Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πιο αιματηρούς και παρατεταμένους πολέμους του 21ου αιώνα, με τεράστιες ανθρώπινες και υλικές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Και σύμφωνα με πρόσφατη ενημέρωση από την υπηρεσία Αμυντικών Πληροφοριών του βρετανικού υπουργείου Αμύνης, που δημοσιεύτηκε στις 20 Μαρτίου 2025, η εκτίμηση είναι πως οι ρωσικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν υποστεί περίπου 900.000 απώλειες (νεκρούς και τραυματίες), από την έναρξη της σύγκρουσης.
Από αυτούς, εκτιμάται ότι 200.000 έως 250.000 έχουν χάσει τη ζωή τους, δηλαδή τις μεγαλύτερες απώλειες της Ρωσίας από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
Οι υψηλές απώλειες είναι εξαιτίας της σθεναρής αντίστασης των ουκρανικών δυνάμεων -που ματώνουν επίσης σε πολύ μεγάλο βαθμό – αξιοποιώντας τους δυτικούς εξοπλισμούς και τη ροή πληροφοριών. Δεύτερον, συνεχίζεται η τακτική της Ρωσίας, με διαρκείς επιθέσεις μικρών ομάδων πεζικού σε ανοιχτό πεδίο και κατά οχυρωμένων θέσεων, με ελάχιστη έμφαση στην προστασία των στρατιωτών. Τρίτον, η έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης και εξοπλισμού για πολλούς Ρώσους στρατιώτες, έχει επιδεινώσει την κατάσταση, μαζί με τα πάγια προβλήματα διοίκησης από αξιωματικούς και υπαξιωματικούς.
Αυτή η προσέγγιση δεν είναι καινούργια στη ρωσική στρατιωτική παράδοση, αλλά η κλίμακα της αδιαφορίας για τις ανθρώπινες απώλειες στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι πρωτοφανής για τα σύγχρονα δεδομένα. Η ρωσική ηγεσία φαίνεται να είναι διατεθειμένη να αποδεχτεί τις υψηλές απώλειες, όσο αυτές δεν επηρεάζουν αρνητικά την υποστήριξη της κοινής γνώμης. Και προς το παρόν έχει καταφέρει να διατηρήσει ένα επίπεδο εσωτερικής σταθερότητας, κυρίως μέσω της προπαγάνδας και της καταστολής της αντιπολίτευσης.
Κοινωνικές ανισότητες και στρατολόγηση
Ένα από τα πιο ανησυχητικά σημεία της ενημέρωσης είναι η εκτίμηση πως η ρωσική ηγεσία αποδίδει μικρότερη αξία στη ζωή των πολιτών που ανήκουν σε εθνοτικές μειονότητες και προέρχονται από περιοχές χαμηλών εισοδημάτων. Έτσι η στρατολόγηση με συμβόλαιο επικεντρώνεται δυσανάλογα σε αυτές τις ομάδες, όπως οι Μπουριάτες, οι Τουβάν και οι Τσετσένοι, καθώς και οι κάτοικοι απομακρυσμένων περιοχών της Σιβηρίας και της Άπω Ανατολής, ενώ οι Ρώσοι των αστικών κέντρων, π.χ. σε Μόσχα και Αγία Πετρούπολη, υπηρετούν σε πολύ μικρότερο βαθμό. Κάτι που αντικατοπτρίζει τις βαθιές κοινωνικές και εθνοτικές ανισότητες που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη Ρωσία.
Οπότε η ρωσική κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την οικονομική ανάγκη, προσφέροντας μισθούς και επιδόματα εφόσον ενταχθούν στις Ένοπλες Δυνάμεις, δυσανάλογα υψηλά σε σχέση με το μέσο εισόδημα σε αυτές τις περιοχές. Αυτή η κατανομή έχει προκαλέσει αντιδράσεις σε ορισμένες κοινότητες, αλλά η φωνή τους πνίγεται από την κρατική προπαγάνδα.
Πλέον όμως, η απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων νέων ανδρών, δημιουργεί δημογραφικά και οικονομικά προβλήματα. Οι οικογένειες τους χάνουν τον βασικό τροφοδότη τους, ενώ η τοπική κοινότητα δεν μπορεί να αναπληρώσει το χαμένο δυναμικό. Ακόμη, παρά την προπαγάνδα, υπάρχουν ενδείξεις ότι η υποστήριξη για τον πόλεμο μειώνεται, ιδιαίτερα σε περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο από τις απώλειες. Η ρωσική ηγεσία, ωστόσο, φαίνεται να πιστεύει ότι μπορεί να διαχειριστεί αυτές τις πιέσεις, εφόσον η ελίτ και οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων παραμένουν σχετικά ανεπηρέαστοι.