Όσο ανόητη είναι η σύγκριση του «πόσο κάνει ένα Rafale» με το «θα μπορούσαμε με τα ίδια λεφτά να χτίσουμε σχολεία και νοσοκομεία», τόσο ανόητη είναι η και μονοσήμαντη δήλωση «αν δεν έχουμε όπλα δεν έχουμε χώρα».
Ανόητες, δηλαδή κενού νοήματος, και οι δύο. Γιατί η πρώτη επιλεκτικά συγκρίνει ένα οπλικό σύστημα, που προφανώς είναι απαραίτητο για την επιβίωση της χώρας, με κρίσιμες υποδομές που επίσης είναι απαραίτητες για την διαβίωση και επιβίωση της ίδιας χώρας. Ως φαύλο δηλαδή δίλημμα πως «αγόρασα νερό αλλά με τα ίδια λεφτά θα μπορούσα να πάρω φαγητό», ξεχνώντας πως και τα δύο είναι κρίσιμα.
Η δεύτερη δήλωση προσεγγίζει το ανόητο με άλλη προοπτική. Καθώς αναβαθμίζει την άμυνα της χώρας σε μοναδική προτεραιότητα. Κι όμως αυτό δεν ισχύει. Η άμυνα απαιτεί σημαντικό κόστος σε χρήμα και εξίσου σημαντικές επενδύσεις σε ανθρώπινους πόρους. Αυτά λοιπόν παράγονται από μια κοινωνία με ισχυρή οικονομία, με ανάπτυξη, με εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Ακόμη και μεγάλη αμυντική βιομηχανία να έχεις, άρα να απολαμβάνεις «επιστροφή της επένδυσης», είναι αδύνατο αυτό το όφελος να καλύψει το συνολικό κόστος αμυντικών αγορών και επενδύσεων. Πρωτεύει η Οικονομία λοιπόν; Και πάλι όχι. Ούτε η Παιδεία, που θα σου δώσει και τον συνειδητοποιημένο πολίτη που θα εγκρίνει-προκρίνει-χρηματοδοτήσει την αμυντική δαπάνη, που θα υπηρετήσει αξιοπρεπώς την στρατιωτική του υποχρέωση, που θα ενταχθεί στις Ένοπλες Δυνάμεις ως στέλεχος.
Να το πούμε πιο απλά. Δεν υπάρχει «σύγκρουση» μεταξύ Άμυνας-Υγείας-Παιδείας-Δημοσίων Επενδύσεων κ.λπ. Παρότι όλα τροφοδοτούνται από το ίδιο δημόσιο καλάθι εσόδων, το να τα θεωρήσουμε ως ανταγωνιστικά, ως το ένα αντίπαλο του άλλου είναι η απόλυτη αφέλεια (οικονομικά και πολιτισμικά) αλλά και πλέον αντιδημοκρατική αντίληψη. Καθώς όποια πλευρά και να πάρεις στην υποτιθέμενη διαμάχη, περιγράφεις μια κοινωνία, αλλά και κάθε πολίτη ξεχωριστά, ως μονοσήμαντο ον. Που χρειάζεται μόνο (ή κυρίως) όπλα, που χρειάζεται μόνο (ή κυρίως) νοσοκομεία, που ζει μόνο για να «παράγει» κ.ο.κ. Άρα ως ελλειμματική φιγούρα, που αδυνατεί να εκπροσωπήσει το πολυσύνθετο της όποιας Ελληνικής ιδιορρυθμίας και κοσμαντίληψης.
Αυτό που οφείλουμε να απαιτούμε ως πολίτες είναι (τουλάχιστον) δύο πράγματα. Να υπάρχει μια ισορροπημένη κατανομή του δημόσιου χρήματος ώστε να εξυπηρετούνται αξιοπρεπώς όλες οι σημαντικές ανάγκες μας. Και στη συνέχεια, σε ένα φτωχό κράτος όπως η Ελλάδα, να γίνεται συστηματική προσπάθεια να μειωθούν οι όποιες σπατάλες, όπως και η γραφειοκρατία, η αδιαφάνεια και η διαφθορά που είναι πανάκριβες. Και η κριτική να επικεντρωθεί εκεί και όχι στο ποιός πλειοδοτεί ζητώντας “περισσότερες ΜΕΘ” ή “περισσότερα Rafale” σε ανταγωνισμό ιδεολογημάτων και αλληλοκατηγοριών περί μειωμένης πατριδοφροσύνης.
Υποδεχθήκαμε τα Rafale λοιπόν. Και αντί να μετράμε πόσες ΜΕΘ θα παίρναμε στη θέση τους, καλό θα είναι να προβληματιστούμε γιατί ακόμη και όταν είχαμε πολύ περισσότερα δημόσια κονδύλια (π.χ. στις αρχές του 2000) και τότε είχαμε σοβαρό έλλειμα σε ΜΕΘ. Κάτι που σημαίνει πως διαχρονικά η πολιτική δαπανών μας στην Υγεία είναι ελλειμματική. Να αναλογιστούμε στην Υγεία πόσες σπατάλες γίνονται, πόσο μας κόστισε διαχρονικά η επ’ αμοιβή υπερσυνταγογράφηση, η υπερφαρμακία, η διαφθορά στις αγορές υγειονομικών υλικών, η έλλειψη συντονισμού στην διαχείριση των νοσοκομείων, η αδυναμία ή πιο σωστά η αδιαφορία να μην γίνει μηχανοργάνωση σε αυτά εδώ και δεκαετίες. Να αναρωτηθούμε γιατί έχουμε πανσπερμία νοσοκομείων στην επαρχία, αλλά χωρίς προσωπικό. Γιατί έχουμε ΕΚΑΒ χωρίς οχήματα και ελικόπτερα και προστρέχουμε στα στρατιωτικά μέσα για να μεταφέρουν ασθενείς. Γιατί έχουμε γιατρούς και νοσηλευτές του Δημόσιου τομέα με αστείες αμοιβές στα όρια του ευτελισμού, εξαντλημένους και αποσαρθρωμένους αλλά τα κονδύλια για την Υγεία, στα χαρτιά τουλάχιστον, εμφανίζονται υψηλά. Γιατί ακόμη τη δημόσια Υγεία διαχειρίζονται, ανάμεσα σε άλλους, λαϊκιστές ή αναλώσιμοι.
Αντίστοιχα στην Άμυνα. Να αναρωτηθούμε όχι γιατί αγοράσαμε Rafale, αλλά γιατί κόστισαν όσο κόστισαν και αν μπορούσαμε να τα αγοράσουμε φθηνότερα, νωρίτερα, με συμπαραγωγή ίσως. Να προβληματιστούμε γιατί την ημέρα που προσγειώθηκαν στην Τανάγρα ανακοινώθηκε η απόσυρση των παλαιότερων Mirage 2000. Και να αναζητήσουμε γιατί αυτά τα αεροσκάφη ποτέ δεν αναβαθμίστηκαν, γιατί έμειναν χρόνια στο έδαφος λόγω έλλειψης ανταλλακτικών, γιατί δηλαδή απαξιώσαμε την εξίσου πολύτιμη αγορά τους. Να αναρωτηθούμε γιατί στην Ελλάδα οι αμυντικές αγορές γίνονται συνήθως αποσπασματικά, πολιτικοποιημένα, με μεθόδους «σαλαμοποίησης», «έκτακτες», με έλλειψη προγραμματισμού και συντονισμού, εντός κλαδικών αντιδικιών και με αδιαφάνεια.
Να αναζητήσουμε γιατί η χώρα συντηρεί εκατοντάδες στρατόπεδα για να ικανοποιεί δημάρχους, βουλευτές και ιεράρχες που ζητούν «να κινηθεί η τοπική αγορά από τους φαντάρους» και να «έχουμε και στο Νόμο μας στρατιωτική μπάντα στις τελετές». Να εκτιμήσουμε πόσο μας κοστίζει κάθε αμυντική δαπάνη και να απολογηθούμε δημόσια, τονίζοντας τα ανάλογα διδάγματα, όταν αυτή αποδεικνύεται πανάκριβη σε σχέση με την αποτελεσματικότητα της. Να αναρωτηθούμε γιατί διαχρονικά ξοδεύεται χρήμα και χρόνος των Ενόπλων Δυνάμεων για παράτες, για δημόσιες σχέσεις, για προσλήψεις ημετέρων, για μεταθέσεις «δικών μας παιδιών», για προαγωγές «κομματικών φίλων».
Και Rafale, και ΜΕΘ, και σχολεία και δρόμους και μουσεία θέλει αυτός ο τόπος. Πολύπλευρος, αντιφατικός, φαντασιακός, με ονειρώξεις μεγαλείου, με βαρύτατο έως ασφυκτικό ιστορικό φορτίο, με διαφυγή προς το παρελθόν όταν το μέλλον δυσκολεύει, με καταφυγή στην ιδιωτεία και στην εσωστρέφεια όταν απαιτείται συνύπαρξη και αλληλεγγύη, με αφελείς αναφορές σε «εγχώριο DNA», το οποίο παραδόξως όμως αδυνατεί να αποβάλει τα γονίδια του αλληλοσπαραγμού, της διαρκούς διαίρεσης-διάχυσης, της μονομέρειας, της έπαρσης, του φατριασμού, της εθελοτυφλίας, του άκαρπου εθνοκεντρισμού. Αυτά μας περισσεύουν. Όπως και κείμενα σαν κι αυτό, φθηνά στον καυτηριασμό, ανήμπορα στην πρόταση, να ανακυκλώνουν μια χρόνια οργή χωρίς αποτέλεσμα.