Της Άννας Κωνσταντινίδου, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, επιστημονική συνεργάτιδα της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Διαλέκτρια της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου και της Σχολής Εθνικής Άμυνας
Εδώ και αρκετό διάστημα κάποιοι ιστότοποι ποικίλης ύλης με έως και εμμονικό τρόπο καταφέρονται εναντίον τόσο προσώπων που είναι επικεφαλής Θεσμών όσο και στρατιωτικών κλάδων που αποτελούν τμήματα Θεσμού. Και δυστυχώς ο Θεσμός που βάλλεται είναι αυτός των Ενόπλων Δυνάμεων που είναι ο θεματοφύλακας της υπόστασης του Κράτους. Όπου με νομιμοφανή άρθρα, γίνεται αισθητό ότι προσπαθείται η σπίλωση προσώπων, και ιδιαίτερα του Α/ΓΕΕΘΑ, αλλά και επιτελών.
Το ερώτημα που προκύπτει, είναι πού αρχίζει και πού καταλήγει η ελευθερία του Τύπου και κατ’ επέκταση της ελεύθερης άποψης, ιδιαίτερα των ανθρώπων που ασκούν το λειτούργημα του δημοσιογράφου;
Ειδικά για την Ελλάδα, μία χώρα με ιδιαίτερη γεωγραφική θέση και προβλήματα, πόσο δόκιμο είναι να στοχοποιείται ακόμα και για ζητήματα που δεν φέρουν την αρμοδιότητά του αποδεδειγμένα στη βάση των Νόμων του λειτουργήματός του, ο επικεφαλής του στρατιωτικού Θεσμού; Τέλος, εφαρμόζεται πράγματι η δημοσιογραφική δεοντολογία;
Ένα βιβλίο που ο μέσος πολίτης μπορεί να κατανοήσει τα όρια του δημοσιογραφικού λειτουργήματος είναι το συλλογικό έργο, “Ζητήματα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας”, των εκδόσεων Καστανιώτη. Από εκεί και ύστερα πέρα των ανωτέρω προβληματισμών ή μάλλον κυρίαρχα υφίσταται η έννοια του Νόμου.
Αρχικά να πούμε, ότι στο Ελληνικό Σύνταγμα, η Ελευθερία του Λόγου κατοχυρώνεται στο άρθρο 14, το οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά το δικαίωμα της προφορικής έκφρασης και της διάδοσης των στοχασμών, εγγράφως και δια του Τύπου, όχι μόνο του έντυπου, αλλά και του ηλεκτρονικού. Το 2001 προστέθηκε το άρθρο 5Α που “κατοχυρώνει το δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της πληροφορίας”, ωστόσο αναφέροντας ότι όπως και με τα άλλα δικαιώματα θα πρέπει να γίνονται σεβαστά από τον οποιοδήποτε η προστασία της προσωπικότητας, η προστασία της αξιοπρέπειας και της τιμής, καθώς επίσης και δικαιώματα υπέρτερα, όπως είναι η τάξη και η ασφάλεια.
Στο άρθρο 14 παρ. 2 του Συντάγματος αναφέρεται ότι: “Ο Τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται”. Ωστόσο και πάλι στο άρθρο 14 παρ.1 του Συντάγματος: “Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους”. Η ερμηνεία που δίνεται στη συγκεκριμένη διάταξη είναι ότι καθε άλλο παρά γίνεται προσπάθεια να περιοριστούν και να οριοθετηθούν τα δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου, αλλά στοχεύει στον πλήρη προσδιορισμό του περιεχομένου τους, με την έννοια ότι μία ατομική ελευθερία δεν σημαίνει ελευθερία από τον Νόμο εν γένει, δηλαδή δεν υφίσταται απαλλαγή από όλες τις νομοθετικές δεσμεύσεις. Για παράδειγμα η ελευθερία της προσωπικής άποψης δεν περιλαμβάνει και την ελευθερία της εξύβρισης.
Ένα βασικό επίσης στοιχείο που αυτήν την φορά εμπεριέχεται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), στην Ευρώπη η ελευθερία έκφρασης μπορεί να περιορίζεται για έναν από τους παρακάτω λόγους:
- Για να προστατεύσει τα δικαιώματα ή την υπόληψη τρίτων προσώπων,
- για την Εθνική Ασφάλεια,
- για τη Δημόσια Τάξη,
- για τη Δημόσια υγεία ή τα ήθη,
- για λόγους εδαφικής ακεραιότητας ή Δημόσιας Ασφάλειας,
- για κοινολόγηση πληροφορίας που λαμβάνεται εμπιστευτικά,
- για λόγους που οριοθετούν την εξουσία και την αμεροληψία του δικαστικού συστήματος
Τώρα όσον αφορά το προκείμενο του παρόντος άρθρου, έχει ο κάθε δημοσιογράφος το δικαίωμα, στη βάση όλων των παραπάνω και κυρίως στο ότι ο Τύπος θεωρείται ως η τετάρτη εξουσία της Πολιτείας, ακόμα και να δυσφημεί δημόσιους λειτουργούς με τον τρόπο που απευθύνεται μέσω της αρθρογραφίας του;
Αρχικά να πούμε, ότι η ίδια η ΕΣΔΑ αναφέρει ότι κάθε δημόσιο πρόσωπο που έχει εξουσία υπόκειται σε κρίση, πόσω δε μάλλον, όταν διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα, ενώ θεωρεί ότι όλα τα δημόσια πρόσωπα πρέπει να είναι ανεκτικά στην κριτική που αφορά το λειτούργημά τους. Ωστόσο και πάλι υφίσταται η δικαιοδοσία στα ίδια τα κράτη – μέλη της ΕΕ, χωρίς να φύγουν από το γράμμα του νόμου να προσαρμόσουν τις γενικές αρχές στα ήθη, το περιβάλλον, την κοινωνία τους. Αυτό άλλωστε φάνηκε, από το γεγονός, ότι εθνικό δικαστήριο της Γαλλίας αποφάνθηκε υπέρ του πρώην Γάλλου προέδρου, κ.Σαρκοζί, όταν προσέφυγε εναντίον πολίτη που τον εξύβρισε δημόσια.
Επίσης ένα άλλο στοιχείο που δείχνει την ελευθερία που παρέχεται σε ένα εθνικό δίκαιο να δημιουργήσει τους κανόνες του στη βάση του κοινωνιολογικού υποβάθρου του και άλλων παραγόντων, ανεξαρτήτως μίας ενδεχόμενης προσφυγής και της απόφασης που θα πάρει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε δεύτερο χρόνο, είναι ότι χαρακτηρισμοί, όπως είναι “εθνικόφρων παράφρων, γνωστός παράφρων, ανώμαλος” (υπόθεση Milcovic v Lorain Journal), ενώ μπορεί να κριθουν ως θεμιτοι στα πλαίσια της ελευθερίας της έκφρασης από το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), αντίθετα ο εθνικός Ποινικός Κώδικας τούς ανάγει στα πλαίσια της εξύβρισης.
Και ειδικότερα στη βάση του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ “η εξύβριση στοιχειοθετείται και υφίσταται ο σκοπός της, όταν ο τρόπος εκδηλώσεως δεν ήταν αναγκαίος για να εκφρασθεί προσηκοντως το περιεχόμενο της σκέψεως του δράστη για την προάσπιση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του και μολονότι ο τελευταίος γνώριζε την έλλειψη της αναγκαιότητας του τρόπου αυτού πραγματοποίησε την εκδήλωση με σκοπό να βλάψει την τιμή του άλλου”.
Κάθε δηκτικός χαρακτηρισμός που θεωρείται ως δυσφημιστικός ισχυρισμός γεγονότων καθιστά εξύβριση. Αυτό στο οποίο εμμένει η ελληνική Δικαιοσύνη και εξετάζει επακριβώς είναι: αν ο θιγόμενος είναι δημόσιο πρόσωπο, αν το δημοσίευμα αφορά ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, αν η ασκούμενη κριτική σχετίζεται άμεσα με τη θέση, το λειτούργημα και τα δημόσια καθήκοντα του δημοσίου προσώπου ή αν όλη αυτή η στηλίτευση γίνεται στα πλαίσια εξυπηρέτησης ίδιων σκοπών. Η απόφαση που ουσιαστικά προστατεύει το διαχειριστή μίας ειδησεογραφικης ιστοσελίδας είναι η ΑΠ 1425/2017, που διαχωρίζει την πληροφορία από τα δυσφημιστικα σχόλια που μπορούν να αναρτούν οι αναγνώστες.
Η πληρέστερη ωστόσο προστασία του δικαιώματος στην προσωπικότητα επιτυγχάνεται με το άρθρο 57 ΑΚ, το οποίο προβαίνει σε μια αφηρημένη, αλλά συγχρόνως σφαιρική προστασία της προσωπικότητας, προκειμένου να διευρύνει την παρεχόμενη προστασία και καθιστά εφικτή την κάλυψη των προσβολών της προσωπικότητας που δεν είναι δυνατόν να προβλέψει ο νομοθέτης. Καθώς κινείται στη δημιουργία της προσωπικότητας ως μίας πλατιάς έννοιας που μπορεί να καλύψει το άτομο – φορέα εξουσιών και το άτομο -αντικειμενο των ίδιων των εξουσιών.
Στη βάση αυτή τιμή και υπόληψη δεν έχουν μόνο τα φυσικά πρόσωπα, αλλά και τα νομικά. Έτσι προσβλητικοί έχουν κριθεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια χαρακτηρισμοί δημοσιογράφων προς δημόσια πρόσωπα (κυρίως πολιτικά), όπως “πολιτικό απόβλητο”, “διηύθυνε απολυταρχικά”, “η ανικανότητα του ταδε”, “κατασπατάληση χρημάτων”, “σκάνδαλο απροσμέτρητο”. Η αξιολογική κρίση του Δικαστή ήταν ότι ο δημοσιογράφος θα μπορούσε να ασκήσει σε διαφορετικό πλαίσιο την αξιολογική κρίση του απέναντι στο δημόσιο πρόσωπο/ λειτουργό.
Στη βάση των παραπάνω γίνεται κατανοητό, ότι το εθνικό δίκαιο προστατεύει δημόσια πρόσωπα, ακόμα και τα πολιτικά που εκ των πραγμάτων πρέπει να αξιολογούνται ανά πάσα στιγμή. Σε όλα τα λειτουργήματα υφίστανται όρια που οριοθετούνται τόσο συνταγματικά όσο και από τις δημόσιες αρχές. Και σε καθε περίπτωση σε μία Πολιτεία τιμητής είναι μόνο η Δικαιοσύνη και όχι ο οποιοδήποτε δημοσιογράφος, διεθνολόγος κ.ο.κ.
Ειδικά για τους επικεφαλής των Όπλων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και πόσω δε μάλλον για τον επικεφαλής του Θεσμού, τα όρια που το ίδιο το Σύνταγμα οριοθετεί ανάμεσα στην ελευθερία του λόγου και την εθνική ασφάλεια είναι πολύ συγκεκριμένα, καθώς ακόμα και μία δημόσια κριτική μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον αντίπαλο εναντίον της κυριαρχίας του Κράτους.