Τις προηγούμενες μέρες δημοσιεύσαμε 3 συνεντεύξεις με τις απόψεις κοινοβουλευτικών κομμάτων σχετικά με θέματα Άμυνας, όπου βεβαίως τα ζητήματα των εξοπλισμών κυριάρχησαν, τόσο λόγω του πρόσφατου τεράστιου όγκου δαπανών, που έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα 10 δις ευρώ, όσο και για το σύντομο χρονικό διάστημα όπου έγιναν οι σχετικές συμβάσεις.
Μας απάντησαν ο κ. Θάνος Ντόκος, Σύμβουλος Ασφαλείας του Πρωθυπουργού, ο βουλευτής κ. Γιώργος Τσίπρας από το ΣΥΡΙΖΑ, η βουλευτής κ. Σοφία Σακοράφα από το ΜέΡΑ25, τους οποίους και ευχαριστούμε. Ελπίζαμε σε συνέντευξη από το ΠΑΣΟΚ μετά από σχετική δέσμευση, αλλά αυτό δεν έγινε, ενώ ΚΚΕ και Ελληνική Λύση, μας ενημέρωσαν ευγενώς ότι λόγω προεκλογικού φόρτου δεν θα προλάβουν να απαντήσουν στην πρόσκληση μας.
Πρέπει να τονίσουμε όμως πως τα ζητήματα της Εθνικής Άμυνας (συνολικά και όχι μόνο τα εξοπλιστικά που είναι μέρος τους), είναι στο προσκήνιο εδώ και καιρό, κάτι που δεν είναι τόσο δεδομένο στην Ελλάδα. Η μεγάλη ένταση με την Τουρκία των προηγούμενων ετών, τα μαζικά της εξοπλιστικά προγράμματα, ειδικά η επιθετική της ρητορεία που συνεχώς οξυνόταν με ευθείες απειλές, η κρίση στο Αιγαίο με το «Ορουτς Ρέις» το καλοκαίρι του 2020 και νωρίτερα την ίδια χρονιά η κρίση με την τουρκική απόπειρα εργαλειοποίησης των προσφύγων και μεταναστών, που φορτώνονταν σε λεωφορεία από την Τουρκική Αστυνομία και «αδειάζονταν» στα σύνορα του Έβρου, δεν ξεχνιόνται.
90 μέρες με την Τουρκική Αεροπορία «στο κλουβί της» – πόσο θα κρατήσει;
Και μαζί με χιλιάδες παραβιάσεις και παραβάσεις στα εναέρια σύνορα μας και στο FIR Aθηνών, συνεχείς πολεμικές “υποσχέσεις”, εμφάνιση νέων όπλων, με την εμπλοκή της Τουρκίας στη Συρία, τον προσεταιρισμό της με την Ρωσία, την κινητοποίηση αμερικανικών κύκλων και της ομογένειας στις ΗΠΑ για να μην εξοπλιστεί εκ νέου η Άγκυρα με αμερικανικά όπλα, και πολλά ακόμη, συνέθεσαν ένα δυναμικό και ογκώδες σκηνικό διμερούς και πολυμερούς έντασης στην περιοχή μας που συνεχίζεται. Έστω και τους τελευταίους μήνες σε ύφεση.
Κι όμως, στις προηγούμενες εκλογές στην Ελλάδα το 2019, τα θέματα άμυνας δεν ήταν στο προσκήνιο της επικαιρότητας, δεν ήταν κύριο σημείο πολιτικής τριβής και διαφωνίας, πάντα μιλώντας για την προεκλογική περίοδο. Μάλιστα ο τότε νικητής των εκλογών, η Νέα Δημοκρατία, στο προεκλογικό πρόγραμμα 16 σημείων που ανακοίνωσε στα τέλη Ιούνιου του 2019, δεν είχε κάποια αναλυτική αναφορά. Τα μόνα που διατυπωνόταν ήταν η πρόθεση για δημιουργία “Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και διαχείρισης κρίσεων” όπως και η δέσμευση ότι θα ενταθούν οι περιπολίες στα σύνορα για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού.
Επίσης, αμέσως μετά τις εκλογές, στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης στη Βουλή όπως και στη δευτερολογία του πρωθυπουργού (πλέον) Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν υπήρχε κάποια εκτενής αναφορά στην Εθνική Άμυνα. Προσοχή εδώ:δεν ισχυριζόμαστε πως τα θέματα αυτά ήταν αδιάφορα της τότε νέας κυβέρνησης, ή των άλλων κομμάτων, αλλά τονίζουμε πως δεν θίχθηκαν ιδιαίτερα κατά την προεκλογική περίοδο.
Παραθέτουμε το εξής απόσπασμα από την προγραμματική ομιλία του κ. Μητσοτάκη για τις σχέσεις μας με την Τουρκία, στις 20 Ιουλίου 2019: «Σε ό,τι αφορά την γειτονική μας Τουρκία θα είμαι λιτός. Πυξίδα για τις σχέσεις μας παραμένει το Διεθνές Δίκαιο και η διάθεση φιλικής συνεργασίας. Χωρίς όμως ρητορικούς παροξυσμούς όπως δυστυχώς αυτούς που ακούσαμε και σήμερα και με ισχυρή εθνική αυτοπεποίθηση. Στο πλαίσιο αυτό δεν διστάζω να καλέσω τον Πρόεδρο Ερντογάν να επιχειρήσουμε μια αμοιβαία προσέγγιση. Να κάνουμε μαζί ένα τολμηρό βήμα μπροστά. Είμαστε υποχρεωμένοι από την γεωγραφία να ζούμε μαζί. Η αχρείαστη ένταση, οι κούρσες εξοπλισμών στερούν και από τις δύο χώρες πολύτιμους πόρους που μπορούν να αξιοποιηθούν τελικά προς όφελος των πολιτών μας».
Βλέπουμε δηλαδή ένα λόγο που ευελπιστεί σε μια προσέγγιση με την Τουρκία, ως «τολμηρό βήμα» χωρίς «αχρείαστη ένταση και κούρσα εξοπλισμών», μια φρασεολογία που σε παράλληλες φόρμες την έχουμε ακούσει ξανά και από άλλους κομματικούς σχηματισμούς. Για να είμαστε ακριβείς, υπήρχε αναφορά στις προγραμματικές δηλώσεις στο υπουργείο Άμυνας, αλλά χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον, η οποία ήταν η εξής: “Το υπουργείο Άμυνας αξιοποιεί επιτέλους τη σημαντική ακίνητη περιουσία του. Ενώ, σε ένα άλλο επίπεδο, διεκδικεί, μέσω ΝΑΤΟ και μέσω της Frontex, επενδυτικά προγράμματα για την δημιουργία ευρωπαϊκών κέντρων εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Ήδη υπάρχει πρόταση για Ακαδημία πιλότων και Μηχανικών”.
Η απότομη αλλαγή
Ποιο ήταν το κομβικό σημείο αλλαγής και επικαιροποίησης στο δημόσιο λόγο και στην πράξη βέβαια, των ζητημάτων Εθνικής Άμυνας; Προφανώς «συνέβη» το 2020, με τις κρίσεις που περιγράψαμε και όλα τα επόμενα. Όπου η Τουρκία έδρασε και η Ελλάδα αντέδρασε, ευτυχώς επιτυχώς. Αλλά το 2020, έχοντας παρέλθει ένας χρόνος από την ανάληψη εξουσίας, πέρα από την τουρκική εκτράχυνση και απειλή, υποθέτουμε πως έγινε από την τότε νέα κυβέρνηση πλήρως αντιληπτή και η μεγάλη εσωτερική «κρίση» των Ενόπλων Δυνάμεων σε θέματα υλικού και σε ζητήματα μέριμνας, που είχαν τραυματιστεί και τα δύο από τις μνημονιακές δεσμεύσεις και απαιτήσεις.
Να πούμε εδώ, πως αυτή η ιστορία, του πόσο δηλαδή «μας κόστισε» σε αμυντική επάρκεια η μνημονιακή περίοδος δεν έχει ακόμη γραφεί αναλυτικά και στοιχειοθετημένα. Και κανείς δεν έχει εξηγήσει γιατί την περίοδο διαπραγμάτευσης των 3 μνημονίων και των διαφόρων «εφαρμοστικών» τους νόμων και ρυθμίσεων, δεν απαιτήθηκε από τις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, η εξαίρεση των αμυντικών δαπανών, η μη προσμέτρηση τους στο χρέος, η απεξάρτηση τους γενικά από κάθε περιορισμό και περιστολή.
Ακόμη τα ίδια χρόνια το διεθνές μας κύρος υπέφερε μιας και είμαστε μια “ημιχρεοκοπημένη χώρα”, με μικρή δυνατότητα παρέμβασης και συμμετοχής μας σε διεθνή φόρα και διαπραγματεύσεις. Σίγουρο επίσης είναι πως με τα μνημόνια ανατράπηκαν οι όποιοι εξοπλιστικοί προγραμματισμοί κάτω από ένα συνεχόμενο βάρος περικοπών, ενώ πολλά πολύτιμα οπλικά μας συστήματα απαξιώθηκαν από έλλειψη συντήρησης, από κανιβαλισμούς, από έλλειψη συμφωνιών υποστήριξης, από μακρά αποθήκευση και από έλλειψη ελέγχων και πιστοποιήσεων. Ενώ σημαντικό μέρος των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων αντιμετώπισε απογοήτευση και σοβαρές οικονομικές δυσκολίες (όπως και όλη η κοινωνία). Δεν μπορεί και δεν πρέπει κανείς να γράψει με ακρίβεια το μέγεθος του προβλήματος, αλλά ήταν πρωτοφανές.
Να τονίσουμε εδώ και τη διαχρονική παράμετρο των ζητημάτων Άμυνας. Που δεν είναι άλλη από την έλλειψη συντονισμού και συνέχειας πολιτικής, με αδυναμία εφαρμογής των όποιων προγραμματισμών και προβλέψεων, γεωπολιτικών, εξοπλιστικών, μεθοδολογικών και οργανωτικών.
Ναι στα Rafale είπε η Βουλή, πως ψήφισαν και έκριναν τη σύμβαση τα κόμματα
Οι εξοπλισμοί ως “έκτακτη ανάγκη”
Εστιάζοντας κυρίως στα εξοπλιστικά (που ξαναλέμε είναι μόνο ένα υποσύνολο της πολιτικής Εθνικής Άμυνας), η χώρα μας από τη μεταπολίτευση και μετά εμφανίζει 4 κύριους κύκλους μεγάλων προμηθειών, και όλοι τους είναι εκ του «πανικού».
- Ο πρώτος κύκλος είναι αμέσως μετά την εισβολή στην Κύπρο το 1974, όπου αποκαλύπτεται αδυναμία όπλων και δομών και προβλέψεων, όπως και αστοχία να υπερασπίσουμε τη Μεγαλόνησο. Έτσι ξεκινούν εξοπλιστικά προγράμματα, όπου βλέπουμε και διαφοροποιήσεις από την κυρίως αμερικανική «τροφοδότηση», με νέες γαλλικές και γερμανικές επιλογές.
- Δεύτερος κύκλος είναι στα μέσα της δεκαετίας το 80, πάλι σε φάση κρίσης με την Τουρκία και με πρόθεση για πολυπολική ενίσχυση της εθνικής μας ανεξαρτησίας (τότε σημειώνεται και η «Αγορά του Αιώνα» με μαχητικά F-16 και Mirage 2000).
- Τρίτος είναι αμέσως μετά τα Ίμια, και εδώ με αγωνία, οπότε καταρτίζεται ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα εξοπλισμών, το οποίο μετά «μαζεύεται», αφού έχει σκοντάψει σε πολλά χαντάκια, λάκκους και τρικλοποδιές, επίσης με πολλά από τα θλιβερά να παραμένουν αδιευκρίνιστα.
- Και 4ος κύκλος αυτός που ζούμε τώρα, πάλι μετά αλλά και κατά τη διάρκεια συνεχόμενης κρίσης με την Τουρκία.
Τα παραπάνω είναι -ελπίζουμε- γνωστά και διακριτά στους αναγνώστες μας. Η εύκολη ερμηνεία τους όμως είναι και η πιο λάθος. Αυτή δηλαδή η αντίληψη που θα σπεύσει να καταδικάσει συλλήβδην το πολιτικό σύστημα και να το χαρακτηρίσει «αδιάφορο» έως και «εχθρικό» της άμυνας, με πολλές φραστικές φιοριτούρες, συνήθως από λάβρους καταμετρητές πατριωτισμού, που αναζητούν «προδότες», «ανθέλληνες», «απάτριδες» και «ελληνόφωνους» για να τους καταδικάσουν. Θα είναι όμως σαφώς πιο ενδιαφέρον, αναλυτικό, ηθικό και παραγωγικό να αναζητήσουμε την ειδική σχέση κοινωνίας και πολιτικής στο χώρο της Άμυνας και να δούμε πως και αν επικρατεί συναντίληψη προτεραιοτήτων, αναγκών και δεσμεύσεων. Παραθέτουμε ρητορικά μερικά ερωτήματα:
- Υπάρχει σαφής και διαρκής ενημέρωση της κοινωνίας για τις αμυντικές μας ανάγκες και προτεραιότητες, όπως και για τους απαραίτητους πολιτικούς και οικονομικούς και κοινωνικούς συμβιβασμούς, που χρειάζονται για να αντιμετωπιστούν;
- Οι άρρενες πολίτες υπηρετούν μια θητεία που την εκλαμβάνουν ως προσφορά στο εθνικό αναγκαίο; Εκπαιδεύεται ο καθένας τους σε υψηλό επίπεδο, νιώθει χρήσιμος ως έφεδρος, αντιλαμβάνεται τις Ένοπλες Δυνάμεις ως χώρο συμπαγή, αξιοκρατικό, με σαφή στόχευση;
- Μετά τη θητεία, υπάρχει ένα πρόγραμμα μαζικής επανεκπαίδευσης των εφέδρων, με διαρκή επαφή τους με τις νέες δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων; Η οποία επανεκπαίδευση να στηρίζεται οικονομικά και ηθικά;
- Υπάρχει ο απαραίτητος συντονισμός αμυντικής πολιτικής με τη διπλωματία μας, τις διεθνείς μας σχέσεις και ένα πλάνο «πορείας της χώρας», που έχει μεν ευελιξία αλλά τηρείται με όσο το δυνατό μεγαλύτερη συνέπεια;
- Υπάρχει πολιτική συναίνεση στα εθνικά-αμυντικά ζητήματα και αν όχι γιατί; Και γιατί δεν λειτουργεί συστηματικά κάποιος μηχανισμός διαλόγου μεταξύ πολιτικών κομμάτων, της κοινωνίας των πολιτών και των κοινωνικών φορέων;
- Υπάρχει μια δεξαμενή “εθνικών επιχειρημάτων, στοχεύσεων και διεκδικήσεων” στην οποία να συγκλίνουν οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις;
- Είναι η ψήφιση ενός ετήσιου αμυντικού προϋπολογισμού μόνο αποδεικτικό του ενδιαφέροντος για την Άμυνα;
- Είναι οι Ένοπλες Δυνάμεις πεδίο αξιοκρατικής εξέλιξης των στελεχών τους, οι οποίοι έχουν ευχέρεια δράσης, αναγνωρίζεται η πρωτοβουλία και η προσφορά τους, αμείβονται και διαβιούν αξιοπρεπώς, επικρατεί σύγχρονο πνεύμα διοίκησης, και δεν υπάρχουν νεποτισμοί, κλαδισμοί, εξωγενείς παρεμβάσεις, στεγανά, οπισθοδρομικές αντιλήψεις και αγκυλώσεις;
- Υπάρχει διαρκής λογοδοσία και ανάλυση των δαπανών, διαφάνεια και μεθοδική αξιολόγηση τους;
- Τηρείται ο προγραμματισμός εξοπλισμών, συντηρήσεων και αναβαθμίσεων των οπλικών μας συστημάτων, ώστε να αποδίδουν διαρκώς τα δυνατά μέγιστα; Και με πνεύμα καινοτομίας;
- Υπάρχει στιβαρή -έστω και μικρού μεγέθους- εγχώρια αμυντική βιομηχανία, που παράγει ποιοτικά/αξιοπρεπή προϊόντα, με διασφαλισμένες εθνικές αγορές, με μεταφορά τεχνογνωσίας από το εξωτερικό, με πολύχρονα συμβόλαια και με επενδύσεις σε έρευνα;
- Γενικότερα η Εθνική Άμυνα -για την οποία δεν ξοδεύουμε λίγα, σε κονδύλια, σε πόρους, σε προσωπικό, σε ανάλυση, σε διεθνές κύρος – έχει την ίδια περίπου έννοια για την πλειονότητα του πληθυσμού; Ή αποτελεί συνήθως ένα πεδίο αδιαφορίας και τυποποιημένων δηλώσεων, που μετατρέπεται σε θόρυβώδη μεγαλοστομία όταν υπάρξει κρίση;
Αν η απάντηση στα περισσότερα παραπάνω είναι μετριοπαθώς αρνητική (έστω και αν η διατύπωση τους έχει γίνει με «πονηριά» του συγγραφέα, που θέλει να αποσπάσει την συγκατάβαση των αναγνωστών του), τότε δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ούτε το χρονικό σκαμπανέβασμα του ενδιαφέροντος πολιτών και πολιτικών για την Άμυνα μας, ούτε οι ασυντόνιστες εξάρσεις εξοπλισμών. Και δεν χρειάζεται ούτε να κλαίμε, ούτε να μαστιγώνουμε τη θάλασσα όπως ο οργισμένος Ξέρξης, ούτε να ανεβαίνουμε σε κάποιο αυτοσχέδιο βάθρο ο καθένας για να ασκηθούμε στην καταγγελιομανία.
To Πολεμικό μας Ναυτικό ενώπιον αδιεξόδου; Μια σκληρή πραγματικότητα
Το συμπέρασμα για την Άμυνα, του υπογράφοντος πάντα, είναι ένα: Αν θέλουμε να μιλάμε για Άμυνα, πρέπει να μιλήσουμε για Άμυνα. Να εξηγήσουμε και να εξηγηθούμε μεταξύ μας, να βρούμε τις ελάχιστες συντεταγμένες, να συμφωνήσουμε σε προτεραιότητες και σε αναγκαιότητες. Αρχικά πολιτικών στοχεύσεων, μετά αμυντικών και μετά αξιοποίησης ανθρώπων και όπλων, μέσω μεθόδων, τακτικών, δογμάτων και στρατηγικών. Και να αρχίσουμε σταδιακά να τις εφαρμόζουμε.
Αλλιώς θα βαδίζουμε από κρίση σε κρίση, σε εξοπλιστικούς πανικούς, σε μια σχεδόν κανονικότητα της «αταξίας». Πότε χειροκροτώντας τα «παλικάρια μας στην παρέλαση», πότε επευφημώντας ένα «νέο μαγικό όπλο», πότε μονολογώντας «αν δεν ήταν και οι φαντάροι στην χιονοθύελλα-φωτιά-πλημμύρα τι θα κάναμε», πότε οικτίροντας «τι να κάνουν κι αυτοί με τους μισθούς που παίρνουν» , πότε συνωμοσιολογώντας «οι εξοπλισμοί είναι για τις μίζες», πότε απαξιώνοντας «όλα κανονισμένα είναι, μας ελέγχουν», πότε φαντασιακά ελπίζοντας «θα λευτερώσουμε την Αγιά Σοφιά, το λένε οι γέροντες».
Ενδιαφέροντα όλα αυτά, θυμόσοφα μα απλοϊκά, χωρίς όμως ειδικό περιεχόμενο, παρά μόνο μια περιοδική εκτόνωση μας ως πολιτών, για κάτι τόσο κρίσιμο που δεν μπορεί να είναι εποχιακό. Και ειδικά έναντι μιας Τουρκίας που βαδίζει σε ένα δρόμο διεκδικητικής εξωστρέφειας, ίσως και χωρίς γυρισμό. Οπότε βαδίζοντας και εμείς σε εκλογές, αυτό που προσδοκούμε είναι μετά να ξεκινήσει αυτή η “συζήτηση για την Άμυνα”. Δημόσια, όχι κεκλεισμένων των θυρών, με διαφάνεια, όπου κάθε υπεύθυνος θα κληθεί να καταθέσει με σαφήνεια προτάσεις -αν έχει, να αναλάβει δεσμεύσεις, να εξηγήσει τα πεπραγμένα του, να συνεισφέρει σε προγραμματισμό, να ζητήσει όρια, να προτείνει διεξόδους. Αν μη τι άλλο οι πολίτες να μην έχουμε την ελάχιστη δικαιολογία, είτε άγνοιας είτε παραπληροφόρησης.