Τον περασμένο Δεκέμβριο, η Βασιλική Καναδική Πολεμική Αεροπορία (RCAF) ολοκλήρωσε άλλη μια τετράμηνη ανάπτυξη για τη διασφάλιση των ρουμανικών και ευρωπαϊκών ουρανών. Οι συνθήκες όμως ήταν εντελώς διαφορετικές απ’ ό,τι στο παρελθόν, υπό τη βαριά σκιά της «Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης» της Μόσχας μόλις μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από την ΑΒ Mihail Kogalniceanu, όπου είχαν μετασταθμεύσει. Το καναδικό κλιμάκιο έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα φιλόξενο για την «Πτήση», και έτσι δεν χάσαμε την ευκαιρία να δούμε και πάλι τους Καναδούς στην Ευρώπη.
Η επίσκεψή μας όμως συνέπεσε με την επίσημη ανακοίνωση τον Ιανουάριου ότι η κυβέρνηση του Καναδά και η Lockheed Martin ανακοίνωσαν ότι «ολοκλήρωσαν τη συμφωνία προμήθειας 88 F-35A για την RCAF» ύψους C$19 δις ($14,2 δις), η οποία τερματίζει μια αναζήτηση για την αντικατάσταση των CF-188 που πηγαίνει πίσω τουλάχιστον 12 χρόνια, με πολλές πτυχές που σημάδεψαν την πολιτική ζωή της βορειοαμερικανικής χώρας.
Το κόστος εμπεριέχει δαπάνες για εκπαίδευση, υποστήριξη, κατασκευή υποδομών (περιλαμβανομένων συγκροτημάτων εξομοιωτών) σε δυο τοποθεσίες της καναδικής επικράτειας, όπως και αρχικές ποσότητες ανταλλακτικών και όπλων (που δεν έχουν προς το παρόν διευκρινιστεί). Από τα όσα είναι γνωστά, τα αεροπλάνα θα εδρεύουν ή θα επιχειρούν από βάσεις στην Bagotville του Κεμπέκ και την Cold Lake της Αλπέρτα. Η καναδική κυβέρνηση σε παλαιότερες ανακοινώσεις της είχε υπολογίσει το κόστος του «κύκλου ζωής» των F-35 σε C$70 δις (περίπου $52 δις).
Να θυμίσουμε ότι στη μακρά αυτή διαδικασία, η οποία στην έσχατη φάση της είχε ξεκινήσει το 2017 με την κατάθεση των αρχικών προσφορών, εκτός του Lightning II μετείχαν επίσης τα Boeing F/A-18E/F, Eurofighter Typhoon, Dassault Rafale και Saab JAS-39, με τα τρία πρώτα σε κάποια φάση της διαδικασίας είτε να αποχωρούν είτε να απορρίπτονται, αφήνοντας μόνο το Gripen και το F-35Α στην τελική μονομαχία.
Αυτή είχε καταλήξει τον Μάρτιο του 2022 υπέρ του JSF και στη συνέχεια η Οτάβα ξεκίνησε τελικές διαπραγματεύσεις με τη Lockheed Martin, διατηρώντας την επιλογή να στραφεί στη Saab ως επιλαχούσα. Το θέμα της διαπραγμάτευσης με την LM υπό το πρίσμα της συμμετοχής του Καναδά στο πρόγραμμα JSF (ως ενός εκ των αρχικών εταίρων) ήταν ακανθώδες και ταλάνισε την εξέλιξη του προγράμματος FFC (Future Fighter Capability) για την αντικατάσταση των CF-188 εξαρχής με κατηγορίες από τις άλλες υποψηφιότητες περί άνισης μεταχείρισης. Σε αυτήν τη φάση, τον Σεπτέμβριο του 2022, η Saab διαμαρτυρήθηκε ότι η τελική διαπραγμάτευση ήταν άδικη, αφού, όπως υποστήριξε, δεν θα έπρεπε να υπάρχει θέμα περαιτέρω συζήτησης και οι όποιες βελτιωμένες προτάσεις της LM θα έπρεπε να είχαν συμπεριληφθεί στην BAFO (Best And Final Offer), η οποία είχε ζητηθεί από τους δυο τελικούς διεκδικητές πριν την επιλογή του αναδόχου του FFC τον Μάρτιο του 2022. Η καναδική κυβέρνηση από την πλευρά της υποστήριξε ότι οι διαπραγματεύσεις ήταν μέρος της «φάσης οριστικοποίησης», στην οποία «ο υποψήφιος τελικός ανάδοχος θα έπρεπε να αποδείξει με επιτυχία ότι η προς υπογραφή συμφωνία ικανοποιούσε τις καναδικές απαιτήσεις σε όλους τους τομείς, περιλαμβανομένης της αξίας της προμήθειας έναντι του τιμήματος, της προστασίας από κινδύνους στη διάρκεια της υλοποίησής της, τις εγγυήσεις ολοκλήρωσης και παράδοσης του έργου, καθώς και δέσμευση για τα οικονομικά οφέλη υψηλής αξίας για την αεροδιαστημική και αμυντική βιομηχανία του Καναδά».
Στο θέμα των ωφελημάτων από την προμήθεια, καναδικές πηγές τα προσδιορίζουν (αμέσως ή εμμέσως) σε περίπου $426 εκατ. ετησίως και για διάστημα 25 ετών, συνεισφέροντας στην οικονομία της χώρας και με τουλάχιστον 3.300 θέσεις εργασίας. Και στο θέμα όμως αυτό έχει υπάρξει έντονη κριτική στο παρελθόν, καθώς οι πληροφορίες ανέφεραν ότι η Lockheed Martin -στη διάρκεια των αρχικών αλλά και των τελικών διαπραγματεύσεων- συνυπολόγιζε και κάποιο μέρος (μεγάλο σύμφωνα με ορισμένες πηγές) από το έργο που προερχόταν από τη συμμετοχή τού Καναδά στο πρόγραμμα JSF ως εταίρου. Ο Καναδάς ήταν μία από τις οκτώ χώρες-συνεργάτες του προγράμματος JSF με αρχική επένδυση $200 εκατ., που του έδινε το δικαίωμα συμμετοχής με μερίδιο στη βιομηχανική παραγωγή. Το καθεστώς αυτό του παρείχε και προνομιακή μεταχείριση στην προμήθεια, η οποία όπως και για τους άλλους εταίρους είναι μια υβριδική διαδικασία κάτω από τη διαχείριση του αρμόδιου αμερικανικού JPO (Joint Program Office), που δεν αφορά όμως ούτε σε πώληση FMS (όπως είναι όλες οι αγορές F-35 για τους μη-εταίρους), αλλά ούτε και εμπορική πώληση (Direct Commercial Sale), η οποία δεν προβλέπεται για το συγκεκριμένο πρόγραμμα μαχητικών.
Με την ολοκλήρωση και των τυπικών διαδικασιών ο Καναδάς γίνεται η 17η χώρα-πελάτης του F-35, ακολουθώντας τις δυο πιο πρόσφατες προσχωρήσεις στο «Club» των χρηστών JSF, της Ελβετίας και της Γερμανίας, δυο χωρών που είχαν ακολουθήσει τη Φινλανδία. Σύμφωνα με πρόσφατη καναδική ανακοίνωση, η προμήθεια των 88 Lightning II θα γίνει σταδιακά και σε παρτίδες, με την πρώτη να αφορά 16 αεροπλάνα και αρχικές παραδόσεις το 2026, στοχεύοντας σε επίτευξη πλήρους επιχειρησιακής διαθεσιμότητας για τον συνολικό στόλο την περίοδο 2032-2034.
Περαιτέρω ανάλυση του παρόντος και του μέλλοντος της Royal Canadian Air Force στο τεύχος μας που κυκλοφορεί.
Μην το χάσετε!