Με συμπληρωμένες 50 -και παράπανω- μέρες μαχών στην Ουκρανία είναι καιρός να κάνουμε μια ανασκόπηση των όσων έχουμε γράψει στην ΠΤΗΣΗ για τη συγκεκριμένη σύγκρουση. Σε προσωπικό επίπεδο έχουμε ασχοληθεί εκτεταμένα με το ζήτημα και αρκετό καιρό πριν εκδηλωθεί η εισβολή, βλέποντας, όπως όλοι, τη συσσώρευση στρατιωτικών δυνάμεων της Ρωσίας στα σύνορα με την Ουκρανία, την εκεί αύξηση της έντασης, τις εκατέρωθεν διπλωματικές κινήσεις, το όποιο παρασκήνιο ερχόταν στην επιφάνεια. Και πλέον είναι εκτίμηση μας, και εσείς οι αναγνώστες μας θα το αξιολογήσετε, ότι οι αναλύσεις μας κατάφεραν σε σεβαστό βαθμό να περιγράψουν τα επερχόμενα.
Έτσι στις 28 Ιανουαρίου 2022, σχεδόν ένα μήνα πριν ξεκινήσει η εισβολή (στις 24 Φεβρουαρίου) σε ανάλυση με τίτλο «Γιατί η Ρωσία έχει χάσει το τακτικό πλεονέκτημα στην Ουκρανία, αλλά ο πόλεμος μπορεί να γίνει;» περιγράφαμε τα εξής (το πλήρες κείμενο ακολουθεί σε link):
- “Τι έχουμε λοιπόν συνοπτικά; Πως οι ρωσικές δυνάμεις αν προχωρήσουν σε εισβολή θα βρεθούν από την πρώτη στιγμή υπό πλήρη παρακολούθηση, χωρίς δυνατότητα κάλυψης ή αιφνιδιασμού. Πως θα βρουν απέναντι τους ένα εχθρό πλέον καλά προετοιμασμένο και με πλήρη επάνδρωση, οχυρωμένο και κυρίως να μάχεται αμυντικά και «υπέρ βωμών και εστιών», δηλαδή απεγνωσμένα.
- Θα συναντήσουν ακόμη μια Ουκρανία που θα δέχεται συνεχώς βοήθεια, ίσως όχι ευθέως πολεμική αλλά λογιστική και υποστήριξης που θα την ανακουφίζει...
- Επίσης η Ρωσική τακτική κουλτούρα δεν έχει αλλάξει πολύ από την σοβιετική εποχή, καθώς σε χερσαίο επίπεδο εξακολουθεί να στηρίζεται στο -σίγουρα αποδοτικό- δόγμα της συντριπτικής αιχμής ταχυκίνητων τεθωρακισμένων μονάδων με υποστήριξη κυλιόμενων πυρών από βαρύ πυροβολικό. Εδώ όμως η Ουκρανία θα έχει να αντιπαρατάξει ένα μεγάλο χώρο χειμερινών επιχειρήσεων υψηλής κινητικότητας με μαζική χρήση αντιαρματικών πυραύλων, δηλαδή ένα πιο μοντέρνο δόγμα που έχουμε δει ότι αποδίδει…
- Είναι εκτίμηση μας ακόμη πως η Ρωσία θα έχει περιορισμούς -για γεωπολιτικούς λόγους και για λόγους κύρους- στο να χρησιμοποιήσει την πλήρη στρατιωτική της δυναμική. Π.χ. θα είναι δύσκολο να βομβαρδίσει κρίσιμες πολιτικές εγκαταστάσεις, αστικές περιοχές, ή περιοχές με πλειονότητα ρωσόφωνου πληθυσμού…
- Στο ερώτημα βέβαια, ποιος θα επικρατήσει σε μια πλήρη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας, ναι, η αναλογία δυνάμεων, εμπειρίας και δομών είναι σαφώς υπέρ της Μόσχας. Αλλά μόνο σε ένα «ολικό» πόλεμο που καμία πλευρά δεν επιθυμεί. Και που αν συμβεί, η πιθανότητα να διευρυνθεί η σύρραξη γεωγραφικά είναι πολύ μεγάλη, αλλάζοντας ταχύτατα κάθε υπολογισμό «νίκης».
- Το συμπέρασμα μας από όλα τα παραπάνω είναι πως όσο περνά ο καιρός, η πιθανότητα για μια έστω και μερικά επιτυχημένη ρωσική εισβολή ολοένα και μικραίνει. Καθώς η Ουκρανία, που μπροστά στον ρωσικό κίνδυνο έχει συσπειρωθεί και φανατιστεί, θα πολεμήσει, τουλάχιστον αρκετά για να δυσκολέψει μια ρωσική επέλαση.”
Γιατί η Ρωσία έχει χάσει το τακτικό πλεονέκτημα στην Ουκρανία, αλλά ο πόλεμος μπορεί να γίνει;
Τα παραπάνω, ως ένας «χάρτης» της σύγκρουσης που ερχόταν, επιβεβαιώθηκαν. Παρά τις πολλές θεωρίες στην Ελλάδα -που τις διακινούσαν και μελετητές των γεωπολιτικών- ότι η Ρωσία είναι «ανίκητη» και πως η Ουκρανία «θα παραδοθεί την επομένη» και πως «τα ρωσικά στρατεύματα θα τα υποδέχονται με λουλούδια», εμείς, ένα μήνα πριν ξεκινήσουν οι εχθροπραξίες είχαμε διαπιστώσει και την ουκρανική κινητοποίηση και τη διάθεση για πόλεμο, αλλά και τη δυνατότητα να προβάλλει το Κίεβο απεγνωσμένη αντίσταση με βοήθεια από το εξωτερικό.
Είχαμε “δει” επίσης και την αντιαρματική “μέθοδο” που ακολούθησε η Ουκρανία, την πρόθεση της να κάνει κινητικό πόλεμο και όχι μεγάλη τοπική μάχη, τη ρωσική απροθυμία περί μαζικού-ισοπεδωτικού βομβαρδισμού σε συγκεντρώσεις πληθυσμού που ακόμη ισχύει με μόνη εξαίρεση των τελευταίων ημερών, τη Μαριούπολη. Και είχαμε προβλέψει πως η δεν θα είναι καθόλου εύκολη η ρωσική επικράτηση, που ήδη πια μετρά και μια σημαντική υποχώρηση από τα βόρεια της Ουκρανίας και το Κίεβο.
Στο ίδιο άρθρο βλέπαμε πως όσο περνά ο καιρός και η Ρωσική προετοιμασία αποκαλύπτεται και είναι υπό νατοϊκή παρακολούθηση, τόσο η Μόσχα έχει χάσει το πλεονέκτημα αιφνιδιασμού και μεγιστοποιεί την τακτική δυσκολία μιας επιθετικής ενέργειας. Αλλά ενώ διαβλέπαμε πως η Ρωσία έχει ως κύριο σκοπό να επιβάλλει στο Κίεβο τη διπλωματική υποχώρηση (και το πιστεύουμε ακόμη, πως δηλαδή αυτή ήταν εκείνη την περίοδο η βασική στόχευση του Πούτιν), δεν αποκλειόταν ο πόλεμος, ως μια ιδιότυπη προσέγγιση της ιστορίας από τη ρωσική πλευρά που «ήταν πάντα δύσκολη στην ερμηνεία της από τη δυτική σκοπιά».
Η αναμονή του πολέμου
Πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω χρονικά, στις 14 Δεκεμβρίου 2021, σε άρθρο με τίτλο «Ουκρανία: Εκεί που όλοι προετοιμάζουν τον επόμενο πόλεμο» διαπιστώναμε το εξής:
- “Η Ουκρανία γίνεται έτσι ένα σχεδόν «προγραμματισμένο» πεδίο σύγκρουσης (ήδη οι μικροαψιμαχίες στο εσωτερικό της μέτωπο είναι συνεχείς, εκεί δηλαδή που το ένα τρίτο της χώρας στα ανατολικά της, έχει αποσχιστεί εδώ και χρόνια καθώς ο τοπικός ρωσόφωνος πληθυσμός υποθάλπεται από τη Μόσχα). Κάτι δηλαδή που αν εξελιχθεί σε ανοιχτό πεδίο σύγκρουσης, θα έχουμε ίσως τη χειρότερη μεταπολεμική σύγκρουση στην Ευρώπη με πιθανή ανοιχτή πολεμική αντιπαράθεση ρωσικών και νατοϊκών στρατευμάτων”.
Ενώ στις 29 Δεκεμβρίου 2021, σε άλλο άρθρο, βλέπαμε την προβληματική (πριν τον πόλεμο) τακτική της Δύσης. Που ναι μεν προειδοποιούσε τη Ρωσία να μην τολμήσει να εισβάλλει, αλλά με αμφίσημο και μη πειστικό λόγο που τελικά άφηνε «παράθυρο» στη Μόσχα να σκεφθεί τη στρατιωτική λύση. Και τονίζαμε τα παρακάτω:
- “Θέλει όμως πραγματικά η Ρωσία να εισβάλει στην Ουκρανία; Η απάντηση είναι πως μάλλον όχι καθώς αυτό δεν έχει και κάποιο πρακτικό γεωπολιτικό όφελος….Γιατί η Ρωσία να εμπλακεί σε κατοχή μιας τεράστιας σε έκταση χώρας, με έντονα αντιρωσικά αισθήματα και να ξοδέψει εκεί με μιας όλο το πολιτικό της κεφάλαιο και να βρεθεί υπό καθεστώς παγκόσμιων κυρώσεων; Απασχολώντας κιόλας και ένα τεράστιο μέρος των στρατιωτικών της δυνάμεων; Η μόνη εκδοχή που θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως μια εισβολή θα είχε «όφελος» για τη Ρωσία, θα ήταν για μια εκστρατεία λίγων ημερών, για την συντριβή των όποιων ουκρανικών δυνάμεων και μετά αποχώρησης, ώστε η Ουκρανία τρομοκρατημένη και αποδυναμωμένη να «συναινέσει» στην εκ νέου μετατροπή της σε ρωσικό δορυφόρο. Αυτό, συν την τρέχουσα διαίρεση της (με την Κριμαία και την ανατολική πλευρά της χώρας ήδη στα χέρια της Ρωσίας) θα ήταν το ιδανικό σενάριο για τη Μόσχα, που θα ήλεγχε πλήρως την Ουκρανία, έχοντας την υπό διαρκή απειλή”.
Επαληθευθήκαμε σε αυτή την πρόβλεψη; Δεν είναι σαφές καθώς θα πρέπει να περιμένουμε πολύ καιρό ώστε να δημοσιοποιηθούν οι εσωτερικές στη Ρωσία πολιτικές και διπλωματικές διεργασίες που οδήγησαν στην εισβολή. Αλλά στο τμήμα που μιλάμε για ένα “πόλεμο λίγων ημερών”, νομίζουμε πως ναι, αφουγκραστήκαμε τη ρωσική προβολή, που φάνηκε απροετοίμαστη για μάχη πολλών ημερών, που εισέβαλλε μαζικά από όλα σχεδόν τα σημεία του ορίζοντα χωρίς σαφή επιθετική αιχμή, επιδιώκοντας μάλλον την κατάρρευση της ουκρανικής ηγεσίας και την ανάδειξη κάποιας “μετά-Ζελένσκι” μαριονέτας.
Μήπως η Δύση άναψε το πράσινο φως στην Ρωσία για να εισβάλει στην Ουκρανία;
Ακόμη στις 23 Δεκεμβρίου 2021 στο άρθρο «Γιατί Ρωσία και ΗΠΑ αδυνατούν να επικοινωνήσουν και επιλέγουν πορεία σύγκρουσης;» αφού παραθέταμε την τότε ομιλία του Πούτιν που είχε περιγράψει τη ρωσική αντίληψη περί «περικύκλωσης της από τη Δύση και το ΝΑΤΟ», διαπιστώναμε πως:
- “Η ρωσική σκέψη….όπως την περιγράφει ο Πούτιν, θυμίζει έντονα την αντίστοιχη σχολή θεωρητικής ανάλυσης επί Ψυχρού Πολέμου, αλλά ακόμη και παλαιότερα, επί ρωσοιαπωνικού πολέμου και Πρώτου Παγκοσμίου. Όταν δηλαδή η τότε Ρωσία και μετέπειτα ΕΣΣΔ, ως οπαδός της παραδοσιακής γεωστρατηγικής σκέψης και της κλασσικής θεωρίας περί “Heartland” (του «γεωγραφικού κέντρου του κόσμου» στην Ευρώπη που περιβάλλεται από τον εχθρικό περίγυρο) έβλεπε τον εαυτό της υπό περικύκλωση, σε Ανατολή και Δύση. Η θεωρία αυτή όπως φαίνεται συνεχίζει να διατηρεί το κύρος της στην Ρωσική ανάλυση, που στην Ανατολή βρίσκει πλέον σύμμαχο την Κίνα, αλλά όχι βέβαια πλήρους εμπιστοσύνης, ενώ στη Δύση βλέπει την επέκταση του ΝΑΤΟ να έχει φθάσει στα συνόρα της. Και να έχει εξαφανίσει την ενδιάμεση buffer zone, δηλαδή το «μαξιλάρι»-ανάχωμα που είχε κάποτε δημιουργήσει το Σύμφωνο της Βαρσοβίας γύρω από την «μητέρα-ΕΣΣΔ».
- Έτσι έχουμε το εξής παράδοξο διεθνών σχέσεων: Τόσο ΗΠΑ όσο και Ρωσία να δρουν επιθετικά γιατί νιώθουν απειλούμενες ο ένας από τον άλλο! Σε μια πλήρη διάσταση αντιλήψεων, όπου ο καθένας επιλέγει συγκεκριμένα γεγονότα και αφηγήσεις για να επιβεβαιώσει τη σκέψη του, χωρίς να μπορεί να διαπιστώσει το πως ακριβώς σκέπτεται ο αντίπαλος του. Μια ιδανική δηλαδή για την πολεμική σύρραξη συνθήκη, που η σύγκρουση μπορεί να ξεσπάσει οποτεδήποτε όχι λόγω ουσιαστικών επιθετικών κινήσεων αλλά λόγω παρερμηνείας της σημασίας τους.”
Σε αυτό το κείμενο δεν κάναμε βέβαια κάποια πρωτότυπη διατύπωση. Η ασύγχρονη και εν πολλοίς παλιομοδίτικη ρωσική “σκέψη” είναι γνωστή και παγιωμένη. Το ενδιαφέρον ήταν και παραμένει σήμερα, πως οι ΗΠΑ αδυνατούν να σχηματίσουν μια πειστική απάντηση σε αυτή την λογική. Αδυνατούν δηλαδή να κινητοποιήσουν μια διπλωματία ευέλικτη και κυνική (επιπέδου Κίσινγκερ) που να κατανοήσει τον αντίπαλο και να σχηματίσει μια σταδιακή ενθυλάκωση του χωρίς να τον “τρομοκρατήσει”.
Αυτό το αμερικανικό πρόβλημα διπλωματίας το βλέπουμε πολλά χρόνια τώρα, όπου προσέγγισε την Κίνα μετά το 90, μόνο και μόνο για να τρομάξει η ίδια η Ουάσιγκτον με το αποτέλεσμα. Αλλά και το είδαμε στην πιο αιματηρή μορφή του, επί προεδρίας Ομπάμα, όταν η τότε υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, προώθησε την ενεργή αμερικανική επέμβαση σε Λιβύη και Συρία (και γενικά στην “Αραβική Άνοιξη”) χωρίς καμμία περίσκεψη. Αφήνοντας στη συνέχεια “μαύρες τρύπες” στον Αραβικό κόσμο, όπου οι εμφύλιες συγκρούσεις συνεχίζονται ακόμη και ανθεί η πιο ριζοσπαστική ισλαμική τρομοκρατία.
Γιατί Ρωσία και ΗΠΑ αδυνατούν να επικοινωνήσουν και επιλέγουν πορεία σύγκρουσης;
Η νέα εποχή ως παρομοίωση της παλαιάς
Ξεφεύγοντας κάπως από τις όποιες δικές μας “προφητείες” (τέτοιες δεν υπάρχουν προφανώς), το γενικό ερώτημα είναι αν οι προθέσεις της Ρωσίας αλλά και η ουκρανική απάντηση ήταν τόσο διαφανείς ώστε να είναι δυνατή η σε αξιόλογο βαθμό «πρόγνωση» των εξελίξεων, τόσο στρατηγικά όσο και τακτικά. Κατά την άποψη μας μάλλον ναι, γιατί και οι δύο χώρες, αλλά και όλη η Δύση ως πρόθυμος-απρόθυμος-σκεπτικιστής-ενθουσιώδης (όλες οι εκδοχές δηλαδή) μέτοχος στην τότε εξελισσόμενη κρίση, κινούνται με βάση «γνωστικές» και «ιστορικές» πεπατημένες.
Έτσι, παρά τον τεράστιο δημόσιο πολιτικό και κοινωνικό διάλογο που εξελίχθηκε μετά το 1990 και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, παρά τις υποσχέσεις για μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και για μια πλήρη και σχεδόν καρμική επικράτηση ενός φιλελεύθερου μοντέλου, η πραγματικότητα διέψευσε τις προσδοκίες. Ναι, το τέλος της ιστορίας δεν ήρθε, προς μια «φωτεινή παντοκρατορία ενός ευμενούς και φιλάνθρωπου καπιταλισμού» όπως πολλοί φαντασιώνονταν. Βέβαια το φιλελεύθερο πνεύμα πράγματι επεκτάθηκε, είχαμε μια άνοιξη δημοκρατικών θεσμών, είχαμε για αρκετά χρόνια ένα κρίσιμο μεσοδιάστημα σχετικά ομαλής και συναινετικής παγκόσμιας προόδου, είχαμε ισχυροποίηση παγκόσμιων θεσμών αλλά και προοπτικές καλύτερης συνεννόησης.
Αλλά όχι μόνο. Μεσολάβησαν συνεχείς οικονομικές και πολιτικές και πολιτισμικές κρίσεις, ενώ η Κίνα ως ανερχόμενη δύναμη είχε την αντοχή και την περίσκεψη να παράγει ένα δικό της -επίσης δύσκολα κατανοητό- μοντέλο εξέλιξης, συνδυάζοντας κομμουνιστικό απολυταρχισμό με φιλελεύθερη (σχετικά) οικονομία, εξωστρέφεια και ηγεμονική προοπτική. Ακόμη, οι ΗΠΑ, αφού έζησαν τη «χρυσή» δεκαετία 1990-2000, από πλευράς διεθνούς ύφεσης και μείωσης των στρατηγικών απειλών, επέστρεψαν ακόμη πιο βίαιες στο διεθνές προσκήνιο, με την εμπλοκή τους σε ένα ατέρμονο εικοσαετή πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας» χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Σε μια δηλαδή πρακτική πολεμικής “εξαγωγής δημοκρατίας” και υπεραισιόδοξου nation building, που είχε όμως διαψευσθεί ιστορικά.
Στον ίδιο χρόνο περιφερειακές συσπειρώσεις και δυνάμεις (ο αραβικός κόσμος, η Τουρκία στη γειτονία μας, η Ινδία, το Πακιστάν) είδαν τις πολλές «χαραμάδες» της παγκοσμιοποίησης, που τους επέτρεπαν και τη ραγδαία ανάπτυξη αλλά και την προβολή της δικής τους οραματικής περί «μεγάλης ιδέας». Νέες κρίσεις, η «Αραβική Άνοιξη», οι ακόλουθοι εμφύλιοι στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, οι αναδιατάξεις συμφερόντων, η επέκταση του ΝΑΤΟ «γιατί έχουμε την ευκαιρία», η προσέγγιση Ρωσίας-Κίνας, και πολλά ακόμη, μας οδήγησαν σχεδόν στο σημείο μεταπολεμικής εκκίνησης. Ενός κόσμου που επιχειρεί ξανά τη χάραξη ζωνών επιρροών, ως μια νέα «Γιάλτα», ως μια επί χάρτου αλλά και επί του πεδίου της μάχης αν χρειαστεί, κατοχύρωση των κεκτημένων ή επιδιωκόμενων. Ναι, με πιο σύγχρονο τρόπο, πιο πολυπολικό, εντός παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, εντός νέων θεσμών και παραδόσεων συνανάπτυξης, με μετανεωτερική κουλτούρα. Αλλά και πάλι κυρίως με κριτήρια εθνικισμού, φυλετικά, ιδεολογικής ομογενοποιήσης, θρησκευτικής συσπείρωσης, δηλαδή τους γνωστούς πυλώνες διαχωρισμού.
Ξαναζούμε το χθες λοιπόν; Όχι απόλυτα. Και αυτό είναι το ενδιαφέρον και το ανήσυχο και ανήμερο της εποχής. Δεν είναι όλα ούτε προβλέψιμα ούτε γίνονται ως «προβλεπόμενα». Η ιστορική αστάθεια παραμένει, η ανθρώπινη ποικιλότητα παράγει το χαώδες, το τυχαίο του μικρού συμβάντος είναι πάντα υπαρκτό και μπορεί να προκαλέσει ένα εναλλακτικό κατακλυσμό εξελίξεων. Εδώ πάντως θα είμαστε για να κάνουμε και την επόμενη ανασκόπηση μας, για να διαπιστώσουμε αν τυφλωθήκαμε ή καταφέραμε να κρατήσουμε έστω ένα μάτι ανοιχτό.