Ο Πολ Καγκάμι λάμβανε 99,15% των ψήφων με το 79% των ψηφοδελτίων να έχει καταμετρηθεί, μερικές ώρες μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας στις εκλογές της Δευτέρας στη Ρουάντα, κατά τα μερικά αποτελέσματα που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την εφορευτική επιτροπή, με τον πανίσχυρο αρχηγό του κράτους να εξασφαλίζει όπως θεωρείτο δεδομένο τέταρτη θητεία.
Δεν υπήρχε αμφιβολία πως ο πρόεδρος Καγκάμι, ο οποίος κυβερνά τη χώρα με σιδηρά πυγμή από το τέλος της γενοκτονίας των Τούτσι το 1994, θα παρέμενε στο κορυφαίο αξίωμα.
Σε αυτές τις εκλογές αντιμετώπιζε τους ίδιους δυο αντιπάλους με το 2017, όταν ο αρχηγός του κράτους είχε επικρατήσει με πάνω από το 98% των ψήφων του υποψήφιου του μοναδικού νόμιμου κόμματος της αντιπολίτευσης, του Φρανκ Χαμπινέζα (0,48%), και του ανεξάρτητου Φιλίπ Εμπαγιμάνα (0,73%), πρώην δημοσιογράφου.
Στις χθεσινές εκλογές, κατά τα αποτελέσματα που διάβασε μπροστά στις κάμερες της δημόσιας τηλεόρασης ο πρόεδρος της εκλογικής επιτροπής Όντα Γκασινζίγκουα, ο κ. Χαμπινέζα έλαβε 0,53% και ο κ. Εμπαγιμάνα 0,32%.
Τα συνολικά προσωρινά αποτελέσματα αναμένεται να ανακοινωθούν την 20ή Ιουλίου. Τα επίσημα, τελικά αποτελέσματα θα ανακηρυχθούν μια εβδομάδα αργότερα, την 27η Ιουλίου.
Ο Πολ Καγκάμι, 66 ετών, κρατά γερά στα χέρια του τα ηνία της χώρας αφότου ανέτρεψε, τον Ιούλιο του 1994, στον κολοφώνα της εξέγερσης του Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντας (ΠΜΡ), την κυβέρνηση εξτρεμιστών Χούτου, που ήταν υπεύθυνη για τη γενοκτονία με 800.000 νεκρούς, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, με τα θύματα να ανήκουν κατά το μεγάλη πλειονότητά τους στη μειονότητα των Τούτσι.
Αρχικά αντιπρόεδρος και υπουργός Άμυνας —πάντως de facto ηγέτης— της Ρουάντας, ο Πολ Καγκάμι ανέλαβε τελικά πρόεδρος το 2000: εξελέγη από το κοινοβούλιο, μετά την παραίτηση του Παστέρ Μπιζιμούγκου. Κατόπιν εξελέγη τρεις φορές από τον λαό με απευθείας ψηφοφορίες (95,05% το 2003, 93,08% το 2010, 98,79% το 2017).
Χαίρει υψηλής δημοτικότητας, κυρίως διότι συνέφερε τη χώρα, που έβγαινε όταν ανέλαβε από τον εφιάλτη της γενοκτονίας και σήμερα παρουσιάζεται από κάποιους δυτικούς κι αφρικανούς ηγέτες ως αναπτυξιακό παράδειγμα προς μίμηση. Ο εντυπωσιακός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης (7,2% την περίοδο από το 2012 ως το 2022) συνοδεύτηκε από θεαματική βελτίωση των υποδομών (δρόμοι, σχολεία…) και κοινωνικοοικονομική πρόοδο, ιδιαίτερα στους τομείς της παιδείας και της υγείας.
Όμως σχεδόν ο ένας πολίτης της Ρουάντας στους δύο συνεχίζει ακόμη να ζει με 2,15 δολάρια την ημέρα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Το καθεστώς Καγκάμι επικρίνεται για την ανάμιξή του στις υποθέσεις της πολύπαθης γειτονικής ΛΔ Κονγκό, όπου χιλιάδες μέλη των ενόπλων δυνάμεων της χώρας του πολεμούν, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ, στο πλευρό των ανταρτών του κινήματος M23.
Κατηγορείται εξάλλου πως φιμώνει συστηματικά οποιαδήποτε φωνή τολμήσει να τον επικρίνει.
Οι συνεπέστεροι αντίπαλοι του προέδρου άλλωστε δεν επιτράπηκε καν να συμμετάσχουν στις προεδρικές εκλογές.
Δυο γνωστές μορφές της αντιπολίτευσης, η Βικτουάρ Ιγκαμπίρε και ο Μπερνάρ Νταγκάντα, δεν είχαν το δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας στις προεδρικές εκλογές, καθώς έχουν καταδικαστεί σε δίκες στις οποίες είχαν συρθεί στο παρελθόν. Η δικαιοσύνη απέρριψε επανειλημμένα αιτήματά τους για να εξασφαλίσουν την αποκατάσταση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι.
Η κυρία Ιγκαμπίρε στερείται τα πολιτικά της δικαιώματα μετά την καταδίκη της το 2013 να εκτίσει 15 χρόνια κάθειρξης για «υποβάθμιση της γενοκτονίας». Αφέθηκε ελεύθερη το 2018.
Άλλη φωνή που εναντιώνεται στον πρόεδρο Καγκάμι, η Νταϊάν Ρουιγκάρα, είδε την υποψηφιότητά της να απορρίπτεται διότι υπέβαλε δικαιολογητικά με «λάθη». Είχε ήδη τεθεί εκτός κούρσας στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, όταν κατηγορήθηκε για παραχάραξη εγγράφων και συνελήφθη, προτού αθωωθεί από τη δικαιοσύνη το 2018.
Σε έκθεσή της προ ημερών, η Διεθνής Αμνηστία αναφερόταν σε «πολύ αυστηρούς περιορισμούς» των δικαιωμάτων της αντιπολίτευσης, κάνοντας επίσης λόγο για «απειλές, αυθαίρετες κρατήσεις, διώξεις, εξ ολοκλήρου κατασκευασμένες κατηγορίες, φόνους κι εξαναγκαστικές εξαφανίσεις».
Παρότι η έκβαση των εκλογών θεωρείτο ήδη γνωστή, οι πολίτες πήγαν μαζικά στα εκλογικά τμήματα χθες.
«Η επιλογή ήταν εύκολη, ψήφισα αυτόν που έφερε ανάπτυξη σε τούτη τη χώρα: νερό, δρόμους, ρεύμα… Δεν θα ψήφιζα κανέναν άλλον, γιατί κανένας άλλος δεν έφερε τίποτα στη Ρουάντα», εξήγησε ο Μπονιφάς Νιγιονσαμπά, χωρίς να κρύβει την προτίμησή του.
Τις τρεις εβδομάδες της εκστρατείας, ο μηχανισμός του ΠΜΡ πλημμύρισε τη χώρα με πορτρέτα του προέδρου και αφίσες με συνθήματα όπως «ψηφίστε Πολ Καγκάμι».
Οι αντίπαλοί του ήταν σχεδόν αόρατοι, παρά τη διαβεβαίωση του κ. Χαμπινέζα, αφού ψήφισε χθες, πως η δημοκρατία στη χώρα «αναπτύχθηκε» από το 2017.
Για πρώτη φορά, οι προεδρικές εκλογές διεξήχθησαν ταυτόχρονα με τις βουλευτικές. Τις 80 έδρες του κοινοβουλίου διεκδικούσαν 589 υποψήφιοι.
Οι ψηφοφόροι καλούνταν να αναδείξουν 53 μέλη της εθνικής αντιπροσωπείας της Ρουάντας απευθείας.
Στην απερχόμενη Βουλή, το ΠΜΡ καταλάμβανε 40 από αυτές τις 53 έδρες και σύμμαχοί του (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, Φιλελεύθερο Κόμμα, Κοινωνικό Κόμμα Ιμπερακούρι) άλλες 11. Το Πράσινο Δημοκρατικό Κόμμα του κ. Χαμπινέζα είχε μόλις δυο βουλευτές.
Οι υπόλοιπες 27 έδρες είναι προορισμένες, με σύστημα ποσοστώσεων, για γυναίκες, νέους κι ανθρώπους με ειδικές ανάγκες.
Θα δοθούν εντός της ημέρας σε υποψήφιους που δεν έχουν γνωστό κομματικό πρόσημο: 24 γυναίκες θα εκλεγούν από δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, 2 νέοι από το Εθνικό Συμβούλιο Νεολαίας, κι ένας άνθρωπος με ειδικές ανάγκες από τη Συνομοσπονδία Ενώσεων ΑμΕΑ.