Ξεκινάμε σήμερα μια σειρά 3 άρθρων που εξετάζει το ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διευκρινίζοντας πως μιλάμε για το σύνολο της. Όχι δηλαδή μόνο της Ρωσίας, η οποία υπήρξε μία από τις 15 Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Ένωσης, έστω και η μεγαλύτερη με 50% του πληθυσμού.
«Εμείς σας απελευθερώσαμε όλους», είπε ο Πρόεδρος Πούτιν στην Παρέλαση της Νίκης, το Μάιο του 2012. Το εν λόγω αφήγημα αποκτά όλο και μεγαλύτερο ρόλο στη σύγχρονη πολιτική σκηνή της Ρωσίας, εσωτερική και διεθνή. Σύμφωνα με το διαπρεπή Ρώσο καθηγητή Σεργκέι Μεντβέντεφ, «…έχοντας αποτύχει στα αρχικά του σχέδια να εκσυγχρονίσει τη Ρωσία την περίοδο 2000-2003, ο Πούτιν ξεκίνησε να στρέφεται στο παρελθόν ως πηγή νομιμοποίησης και συσπείρωσης του πληθυσμού». Το ίδιο είχε πράξει στη σοβιετική εποχή ο Λ. Μπρέζνιεφ, εισάγοντας τις μεγαλειώδεις στρατιωτικές παρελάσεις στην Κόκκινη Πλατεία το 1965, δηλαδή 20 χρόνια μετά τη λήξη του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου», γνωστού και ως «Ιερού Πολέμου».
Χωρίς να αμφισβητούμε στο ελάχιστο τη μεγάλη συμβολή όλων των λαών και Δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης στη συμμαχική νίκη του 1945, επιχειρούμε να θίξουμε τρία θέματα-ταμπού με αντίστοιχα άρθρα:
Πρώτον, τι συνέβη στην Ευρώπη τους 22 κρίσιμους μήνες από το Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ (23/8/1939) μέχρι τη γερμανική εισβολή στην ΕΣΣΔ (Επιχείρηση Barbarossa, 22/6/1941). Δεύτερον, πόσο συνεισέφεραν στο σοβιετικό αγώνα παράμετροι όπως η μη αναμενόμενη εμπλοκή της Βέρμαχτ στα Βαλκάνια και την Κρήτη την άνοιξη του 1941, που καθυστέρησε 37 ημέρες την Barbarossa (σ.σ. προγραμματισμένη αρχικά για τις 15/5/1941), αλλά και η αγγλοσαξωνική βοήθεια προς την ΕΣΣΔ σε υλικό, ιδίως μετά τον εμβληματικό αμερικανικό Νόμο περί Δανεισμού και Εκμισθώσεως, και οι αεροπορικές επιδρομές των RAF και USAAF εναντίον του Γ’ Ράιχ. Τρίτον, ποιες ήταν οι ενέργειες επί των τοπικών πληθυσμών στις περιοχές εκείνες τις οποίες μπήκε ο Κόκκινος Στρατός το 1944/45, από την Κριμαία μέχρι τη Γερμανία.
Βεβαίως, η μελέτη μας αυτή είναι σύντομη-εισαγωγική, ενώ η Ιστορία (και ειδικά του Β’ Π.Π.) εξαιρετικά σύνθετη και πολύπλοκη. Εντούτοις, θα προσπαθήσουμε, σε αδρές γραμμές, να περιγράψουμε τα κύρια γεγονότα της περιόδου σε ότι αφορά τα παραπάνω ζητήματα και να διαλύσουμε κάποιους ευρέως διαδεδομένους μύθους, οι οποίοι δε συνάδουν με την πραγματικότητα.
Μια σημαντική παρατήρηση επί της αρχής: Επειδή, ως γνωστόν, “Η Ιστορία γράφεται από τους νικητές”, το γεγονός ότι ο μεγάλος νικητής του Β’ Π.Π. στη συγκεκριμένη περιοχή ενδιαφέροντος (την Ανατολική Ευρώπη) υπήρξε η σταλινική και προδήλως ολοκληρωτική ΕΣΣΔ, δυσχεραίνει τα μάλα την ιστορική έρευνα. Η σοβιετική εκδοχή των γεγονότων της περιόδου 1939-45, γεμάτη παραποιήσεις, αποσιωπήσεις και εξιδανικεύσεις κατά το δοκούν, εμπότισε, σε κάποιο βαθμό, ακόμη και τις δυτικές προσεγγίσεις έκτοτε. Με δύο λόγια, η “επίσημη” σοβιετική θέση, που απηχεί την παλαιότερη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και, δυστυχώς, έχει πλέον αναπαραχθεί και από τη Ρωσική Ομοσπονδία, είχε ως εξής:
“Όλα έβαιναν καλώς στην ρωσική αχανή ευρωπαϊκή επικράτεια η οποία αποτελούσε, ως το 1914, μέρος της Αυτοκρατορίας. Λίγο-πολύ, μόνο ή κυρίως Ρώσοι κατοικούσαν στα εδάφη αυτά, εξάλλου η επίσημη γλώσσα από τη Βαρσοβία και το Ελσίνκι μέχρι το Βλαδιβιστόκ ήταν η ρωσική. Οι διάφορες εθνικές μειονότητες διαβιούσαν ειρηνικά υπό τον τσαρικό/σοβιετικό ζυγό, τα δε κινήματα αυτοδιάθεσης, τα οποία κορυφώθηκαν στον Α’ Π.Π. (δράττοντας την ευκαιρία από την αναπάντεχη κατάρρευση των Ρομανώφ το 1917 και τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ που υπέγραψε ο Λένιν με τη Γερμανία το Μάρτιο του 1918), συνιστούσαν απαράδεκτους και, ως εκ τούτου, καταδικαστέους “εθνικισμούς””.
Αυτή η υπεραπλουστευτική-παραμορφωτική οπτική (Moscow-centric σύμφωνα με επιφανείς Ιστορικούς) είναι αναγκαίο δε να παραμεριστεί. Το γεγονός, δε, ότι πολλά Κρατικά Αρχεία της πρώην ΕΣΣΔ παραμένουν κλειστά για τους ερευνητές, λέει πολλά…
Η Ρωσία θυμήθηκε τη σοβιετική εισβολή στην Πολωνία το 1939 λέγοντας “το κάναμε για το καλό τους”…
ΜΕΡΟΣ 1: Η ΣΧΕΣΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ-ΕΣΣΔ ΤΗ ΔΙΕΤΙΑ 1939-1941
Η υπογραφή, στη Μόσχα, του επονείδιστου Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου μη Επίθεσης, γνωστού και ως Μολότωφ-Ρίμπεντροπ, αποτέλεσε το γεγονός εκείνο που ουσιαστικά πυροδότησε την έναρξη του Β’ Π.Π, ήτοι τη διπλή (προσοχή εδώ!) εισβολή στην Πολωνία δυτικά μεν από τη Ναζιστική Γερμανία, ανατολικά δε από την ΕΣΣΔ, την 1/9/1939 και 17/9/1939, αντίστοιχα. Οι λόγοι οι οποίοι εξώθησαν το Στάλιν στη σύναψη του Συμφώνου παραμένουν, μέχρι και σήμερα, άκρως αμφισβητούμενοι και δεν θα αποτελέσουν αντικείμενο της παρούσας ανάλυσης. Εδώ θα μιλήσουμε για τις συνέπειές του.
Το Σύμφωνο, λοιπόν, δεν προέβλεπε μόνο τη “μη επίθεση” μεταξύ ΕΣΣΔ και Γερμανίας. Προέβλεπε, επίσης, ότι κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θα βοηθούσε τρίτη χώρα η οποία τυχόν θα έκανε επίθεση σε ένα από αυτά (λ.χ. η ΕΣΣΔ τους Αγγλογάλλους)! Όσο για το περιβόητο Μυστικό Πρωτόκολλο το οποίο συνόδευε το Σύμφωνο, αυτό ήταν ακόμη σημαντικότερο και εκεί πρέπει να εστιάσει ο ιστορικός μελετητής. Ομιλούσε για διαμελισμό ολόκληρης της αχανούς Ανατολικής Ευρώπης μεταξύ της Βαλτικής Θάλασσας και του Ευξείνου Πόντου (γνωστής επίσης ως Intermarium) σε «σφαίρες επιρροής» των δύο ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Ακόμη και σήμερα, σημειωτέον, κάποιοι επιμένουν να διαστρεβλώνουν την ιστορική πραγματικότητα, επαναλαμβάνοντας τα έωλα ψευδο-αφηγήματα της σταλινικής εποχής: σύμφωνα λ.χ. με άρθρο στην “Εφημερίδα των Συντακτών”, του Ρώσου Πρέσβη στην Αθήνα τον Αύγουστο του 2019, εξ αφορμής των 80 ετών από την έναρξη του Β΄Π.Π., «τα σοβιετικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν στην Πολωνία, αλλά μόνο σε εκείνα τα εδάφη που η Βαρσοβία κατέκτησε βίαια το 1920-1921 – τη Δυτική Ουκρανία και τη Δυτική Λευκορωσία» (!) Διακρίνουμε, επομένως, έναν υπολανθάνοντα αναθεωρητισμό για τις διευθετήσεις ειρήνης του Α’ Π.Π., τις οποίες αμφότεροι Γερμανοί (επί Μεσοπολέμου) και Σοβιετικοί, νυν Ρώσοι, θεωρούσαν και εξακολουθούν να θεωρούν “άδικες”.
Στις 17/9/1939 εξακολουθούσε, σημειωτέον, να ισχύει το προηγούμενο (Ιούλιος 1932) Σύμφωνο μη Επίθεσης, το οποίο είχαν υπογράψει οι Σοβιετικοί με τους ίδιους τους Πολωνούς! Η ΕΣΣΔ εισέβαλε (δεν «εγκαταστάθηκε», βεβαίως) στην Πολωνία με μικρή καθυστέρηση, διότι έπρεπε προηγουμένως να τελειώσουν οι εχθροπραξίες της με τους Ιάπωνες στην Άπω Ανατολή. Σχεδόν 800.000 ήταν οι Σοβιετικοί στρατιώτες που εισέβαλαν στις 17 Σεπτεμβρίου 1939, συναντώντας μικρή αντίσταση. Προς τιμήν τους, πάντως, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία τίμησαν τις υποσχέσεις τους έναντι της Πολωνίας και κήρυξαν αμέσως τον πόλεμο στη Γερμανία.
Ο μεγάλος κερδισμένος από το Μυστικό Πρωτόκολλο, όπως τελικά εφαρμόστηκε, ήταν ο Στάλιν, ο ποίος μέχρι το θέρος του 1940 προσάρτησε σταδιακά, εκτός από την Ανατολική Πολωνία, τις μέχρι τούδε ανεξάρτητες στο Μεσοπόλεμο χώρες Εσθονία, Λεττονία και Λιθουανία. Αυτές τις μετέτρεψε στις αντίστοιχες Σοβιετικές Δημοκρατίες εγκαθιστώντας ως επικεφαλής τους ανδρείκελα. Ήδη από το φθινόπωρο του 1939, σοβιετικά στρατεύματα προωθήθηκαν σε καίρια σημεία εντός των 3 Βαλτικών χωρών, οι οποίες απεμπόλησαν οριστικά την κυριαρχία τους τον Ιούνιο του 1940, την εποχή της γερμανικής εισβολής στη Δύση.

Η ΕΣΣΔ απορρόφησε επίσης σημαντικά τμήματα της Φινλανδίας (ιδίως την Καρελία, μετά το σφοδρότατο «Χειμερινό Πόλεμο» των 3,5 μηνών, που ξεκίνησε στις 30/11/1939 και οδήγησε στην αποπομπή της ΕΣΣΔ από την Κοινωνία των Εθνών) και της Ρουμανίας (Βεσσαραβία και Βόρεια Βουκοβίνα, θέρος 1940). Mάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος από τα κατεχόμενα πρώην ρουμανικά εδάφη, συνολικής έκτασης 51.000 τ.χ., οι Σοβιετικοί τα συνένωσαν με μια πολύ μικρότερη και Αυτόνομη, έως τότε, Διοικητική Περιοχή της Νοτιοδυτικής Ουκρανίας (σ.σ. τη σημερινή Υπερδνειστερία), μετονομάζοντάς τα στη νεοσύστατη “ΣΣΔ Μολδαβίας”. Με τον τρόπο αυτό, ο πανούργος Στάλιν δημιούργησε ένα τεχνητό μόρφωμα ψευδεπίγραφης εθνοτικής υπόστασης, ήτοι τους επονομαζόμενους “Μολδαβούς”, όπως ακριβώς έκανε και ο Τίτο στη γειτονιά μας το 1944 με τη “Μακεδονία” (σ.σ. στο παλαιότερο Πριγκηπάτο/Ηγεμονία της Μολδαβίας δυτικά του Προύθου, το οποίο ενώθηκε το 1859 με τη Βλαχία δημιουργώντας τη σύγχρονη Ρουμανία, ο πληθυσμός ήταν, στη συντριπτική του πλειοψηφία, ρουμανικής εθνοτικής σύνθεσης και συνείδησης).
Έτσι από τα 388.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα που ήταν η έκταση της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας (1918-1939), η μεν Γερμανία κατέλαβε το 48,5% και η ΕΣΣΔ το υπόλοιπο 51,5%. Σημειωτέον πως το 2% οι ναζί λίγο μετά το παραχώρησαν στο ψευδοκράτος της “Σλοβακικής Δημοκρατίας”, που είχε επίσης εισβάλει στην Πολωνία από το Νότο, αν και με μικρές δυνάμεις. Λίγο-πολύ, η διχοτόμηση έλαβε χώρα κατά μήκος της περίφημης “Γραμμής Curzon”, την οποία είχε προτείναι ο τότε Βρετανός ΥΠΕΞ ήδη από το 1919 ως το σύνορο μεταξύ της νεοσύστατης τότε Πολωνίας και της κομμουνιστικής Ρωσίας (ΕΣΣΔ από το Δεκ. του 1922). Ένα πολύ μικρό μέρος, ήτοι την περιοχή του Βίλνιους ή Βίλνο στα πολωνικά, όπου κατοικούσαν τότε σε ποσοστό 95% Πολωνοί και Εβραίοι, η ΕΣΣΔ το παραχώρησε, τον Ιούλιο του 1940, στη νεοσύστατη Λιθουανική ΣΣΔ.

Περίπου 12 εκατ. ψυχές ήταν το Σεπτ. του 1939 ο πληθυσμός της κατεχόμενης από τους Σοβιετικούς Ανατολικής Πολωνίας, εκ των οποίων πάνω από 5 εκατ. ήταν εθνοτικά Ουκρανοί, σχεδόν 4 εκατ. Πολωνοί, 1,5 εκατ. Λευκορώσοι και 1,3 εκατ. Εβραίοι (σ.σ. από τους τελευταίους δεν επέζησε σχεδόν κανείς ως το 1945). Αξίζει να επισημανθεί πως η σοβιετική NKVD -πρόδρομος της KGB- και η γερμανική Γκεστάπο διεξήγαγαν μαζί επτά γύρους διαβουλεύσεων, από το Σεπτέμβριο του 1939 μέχρι και το Μάρτιο του 1940, προκειμένου να “συντονίσουν” τη δράση τους στις περιοχές οι οποίες περιήλθαν στον έλεγχό τους μετά το προαναφερθέν Σύμφωνο/Πρωτόκολλο.
Ευθύς εξαρχής, η εκ θεμελίων καταστροφή όλων των προπολεμικών θεσμών-δομών (πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών), τόσο σε κεντρικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο, υπήρξε πρωταρχική μέριμνα των Σοβιετικών κατακτητών. Η τρομοκρατία την οποία εφάρμοσαν έμεινε παροιμιώδης, ειδικά σε όσους αντέδρασαν στην κολλεκτιβοποίηση της γεωργίας, την οποία εισήγαγαν από το 1940. Ξεκίνησαν από την εξόντωση της ελίτ, ιδίως, δε, της πολωνικής (που ήταν ισχυρότατη και περιλάμβανε και ευγενείς) και στη συνέχεια προχώρησαν παρακάτω. Πάρα πολλές χιλιάδες αντιφρονούντες, πραγματικοί ή, έστω, «εικαζόμενοι», συνελήφθησαν από τη NKVD και είτε εκτελέστηκαν είτε εκτοπίστηκαν σιδηροδρομικώς, κυρίως στη Σιβηρία και τις στέπες του Καζακστάν. Εκτιμάται ότι εντός της διετίας 1939-41 εστάλησαν στα Γκούλαγκ μεταξύ 1-2 εκατ. κατοίκους από τις κατεχόμενες περιοχές, ένα έργο της περιβόητης Υπηρεσίας Μετεγκατάστασης, η οποία είχε ιδρυθεί (πολύ προνοητικά) ήδη από το Μάιο του 1939 και δρούσε σε στενή συνεργασία με την NKVD.

Ένα τελευταίο, αλλά έντονο, κύμα εκτοπισμών έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1941, ακριβώς πριν τη γερμανική εισβολή, και περιλάμβανε (σύμφωνα με τα επίσημα και μάλλον διορθωμένα προς τα κάτω στοιχεία) 33.682 Πολωνούς 5.978 Εσθονούς 9.546 Λετονούς 10.178 Λιθουανούς και 24.360 Ρουμάνους. Οι επιζήσαντες και τα παιδιά τους δεν επετράπη να επιστρέψουν στις πατρογονικές τους εστίες πριν τα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι δε τελευταίοι επέστρεψαν μόλις το 1970. Πολλοί από τους εκτοπισμένους, συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων παιδιών, πέθαναν στο δρόμο από την κακομεταχείριση: μια μάλλον συντηρητική εκτίμηση τοποθετεί το σχετικό ποσοστό στο 10%, επομένως μεταξύ 100.000 και 200.000. Ακόμη και σήμερα, τα σχετικά Κρατικά Αρχεία της ΕΣΣΔ/νυν Ρωσίας παραμένουν, εν πολλοίς, μη προσβάσιμα στους ερευνητές, εξ ου και οι σχετικές αναφορές είναι κυρίως «εκτιμήσεις». Στα σχολεία των κατεχόμενων περιοχών, εισήχθη ως υποχρεωτική η ρωσική γλώσσα, ενώ η θρησκευτική εκπαίδευση καταργήθηκε.

Σε εθνοτικό επίπεδο, λοιπόν, εκτιμάται πως την περίοδο εκείνη των 22 μηνών εξοντώθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από τους Σοβιετικούς κατακτητές και, δευτερευόντως, από τους ντόπιους συνεργάτες τους, έως και 400.000 Πολωνοί (επομένως το 10% όσων διαβιούσαν στα κατεχόμενα, μετά το Σεπτέμβριο του 1939, εδάφη), 50.000 Ουκρανοί και Λευκορώσοι (αθροιστικά), 8.000 “Μολδαβοί” -ουσιαστικά Ρουμάνοι- και 5.000 πολίτες των πρώην Βαλτικών Δημοκρατιών. Στο σημείο αυτό, ας σημειωθεί πως από τις 29/8 έως τις 23/9/1939, στην Νοτιοανατολική Πολωνία και ιδίως στη Γαλικία, 7.700 Ουκρανοί, μέλη της Οργάνωσης Ουκρανών Εθνικιστών-OUN (σ.σ. αυτή είχε ιδρυθεί το 1929 και επιδίωκε απόσχιση από την κεντρική εξουσία της Βαρσοβίας, η οποία, ομολογουμένως, δεν αντιμετώπιζε και τόσο καλά τις μειονότητες), ενεπλάκησαν σε σαμποτάζ εναντίον των Αρχών. Αργότερα επιδόθηκαν και σε πογκρόμ εναντίον πολωνικής καταγωγής πολιτών, ιδίως στην ύπαιθρο, με 2-3.000 θύματα. Κοινώς, η σοβιετική εισβολή αναζωπύρωσε τα παλιά εθνοτικά πάθη μεταξύ Πολωνών και Ουκρανών, τα οποία επρόκειτο να θεριέψουν ακόμη περισσότερο τη διετία 1942-44. Σε κάθε περίπτωση, το κύριο βάρος των διωγμών έφερε σοβιετική “σφραγίδα”, ιδίως, δε, εκείνη της NKVD.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τις μαζικές εκτελέσεις 22.000 Πολωνών αξιωματικών, αστυνομικών, διανοούμενων και πολιτικών κρατουμένων -συμπεριλαμβανομένων 900 Πολωνοεβραίων- την άνοιξη του 1940, τις οποίες αποκάλυψαν δημόσια τρία χρόνια αργότερα οι Γερμανοί (που από το 1941 είχαν καταλάβει την περιοχή). Από τα θύματα εκείνα, που αντιπροσώπευαν στην κυριολεξία την “αφρόκρεμα” του πολωνικού μεσοπολεμικού κράτους, 4.421 εκτελέστηκαν στο περιβόητο δάσος του Κάτυν, λίγο έξω από το Σμολένσκ, εξ ου και η ιστορία αυτή έμεινε γνωστή ως “Σφαγή του Κάτυν”. Επιπλέον, άλλοι 3.820 σφαγιάστηκαν τότε στο Σταρομπέλσκ, 6.311 στο Οστάσκωφ και 7.305 σε άλλες φυλακές της Δ.Ουκρανίας και δ.Λευκορωσίας.
Οι Σοβιετικοί όχι μόνο αρνήθηκαν το εν λόγω έγκλημα πολέμου, αλλά το επέρριψαν στους Ναζί και είπαν ότι τελέστηκε το θέρος του 1941. Αυτή τη θέση τη διατήρησαν μετά μανίας μέχρι τον Οκτώβριο του 1990, οπότε ο ίδιος ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, τελευταίος γ.γ. του ΚΚΣΕ, αποδέχτηκε την ευθύνη ενώπιον του τότε ηγέτη της Πολωνίας, στρατηγού Γιαρουζέλσκι. Μόνο στην Ελλάδα, σημειωτέον, η εξωπραγματική σοβιετική εκδοχή της περιόδου 1943-1990 για το Κάτυν εξακολουθεί να έχει μια κάποια απήχηση (βλ άρθρο στο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ, Απρίλιο, 2010).
Σε μια ακόμη φρικαλέα κίνηση το επόμενο έτος, 40.000 κρατούμενοι στις φυλακές των κατεχόμενων περιοχών εκτελέστηκαν τον Ιούνιο του 1941, αμέσως μετά την έναρξη της Barbarossa και καθώς οι Σοβιετικοί υποχωρούσαν, προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών. Οι ανωτέρω ακατανόμαστες πράξεις εξηγούν, σε κάποιο βαθμό, γιατί το καλοκαίρι του 1941 που ξεκίνησε η Επιχείρηση Barbarossa, πολλοί επιζήσαντες των κατεχόμενων μέχρι πρότινος (από τους Σοβιετικούς) περιοχών της Ανατολής -και όχι μόνον οι Ουκρανοί εθνικιστές- αντιμετώπισαν τους προελαύνοντες στρατιώτες της Βέρμαχτ ως απελευθερωτές, αλλά σύντομα γνώρισαν την κτηνωδία τους…
Το εμπορικό-οικονομικό επίπεδο είναι πάρα πολύ σημαντικό και δεν πρέπει να αποσιωπηθεί. Το έχει αναλύσει ενδελεχώς, μεταξύ άλλων, ο Edward Ericson στην κλασική μονογραφία του Feeding the German Eagle: Soviet Economic Aid to Nazi Germany (1999). Υπενθυμίζεται πως η ΕΣΣΔ είχε φροντίσει να συνάψει σχέσεις (συμπεριλαμβανομένων εμπορικών) με τη μεσοπολεμική Γερμανία ήδη από την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και δη το 1922, με τη Συνθήκη του Ραπάλο, ενώ την ίδια χρονιά η Junkers κατασκεύασε, εξυπακούεται στα κρυφά, εργοστάσιο αεροσκαφών κοντά στη Μόσχα.
Στην ευρισκόμενη εντός της σοβιετικής επικράτειας Σχολή Αεροπορικής Εκπαίδευσης του Λιπέτσκ, η οποία λειτουργούσε, κατά παράβαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, από την άνοιξη του 1926 έως και το 1933 εκπαιδεύτηκαν τουλάχιστον 120 Γερμανοί ιπτάμενοι (και δη πιλότοι δίωξης) και πολλές εκατοντάδες τεχνικοί εδάφους, που αργότερα αποτέλεσαν τον «πυρήνα» της νεοσύστατης Luftwaffe. Επιπλέον, η πρώτη γενιά πολεμικών αεροσκαφών της, συνολικά 4 τύποι, πραγματοποίησαν εκεί τις πτητικές τους δοκιμές την περίοδο 1930-32. Το Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν μεταξύ της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, στο τέλος του 1936, “ψύχρανε” μεν τις διμερείς σχέσεις Βερολίνου-Μόσχας, αλλά αυτές σύντομα επανέκαμψαν, με αιχμή του δόρατος το διμερές εμπόριο.

Η ναζιστική πολεμική μηχανή, η οποία ξεχύθηκε εναντίον της Δυτικής Ευρώπης το 1940/41 βασίστηκε, τουλάχιστον εν μέρει, σε υλική βοήθεια από τη Μόσχα, που μετά τα μέσα Αυγούστου 1939 “απογειώθηκε”. Στις 19/8/1939 υπεγράφη Γερμανοσοβιετική Συμφωνία Εμπορίου και Πίστωσης, βάσει της οποίας η ΕΣΣΔ έλαβε από τους ναζί πιστωτική γραμμή ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων για επτά χρόνια με επιτόκιο μόλις 4,5%. Η εν λόγω πιστωτική γραμμή επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί κατά τα επόμενα χρόνια για την αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών. Ακόμη πιο σημαντική, όμως, υπήρξε η Γερμανοσοβιετική Εμπορική Συμφωνία της 11/2/1940, Ειδικότερα, η μεν Σοβιετική Ένωση προμήθευε τη Γερμανία με πρώτες ύλες, λ.χ. πετρέλαιο, μέταλλα, καουτσούκ και φωσφορικά άλατα, καθώς και άφθονα σιτηρά, ενώ η Γερμανία παρείχε μηχανήματα, βιομηχανικά προϊόντα αλλά και στρατιωτική τεχνογνωσία: 30 σύγχρονα πολεμικά αεροσκάφη, όπως Bf109, Bf110, He111 και Ju88, μεταβιβάστηκαν στη Μόσχα, όπως επίσης και το ημιτελές βαρύ καταδρομικό Lützow των 20.000 τ. εκτοπίσματος, το οποίο μετονομάστηκε σε Petropavlovsk (σ.σ. αυτό τελικά υπηρέτησε ως στατικό πλοίο στην πολιορκία του Λένινγκραντ, χωρίς να ολοκληρωθεί ποτέ πέραν του 70%).
Πάνω από όλα, οι Σοβιετικοί εξήγαγαν στους ναζί, μεταξύ των άλλων, 872.000 τόνους πετρέλαιο, απολύτως αναγκαίο για τη γερμανική πολεμική μηχανή, ενώ άλλοι 22.400 τόνοι πετρέλαιο είχαν παραδοθεί στο Βερολίνο μεταξύ τέλους Αυγούστου 1939 και αρχών Φεβρουαρίου 1940. Η βοήθεια αυτή επέτρεψε στο Γ΄ Ράιχ να ξεπεράσει το ναυτικό αποκλεισμό (blockade) τον οποίο του είχε επιβάλει ήδη από το Σεπτ. του 1939 η θαλασσοκράτειρα Βρετανία. Συνολικά, ως προς την αξία τους, οι γερμανικές εισαγωγές αγαθών από την ΕΣΣΔ εκτοξεύθηκαν το έτος 1940 στα 395,7 εκατ. μάρκα από μόλις 52,8 εκατ. μάρκα που ήταν το 1939, ενώ μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1941 (σ.σ. μέχρι τις 22/6 και τον μεταξύ τους πόλεμο) ανήλθαν σε 325,5 εκατ. μάρκα!

Στα μέσα Νοεμβρίου του 1940, ο Μόλοτωφ μετέβη αεροπορικώς στο Βερολίνο, όπου κατά την υποδοχή του η γερμανική μπάντα έπαιζε τον ύμνο της «Διεθνούς» (για πρώτη φορά μετά από οκτώ έτη, δηλαδή προ της ανόδου του ναζισμού στην εξουσία). Εκεί έλαβαν χώρα γερμανοσοβιετικές συνομιλίες περί Διεύρυνσης του Άξονα, με τη συμπερίληψη, ως τέταρτης Δύναμης, της Σοβιετικής Ένωσης! Αυτές, όμως, οι διαπραγματεύσεις για το ποιες θα ήταν οι παγκόσμιες, αυτή τη φορά, σφαίρες επιρροής των δύο Μεγάλων Δυνάμεων αποδείχτηκαν τελικά άκαρπες, με αποτέλεσμα στις 18/12/1940 ο Χίτλερ να υπογράψει την κοσμοϊστορική, όπως αποδείχτηκε, Διαταγή Ν. 21 για εισβολή στην ΕΣΣΔ (Επιχείρηση “Barbarossa”) με προγραμματισμένη, τότε, ημερομηνία έναρξης την 15/5/1941.
Συμπερασματικά, το 1939-41, δηλ. προτού δεχτεί η ίδια την εισβολή της Βέρμαχτ, η ΕΣΣΔ συνεργάστηκε πολύ στενά με τη Γερμανία, την ενίσχυσε σημαντικά σε πρώτες ύλες και ιδίως στο κρίσιμο για τα πάντσερ πετρέλαιο και, τέλος, επιδόθηκε σε σκληρή πολιτική καταστολής στις περιοχές εκείνες της Ανατολικής Ευρώπης τις οποίες κατέλαβε ως συνέπεια του Μυστικού Πρωτοκόλλου, συνημμένου στο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ.
Συνεχίζεται









