφανείας 40 χλμ. και 15-20 χλμ. με Pd =80%. Η μέγιστη κάλυψη ανύψωσης φθάνει τις 70ο και ο μέγιστος αριθμός ιχνών αέρος/ επιφανείας τα 400. H στενή δέσμη του ραντάρ χρησιμοποιεί επεξεργασία doppler. Το TRS-3D/32 λειτουργεί σε τρεις διαμορφώσεις:
α) διαμόρφωση μεγάλης εμβέλειας με μέγιστη θεωρητική εμβέλεια 180 χλμ. και ρυθμό περιστροφής 6 sec
β) διαμόρφωση επιτήρησης (κανονικές συνθήκες clutter) με θεωρητική εμβέλεια 92 χλμ. και ύψος 17 χλμ. (ρυθμός 6 sec)
γ) διαμόρφωση αυτοάμυνας σε συνθήκες ισχυρού clutter και chaff με ρυθμό περιστροφής 3,5 sec. Στην περίπτωση αυτή η ενέργεια διοχετεύεται σε χαμηλές γωνίες κάλυψης ανύψωσης για τη μείωση του χρόνου αντίδρασης
δ) διαμόρφωση αυτοάμυνας με έρευνα σε διάφορες εμβέλειες με υψηλή κάλυψη ανύψωσης για τον πρόωρο εντοπισμό του στόχου (scan rate 2 sec).
Το ραντάρ διαθέτει επίπεδη κεραία που αποτελείται από 32 γραμμικές διατάξεις των 46 στοιχείων η κάθε μία και πομπό TWT .Το ραντάρ εκτελεί μηχανική σάρωση σε αζιμούθιο και ηλεκτρονική σε ανύψωση ενώ η σταθεροποίηση μπορεί να επιτευχθεί μηχανικά με αντιστάθμισμα στις ± 12 (διαμήκη), ± 28 (εγκάρσιο) ή ηλεκτρονικά. Η ανανέωση των στοιχείων θα γίνεται κάθε 2,8 δευτερόλεπτα.
Ο επεξεργαστής του TRS-3D χρησιμοποιεί software γραμμένο σε γλώσσα ADA. Για τη μέτρηση των απαιτουμένων στοιχείων του στόχου χρησιμοποιείται η τεχνική LPRF για την υπέρβαση της ασάφειας της ταχύτητας στόχου που προκύπτει σε μεγάλες ταχύτητες. Προαιρετικά μπορεί να τοποθετηθεί κεραία IFF «Χ» ζώνης συχνοτήτων. Στην οικογένεια περιλαμβάνεται και η έκδοση TRS-3D/16 και TRS 3D/16 ES (με ηλεκτρονική σταθεροποίηση) με 16 γραμμικές διατάξεις για FPB/OPV. Έχει εγκατασταθεί στις κλάσεις Standard Flex 300 και Niels Juel.
Το δεύτερο σημαντικό κομμάτι του προγράμματος αφορά την εγκατάσταση του συστήματος TMS (Track Management System) της Norden. To TMS εκτελεί τις διαδικασίες «συγχώνευσης» – συσχέτισης (data fusion) των δεδομένων των ραντάρ του σκάφους (και άλλων αισθητήρων) και μεταδίδει τα δεδομένα στο σύστημα διοίκησης και ελέγχου όπλων του σκάφους. Η διαδικασία data fusion δημιουργεί ένα αρχείο ιχνών από τις πληροφορίες (output) που λαμβάνει από διαφορετικά ραντάρ τα οποία είναι δυνατό να διαφέρουν σε αρκετά χαρακτηριστικά (ρυθμός σάρωσης κ.ά). Με τον τρόπο αυτό επιταχύνονται οι διαδικασίες εμπλοκής και μειώνονται οι απώλειες δεδομένων.
Αποτελεί εξέλιξη των συστημάτων AN/SYS-1 /2 IADT (Integrated Automatic Detection and Tracking) που έχουν κατά καιρούς εγκατασταθεί σε διάφορες κλάσεις με την υιοθέτηση εμπορικών Η/Υ (COTS Commercial Off The Self) ) έναντι των Η/Υ στρατιωτικών προδιαγραφών των παλαιοτέρων συστημάτων: AN/UYK-20 (AN/SYS-1), UYK-44 (AN/SYS2).
Η τάση χρήσης συστημάτων COTS είναι γενικότερη καθώς έχει υπολογιστεί ότι επέρχεται μείωση του κόστους της τάξεως του 40-50%. Έτσι στο σύστημα TMS χρησιμοποιούνται COTS Η/Υ ανάλογα με την επιλογή του χρήστη: Motorola 68040, και Power PC604 (133 MHz) που είναι και η στάνταρ προσφορά. Παράλληλα χρησιμοποιείται software σε γλώσσα υψηλού επιπέδου C (έναντι της χρήσης συμβολομετάφρασης των παλαιοτέρων συστημάτων ) και το λειτουργικό σύστημα Windows NT. Το σύστημα βάρους 150 lb εκτελεί τη διαδικασία της συσχέτισης για τις συσκευές ραντάρ, IFF, ESM και E/O και μπορεί να διαχειρίζεται 1.500 ίχνη με ενημέρωση κάθε 1 sec.
Χρησιμοποιώντας προηγμένους αλγόριθμους εξασφαλίζει μείωση του χρόνου απόκρισης, λειτουργία σε περιβάλλον έντονου clutter, αντιμετώπιση ταχύτερων και μείωση των ψευδοσυναγερμών. Η σχεδίαση και κατασκευή του συστήματος εκτός των Η/Υ στηρίχθηκε σε στρατιωτικές προδιαγραφές (MIL-STD), διαθέτει μηχανισμό ελέγχου λαθών με υνατότητα άμεση αντικατάστασης της μονάδας που παρουσιάζει βλάβη (Line Replaceable Unit). Διαθέτει επίσης περισσότερες από 63 εισόδους τροφοδότησης και μπορεί να υποστηρίξει διάφορους τύπους Ι/Ο (FFDI, Ethernet). Παρέχει τη δυνατότητα αυτόματης χαρτογράφησης του περιβάλλοντος.
Το πρώτο σύστημα πουλήθηκε το 1994 στη Ν. Ζηλανδία. Το Γερμανικό Ναυτικό έχει ήδη αξιολογήσει το σύστημα στα πλαίσια δοκιμών στις φρεγάτες F123 σε σχέση με τα ραντάρ SMART-S /LW08. Παράλληλα σκοπεύει να εγκαταστήσει τον επεξεργαστή Power PC στο σύστημα SYS-1 της κλάσεως Lutjens. Ο Power PC εξετάζεται από το Ναυτικό των Η.Π.Α. ως αντικαταστάτης του UYK-44 στα συστήματα AN/SYS-2.
Το σύστημα εξετάζεται επίσης από το Ναυτικό της Αυστραλίας για τις φρεγάτες κλάσης FFG-7 και το Ναυτικό του Καναδά για την ενσωμάτωση στο σύστημα C2 SHINPADS της κλάσης TRUMP όπου ο κύριος ανταγωνιστής του είναι το σύστημα ATMS (Automatic Track Management System ) της Signaal.
Το πρόγραμμα αναβάθμισης θα συμπληρωθεί από την αναβάθμιση του συστήματος RAM με βλήματα που θα διαθέτουν αισθητήρα IR έναντι του σημερινού που εντοπίζει την ακτινοβολία που εκπέμπει ο στόχος. Έτσι θα είναι δυνατή η αντιμετώπιση στόχων που δε χρησιμοποιούν ανάλογη ακτινοβολία (IIR, laser, TV). Επίσης θα προστεθούν το σύστημα εκπαίδευσης /ανάλυσης C2 SASI και ο εξομοιωτής περιβάλλοντος ραντάρ και ECCM MRES 2000 για τη μελέτη σεναρίων και εκπαίδευση των επιπτώσεων/ φαινομένων του.
Οι δυνατότητες αναβάθμισης των ελληνικών σκαφών κλάσης «S»
Οι δυνατότητες αναβάθμισης των ελληνικών μονάδων εστιάζονται σε δύο τομείς:
α) τον οπλισμό και
β) τα ηλεκτρονικά.
Σε ό,τι αφορά τον οπλισμό το πιθανότερο είναι να διατηρηθεί η παρούσα σύνθεση μέχρι το πέρας της υπηρεσίας των σκαφών αυτών. Η μόνη πιθανή προσθήκη είναι αυτή του βελτιωμένου βλήματος RIM-7P. Το τελευταίο διαθέτει, σε σχέση με τα RIM-7M, νέο επεξεργαστή, νέους αλγόριθμους εμπλοκής και τη διαμόρφωση LAG (Low Attitude Guidance) για την εμπλοκή βλημάτων ναυτικής κρούσης που προσεγγίζουν σε πολύ μικρό ύψος. Η ενσωμάτωση αυτή θα γίνει στα πλαίσια ΝΑΤΟϊκού προγράμματος που θα ακολουθήσει παράλληλα και το Ολλανδικό Ναυτικό για τα τρία εναπομείναντα σκάφη της κλάσης «S» .
Αντίθετα, είναι εξαιρετικά πιθανό ένα πρόγραμμα αναβάθμισης των ηλεκτρονικών του σκάφους με τις ακόλουθες δυνατότητες:
Αναβάθμιση ή αντικατάσταση του εξοπλισμού ESM/ECM
Αναβάθμιση του συστήματος DAISY ή αντικατάστασή του
Αναβάθμιση του συστήματος ελέγχου πυρός με την ενσωμάτωση νέου ραντάρ ένδειξης στόχων στην θέση του WM25 ή διατήρηση του με παράλληλη αντικατάσταση του 2D LW08 από νέο 3D ραντάρ έρευνας αέρος.
Τα σκάφη κλάσης «S» διαθέτουν σύστημα ESM τύπου Sphinx. Πρόκειται για σύστημα με τυπική κάλυψη στα 1-18 GHz και δυνατότητα επέκτασης στα 33-40 GHz και προσθήκης μονάδας εντοπισμού CW εκπομπής. Η κάλυψη σε αζιμούθιο φθάνει τις 360� και 40� σε ανύψωση. Διαθέτει μονάδα IFM με πιθανότητα αναχαίτισης σήματος που φθάνει το 100% (ΡΟΙ) και παρέχει τη δυνατότητα αυτόματου εγκλωβισμού και ανάλυσης του σήματος καθώς και τη δυνατότητα διασύνδεσης με το σύστημα ECM.
Ο δέκτης συχνότητας και ο 8πλός δέκτης κατεύθυνσης είναι εγκατεστημένοι κάτω από το θόλο του ραντάρ ένδειξης στόχων WM25. Επίσης τα σκάφη εφοδιάστηκαν με το χειροκίνητο παρεμβολέα εξαπάτησης/ θορύβου ELT-511. Η εγκατάσταση του ELT-511 διακρίνεται και στα τέσσερα σκάφη που παραλαμβάνει το ΠΝ από το Ολλανδικό Ναυτικό, αν και το τελευταίο αντικαθιστά τη συσκευή αυτή με την AN/SLQ-503 RAMSES που διακρίνεται στα ολλανδικά σκάφη. Η τελευταία είναι μία επαναληπτική συσκευή θορύβου/ παραπλάνησης με κάλυψη στη ζώνη 8- 16 GHz.
H συσκευή ESM, αν και δεν αποτελεί την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, φαίνεται ότι καλύπτει τις απαιτήσεις του ΠΝ για το άμεσο μέλλον. Αντίθετα χρήζει αντικατάστασης η μονάδα ECM με φυσιολογική επιλογή τη RAMSES. Για λόγους ομοιοτυπίας μπορεί να επιλεχθεί το υποσύστημα παρεμβολών του APECS II ή σε περίπτωση αντικατάστασης και του υποσυστήματος των ESM, η εξ ολοκλήρου εγκατάσταση του συστήματος αυτού που είναι εγκατεστημένος στις ΜΕΚΟ 200ΗΝ.
Σχετικά με την προσθήκη ενός νέου συστήματος διαχείρισης ιχνών όπως το TMS της Norden που θα εγκαταστήσει το Γερμανικό Ναυτικό στα σκάφη κλάσεως Bremen, το κόστος είναι υψηλό. Η αναγκαιότητα εγκατάστασης ενός τέτοιου συστήματος θα εξαρτηθεί από το μέγεθος των αλλαγών στον ηλεκτρονικό εξοπλισμό και ιδιαίτερα την αντικατάσταση του 2D ραντάρ έρευνας ή την αναβάθμιση του συστήματος ελέγχου βολής με την προσθήκη ενός νέου ραντάρ ένδειξης στόχων και τις απαιτήσεις των νέων συστημάτων.
Αλλωστε οι απαιτήσεις αυτές ανάγκασαν το Γερμανικό Ναυτικό στην εγκατάσταση του TMS καθώς το TRS-3D/32 μπορεί να διαχειρίζεται 400 ίχνη έναντι του προκατόχου DA08 που περιοριζόταν στα 64! Πάντως κατά καιρούς οι Η/Υ και το λογισμικό του συστήματος DAISY αναβαθμίστηκαν σταδιακά για να προσαρμόζονται στις νέες ανάγκες. Φυσικά, η υπολογιστική ισχύ των συστημάτων αυτών ενέχει περιορισμούς και μία ακόμη εναλλακτική επιλογή θα ήταν η αναβάθμιση του DAISY με νέους επεξεργαστές COTS με σχετικά χαμηλότερο κόστος.
Η σημαντικότερη φυσικά αναβάθμιση είναι η αντικατάσταση κάποιων από τις συσκευές ραντάρ. Η πρώτη επιλογή (ανάλογη με το πρόγραμμα Bremen) θα ήταν η αντικατάσταση του 2D ραντάρ έρευνας LW08. Πρόκειται για ραντάρ L (1-2 GHz) ζώνης συχνοτήτων με πομπό οδεύοντος κύματος (ΤWΤ)με εύρος δέσμης 2,2�, δυνατότητα ευελιξίας συχνοτήτων (από παλμό σε παλμό) και συμπίεσης παλμών. Επιτυγχάνει χαμηλό επίπεδο πλευρικών λοβών (μέση τιμή -35 dB) και με την τεχνική ΜΤΙ λόγο βελτίωσης σε περιβάλλον έντονων αντανακλάσεων 35dB.
Η κεραία του ραντάρ περιστρέφεται με 7,5 έως 15 rpm και χρησιμοποιεί μεταβλητές PRF (500/1000 Hz). Είναι μεγίστης ισχύος 150 KW με μέση ισχύ 5,2 KW και επιτυγχάνει μέγιστη εμβέλεια για στόχο 2m 260 χλμ, 1m 215 χλμ, 0,1τμ 130Κμ με Pd =50%, με ακρίβεια αζιμουθίου 2,2ο και εμβέλειας 90μ. Οι επιδόσεις του LW08 είναι φυσικά ικανοποιητικές όπως άλλωστε και αυτές του DA08 που θα αντικατασταθούν στις Bremen. Το DA08 είναι ένα ανάλογο τεχνολογικά ραντάρ του LW08, S ζώνης συχνοτήτων με μικρότερες δυνατότητες εμβέλειας αλλά αυξημένη ακρίβεια και απόδοση σε περιβάλλον clutter. Αλλωστε το ΠΝ έχει εγκαταστήσει την έκδοση DA08FFT (Fast Fourier Transform) στις MEKO 200HN ως κύριο ραντάρ έρευνας αέρος.
Έτσι σε καμιά περίπτωση αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεπαρκές ή ξεπερασμένο αλλά η εγκατάσταση και οι δυνατότητες ενός 3D ραντάρ στο ρόλο αυτό είναι πραγματικά ελκυστικές. Η δεύτερη επιλογή σχετίζεται με την αντικατάσταση του ραντάρ ένδειξης στόχων WM25 από νέο 3D ραντάρ. Μία επιλογή θα ήταν το SMART-S, το οποίο προαναφέραμε, αλλά οι σχετικές απαιτήσεις θα μπορούσαν να καλυφθούν με μικρότερο κόστος με την υιοθέτηση του μικρότερης ισχύος MW08 που χρησιμοποιείται στις ΜΕΚΟ 200ΗΝ.
Πρόκειται για ραντάρ «C» ζώνης συχνοτήτων (4-6 GHz) που χρησιμοποιεί πομπό TWT μεγίστης ισχύος 50 KW και διαθέτει κεραία που αποτελείται από 8 γραμμικές διατάξεις. Οι επιδόσεις εμβέλειας είναι υποδεέστερες του SMART-S: 27ΚΜ για στόχο 0,1 m ,46 χλμ. για στόχο 1 m και 55 χλμ. για στόχο 2 m με Pd =50% αλλά επαρκούν πλήρως για την αξιοποίησης των βλημάτων RIM-7M και των πυροβόλων OTO MELARA. H ακρίβεια ιχνηλάτησης είναι (σε παρένθεση τα στοιχεία του SMART-S) 0,25ο σε αζιμούθιο
(0,25ο), 30 μ σε εμβέλεια (40μ) και 1,2ο σε ανύψωση (0,6ο). Η κάλυψη ανύψωσης φθάνει τις 70� και ο ρυθμός περιστροφής τις 28 rpm. Διαθέτει ανάλογες δυνατότητες διαχείρισης ιχνών με το SMART-S: 160 εναέριοι στόχοι και 40 στόχοι επιφανείας.
Επιπρόσθετα θα διευκόλυνε το έργο της συντήρησης των συστημάτων των ΜΕΚΟ-200ΗΝ και S, αφού στην ουσία οι δύο κλάσεις θα χρησιμοποιούν κοινό σύστημα σύστημα ελέγχου βολής. Σε κάθε περίπτωση το ΠΝ αξιολογώντας και τα αποτελέσματα του προγράμματος για την κλάση Bremen, θα πρέπει να αξιολογήσει τις δυνατότητες που υπάρχουν με λογικό οικονομικό κόστος, ώστε τα σκάφη της κλάσεως να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος του στόλου και στον επόμενο αιώνα.
Πρώτη online δημοσίευση 26/10/2018.