Από τον Berserker, κατά κόσμον Νικόλα Κυρίτζη
Ακόμη και η χρήση του χαρακτηρισμού «μάγος» για τον Χένρυ Κίσσιντζερ αρκεί για να αντιληφθεί κανείς τα όρια της πρόβλεψης στη Διεθνή Πολιτική. Η ανάγκη μας για έλεγχο και πρόβλεψη των απειλών, βαθειά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση, μας οδηγεί στην αναζήτηση αυθεντιών, προσώπων με ικανότητες που δεν αντιλαμβανόμαστε πόθεν προέρχονται αλλά είμαστε έτοιμοι να τις εμπιστευθούμε ή να τους αποδώσουμε μεταφυσική κακότητα. Το τελευταίο είναι και ελαφρώς ιδιοτελές: εφ’ όσον ένας «μάγος», ένας εχθρός με μεταφυσικές ικανότητες τα έβαλε μαζί μας, τι να κάνουμε, χάσαμε… Επομένως η υπερβολική απόδοση ικανοτήτων στον Κίσσιντζερ ίσως και να λειτουργεί απενοχοποιητικά για τον Ελληνισμό και τις δικές μας – όλων των Ελλήνων, Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων – τεράστιες ευθύνες και λάθη στο Κυπριακό. Προσωπικά τάσσομαι μάλλον με τις απόψεις του Κρίστοφερ Χίτσενς, που χαρακτήριζε τον Χένρυ Κίσσιντζερ κανονικό εγκληματία πολέμου και θεωρώ τη «Διπλωματία» ένα βαρετό και πονηρά γραμμένο βιβλίο που σχεδόν κανείς δεν έχει διαβάσει – ξεφυλλίσει ναι, μελετήσει όχι – και που απλώς απέδωσε πολλά χρήματα στον συγγραφέα του.
Ότι και αν είναι ο Κίσσιντζερ και η εταιρεία συμβούλων που ίδρυσε μετά την εκλογή του Κάρτερ και την απομάκρυνσή του από θεσμικές αρμοδιότητες, δεν αμφισβητείται ο επιδραστικός του ρόλος και η κατάκτηση θέσεως στην παγκόσμια ιστορία. Είχε σαφώς την επάρκεια και αναμφισβήτητα την τύχη να λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις επί μεγάλα χρονικά – περίπου 20 έτη, από το 1957 έως το 1977 αλλά κυρίως μετά το 1969 – διαστήματα και επηρέασε, συνήθως για κακό, ίσως ενίοτε και για καλό, τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στον Πλανήτη μας. Ας μην ξεχνούμε ότι κατόρθωσε να πάρει Νόμπελ Ειρήνης το 1973, τιμώμενος για την λήξη του πολέμου στο Βιετνάμ, πόλεμος που βέβαια ξανάρχισε αμέσως και ολοκληρώθηκε 2 χρόνια μετά, ενάντια στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Βασικό έργο του σε παγκόσμιο επίπεδο η προσέγγιση ΗΠΑ και Κίνας – θεωρώ ότι ακόμη και η τελευταία παρέμβαση του, που σχολιάστηκε εκτενώς στην Πτήση, αποτελεί υπεράσπιση της συγκεκριμένης πολιτικής.
Μια ξεχασμένη, παράπλευρη συνέπεια της σινοαμερικανικής προσέγγισης ήταν η εμπλοκή της φημισμένης Grumman στην εξέλιξη του κινεζικού μαχητικού J-8. Οι Κινέζοι έως τότε δεν είχαν καταφέρει πολλά πράγματα στην αεροναυπηγική μαχητικών αεροσκαφών. Τα J-2, J-5, J-6 και J-7 δεν ήσαν παρά κινέζικα αντίγραφα των MiG-15, MiG-17, MiG-19 και MiG-21 αντιστοίχως, κατασκευασμένα από την Shenyang, πλην του J-7 που παρήγετο από την Chengdu – και οι δύο βιομηχανίες με έδρες στις ομώνυμες πόλεις. Το 1964 όμως, δεδομένης και της απομάκρυνσης από τους Σοβιετικούς, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας (ή καλύτερα η Αεροπορία του, PLAAF) έκανε για πρώτη φορά κάτι φιλόδοξο: ανέθεσε στην Shenyang την σχεδίαση και δημιουργία ενός βαρύτερου από το MiG-21 (J-7) μαχητικού, που θα μπορούσε να επιχειρεί σε μεγαλύτερες αποστάσεις, χρόνους και ύψη και να είναι ικανό να αναχαιτίζει αεροσκάφη σαν το Hustler, το B-52 , το Thunderchief ή υπό προϋποθέσεις ακόμη και το ενοχλητικό U2: θα ήταν το πρώτο «αμιγώς» κινεζικό, μαχητικό Jet. Η σύλληψη ήταν απλή: ένα δικινητήριο μαχητικό βασισμένο σε μεγέθυνση του Mig-21, με αξιοπρεπές ραντάρ – άρα πλευρικές εισαγωγές αέρα ώστε να δοθεί χώρος για την κεραία στο ρύγχος – αρκετά καύσιμα για να επιτυγχάνει αυτονομία αναχαιτιστικού και δυνατότητα μεταφοράς πολύ περισσότερου οπλικού φορτίου από το μονοκινητήριο J-7. Η αντεπιστημονική Πολιτιστική Επανάσταση καθυστέρησε αναπόφευκτα την ανάπτυξη του αεροσκάφους αλλά, ευτυχώς για τους Κινέζους, ο μηχανικός Jiang Hepu είχε ολοκληρώσει επιτυχώς την αντιγραφή των Tumanski 11 και 13 (Liyang (LMC) Wopen-7A και 13), οπότε έστω και με καθυστέρηση 15 ετών ή 10 από την πρώτη πτήση του, τελικώς άρχισε η παραγωγή το 1979 – την επομένη χρονιά ενετάχθη ο τύπος σε υπηρεσία, οπότε έλαβε και το ΝΑΤΟϊκό του όνομα: Finback, πτεροφάλαινα στα ελληνικά. Η έλλειψη εμπειρίας για την αεροδυναμική κώνου και τις πλευρικές εισαγωγές μεταβλητής γεωμετρίας του προσθίου τμήματος οδήγησε τους συντηρητικούς Κινέζους μηχανικούς να επιστρέψουν στο γνωστό ρύγχος του J-7 αλλά σε κάθε περίπτωση οι επιδόσεις του, ξεπερασμένου πλέον, αεροσκάφους δεν ήταν ικανοποιητικές – το όλο εγχείρημα έδωσε βέβαια την – πολιτική και προπαγανδιστική – ικανοποίηση του «εγχωρίου» μαχητικού αεροσκάφους, τόσον απαραίτητη σε αυταρχικά καθεστώτα που διαφημίζουν μονότονα και μετ’ επιτάσεως την αυτάρκειά τους. Δεν παρήχθησαν πολλά – κανείς δεν ξέρει πόσα αλλά μάλλον δεν ήσαν πάνω από 50, ίσως και αρκετά λιγότερα και αντικατέστησαν ισάριθμα J-6 (MiG-19).
Η έλλειψη ικανοποίησης από τον τύπο οδήγησε, ήδη από την αρχή της ένταξης του σε υπηρεσία και παρά τις διάφορες επί μέρους βελτιώσεις, στην αναζήτηση λύσεων ριζικής αναβάθμισης της σχεδίασης. Έτσι, το 1982 ο Gu Songfen, σχεδιαστής και του αρχικού J-8, παρουσιάζει το J-8II: εμφανίζεται το αρχικά προβλεφθέν, τύπου MiG-23 ρύγχος, εισαγωγές αέρος που θυμίζουν έντονα το F-4 (ή το Su-15), Wopen-13 (δηλαδή Tumanski-13) κινητήρες και βελτιωμένα ηλεκτρονικά, χωρίς πάντως να μιλάμε ακόμη για ένα αεροσκάφος ανάλογο του διεθνών ανταγωνιστών του ή των απαιτήσεων της PLAAF. Οι Κινέζοι αναζητούν εναγωνίως λύσεις, αγοράζουν ή καλύτερα ανταλλάσσουν με τους Αιγυπτίους J-6 (Mig-19) έναντι MiG-23 και τελικά βρίσκονται οι (αφελείς;) Αμερικανοί να τους ξελασπώσουν: μία συμφωνία Peace, η Peace Pearl, το Μαργαριτάρι της Ειρήνης, θα τους προμηθεύσει ό,τι χρειάζονται για να γίνει ανταγωνιστικό το J-8II. Να θυμίσουμε ότι οι συμφωνίες Peace (ακολουθούμενες από ένα δεύτερο όρο, όπως οι δικές μας Peace Xenia ή οι Peace Onyx των καλών γειτόνων μας) είναι συμφωνίες διευκόλυνσης της απόκτησης αμερικανικού αμυντικού υλικού – Foreign Military Sales – και συνήθως αφορούν συμμάχους. Όμως, είμαστε ακόμη στην εποχή της ευφορίας για την επιτυχία της πολιτικής Κίσσιντζερ – ο οποίος είναι ήδη επιχειρηματίας με εταιρεία συμβούλων – οπότε η Peace Pearl δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Το συμβόλαιο προβλέπει ούτε λίγο ούτε πολύ 0,5 δις USD (περίπου 2,35 δισ USD του 2021) και ανατίθεται στην ξεχωριστή Grumman, την εταιρεία πολύ υψηλού κύρους και τεχνολογικού επιπέδου του σεμνού, αυστηρού μηχανολόγου του Κορνέλ, πιλότου και αεροναυπηγού Leroy Randle Grumman (1895 – 1982), που ας μην ξεχνούμε, ήταν ο βασικός κατασκευαστής της Σεληνακάτου, πέραν των εμβληματικών F-14, A-6, F-111 και των λοιπών εξαιρετικών και φημισμένων για την ανθεκτικότητά τους – συχνά αναφερόμενα και ως “The Grumman Iron Works” – και την αγάπη του Ναυτικού για αυτά, αεροσκαφών της.
Η Grumman παραλαμβάνει δύο J-8II και ξεκινά με τα Avionics: υπολογιστές, οθόνες, αδρανειακά συστήματα ναυτιλίας και πάνω απ’ όλα το ραντάρ. Ούτε λίγο, ούτε πολύ εγκαθίσταται το Westinghouse AN/APG-66, το ραντάρ των πρώιμων F-16 (και P-3 αλλά και Cessna Citation II για τους φίλους των corporate jets). Για τα όπλα φροντίζει η Alenia: επιλέγεται η εξέλιξη του AIM-7E Sparrow, το BVR Aspide, που ας μην ξεχνούμε, την ίδια εποχή έδινε επί 5 χρόνια το πλεονέκτημα στην Έλλη και στη Λήμνο μας, μέχρι να αποκτηθεί και από το ζηλότυπο Τουρκικό Ναυτικό με καθυστέρηση. Το πρότζεκτ θεωρείται άκρως απόρρητο και κανείς δεν ξέρει που βρίσκονται τα κινεζικά μαχητικά. Πιθανότατα στην Καλιφόρνια, στη Βάση Edwards ή στο μυθικό Mojave Air and Space Port! Αμερικανική Μονάδα, η USAF Air Force Flight Test Center (6510 Squadron) έχει αναλάβει τις δοκιμές του αεροσκάφους και την προσαρμογή των Δυτικής προελεύσεως υποσυστημάτων – Αμερικανοί πιλότοι εξελίσσουν εργωδώς το Κινεζικό μαχητικό.
Το πρόγραμμα δείχνει να πηγαίνει καλά: 40 Κινέζοι αξιωματικοί και τεχνικοί απολαμβάνουν τη «σήψη και την παρακμή» του καπιταλισμού και της μπουρζουαζίας στις ΗΠΑ – ίσως πάνε και σινεμά όπου έκπληκτοι παρακολουθούν το έργο της χρονιάς, το καθόλου εθνικιστικό Good morning Vietnam με τον εκπληκτικό Robin Williams στο ρόλο του, υπαρκτού προσώπου και εκφωνητή του στρατιωτικού σταθμού της Σαϊγκόν, Adrian Cronauer, ενός ξεχωριστού, πολύ ευφυούς ανθρώπου που είχε υπηρετήσει και στη Βάση των Γουρνών στο Ηράκλειο – ενώ η Shenyang μπαίνει στο νόημα γρήγορα: στο Air Show του Παρισιού του 1989 παρουσιάζεται η εξαγωγική έκδοσή του J-8II ως Shenyang F-8II, φυσικά με κινέζικα ηλεκτρονικά και όπλα. Αρνητικό σημάδι: ουδείς δείχνει ενδιαφέρον για το προϊόν αλλά οι Κινέζοι αποκτούν πολύτιμη εμπειρία.
Αίφνης οι ουρανοί φαίνεται να έχουν αντιρρήσεις: τον Ιούνιο του ξεχωριστού για την παγκόσμια ιστορία 1989 ξεσπούν στο Πεκίνο αντικαθεστωτικές διαμαρτυρίες, με αποτέλεσμα εκατοντάδες ή χιλιάδες νεκρούς – ο τελικός, τραγικός απολογισμός παραμένει ακόμη και σήμερα άγνωστος και ενοχλητικά αδιάφορος για την παγκόσμια κοινότητα, που συναλλάσσεται τόσο κερδοφόρα με την Κίνα. Επίκεντρο της σφαγής η Πλατεία της Ουρανίας Ειρήνης, γνωστή και ως Τιεν Αν Μεν. Το Μαργαριτάρι της Ειρήνης πολύ γρήγορα ακυρώνεται από τους νεοεκλεγέντες George H. W. Bush και James Baker ενώ κάθε συνεργασία με Αμερικανικές ή Ευρωπαϊκές εταιρείες περνά σε καθεστώς απαγόρευσης, οδηγώντας τους Κινέζους πίσω, στον συνηθισμένο δρόμο, δηλαδή στον εναγκαλισμό των Ρώσων ως προμηθευτών. Το ικανότατο Su-27 γίνεται το νέο αντικείμενο του πόθου της PLAAF με 200 μονάδες να αγοράζονται εσπευσμένα και το αντίγραφο, το J-11, πάλι από την Shenyang να εμφανίζεται σύντομα. Η μοίρα του απηρχαιωμένου πια J-8II είναι προδιαγεγραμμένη: καταλήγει να θεωρείται ένα ημιαποτυχημένο πρόγραμμα, με μόνον 60 (ορισμένες πηγές αναφέρουν μόλις 24) αεροσκάφη να παράγονται τελικά έως το 1995, χωρίς φυσικά Αμερικανικό ή Ιταλικό εξοπλισμό. Φαινομενικά η εξέλιξη του J-8II συνεχίζεται επί 20 έτη με Κινεζική (διάβαζε Ρωσική ή πιθανόν και Ισραηλινή) τεχνολογία, νέες παραλλαγές εμφανίζονται αλλά το αδιέξοδο είναι κάτι παραπάνω εμφανές. Η προσπάθεια εγκαταλείπεται κάπου στα 2006 και η παραγωγή σταματά οριστικά το 2010 αφήνοντας σήμερα, κάπου μέσα στη βαθειά Κίνα, λίγους συνταξιούχους μηχανικούς ή απόστρατους της PLAAF να αναπολούν και να διηγούνται ιστορίες από την παραμονή τους στις ΗΠΑ του τέλους της δεκαετίας του ’80. Φυσικά η Κινεζική Αεροναυπηγική δεν το βάζει κάτω και εκτός από τη συνέχιση των αντιγραφών όπως το J-11 έχει πλέον αποκτήσει την αυτοπεποίθηση να προχωρεί σε νέες, τολμηρές, αγνώστων όμως δυνατοτήτων σχεδιάσεις, όπως το J-20 – για το οποίο όμως έχει κατηγορηθεί για βιομηχανική κατασκοπεία εις βάρος του F-35.
Αλλά και για την περίφημη Grumman με τα αθάνατα “Grumman Iron Works” της, έχει πλησιάσει το τέλος. Το 1994 θα ενωθεί με την Northrop αφήνοντας τα δικά της απαράμιλλα σχέδια, σαν το F-14, να παραμένουν μνημεία στην αεροπορική ιστορία. Και όχι μόνον: ότι έφτιαχνε η Grumman «δεν χαλούσε ποτέ». Ακόμη κυκλοφορούν τα LLV – πρόκειται για …βαν – που κατασκεύασε μεταξύ 1987 – 1994 για τα Αμερικανικά Ταχυδρομεία, με προδιαγραφές λειτουργίας αρχικά 24 και κατόπιν 30 (!) ετών ενώ τα πανάλαφρα αλουμινένια κανό (!) της, όπως και τα ταχύπλοά της είναι πάντα ιδιαίτερα δημοφιλή στις ΗΠΑ.
Δεν ξέρουμε «πόσο Grumman» θα είναι το μυστηριώδες, “unstoppable” Northrop Grumman Β-21 Raider (από τους Doolittle Raiders), όταν μπει σε υπηρεσία στο τέλος της δεκαετίας. Θα φέρει όμως, έστω κατά το ήμισυ, το ένδοξο όνομα που κάποτε εκλήθη να δημιουργήσει για λογαριασμό του παγκόσμιου ηγέτη μια στρατηγική συμμαχία.