Η «Κόκκινη Ορχήστρα» στο στόχαστρο των Γερμανών
Μετά την εξάρθρωση του τομέα των Βρυξελλών, η εντολή των Γερμανών επιτελών προς τα αρμόδια όργανα, που σε επιχειρησιακό επίπεδο επικεφαλής ήταν ο Πίπε, ήταν η άμεση εξάρθρωση του ρωσικού δικτύου με πρώτη προτεραιότητα τα «πλοκάμια» του που είχαν απλωθεί στο Βερολίνο. Ήδη είχαν εντοπισθεί διαρροές ακόμη και σχεδίων μυστικών οπλικών συστημάτων, όπως το υπό εξέλιξη πρόγραμμα του μαχητικού-βομβαρδιστικού Me 210, γεγονός που δημιούργησε βάσιμες υποψίες ότι οι διαρροές γίνονταν εκ των έσω. Όπως αποδείχτηκε, είχαν απόλυτο δίκιο, διότι επικεφαλής του δικτύου του Βερολίνου δεν ήταν άλλος από τον υπολοχαγό Χάρο Σούλτσε-Μπόιζεν, ο οποίος κατείχε σημαντικές πληροφορίες για τα μυστικά προγράμματα του Γ΄ Ράιχ, κυρίως όχι λόγω της θέσης του ως αξιωματικός Αμύνης στο υπουργείο Αεροπορίας, αλλά λόγω της φιλικής του σχέσης με τον Γκαίριγκ.
Το νούμερο δύο του τομέα του Βερολίνου ήταν ο Άρβιντ Χάρνακ, ο οποίος είχε λαμπρές σπουδές στον τομέα των Οικονομικών, κατείχε τον τίτλο του διδάκτορα και ήταν από τα πλέον σημαντικά στελέχη του ελεγκτικού συμβουλίου του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών. Το δίκτυο του Βερολίνου ήταν εξοπλισμένο με τρεις πομπούς οι οποίοι έστελναν κωδικοποιημένα μηνύματα προς τη Ρωσία σχεδόν σε καθημερινή βάση από το καλοκαίρι του 1941. Οι πληροφορίες που έφθαναν στη Μόσχα ήταν υψίστης σημασίας μιας και περιλάμβαναν εκθέσεις του υπουργείου Οικονομικών για στρατιωτικές δαπάνες, περιγραφές και αναλύσεις νέων συστημάτων, όπως πειραματικά αεροσκάφη, συσκευές κωδικοποίησης, συστήματα επικοινωνιών και ναυτιλίας για τα αεροσκάφη, τους αντιαεροπορικούς πυραύλους V2 που βρίσκονταν σε εξέλιξη και πολλά άλλα στοιχεία που ουσιαστικά έδιναν στους Σοβιετικούς μια πλήρη εικόνα της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής.
Για την εξάρθρωση του δικτύου του Βερολίνου, την ευθύνη φέρει και πάλι ο Μακάροφ, διότι όταν είχε αποκαλυφθεί το δίκτυο των Βρυξελλών, στο διαμέρισμά του βρέθηκε ένα μισοκατεστραμμένο κωδικοποιημένο μήνυμα.
Αρχικά το εν λόγω μήνυμα ήταν αδιάφορο στους Γερμανούς, έως ότου αποκρυπτογραφήθηκε η λέξη «Πρόκτορ» που αφορούσε τον ήρωα ενός μυθιστορήματος με τίτλο «Το θαύμα του καθηγητή Βολμάρ». Όταν οι Γερμανοί αναλυτές εντόπισαν το βιβλίο, κατάφεραν, περίπου δύο μήνες μετά τη σύλληψη του Μακάροφ, να ανακαλύψουν τον κώδικα που χρησιμοποιούσε η «Κόκκινη Ορχήστρα» στον τομέα του Βερολίνου. Με τη χρήση του κώδικα αποκρυπτογραφήθηκε μεγάλο μέρος των μαγνητοφωνημένων μηνυμάτων που είχαν υποκλαπεί στο παρελθόν.
Σε ένα από αυτά τα μηνύματα που αφορούσε μια αποστολή ρουτίνας του Κεντ (Σουκόλοφ) στο Βερολίνο με σκοπό την αποκατάσταση μιας βλάβης σε κάποιον πομπό, αναφέρονταν σημεία συνάντησης, κώδικες και ονομασίες πρακτόρων. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με άλλες πληροφορίες των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, «φωτογράφιζαν» ουσιαστικά τον Χ. Σούλτσε Μπόιζεν. Στις 20 Αυγούστου του 1942 συλλαμβάνεται ο Μπόιζεν και αρχίζει μια ανελέητη καταδίωξη για την ανακάλυψη των πρακτόρων του συγκεκριμένου τομέα, που είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αδρανοποίηση του δικτύου που δρούσε στη γερμανική πρωτεύουσα.
Επόμενη κίνηση των Γερμανών επιτελών ήταν η αποστολή μιας ομάδας ειδικών στους εντοπισμούς πομπών, στο Παρίσι. Στις 10 Ιουνίου του 1942, εντοπίζεται ένας πομπός στο προάστιο Μαλμεζόν του Παρισιού όπου συλλαμβάνονται ένα ζευγάρι Πολωνών, ο Χερς και η Μύρα Σοκόλ. Από τις μετέπειτα ανακρίσεις οι Γερμανοί πληροφορούνται τα ονόματα αρκετών πρακτόρων, καθώς και το γαλλικό όνομα που χρησιμοποιούσε ο Τρέπερ στη γαλλική πρωτεύουσα. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο ήταν η αποκάλυψη του πράκτορα Γιόχαν Βέντσελ, ο οποίος ήταν γερμανικής καταγωγής και είχε εγκαταστήσει νέους πομπούς στις Βρυξέλλες. Επικεφαλής της ομάδας που συνέλαβε τον Βέντσελ είχε τοποθετηθεί ο βετεράνος πλέον σε παρόμοιες αποστολές Χάρι Πίπε.
Η σύλληψή του έγινε με πραγματικά κινηματογραφικό τρόπο, μιας και ενώ είχε εντοπισθεί στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας, όταν εισέβαλε η ομάδα κρούσης ο Βέντσελ βρισκόταν στη σοφίτα.
Όταν αντιλήφθηκε την παρουσία των Γερμανών, αντάλλαξαν πυροβολισμούς και εν συνεχεία τραυματισμένος συνελήφθη στην τουαλέτα του διαμερίσματος. Από τις αρχικές ανακρίσεις το μόνο που εν τέλει αποκόμισαν οι άντρες της γερμανικής αντικατασκοπείας ήταν η σπουδαιότητα των πληροφοριών που μεταδίδονταν προς τη Μόσχα.
Παρ’ όλα αυτά, δεν εκτέλεσαν τον Βέντσελ αλλά τον ανάγκασαν να στέλνει ψευδή μηνύματα προς τη Μόσχα, ώστε να αποπροσανατολιστούν οι ρωσικές έρευνες. Μετέπειτα δόθηκε για ανάκριση στην Γκεστάπο όπου «λύγισε» και αποκάλυψε το κρησφύγετο του Γεφρέμοφ, που ήταν ο νέος επικεφαλής του δικτύου του Βελγίου, ενώ έδωσε και πληροφορίες για τον Τρέπερ αναφέροντας ότι μεταξύ των μελών της οργάνωσης έφερε το προσωνύμιο «Μεγάλος Αρχηγός». Αυτό βέβαια ήταν κάτι που γνώριζαν οι Γερμανοί, μιας και είχαν συγκεντρώσει πλήθος στοιχείων, μεταξύ των οποίων και τη φωτογραφία του.
Στα ίχνη του «Μεγάλου Αρχηγού»
Στα τέλη του Ιουνίου, ο Πίπε με την ομάδα του μεταβαίνει στο Παρίσι με σκοπό να εντοπίσει τον «Μεγάλο Αρχηγό» και να εξαρθρώσει το δίκτυο του Παρισιού, όπου βρίσκονταν και οι «κεφαλές» της οργάνωσης. Ο Τρέπερ, έχοντας πληροφορηθεί την παρουσία του Πίπε στο Παρίσι, μεταφέρει τα γραφεία της «Σιμέξκο» σε άλλο κτίριο και ο ίδιος μαζί με τα άλλα στελέχη, όπως ο Γκοσφόγκελ δεν εμφανίζονται ποτέ. Όλες οι έρευνες του Πίπε αποβαίνουν άκαρπες μιας και δεν βρίσκει κάποιο στοιχείο που θα τον οδηγήσει στον «Μεγάλο Αρχηγό».
Ο Τρέπερ, αξιολογώντας την κατάσταση, αντιλαμβάνεται ότι η σύλληψή του είναι θέμα χρόνου και αποφασίζει να εξαφανίσει τα ίχνη του και να μεταφέρει όλο το δίκτυο στη νότια Γαλλία. Ενημερώνει τη Μόσχα για τα σχέδιά του και πραγματοποιεί τις ανάλογες κινήσεις με σκοπό να σκηνοθετήσει εικονικά το θάνατό του. Τη συγκεκριμένη αποστολή αναλαμβάνει ένας γιατρός, μέλος της οργάνωσης και φίλος του Τρέπερ, ο οποίος θα έβρισκε ένα πτώμα και θα υπέγραφε τη ληξιαρχική πράξη θανάτου με το όνομα Τρέπερ. Ενώ λοιπόν ο «Μεγάλος Αρχηγός» οργάνωνε το «θάνατό» του, ο Πίπε ανέκρινε όλο το προσωπικό της «Σιμέξκο», χωρίς όμως αποτέλεσμα. Κανείς από το προσωπικό δεν γνώριζε τις «άλλες» δραστηριότητες των στελεχών της εταιρείας.
Μην καταφέρνοντας να βρει κάποια σημαντική πληροφορία, αποφασίζει την παύση λειτουργίας της εταιρείας και συλλαμβάνει τον διαχειριστή της με όλη την οικογένειά του. Από τις ανακρίσεις διαπιστώθηκε για άλλη μια φορά ότι δεν γνώριζαν τίποτε απολύτως για τον «Μεγάλο Αρχηγό», εκτός του γεγονότος ότι είχε ζητήσει από τη γυναίκα του διαχειριστή να του συστήσει κάποιον καλό οδοντίατρο. Στο μεταξύ στην ομάδα του Πίπε είχε προσκολληθεί και ο ταγματάρχης Χάιντς Πάνβιτς, ένα από τα πλέον σημαντικά στελέχη των Ες-Ες με μεγάλη εμπειρία σε ανάλογα θέματα.
Ο Πίπε μαζί με τον Πάνβιτς ανακαλύπτουν το οδοντιατρείο στην οδό Ριβολί και, μετά από συζήτηση με τον οδοντίατρο Μαλεπλάτ, πληροφορούνται ότι πράγματι τον επισκέπτεται ένας κύριος που ταιριάζει στην περιγραφή του Τρέπερ με το όνομα Ζίλμπερ. Τις επόμενες ημέρες Γερμανοί πράκτορες και άντρες της γερμανικής αστυνομίας μεταμφιεσμένοι με πολιτικά παρακολουθούν διακριτικά το οδοντιατρείο. Ξαφνικά ένα μεσημέρι, και ενώ δεν υπάρχουν άλλοι ασθενείς στην αίθουσα αναμονής, εκτός των αντρών του Πίπε, εμφανίζεται ένας άντρας που ταιριάζει στην περιγραφή του Τρέπερ.
Αμέσως συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και, όταν διαπιστώνεται ότι όντως ήταν ο Τρέπερ, μεταφέρεται για ανάκριση σε ένα από τα διαμερίσματα που στεγαζόταν κάποιο τμήμα της γερμανικής αντικατασκοπείας.
Οι ανακρίσεις κρατούν σχεδόν δέκα εβδομάδες σε φιλικό τόνο. Ο Τρέπερ, αν και δεν αποκαλύπτει στοιχεία για τη γενικότερη δομή των Σοβιετικών Μυστικών Υπηρεσιών, τους δίνει κάποιες λεπτομέρειες με αποτέλεσμα να συλληφθούν αρκετοί από τους συνεργάτες του. Μέχρι το Δεκέμβριο του 1942 έχουν συλληφθεί ουσιαστικά όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη της «Κόκκινης Ορχήστρας», ενώ παράλληλα συνεχίζονταν οι αποστολές ψευδών μηνυμάτων από το Βερολίνο προς τη Μόσχα. Στο μεταξύ οι Γερμανοί επιτελείς αποφάσισαν -με τη συγκατάθεση φυσικά του Τρέπερ- να τον χρησιμοποιήσουν ώστε να επιτευχθεί μια ειδική συμφωνία ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας.
Ο «δαιμόνιος» Τρέπερ, που δέχθηκε τη συμφωνία, έπεισε τη γερμανική πλευρά ότι θα έπρεπε να συναντηθεί με τα στελέχη του Κομμουνιστικού Γαλλικού Κόμματος. Με γερμανική συνοδεία ο Τρέπερ έρχεται σε επαφή με σύνδεσμο του Κομμουνιστικού Γαλλικού Κόμματος, όπου του παραθέτει την κατάσταση, λέγοντάς του παράλληλα να διαβιβάσει στη Μόσχα ότι θα πρέπει φαινομενικά να δείξουν ότι συζητούν τη γερμανική πρόταση, ώστε να κερδίσει χρόνο.
Η απόδραση του Τρέπερ
Στο πλαίσιο της συμφωνίας για ειρήνη μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας ο Τρέπερ ζητά και έρχεται σε επαφή και με πράκτορες της «Κόκκινης Ορχήστρας» που έχουν συλληφθεί, με τη δικαιολογία ότι έτσι θα οργανώσει καλύτερα το όλο σχέδιο. Από τις συναντήσεις αυτές πληροφορείται ότι οι Γερμανοί συνέλαβαν το σύνδεσμό του με το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Μετά από αυτή την απροσδόκητη εξέλιξη, φοβούμενος ότι ο σύνδεσμος που συνελήφθη θα αποκαλύψει το διπλό του ρόλο, αποφασίζει να αποδράσει. Το σχέδιο απόδρασής του ήταν πράγματι τόσο απλό όσο και ευφυές. Πολλές εβδομάδες πριν, ο Τρέπερ παραπονιόταν στον Γερμανό συνοδό του ότι έπασχε από πόνους στο στομάχι εξαιτίας του έλκους που τον βασάνιζε.
Τις τελευταίας ημέρες έλεγε συνεχώς ότι οι πόνοι ήταν αφόρητοι και ότι το μόνο που μπορούσε να τον ανακουφίσει ήταν ένα φάρμακο που παρασκεύαζε ένας γνωστός του φαρμακοποιός, το οποίο όμως δεν πωλούνταν στο εμπόριο.
Προφασιζόμενος συνεχείς κρίσεις στομάχου, καταφέρνει να πείσει τον Μπερκ, που ήταν ο συνοδός του, να μεταβούν με το αυτοκίνητο κοντά στο σταθμό Σεν Λαζάρ όπου βρισκόταν το φαρμακείο. Όταν έφθασαν εκεί, ο Μπερκ παρκάρει ακριβώς μπροστά από την πόρτα του φαρμακείου και ο Τρέπερ μόνος του μπαίνει στο εσωτερικό του για να προμηθευτεί το φάρμακο. Μετά από λίγα λεπτά, ενώ ο Μπερκ περιμένει αμέριμνος έξω από την είσοδο του φαρμακείου, ο Τρέπερ ταξιδεύει με το τρένο προς τα προάστια του Παρισιού. Εκείνο που δεν γνώριζε ο Μπερκ ήταν ότι το φαρμακείο είχε και άλλη έξοδο που οδηγούσε στο σταθμό του τρένου. Τελικά ο Τρέπερ βρίσκει καταφύγιο σε μια πανσιόν στο Σεν Ζερμέν. Ο Πάνβις όμως με τον Πίπε, ανακρίνοντας στελέχη της «Κόκκινης Ορχήστρας» που έχουν συλληφθεί, μαθαίνουν για το κρησφύγετο στο Σεν Ζερμέν και οργανώνουν επιχείρηση για τη σύλληψη του «Μεγάλου Αρχηγού».
Ο Τρέπερ ωστόσο καταφέρνει να διαφύγει και, αλλάζοντας συνεχώς κρησφύγετα, βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από τους διώκτες του. Ο Πάνβιτς, έχοντας χάσει ουσιαστικά τα ίχνη του, προσπαθεί με δική του πρωτοβουλία να βρει τρόπο επικοινωνίας με τη Μόσχα ώστε να επιτύχει συμφωνία ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας με ευνοϊκούς όρους για τη Γερμανία. Όλες όμως οι προσπάθειες αποβαίνουν άκαρπες μιας και στις 31 Αυγούστου του 1944 οι συμμαχικές δυνάμεις εισβάλλουν στο Παρίσι. Ο Τρέπερ, που έχει καταφέρει να χαθούν τα ίχνη του για περισσότερους από 20 μήνες από την εξάρθρωση της «Κόκκινης Ορχήστρας», εμφανίζεται στη ρωσική στρατιωτική αποστολή που έχει εγκατασταθεί στο Παρίσι.
Στις 6 Ιανουαρίου ο Τρέπερ μεταβαίνει αεροπορικώς στη Μόσχα, όπου μετά από μια σύντομη συνάντηση με τον στρατηγό Κουζνετσόφ, που ήταν ένα από τα διοικητικά στελέχη της NKVD, στέλνεται στις φυλακές της Λιουμπιάνκα με την κατηγορία ότι οι πληροφορίες που έδωσε στη γερμανική αντικατασκοπεία ήταν η αιτία να συλληφθούν Σοβιετικοί πράκτορες.
Για τον ίδιο λόγο στην ίδια φυλακή βρισκόταν και ο λοχαγός Σουκούλοφ, γνωστός, όπως έχουμε προαναφέρει, με το προσωνύμιο Κεντ, ενώ λίγο αργότερα τον τίτλο του «οικότροφου» των φυλακών της Λιουμπιάνκα απέκτησε και ο ταγματάρχης Πάνβιτς, με την κατηγορία του εγκληματία πολέμου. Το 1955, μετά το θάνατο του Στάλιν, ο Τρέπερ αποφυλακίζεται και μεταβαίνει στην Πολωνία όπου…
Η συνέχεια στο Military History