Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κατά γενική ομολογία ήταν ο πόλεμος που κρίθηκε από την αεροπορική υπεροχή ή την έλλειψή της. Όταν η εκάστοτε πλευρά κατάφερνε είτε να εξασφαλίσει αεροπορική υπεροχή είτε να εξαλείψει την αντίστοιχη του αντιπάλου του, η πλάστιγγα πάντα έγερνε υπέρ του.
Ένα από τα πολλά θέατρα επιχειρήσεων όπου το παραπάνω αξίωμα βρήκε εφαρμογή, ήταν οι αεροναυμαχίες του Ειρηνικού Ωκεανού, μεταξύ του αμερικανικού Ναυτικού και του αυτοκρατορικού Ναυτικού της Ιαπωνίας.
Μέχρι το 1941 όταν και οι ΗΠΑ εξαναγκάστηκαν να μπουν στον πόλεμο μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, τα στάνταρ βλήματα στα αντιαεροπορικά πυροβόλα του Ναυτικού διέθεταν μόνο ένα χρονικό πυροσωλήνα, ο οποίος μάλιστα δεν ήταν αυτόματος κι έπρεπε να ρυθμίζεται πριν την βολή από τους χειριστές του αντιαεροπορικού.
Επρόκειτο ουσιαστικά για μία πολύ βασική και πρωτόγονη μέθοδο για να εξασφαλιστεί ότι τα βλήματα εκείνα που δεν θα πετύχαιναν απ’ ευθείας πλήγμα στον στόχο (τα περισσότερα δηλαδή) δεν θα πήγαιναν χαμένα.
Ωστόσο ήταν αναξιόπιστη μέθοδος και απαιτούσε και τεράστια εξοικείωση αλλά και ψυχραιμία από τους χειριστές του αντιαεροπορικού πυροβόλου.
Έτσι σε περίπτωση επίθεσης, τα εχθρικά αεροπλάνα το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να μείνουν στις παρυφές της εμβέλειας των αντιαεροπορικών του πλοίου περιμένοντας απλά να εξαντληθούν τα πυρομαχικά του, πράγμα το οποίο θα συνέβαινε αρκετά γρήγορα. Έπειτα το πλοίο θα ήταν ανυπεράσπιστο…
Στην φάση εκείνη το κάθε πλοίο του αμερικανικού Ναυτικού ήταν αναντικατάστατο καθώς δεν είχε επιτευχθεί ακόμα ο εξωφρενικός ρυθμός ναυπήγησης νέων μονάδων τα επόμενα χρόνια του πολέμου.
Έτσι το αμερικανικό ναυτικό χρειαζόταν απελπισμένα καλύτερη αντιαεροπορική προστασία για τα τότε αεροπλανοφόρα του, τα θωρηκτά και τα υπόλοιπα πλοία συνοδείας τους.
Την λύση την έδωσε, σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας, το Εργαστήριο Εφαρμοσμένης Φυσικής του πανεπιστήμιου John Hopkins που ανέπτυξε ένα νέο πυροσωλήνα προσέγγισης και αρκετά αξιόπιστο και δη αρκετά μικρό ώστε να χωράει μέσα στα υπάρχοντα βλήματα.
Όλα αυτά δεκαετίες πριν την ανακάλυψη των μικροτσιπ και των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων και με τις απαιτήσεις για σμίκρυνση των απαρτίων του μηχανισμού να είναι το λιγότερο ασφυκτικές.
Επρόκειτο για ένα από τα καλύτερα φυλαγμένα μυστικά του πολέμου. Ο εν λόγω πυροσωλήνας διέθετε έναν ραδιοπομπό και δέκτη και μπορούσε να πυροδοτήσει το βλήμα αυτόματα μέσα σε μια απόσταση από το εχθρικό αεροσκάφος αρκετά μικρή για να το καταρρίψει.
Η ανακάλυψη αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική διότι παρά την ανάδειξη των μαχητικών αεροσκαφών ως των κυρίαρχων του πεδίου μάχης, τα αντιαεροπορικά πυροβόλα εξακολουθούσαν να έχουν τον πρώτο λόγο στην αεράμυνα των πλοίων του αμερικανικού Ναυτικού.
Τελικά, στα τέλη του 1942, η πρώτη παρτίδα παραγωγής 5.000 βλημάτων για αντιαεροπορικά πυροβόλα 5 ιντσών παραδόθηκαν στα πληρώματα του αεροπλανοφόρου USS Enterprise και USS Saratoga καθώς και του καταδρομικού USS Helena του Τρίτου Στόλου.
Μέχρι τα τέλη του πολέμου το 1945, τα βλήματα με το νέο πυροσωλήνα προσέγγισης παρουσίασαν μία ευστοχία βελτιωμένη κατά 600% σε σχέση με τα βλήματα με τον χειροκίνητη χρονικό πυροσωλήνα.
Το ποσοστό είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό αν αναλογιστεί κανείς ότι ο ίδιος ο μηχανισμός του πυροσωλήνα όντας κάτι εντελώς νέο και αδοκίμαστο σε πολύ πρώιμες εκδόσεις, αποδείχθηκε πολύ αναξιόπιστος με αποτέλεσμα πάρα πολλά βλήματα να μην εκρήγνεινται καν.
Μάλιστα, οι πρώτοι πυροσωλήνες χρησιμοποιούσαν για την λειτουργία τους μπαταρία ξηρών στοιχείων, που όμως στην πράξη αποδείχθηκε αναξιόπιστη με τα περισσότερα βλήματα απλά να μην λειτουργούν.
Ωστόσο εκείνα που λειτούργησαν όπως έπρεπε, έκαναν όλη την διαφορά καθώς μόνο ένα ήταν αρκετό να καταρρίψει τα μικρά εύθραυστα αεροσκάφη του Ιαπωνικού Ναυτικού επιτυγχάνοντας έτσι το ανωτέρω εντυπωσιακό ποσοστό επιτυχίας.
Το επόμενο διάστημα η μπαταρία αντικαταστάθηκε από άλλη πρωτοποριακή για την εποχή υγρών στοιχείων, η παραγωγή μπήκε πλέον σε μαζική φάση τόσο για τα πεντάιντσα όσο και για άλλα πυροβόλα.
Μέχρι το τέλος του πολέμου υπολογίζεται ότι είχαν κατασκευαστεί για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους περί τα 20 εκατομμύρια βλήματα κάθε είδους με πυροσωλήνα προσέγγισης.
Χωρίς αμφιβολία, ο συγκεκριμένος πυροσωλήνας, αν και όχι ιδιαίτερα προβεβλημένη ανακάλυψη έκρινε σε μεγάλο βαθμό τη ναυτική αναμέτρηση στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Οι Ιάπωνες μπορούσαν να προσεγγίσουν τα αμερικανικά πλοία, αλλά όχι να τα βυθίσουν. Αντίθετα, τα δικά τους αεροσκάφη καταρρίπτονταν μαζικά από τους ουρανούς, ενώ ό,τι απέμενε το αποτελείωναν τα καταδιωκτικά των αεροπλανοφόρων.
Πρώτη δημοσίευση 30/1/2019