Του αναγνώστη μας, Γεωργίου Καλαφίκη
Πανελλήνια η θλίψη εξαιτίας της οδυνηρής απώλειας των δύο νεαρών ιπταμένων, Ευστάθιου Τσιτλακίδη και Μάριου-Μιχαήλ Τουρούτσικα! Στον απόηχο της πρόσφατης τραγωδίας που έπληξε τις τάξεις των ενδόξων και τιμημένων Ενόπλων Δυνάμεων, εμπρός στον θρήνο γονέων, συγγενών και φίλων για τους ηρωικά πεσόντες αεροπόρους, Ελληνίδες και Έλληνες συγκλονιστήκαμε ειλικρινά, και στη μνήμη τους κλίναμε το γόνυ ευλαβικά.
Τους θρηνήσαμε για έναν απολύτως κατανοητό λόγο: όλοι μας νιώθουμε και αγαπάμε τους πιλότους περίπου ως δικά μας παιδιά. Ειδικά οι χειριστές των μαχητικών αεροσκαφών της Πολεμικής μας Αεροπορίας είναι αυτοί ακριβώς οι μαχητές χάρη στους οποίους «μπορούμε να κερδίσουμε ή αντιθέτως να χάσουμε έναν πόλεμο μέσα σε μία μέρα», για να παραφράσω τον οξυδερκή Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος σχολίασε ότι ο ναύαρχος σερ Τζον Τζέλικο, διοικητής του «Μεγάλου Στόλου» της Βρετανίας στον Α΄ Παγκόσμιο, «ήταν ο μοναδικός άνθρωπος από κάθε πλευρά που μπορούσε να χάσει τον πόλεμο μέσα σε ένα απόγευμα». Διότι, εντέλει, τον σύγχρονο πόλεμο κερδίζει η πλευρά που έχει εξασφαλίσει την αεροπορική υπεροχή και κυριαρχία, ειδικά στο Αιγαίο, σε ένα κατεξοχήν πολυδιασπασμένο και κατακερματισμένο περιβάλλον.
Κατά συνέπεια, όσο οι Ένοπλες Δυνάμεις και η Πολεμική Αεροπορία διατηρούν κάποια ισορροπία δυνάμεων, έστω με νύχια και με δόντια, εμείς οι υπόλοιποι Έλληνες και Ελληνίδες δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε. Παραμένουμε ασφαλείς, ειδάλλως κινδυνεύουμε να πάθουμε ό,τι τραγικό υπέστησαν τα αδέλφια μας στη μαρτυρική ελληνική Κύπρο το 1974, δηλαδή μια ιταμή τουρκική εισβολή! Ένα τέτοιο απευκταίο ενδεχόμενο, μολονότι απόμακρο καθότι η Ελλάδα είναι ταυτόχρονα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, δεν μπορεί, εντούτοις, να αποκλειστεί τελείως.
Στην πραγματικότητα, εδώ και δεκαετίες, αυτοί οι λίγοι εκατοντάδες Έλληνες πιλότοι, υποστηριζόμενοι από το ικανό τεχνικό προσωπικό της ΠΑ, εξανεμίζουν και εξαερώνουν τη διογκούμενη ισχύ της αναθεωρητικής και επεκτατικής Τουρκίας. Στέκουν, μαζί με τους χιλιάδες στρατιώτες και ναύτες των Ενόπλων μας Δυνάμεων, ακοίμητοι φρουροί της εθνικής μας ανεξαρτησίας και ακεραιότητας, της προσωπικής μας ασφάλειας και ζωής, απέναντι στην επιδεινούμενη επιθετικότητα της Τουρκίας.
Με όλον τον δέοντα και προσήκοντα σεβασμό στην αποστολή των άλλων δύο όπλων – αναφέρομαι στον Στρατό Ξηράς (στον οποίο είχα την τιμή να υπηρετήσω τη θητεία μου) καθώς και στο Πολεμικό Ναυτικό – είναι ωστόσο η Πολεμική Αεροπορία που σε τελική ανάλυση ενισχύει περαιτέρω τη στρατιωτική αποτροπή (deterrence). Σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης, οι Έλληνες στρατιώτες και οι ναύτες θα δύνανται ακλόνητοι να προστατεύουν τη γη και να υπερασπίζονται τις θάλασσές μας, εφόσον θα μάχονται διαρκώς υπό την προστατευτική σκέπη των ελληνικών φτερών απέναντι στην τουρκική απειλή, καθότι οι Τούρκοι δεν επιδιώκουν να αρπάξουν μόνο «γη και ύδωρ», όπως οι Πέρσες από τους αρχαίους Έλληνες 2.500 παλαιότερα, αλλά επιπλέον «γη, ύδωρ, και αέρα» από εμάς τους σύγχρονους Έλληνες.
Διότι, οι Τούρκοι είναι πιθανό να κινηθούν εναντίον μας, μόνον όταν συναισθανθούν ότι κατέχουν την υπεροπλία στον αέρα. Eπιτίθενται μόνον όταν διαβλέπουν ότι η νίκη είναι σχεδόν βέβαιη και εξασφαλισμένη και ο εκάστοτε αντίπαλος κατά πολύ υποδεέστερος (όπως στην Κύπρο το 1974). Αλλιώς απέχουν, μέχρις ότου κερδίσουν την υπεροπλία ή διεξάγουν πόλεμο φθοράς μέχρι να την αποκτήσουν (στη Μικρασία το 1920-1922). Από τη στιγμή που το τελικό αποτέλεσμα των σύγχρονων στρατιωτικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εναέρια υπεροχή, οι Τούρκοι δεν έχουν τολμήσει να ξεδιπλώσουν πλήρως τις επεκτατικές τους διαθέσεις εναντίον της Ελλάδας, ακριβώς επειδή είναι ενστικτωδώς πρακτικοί και αρκούντως έξυπνοι, ώστε να κατανοούν ότι δεν μπορούν καθόλου να βασιστούν σε νίκη στους αιθέρες έχοντας ως αντιπάλους τους δαιμόνιους Έλληνες πιλότους. Κοντολογίς, στον συγκεκριμένο τουλάχιστον τομέα δεν μπορούν ακόμη «να τα βάλουν» μαζί μας.
Οι Έλληνες αεροπόροι αποτελούν τον ύψιστο – κυριολεκτικά και μεταφορικά – φραγμό και εμπόδιο για την κυριαρχία των υπερφίαλων αντιπάλων μας! Η Πολεμική Αεροπορία συνιστά, επομένως, το σύγχρονο και απρόσβλητο «Θεοδοσιανό Τείχος» που ακόμη καθιστά το ελληνικό «κράτος απροσμάχητο» (Ακάθιστος Ύμνος για τη σωτηρία της Πόλης από την αβαρο-περσική πολιορκία το 626). Χωρίς αεροπορική κάλυψη και υπεροχή, τοπική ή συνολική, οι Τούρκοι γνωρίζουν άριστα ότι δεν μπορούν ούτε να πατήσουν ούτε να κρατήσουν σπιθαμή από τα 6.000 περίπου νησιά και μικρονήσια του ελληνικού Αιγαίου Πελάγους.
Τον Αύγουστο 1940, ο θρυλικός ηγέτης της Μ. Βρετανίας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, είχε συνοψίσει την εναέρια Μάχη της Αγγλίας εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας (το πρώτο σημείο καμπής προς την ολοκληρωτική νίκη των Συμμάχων εναντίον των απάνθρωπων Δυνάμεων του Ολοκληρωτισμού, ναζισμού και φασισμού) ως εξής: «ποτέ στο πεδίο της μάχης δεν όφειλαν τόσα πολλά τόσοι πολλοί σε τόσους λίγους»! Εάν αυτό ίσχυσε σ’ εκείνη «την πιο σκοτεινή ώρα» (darkest hour) για την Ελευθερία του Ανθρώπου, άραγε τι μπορούμε να πούμε σήμερα εμείς για την ετοιμοπόλεμη Πολεμική μας Αεροπορία που έχει προσφέρει θυσία δεκάδες πιλότους στον Βωμό της Ελευθερίας της Ελλάδας εδώ και πολλές δεκαετίες; Μπορούμε κάλλιστα να εκφράσουμε την παρακάτω ρήση, αντλώντας έμπνευση από τη διάσημη φράση του Τσόρτσιλ: «Ποτέ άλλοτε στην ελληνική ιστορία δεν όφειλαν τόσοι πολλοί, τόσα πολλά, επί τόσα πολλά χρόνια, σε τόσους λίγους».
Όντως, κατά την ταπεινή μου γνώμη και σε ό,τι μάς αφορά, η αξία των Ελλήνων αεροπόρων είναι ανάλογη με εκείνη των ηρωικών Βρετανών συναδέλφων τους. Διότι, εάν οι τελευταίοι αντιμετώπισαν και απέκρουσαν τους ναζιστές Γερμανούς στο πλαίσιο ενός φριχτού μεν αλλά περιορισμένου χρονικά παγκόσμιου πολέμου, οι δικοί μας πιλότοι, σε καιρό ειρήνης αντιμετωπίζουν με επιτυχία, αποκρούουν και κυνηγούν τους εναέριους εισβολείς από τους ελληνικούς ουρανούς του Αιγαίου, και τους διώχνουν κακήν-κακώς μακριά από τη γαλανόλευκη πατρίδα μας, καθημερινά για μισό ήδη αιώνα! Είναι εκείνοι «οι οποίοι και λίγοι και μετά πολλών» μπορούν να κάνουν τη διαφορά μεταξύ ελευθερίας και υποταγής.
Σιαλμάς, Μπρίντακ, Ηλιάκης, Μπαλταδώρος, Τσιτλακίδης και Τουρούτσικας, και όσοι άλλοι δεκάδες Έλληνες ήρωες αεροπόροι έπεσαν στο καθήκον «υπέρ βωμών και εστιών», παρέμειναν, ουσιαστικά, πιστοί «άχρι θανάτου» στο αιώνιο προσκλητήριο που απηύθυνε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, όταν κήρυξε την Ελληνική Επανάσταση τον Φεβρουάριο του 1821: «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» εναντίον της «φρικώδους Οθωμανικής δυναστείας» (όπως ανέφερε το Προοίμιο του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος, Πιάδα/Επίδαυρος, Ιανουάριος, 1822). Έπεσαν ευκλεώς «τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι» (Σιμωνίδης, Επιγράμματα 7.249.2, όπου εξυμνείται η θυσία του Λεωνίδα και των Τριακοσίων στη Μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ.). Υπάκουσαν δηλαδή στην επιταγή ότι χάριν του ιδανικού της ελευθερίας οι Έλληνες είμαστε αποφασισμένοι ακόμη και «να πεθάνουμε αυτοπροαίρετα χωρίς να φεισθούμε της ζωής μας» (Δούκας, Ιστορία 39.1.17-18, η τελική απάντηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στον Μωάμεθ Β΄ λίγο πριν από την Άλωση της Πόλης το 1453). Εντέλει, εκεί ψηλά στον ουρανό τα δύο σεμνά παλληκάρια, ο Στάθης και ο Μάριος-Μιχαήλ, συνάντησαν το πεπρωμένο τους: «ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος» (Θουκυδίδης 2.43.3, Περικλέους Επιτάφιος, 430 π.Χ.).
Και όλοι εσείς – στρατιώτες, ναύτες και σμηνίτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων – που θα συνεχίσετε εσαεί τον ενάρετο αγώνα για την υπεράσπιση της Γαλανόλευκης Πατρίδας μας, στοιχηθείτε με τον παιάνα στα χείλη: «εμπρός, της Ελλάδος παιδιά! Κρατήστε ελεύθερη την πατρίδα, τα παιδιά, τις γυναίκες, τους ναούς των θεών και τους τάφους των προγόνων σας! Νυν υπέρ πάντων ο αγών!» (Αισχύλος, Πέρσαι στ. 402-405).
Μείνετε πιστοί στον πανάρχαιο όρκο: «δεν θα ντροπιάσω τα όπλα τα ιερά, ούτε θα εγκαταλείψω τον συμμαχητή μου, με οποιονδήποτε κι αν συνταχθώ…δεν θα παραδώσω την πατρίδα μικρότερη αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη απ’ όση την παρέλαβα…θα υπακούω πρόθυμα τους εκάστοτε διοικούντες, θα πειθαρχώ στους ισχύοντες νόμους και σε όσους άλλους ψηφίζει ο λαός» (Λυκούργος, Κατά Λεωκράτους 77, 338 π.Χ.). Γι’ αυτό και αξίζει ύψιστη «τιμή σ΄ εκείνους όπου στην ζωή των όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες» (Κ.Π. Καβάφης, Θερμοπύλες, 1901/1903). Γιατί παρέμειναν, παραμένουν και θα παραμένουν πιστοί στο παράγγελμα: «εκπαιδεύσου όπως θα πολεμήσεις, και πολέμησε όπως εκπαιδεύτηκες».
Και εάν πρέπει κάτι να ειπωθεί ως ελάχιστη παρηγοριά στους χαροκαμένους γονείς και συγγενείς των δύο πεσόντων ηρώων ιπταμένων, δεν χωρά αμφιβολία πως είναι πάντοτε αβάσταχτο γονείς να θάβουν τα τέκνα τους σαν σε περίοδο πολέμου. Όπως σοφά επισημαίνεται στην Ιστορία του Ηροδότου: «μακάρι να μην είναι κανείς τόσο ανόητος ώστε να επιλέγει πόλεμο αντί για ειρήνη, γιατί στην ειρήνη τα παιδιά θάβουν τους πατέρες τους, ενώ στον πόλεμο οι πατέρες τα παιδιά τους» (Ηρόδοτος 1.87.4, 5ος αι. π.Χ.). Κάνοντας, λοιπόν, επίκληση σε όσα κάποτε εξέφρασε ο Πλάτωνας μέσω του Σωκράτη, όσες και όσοι τώρα πενθούν τους δικούς τους αγαπημένους ανθρώπους, ας ανατρέξουν για κουράγιο και ανακούφιση έστω σε τούτα τα συγκλονιστικά και εμφορούμενα από άδολο πατριωτισμό λόγια: «περισσότερο και απ’ τη μητέρα, τον πατέρα, και απ’ όλους τους άλλους προγόνους, το πιο πολύτιμο, το πιο σεβαστό, το πιο ιερό, το ανώτερο αγαθό είναι η πατρίδα· αυτό πρεσβεύουν οι θεοί και όλοι οι άνθρωποι που έχουν μυαλό» (Πλάτων, Κρίτων 51a-b, 4ος αι. π.Χ.).
Να είστε, επομένως, βέβαιες και βέβαιοι, όλες και όλοι εσείς που τώρα θρηνείτε τους αγαπημένους σας γιους, αδελφούς, εγγονούς, φίλους και συντρόφους, ότι οι δύο τιμημένοι πεσόντες αυτό είχαν πάντα κατά νου και μέσα στην ψυχή τους: την ανιδιοτελή και υπέρτατη μέχρι αυτοθυσίας αγάπη για την πατρίδα μας, την Ελλάδα. Με αυτόν τον γνώμονα διέσχιζαν τους ελληνικούς ουρανούς και πορεύονταν στη ζωή τους! Άλλωστε, σε ανύποπτο χρόνο, ο αείμνηστος και ήρωας πλέον Μάριος-Μιχαήλ Τουρούτσικας το είχε διακηρύξει εύγλωττα: «πατέρα, η Ελλάδα δεν χρωστάει σε μένα, εγώ της χρωστάω». Τίποτε άλλο δεν χρειάζεται να λεχθεί. Αιωνία σας η μνήμη αδέλφια. Αθάνατοι.