Η «ΠΤΗΣΗ» εξασφάλισε για τους αναγνώστες προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του αναπληρωτή καθηγητή Γεωργίου Μιχαλακόπουλου με τίτλο “Τουρκία: Μια χώρα σε πατινάζ”, ενώ οδεύει προς το τυπογραφείο.
Ο Γεώργιος B. Μιχαλακόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μετάφρασης και Διερμηνείας (Ιόνιο Πανεπιστήμιο) στο γνωστικό αντικείμενο “Τουρκία: Λογοτεχνία και Πολιτισμός”. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου, με Master και Διδακτορικό Δίπλωμα που αναφέρονται σε ζητήματα Μέσης Ανατολής και Τουρκίας. Τα ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στην τουρκική κοινωνία και πολιτική, στις σχέσεις που διαμορφώνονται στο τρίπτυχο Γλώσσα-Πολιτική-Κοινωνία, στον ρόλο της Λογοτεχνίας ως «καθρέφτη» της τουρκικής κοινωνίας και, τέλος, στη σχέση Λογοτεχνίας και Γλώσσας.
Η νέα επιστημονική εργασία του όπως ο ίδιος αναφέρει στο πρόλογο της έκδοσης «ξεκίνησε όταν η Τουρκία ήταν μια… κανονική χώρα. Δηλαδή όταν παρουσίαζε συμπεριφορά που μπορούσε να μελετηθεί και να αναγνωσθεί υπό όρους θεωριών και πρακτικών που υπάρχουν σε επιστήμες όπως είναι οι Διεθνείς Σχέσεις, η Κοινωνιολογία, η Πολιτική Επιστήμη. Όμως ο φονικός σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου 2023 άλλαξε το σκηνικό αυτό για χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει για χρόνια».
Από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο εξασφαλίσαμε την προδημοσίευση μέρους του κεφαλαίου «Τουρκία «Εργαλεία» και Πράξη: Στοιχεία μιας πολυεπίπεδης, σύνθετης και έντονης εξωτερικής πολιτικής»:
«Θα πρέπει να ειπωθεί ότι η Τουρκία παραχωρεί, αρκετές φορές, μεγάλο μέρος στα διπλωματικά εργαλεία έναντι των στρατιωτικών ενεργειών διότι στο μυαλό των Τούρκων ιθυνόντων πάντοτε υπάρχει ο φόβος ότι η οποιαδήποτε κλιμάκωση μιας σύγκρουσης με τα γειτονικά κράτη θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση «φιλοδοξιών» στο εσωτερικό της χώρας τους και συνεπώς σε αποσταθεροποίηση των συνόρων της. Θεωρώ ότι καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό, αλλά και για τη γενικότερη θεώρηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, αποτελεί αυτό που είπε ο Ερντογάν το 2011 σχετικά με τον πόλεμο στην Συρία: «Γιατί δεν βλέπουμε το ζήτημα της Συρίας ως εξωτερικό ζήτημα, ως εξωτερικό πρόβλημα. Το συριακό ζήτημα είναι δικό μας εσωτερικό ζήτημα. Επειδή έχουμε 850 χιλιόμετρα συνόρων με τη Συρία, έχουμε δεσμούς συγγένειας, ιστορίας και πολιτισμού. Επομένως, αυτό που συμβαίνει εδώ δεν θα μας επιτρέψει ποτέ να παραμείνουμε θεατές. Αντίθετα, πρέπει να ακούμε τις φωνές εκεί, να πράττουμε και φυσικά πρέπει να κάνουμε ό,τι χρειάζεται.».
Επίσης ο Akhmetov (2018) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η τουρκική στρατηγική κουλτούρα φαίνεται να επιλέγει τη στρατιωτική ισχύ μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις όταν η διπλωματία αποτυγχάνει να επιλύσει το ζήτημα και όταν οι παγκόσμιες συνθήκες φαίνεται να ευνοούν μια τέτοια κίνηση» επιβεβαιώνοντας, όπως ο ίδιος αναφέρει, την θέση του Alastair Johnston ότι οι αρνητικές εμπειρίες έχουν σημαντική επίδραση στο να αποφεύγει ένα κράτος την επανάληψη διπλωματικών λαθών.
Και εάν θέλουμε να το αποδώσουμε επιγραμματικά: η Τουρκία έχει υιοθετήσει μια αντίληψη για την εξωτερική πολιτική της που βασίζεται στον «φόβο», σε αντίθεση με την παλιότερη αντίληψη που βασιζόταν στις «ελπίδες», και στο ότι ο πόλεμος αποτελεί μια κανονικότητα στο διεθνές σύστημα.
Στο σημείο αυτό και σε ό,τι αφορά στη χρήση στρατιωτικής ισχύος -ειδικά για επιχειρήσεις στο εξωτερικό της χώρας- έχει εξαιρετική σημασία να συμπληρώσουμε ότι στην περίπτωση της Τουρκίας ισχύει αυτό που είχε γράψει ο Jack L. Snyder το 1977 για την επίδραση που ασκούν οι ισχυροί ηγέτες στην στρατηγική κουλτούρα μιας χώρας όταν υπάρχουν αδύναμοι θεσμοί. Το γεγονός αυτό λειτουργεί στο πλαίσιο της τουρκικής κουλτούρας αναφορικά με τη σχέση ηγέτη και μελών της κοινωνίας στην οποία παρατηρείται «απόσταση» μεταξύ των δύο μερών όπως αναφέρουν οι Özkan–Canbolat, Ela, et al. (2010, όπως αναφέρεται στο Michalakopoulos, 2022) αλλά επίσης επιβεβαιώνεται όταν κάποιος συγκρίνει τις πολιτικές διαδρομές και τον τρόπο εξουσίας των Turgut Özal και Tayyip Erdoğan όπου κάποιος βλέπει ότι πρόκειται για δύο ηγέτες με εστίαση στη διατήρηση και εδραίωση της θέσης τους, του εαυτού τους και της χώρας τους μέσω ενεργειών που αυξάνουν το κύρος και τη φήμη του κράτους τους στην παγκόσμια σκηνή.
Στο πλαίσιο αυτό είναι ωφέλιμη μια συνοπτική παρουσίαση των σχέσεων της Τουρκικής Δημοκρατίας με τις ΗΠΑ, την Ρωσία, την ΕΕ και, τέλος, με την γεωγραφική περιφέρειά της από την άποψη των σημείων που η Τουρκία αντιμετωπίζει ως «καυτά». Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ βασίζονταν μέχρι πρότινος στην εξασφάλιση αμοιβαίων συμφερόντων καθιστώντας τες σχετικά προβλέψιμες. Η έναρξη των σχέσεων αυτών ξεκίνησε το 1945 μετά τις σοβιετικές διεκδικήσεις για τα Στενά (Ελλήσποντος και Βόσπορος) και τις περιοχές Καρς και Αρνταχάν και την θέληση των ΗΠΑ να εμπλακούν ενεργά στην Μέση Ανατολή. Η επισφράγιση αυτών ήρθε με τη συμμετοχή τουρκικών δυνάμεων στον Πόλεμο της Κορέας και την εισδοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το κοινό συμφέρον ονομαζόταν «αγώνας εναντίον του κομμουνισμού» όμως μετά το 2011 και ως αποτέλεσμα του πολέμου στη Συρία, οι σχέσεις αυτές άρχισαν να αποκτούν ρωγμές καθ’ όσον άλλαξε η αντίληψη περί συμφέροντος για την κάθε πλευρά. Το αποτέλεσμα είναι η διενέργεια μιας συνεχιζόμενης διελκυστίνδας κινήσεων και από τα δύο μέρη: οι ΗΠΑ αποσκοπούσαν στην εφαρμογή πιέσεων ενώ η Τουρκική Δημοκρατία στην επικοινωνιακή προώθηση του προσωπείου ενός πολύτιμου για τη Δύση κράτους το οποίο όμως βρίσκεται υπό απειλή και το οποίο θα κάνει οτιδήποτε για να επιβιώσει.
Από την άλλη πλευρά, οι σχέσεις αρχικά με την Σοβιετική Ένωση και στη συνέχεια με την Ρωσία είχαν σταθερό χαρακτήρα: αμφιλεγόμενες και περίπλοκες. Όπως ήδη ειπώθηκε οι σοβιετικές διεκδικήσεις και προσεγγίσεις προς την Τουρκία οδήγησαν την τελευταία σε κοινές ενέργειες με τις ΗΠΑ και την Δύση γενικότερα. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, μια εξέλιξη που αρχικά οι τούρκοι πολιτικοί ιθύνοντες «διάβασαν» λάθος θεωρώντας ότι δημιούργησε χώρο για την άσκηση πολιτισμικής διπλωματίας (σημείωση: πρόκειται για την εποχή των… ηρωικού χαρακτήρα ρητορειών όπως «ένας τουρκικός κόσμος από την Αδριατική έως το Σινικό Τείχος»), τελικά οδήγησε στην σταδιακή προσέγγιση Τουρκίας-Ρωσίας και στην ανάπτυξη σημαντικών εμπορικών, κυρίως, δεσμών. Οι δεσμοί αυτοί απέκτησαν και στρατιωτικό σκέλος εξαιτίας της «διελκυστίνδας» που αναφέρθηκε προηγουμένως. Παρ’ όλα αυτά, και παρά την επίδειξη εκ μέρους της Τουρκίας στάσης πιστού συμμάχου, θεωρούμε ότι οι Τουρκο-ρωσικές σχέσεις είναι συγκυριακές, αμφιλεγόμενες και περίπλοκες. Σχέσεις που είναι βέβαιο ότι δεν θα οδηγήσουν σε «φιλίες» ή «εχθρότητες» αλλά που θα διατηρήσουν τον τρόπο που αντιμετωπίζει το ένα κράτος το άλλο: ως εξισορροπητικό παράγοντα έναντι άλλων παραγόντων του παγκόσμιου συστήματος.
Από την άλλη πλευρά, οι σχέσεις με την Ευρώπη είναι ιδιαίτερου χαρακτήρα όχι μόνο για τις ηγεσίες της Τουρκικής Δημοκρατίας αλλά και για εκείνες στην οθωμανική εποχή. Αυτό γιατί η Ευρώπη ενσάρκωνε, και ακόμα ενσαρκώνει, την “Δύση” και οτιδήποτε υποδηλώνει ο όρος αυτός. Για το λόγο αυτό τα ευρωπαϊκά κράτη αποτελούσαν και αποτελούν το πρίσμα μέσω του οποίου γίνεται αντιληπτή η έννοια της εκδυτικοποίησης ή η αντιγραφή δυτικών προτύπων. Για το λόγο αυτό το τουρκικό κράτος κρατά ισορροπημένες σχέσεις με τα κράτη της Ευρώπης -σχέσεις που μπορεί να είναι οικονομικών ανταλλαγών ή ισορροπίας ισχύος ή πολιτισμικών αξιών- αλλά απ’ όλα τα κράτη της Ευρώπης η Γερμανία κατέχει ιδιαίτερη θέση στην τουρκική… ψυχή είτε αυτή είναι του απλού Τούρκου είτε της πολιτικής ηγεσίας.
Οι θεσμικές σχέσεις μεταξύ Τουρκικής Δημοκρατίας και Ε.Ε. ανάγονται στο 1963 και έκτοτε υπάρχει μια εικόνα αλληλοεξυπηρέτησης των εκάστοτε διμερών και συγκυριακών συμφερόντων. Όμως η εικόνα αυτή είναι θολή χωρίς να μπορεί να βγαίνουν βάσιμα συμπεράσματα με τελευταία απόδειξη τον χειρισμό (κατά τη γνώμη μας πρόκειται για “χειρισμό”) εκ μέρους των δύο πλευρών του προσφυγικού ρεύματος από τη Συρία: διενεργείται μια διελκυστίνδα συνομιλιών και αξιώσεων μεταξύ τους που όμως έχει μια σημαντική διαφορά με την προηγούμενη διελκυστίνδα που αναφέραμε γιατί τώρα η Τουρκία ποντάρει στον “φόβο” της Ε.Ε. για ανατροπή των εσωτερικών κοινωνικών ισορροπιών και απώλεια του “δυτικού τρόπου ζωής”. Όμως ο κεντρικός άξονας στον οποίο κινείται στην παρούσα συγκυρία η τουρκική εξωτερική πολιτική είναι το δίπολο Μέση Ανατολή-Βόρεια Αφρική και αυτό γιατί αυτός ο γεωγραφικός χώρος όχι μόνο μπορεί να προκαλεί “συναισθηματικές δονήσεις”, βλέπε υπολείμματα του οθωμανικού αυτοκρατορικού παρελθόντος, αλλά και γιατί υπάρχει πολιτισμική και κοινωνική εγγύτητα. Και η διάσταση αυτή προσφέρει άλλη οπτική στη θεώρηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και μάλιστα της ενεργούς διπλωματίας που ασκεί. Και ο λόγος είναι ότι οι αστάθειες στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής επηρεάζουν και την Τουρκία: δεν είναι τυχαίο ότι η επίδειξη “σκληρής” ισχύος εκ μέρους της σχεδόν πάντα έχει Δυτική, Νότια, Νοτιοανατολική και Νοτιοδυτική κατεύθυνση. Οι εποχές των “μηδενικών προβλημάτων” με τους γείτονες μοιάζουν τόσο μακρινές, όσο μακρινές είναι και οι συνθήκες που επικρατούσαν την δεκαετία 2010. Επειδή η Τουρκική Εξωτερική Πολιτική είναι ευέλικτη και προσαρμόσιμη στις συνθήκες, αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα ομιλίας του Ταγίπ Ερντογάν με αφορμή την “επέτειο” από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, από το οποία φαίνεται καθαρά η τάση για επιβίωση του τουρκικού κρατικού και πολιτειακού συστήματος εν μέσω δύσκολων περιφερειακών και παγκόσμιων ζητημάτων αλλά και η προσήλωσή του στο τρίπτυχο που αναφέραμε: «Στην ανατολική Μεσόγειο, στην Κύπρο και στο Αιγαίο έχουν βγει λάθος όσοι έλεγαν ότι η άλλη πλευρά έχει δίκιο. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα σε εκείνους που δεν βλέπουν την σημασία της παρούσας περιόδου για την διαμόρφωση των επόμενων 25 έως 50 ετών». Επίσης αξίζει αναφοράς και η συνέντευξη που έδωσε στον Burhanettin Duran για το περιοδικό Kriter με τον τίτλο «Πρόεδρος της Δημοκρατίας Ταγίπ Ερντογάν: “Ο κόσμος αλλάζει, το σύστημα του ΟΗΕ πρέπει να αλλάξει» γιατί σε αυτή υπάρχουν και πολλά στοιχεία από τις κατευθύνσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική αποτελούσαν πάντα ένα κρίσιμο ζήτημα για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας καθώς είναι ένα μέρος όπου πολλές «θερμές» εξελίξεις μπορούν να έχουν παγκόσμιο αντίκτυπο: από τον αντίκτυπο των ισλαμικών κινημάτων στην περιοχή και στις περιφερειακές και παγκόσμιες εξελίξεις μέχρι την ασφάλεια του Ισραήλ. Η περιοχή αυτή που αντιμετωπίστηκε γενικά με όρους πολυδιάστατης, προορατικής εξωτερικής πολιτικής και μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες, αξιολογείται πλέον υπό διαφορετική οπτική γωνία διότι η Τουρκία θεωρεί ότι πλήττεται περισσότερο σε σχέση με άλλα κράτη από την αστάθεια στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Για παράδειγμα βλέπε την ομιλία του Ταγίπ Ερντογάν στις 13 Οκτωβρίου 2014 όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Επί του παρόντος, τα κόμματα του status quo που αποκαλούν τη Μέση Ανατολή ‘βάλτο’, λένε “ας γυρίσουμε την πλάτη μας στη Μέση Ανατολή”, “ας μην εμπλακούμε σε αυτά τα θέματα”(αυτά) δεν είναι παρά η εκπλήρωση αυτού που ζητούσαν αυτά τα σύνορα που χαράχτηκαν στα μυαλά πριν από 100 χρόνια. Κοιτάξτε, το επαναλαμβάνω, ποτέ δεν εννοώ γεωγραφικά σύνορα, σύνορα χωρών, εννοώ σύνορα σε μυαλά και καρδιές. Γιατί οι Sykes-Picot δεν σκόπευαν μόνο να χαράξουν γεωγραφικά όρια αλλά πιο συγκεκριμένα, να χαράξουν όρια για τα μυαλά, και δυστυχώς το πέτυχαν.» («Hâkim ve Savcılarımız Mesleklerinin Onuruna Sahip Çıkıp», 2014). Ως εκ τούτου, η Τουρκία προσπάθησε να διατηρήσει τις σχέσεις και τη συνεργασία της με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής σε διαρθρωτική και βιώσιμη βάση, τόσο σε διμερές όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Για το λόγο αυτό, το μέρος που προηγουμένως θεωρούνταν «βάλτος» έχει πλέον μετατραπεί σε περιοχή προτεραιότητας ενδιαφέροντος για την τουρκική εξωτερική πολιτική.
Ο λόγος έγκειται στο ότι η προβολή των επιδιώξεων της Τουρκίας στον εκτεταμένο θαλάσσιο χώρο που καταλαμβάνει η κεντρική και ανατολική Μεσόγειος έχει ανάγκη «πατημάτων» για έλεγχο των περιοχών ενδιαφέροντος. Και τα τέλεια «πατήματα» είναι η Κύπρος και η Κρήτη. Στην μεν πρώτη επιχειρείται μια «αθόρυβη» επέκταση της Κατοχής ενώ η δεύτερη επιχειρείται να αδρανοποιηθεί η γεωστρατηγική και γεωπολιτική αξία της μέσω του Τουρκο-Λιβυκού (Θαλασσίου Συμφώνου).
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τονισθεί ότι το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής αποτελεί αγαπημένη πλατφόρμα συζητήσεων, υποδείξεων και αντιπαραθέσεων για τα μεγάλα πολιτικά κόμματα της Τουρκίας κάτι που επιβεβαιώνεται από όσα μόλις αναφέρθηκαν. Και με τον τρόπο αυτό το ένα κόμμα ακολουθεί, κατά κάποιο τρόπο, το άλλο κυρίως όταν υπάρχουν προτάσεις εθνικού συμφέροντος. Κυρίαρχο παράδειγμα αποτελούν το ζήτημα της Κύπρου (βλ. καθεστώς Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας) και το ζήτημα των «νησιών» ή αλλιώς Adalar Meselesi σύμφωνα με το οποίο συγκεκριμένα ελληνικά νησιά στο Αιγαίο θεωρούνται «υπό κατοχή» και «εξοπλισμένα».