Σήμερα πυρηνικά όπλα στον πλανήτη έχουν οι εξής χώρες: ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Γαλλία, Βρετανία, Ισραήλ, Βόρεια Κορέα. Μπορούμε, με λίγη αισιοδοξία κιόλας, να μιλήσουμε για μείωση σε ιστορική βάση, καθώς τόσο η Νότια Αφρική έχει εγκαταλείψει το δικό της πρόγραμμα και καταστρέψει τα λίγα όπλα που είχε κατασκευάσει, ενώ η Ουκρανία και το Καζακστάν που είχαν βρεθεί μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης με μεγάλα οπλοστάσια στο έδαφος τους, τα έδωσαν στην Ρωσία ως “φυσικό διάδοχο της πυρηνικής ΕΣΣΔ”, παίρνοντας εγγυήσεις ασφαλείας, που ήδη έχουν αποδειχθεί κενές περιεχόμενου. Ήδη όμως διαπιστώνουμε έντονα τα σημάδια είτε εξάπλωσης είτε αύξησης των πυρηνικών οπλοστασίων, σε μια ακόμη μεταψυχροπολεμική ανατροπή ισχύος:
1. Κίνα
Η χώρα σαφώς αυξάνει συστηματικά το οπλοστάσιο των κεφαλών της όπως και των μέσων εξαπόλυσης τους, τόσο με διηπειρωτικούς πυραύλους ξηράς, όσο και θαλάσσης, μέσω υποβρυχίων βαλλιστικών πυραύλων. Σήμερα η εκτίμηση είναι πως διαθέτει τουλάχιστον 600 κεφαλές αλλά έως το τέλος της δεκαετίας θα έχει υπερβεί τις 1.000, προσθέτοντας περίπου 100 ανά έτος.

Η κινεζική αυτή εξοπλιστική στόχευση έχει πολλά αίτια. Αρχικά η αχανής αυτή χώρα βλέπει πως είναι σοβαρή η πιθανότητα θερμής σύγκρουσης της με τις ΗΠΑ, καθώς η μεν Ουάσιγκτον δηλώνει ανοιχτά εδώ και μια δεκαπενταετία πως μεταφέρει την “εστίαση” της στη λεκάνη του Ειρηνικού με την Κίνα ως αντίπαλο. Ενώ το Πεκίνο έχει ήδη καλλιεργήσει τη δική του επιθετική εξωστρέφεια διεθνών σχέσεων, επιδιώκοντας τη διεύρυνση της κυριαρχίας του στο κοντινό γεωγραφικό χώρο. Άρα πρωτίστως με στόχευση της Ταϊβάν και στη συνέχεια με διεκδίκηση ελέγχου της Σινικής Θάλασσας και γενικά μιας τεράστιας θαλάσσιας ζώνης στα παράλια της.
Στη συνέχεια η Κίνα, που ποτέ δεν μετείχε σε διεθνείς συνθήκες περιορισμού πυρηνικών όπλων, όπως έκαναν ΗΠΑ και ΕΣΣΔ/Ρωσία, αισθάνεται πως συγκριτικά με τις δύο αυτές χώρες έχει πολύ μικρότερο “ειδικό βάρος” πυρηνικών όπλων, άρα “οφείλει” να το αυξήσει, όχι τόσο ως εργαλείο πολέμου, αλλά κυρίως ως γεωπολιτικό της κύρος και μόχλευση.
Ακόμη, η Κίνα διαπιστώνει πως πέρα από την πιθανή τριβή με τις ΗΠΑ, ελλοχεύει πάντα μια πολεμική κρίση με την γειτονική της “πυρηνική” Ινδία, άρα οφείλει να σχεδιάσει ένα σύστημα αποτροπής, με δύο τουλάχιστον απειλές χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής και μάλιστα μεταξύ τους τελείως ανεξάρτητες.

2. Γαλλία
Το Παρίσι εντός του 2025, μέσω δηλώσεων του Εμανουέλ Μακρόν, έκανε την έκπληξη, αναφέροντας πως το δικό του πυρηνικό οπλοστάσιο των κάπου 290 κεφαλών (ανεπτυγμένων στα 4 υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων κλάσης Triomphant, με 16 διηπειρωτικούς πυραύλους Μ51 πολλαπλών κεφαλών το καθένα, συν τα περίπου 60 αεροεκτοξευόμενα βλήματα ASMPA-A/R, με μονή κεφαλή 300 κιλοτόνων), μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την “κάλυψη άλλων χωρών της ηπείρου”.
Η πολύ σημαντική αυτή δήλωση πολιτικά, εμφανίστηκε ως εναλλακτική της πιθανής απόσυρσης της αμερικανικής “πυρηνικής ομπρέλας” από την Ευρώπη, κάτι που έχει υπαινιχθεί η νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Ο οποίος στη γνωστή αμφίσημη γλώσσα του, έχει πει πως “παραμένει η πυρηνική κάλυψη των συμμάχων”, αλλά παράλληλα αναρωτιέται ρητορικά πως “αν δεν πληρώνουν -σε αμυντικές δαπάνες- γιατί να τους υπερασπίσω;”. Καταρρίπτοντας έτσι τη βασικότερη μεταπολεμική σταθερά της Ευρώπης, όπου μέσω ΝΑΤΟ αλλά και γενικότερα ως στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ, ήταν πως η Ουάσιγκτον θα παρείχε ασφάλεια αποτροπής στις συμμαχικές χώρες έναντι πυρηνικής επίθεσης. Μια δέσμευση στην οποία πάνω “χτίστηκε” όλο το ευρωπαικό οικοδόμημα ασφαλείας και ακριβώς έτσι περιορίστηκε και η διάδοση πυρηνικών όπλων στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου!
Η δήλωση Μακρόν βέβαια, εφόσον αρχίσει να υλοποιείται, είτε με συμφωνίες στρατηγικής συμμαχίας, είτε ως νέος “γεωπολιτικός ρόλος”, που θα εξυπηρετεί και την πάγια γαλλική πρόθεση για πρωτοκαθεδρία εντός Ευρώπης, δεν μπορεί παρά να θίξει και το πρακτικά περιορισμένο πυρηνικό αποτύπωμα της χώρας. Καθώς με 290 κεφαλές, η Γαλλία οριακά μπορεί να προσφέρει αποτροπή στον εαυτό της, αλλά σαφώς όχι σε μεγαλύτερη έκταση/περισσότερες χώρες. Πόσο μάλλον όταν απέναντι σήμερα προβάλλει ως κύρια απειλή η Ρωσία, των 1.710 κεφαλών σε ανάπτυξη, με συνολικό απόθεμα πάνω από 5.000! Άρα η Γαλλία αν θέλει σοβαρά να δημιουργήσει “ευρωπαϊκή ομπρέλα” με ισχυρή πειθώ αποτροπής, οφείλει να εξετάσει την ανάπτυξη περισσότερων κεφαλών και φορέων τους.
3. Βρετανία
Σε παρόμοια θέση με τη Γαλλία, δηλαδή με ένα μικρό οπλοστάσιο κάπου 225 κεφαλών (αποκλειστικά ανεπτυγμένων στα 4 υποβρύχια της βαλλιστικών πυραύλων, κλάσης Vanguard), η Βρετανία αντιμετωπίζει διπλό πρόβλημα. Το πρώτο είναι πως ως φορέας εκτόξευσης των κεφαλών της είναι οι διηπειρωτικοί πύραυλοι Trident II, αμερικανικής κατασκευής και ουσιαστικά “κοινής διαχείρισης”, μιας και το απόθεμα τους ελέγχεται και συντηρείται από τις ΗΠΑ. Έδώ λοιπόν, με την ριζική αλλαγή γεωστρατηγικής στόχευσης των ΗΠΑ και μάλιστα με την “τραμπική” τραχύτητα, ήδη στη Βρετανία έχει ξεκινήσει η συζήτηση για το πόσο εξαρτημένο είναι το πυρηνικό οπλοστάσιο από την Ουάσιγκτον. Και αν τελικά η χρήση αυτών των όπλων μπορεί να θεωρηθεί ως αποκλειστικό δικαίωμα και απόφαση του Λονδίνου. Με απλά λόγια ήδη σε μεγάλα ΜΜΕ της Βρετανίας διατυπώνεται το ερώτημα “το κουμπί είναι δικό μας, ή αν το πατήσουμε δεν θα συμβεί τίποτα αν δεν το θέλει ο αμερικανός… εξάδερφος”;

Και εδώ δηλαδή, διαπιστώνει η Βρετανία το πόσο ριζικά μπορεί να αλλάξει η αμερικανική πολιτική, που στην σημερινή εσωστρέφεια της μπορεί να διαταράξει και την ιστορικά κατοχυρωμένη “ειδική σχέση” με τις ΗΠΑ. Που μάλιστα έως τώρα υπερτερούσε και των όποιων νατοϊκών δεσμεύσεων των ΗΠΑ προς τη Βρετανία.
Το επόμενο πρόβλημα της Βρετανίας είναι βέβαια το αριθμητικό του πυρηνικού οπλοστασίου της. Όπου η χώρα αντιμετωπίζει τη μεγάλη υποβάθμιση των συμβατικών της δυνάμεων, με σχεδόν εξαφάνιση του αρματικού δυναμικού όπως και του πυροβολικού της, την αργοπορημένη κάλυψη των κενών στην Αεροπορία, τα μεγάλα κόστη ναυτικού επανεξοπλισμού κ.ο.κ. Άρα εδώ η συμβατική “υστέρηση” σκληρής ισχύος, ίσως πρέπει να καλυφθεί με κάποια πυρηνική “έξαρση”, πόσο μάλλον αν χρειαστεί η Βρετανία να μετέχει σε κάποια ευρωπαϊκή ομπρέλα ασφαλείας, π.χ. σε συνεργασία με τη Γαλλία, αν και αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Έτσι και εδώ έχουμε το φαινόμενο, μια ήδη πυρηνική δύναμη, να προβληματίζεται για σοβαρή επένδυση στο πυρηνικό της οπλοστάσιο, τόσο για λόγους αύξησης του, όσο και για στρατηγική της αυτονόμηση.
4. Αυστραλία
Η μακρινή από τα ευρωπαϊκά προβλήματα χώρα, αλλά με πολλά δικά της, μπαίνει κι αυτή στο “πυρηνικό παίγνιο”, αλλά έμμεσα. Καθώς η συμφωνία AUKUS που έχει συνάψει με ΗΠΑ και Βρετανία, προβλέπει την αγορά σε πρώτη φάση, 3 έως 5 αμερικανικών πυρηνοκίνητων υποβρυχίων κλάσης Virginia (επιθετικα, όχι βαλλιστικών πυραύλων), αλλά με συμβατικό οπλικό φόρτο! Μετά, κάπου από τη δεκαετία του 2040, ως 2η φάση, θα προμηθευθεί πάλι πυρηνοκίνητα υποβρύχια, κατασκευασμένα όμως στη Βρετανία, από μια υποτίθεται ειδική κλάση, σχεδιασμένη για τις αυστραλέζικες ανάγκες. Το όλο πρόγραμμα ακούγεται και είναι υπερφιλόδοξο, πανάκριβο -και άποψη μας, μάλλον αδύνατο να υλοποιηθεί πλήρως- αλλά δημιουργεί κάτι καινοφανές. Τι είναι αύτο;

Πως για πρώτη φορά μια χώρα θα εντάξει στο οπλοστάσιο της πυρηνοκίνητα υποβρύχια, χωρίς η ίδια να είναι πυρηνική δύναμη! Το παράδοξο εδώ είναι πως ακόμη και τα αυστραλιανά υποβρύχια να έχουν αυστηρά συμβατικά όπλα -εδώ μας ενδιαφέρει η δυνατότητα τους για εξαπόλυση πυραύλων cruise, Tomahawk, που μπορεί να φέρουν πυρηνική κεφαλή- αυτό ποτέ δεν θα θεωρηθεί ως δεδομένο από τον οποιονδήποτε αντίπαλο. Έτσι, η Κίνα, η οποία είναι σήμερα το “δέος” στον Ειρηνικό, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε τα κλάσης Virginia με αυστραλιανή σημαία, ούτε πολλά χρόνια αργότερα, κάποια άλλα βρετανικής παραγωγής, ως “συμβατικά”. Καθώς θα υπάρχει η υποψία για το πιθανά πυρηνικό φορτίο τους.
Επίσης, όπως ήδη φημολογείται, αν η Αυστραλία προχωρήσει στην πρώτη φάση της AUKUS, δηλαδή σε αγορά αμερικανικών υποβρυχία Virginia, αυτά για λόγους ασφαλείας αλλά και πολιτικού ελέγχου, θα είναι αυστραλιανά μόνο κατ’ όνομα! Δηλαδή πιθανά θα φέρουν κυρίως αμερικανικό πλήρωμα με κάποιους Αυστραλούς ως συμπλήρωμα, το οπλοστάσιο τους θα είναι αμερικανικό, οι σχετικοί κλειδάριθμοι ελέγχου επίσης θα είναι αμερικανικοί. Άρα ξανά η Κίνα θα τα θεωρήσει μια προέκταση του αμερικανικού Στόλου στον Ειρηνικό, και θα αποτιμήσει την Αυστραλία ως “πυρηνική δύναμη”.
Το πιθανό αποτέλεσμα; Η Αυστραλία μπαίνοντας σε ένα τόσο πολύπλοκο σκηνικό πυρηνικής αποτροπής, να υποχρεωθεί επιλέξει και την απευθείας προμήθεια τέτοιων όπλων (αφού ήδη θα είναι “στιγματισμένη” ως πιθανός κάτοχος τους), είτε με αγορά τους από τις ΗΠΑ, είτε ως μόνιμη φιλοξενία στο έδαφος της και στις ένοπλες δυνάμεις της.
5. Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα και άλλοι “παθόντες”
Αναφέρουμε τις παραπάνω χώρες όλες μαζί, όχι γιατί ταυτίζονται, αλλά γιατί αντιμετωπίζουν ένα κοινό πρόβλημα ασφαλείας. Το οποίο για μια ακόμη φορά επιστρέφει στην ανατρεπτική αντίληψη Τραμπ για αμερικανική εσωστρέφεια και απόσυρση της χώρας του από διεθνείς υποχρεώσεις ασφαλείας που είχε αναλάβει μεταπολεμικά. Έτσι Γερμανία, Ιταλία, αλλά και εντός Ευρώπης η Ισπανία και η Πολωνία, όπως και η Ιαπωνία στον Ειρηνικό μαζί με την Νότια Κορέα, πιθανά την Ινδονησία κ.ο.κ. διαπιστώνοντας την μεγάλη ανισορροπία ισχύος διεθνώς, την υποχώρηση των ΗΠΑ ως παρόχου αποτροπής, μπορεί να “εξωθηθούν” σε πυρηνική επιλογή. Όχι με επιθετική διάθεση, αλλά ως ένα εθνικό απόθεμα σκληρής ισχύος, ανεξάρτητο από διεθνείς πατρωνίες και δεσμεύσεις, καθαρά εγχώριας τεχνογνωσίας και παραγωγής και φυσικά ως δικό τους μοχλό συμμετοχής σε πιθανούς διαμοιρασμούς ισχύος.

Οι συγκεκριμένες χώρες έχουν άλλωστε την τεχνολογική επάρκεια για ταχεία ανάπτυξη πυρηνικών όπλων (στην πράξη πολύ περισσότερες μπορεί να το κάνουν, τουλάχιστον για σχετικά “πρωτόγονες” συσκευές) και η κάθεμια έχει το δικό της ειδικό θέμα αποτροπής. Η Γερμανία και η Πολωνία την Ρωσία, η Νότια Κορέα τη Βόρεια, η Ιαπωνία την Κίνα και την Βόρεια Κορέα, η Ινδονησία την Κίνα και η λίστα δεν έχει τελειωμό. Ενώ δεν αναφέρουμε χώρες στην “ρωσική περιφέρεια”, όπως το Καζακστάν, που κι αυτό μπορεί να μπει σε σχετικό πειρασμό.
6. Ιράν ο συνήθης ύποπτος
Το πόσο κοντά είναι η Τεχεράνη στην απόκτηση πυρηνικών όπλων είναι σήμερα η μεγάλη απορία. Οι εκτιμήσεις μιλάνε -απαισιόδοξα- για λίγους μήνες αν το Ιράν αποφασίσει να τα ρισκάρει όλα, ενώ αισιόδοξα, για ελάχιστα χρόνια. Στην πράξη η Τεχεράνη δεν έχει ακόμη πυρηνικά όπλα όχι για λόγους τεχνολογίας, αλλά μόνο εξαιτίας της πάγιας και υπεσχημένης απειλή πως θα εξοντωθεί αν το αποτολμήσει, είτε από το Ισραήλ, είτε από τις ΗΠΑ, είτε και από τους δύο μαζί. Πάντως ήδη έχει την υποδομή εμπλουτισμού πυρηνικών καυσίμων, τους βαλλιστικούς πυραύλους, το επιστημονικό δυναμικό, τα σχέδια. Άρα η εμφάνιση της σε ένα “πυρηνικό κλαμπ” εξαρτάται από το αν βρει ένα διεθνή υποστηρικτή, όπως π.χ. τη Ρωσία, να της προσφέρει την στρατηγική κάλυψη.

7. Τουρκία, ο νέος παίχτης
Δεν απέχουμε πολλά χρόνια από το 2019, όταν ο Ρετζεπ Ταγίπ Ερντογάν είχε πει σε κομμματική ομιλία πως είναι “απαράδεκτο πυρηνικές δυνάμεις να εμποδίζουν την Τουρκία να αποκτήσει πυρηνικά όπλα”! Φράση που τότε έκανε αίσθηση, και που σήμερα, έχει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα. Καθώς αν και δεν έχει επαναδιατυπωθεί, η Τουρκία κάνει πολλά βήματα προς ένα πιθανό “πυρηνικό βήμα”, το οποίο όμως είναι ακόμη μακριά.

Έτσι αναπτύσσει βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς -τους Tayfun- ιδανικό όπλο για μεταφορά κεφαλών, και βέβαια έχει διεθνείς φιλοδοξίες ισχύος, τόσο μεγάλες που αναπόφευκτα θα πρέπει να μελετήσει μια τέτοια προοπτική. Επίσης, έχει ήδη σε εξέλιξη το μεγάλο έργο του πυρηνικού εργοστασίου στο Ακούγιου και μελετά άλλα δύο, ένα στην Ανατολική Θράκη και ένα στη Μαύρη Θάλασσα. Υποδομές που δεν παράγουν μεν πυρηνικά υλικά για οπλοποίηση, αλλά θα προσφέρουν πολύτιμη εμπειρία και σχετική τεχνογνωσία χειρισμού παρεμφερών υλών. Ακόμη διαθέτει μια ισχυρή βιομηχανική βάση που μπορεί να επεκταθεί γρήγορα προς τέτοιες τεχνολογίες, ενώ “ανοίγεται” έντονα στην Αφρική, με ισχυρή διπλωματική παρουσία και σε χώρες που παράγουν ουράνιο, όπως το Νίγηρα, δηλαδή τη βασική πρώτη ύλη. Μάλιστα πέρυσι υπέγραψε με το Νίγηρα υποσχετικό για πρόσκληση τουρκικών εταιρειών στη χώρα ώστε να επενδύσουν στην εξόρυξη φυσικών πόρων, κυρίως υδρογονανθράκων.
Όλα τα παραπάνω, ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά σε ολιστική θεώρηση, ισχυρά συμπληρωματικά, μας δείχνουν μια ακόμη χώρα που διαθέτει όλο το “πλαίσιο” απόκτησης πυρηνικών όπλων και κυρίως την αυτοτροφοδοτούμενη προς κάτι τέτοιο, φιλοδοξά.
8. Βόρεια Κορέα, ο Κιμ και το “κουμπί του”
Μια ακόμη χώρα που αυξάνει το πυρηνικό της οπλοστάσιο, σε κεφαλές (υπολογίζονται από 30 έως 50) αλλά κυρίως σε μέσα μεταφοράς τους. Με συνεχείς τα τελευταία χρόνια δοκιμές πυραύλων, βαλλιστικών, cruise, επίγειους, εκτοξευόμενους από υποβρύχια, με στόχευση για διηπειρωτικούς. Μια χώρα που παραμένει περίκλειστη, με έντονες φοβίες για “επίθεση των ιστορικών εχθρών μας”, που αυξάνει την ένταση με την Νότια Κορέα, που βρήκε κιόλας από πέρυσι την Ρωσία πρόθυμο συνεργάτη, να αλληλοστηριχθούν στρατιωτικά. Συνολικά ένας παίκτης υψηλής αστάθειας, που απαντά με όξυνση σχεδόν σε κάθε προσπάθεια κατευνασμού.
Ινδία, Πακιστάν, Ισραήλ
Αν και πυρηνικές δυνάμεις, οι τρεις παραπάνω χώρες είναι αυτές που προς το παρόν δεν έχουν δείξει πρόθεση ενίσχυσης του πυρηνικού οπλοστασίου τους, τουλάχιστον σε αριθμό κεφαλών. Σαφώς όμως όλες βελτιώνουν τους φορείς τους, κυρίως βαλλιστικούς πυραύλους και cruise, με δοκιμές, εξελίξεις, αναζήτηση μεγαλύτερων εμβελειών, ικανότητα πολλαπλών κεφαλών κ.ο.κ. όπως και με νέα μέσα όπως πυρηνικά υποβρύχια η Ινδία. Αλλά για να είμαστε διαυγείς, μπορούν να αυξήσουν το πυρηνικό τους απόθεμα πολύ γρήγορα αν το επιθυμούν, καθώς η εκτίμηση είναι πως διαθέτουν το ραδιενεργό κρίσιμο υλικό, ενώ η ισχυρή αντίστοιχη βιομηχανική τους βάση επιτρέπει την παραγωγή σε μικρό χρόνο. Έτσι, αν κρίνουν πως το περιβάλλον ασφαλείας χειροτερεύει θα το κάνουν και χωρίς ιδιαίτερο δισταγμό.

Η νέα πυρηνική εποχή
Τα ατομικά/πυρηνικά όπλα αποτελούσαν, από την πρώτη χρήση τους (ελπίζουμε και τελευταία), στην Ιαπωνία, μια ειδική κατηγορία εξοπλισμών. Καθώς η καταστροφικότητα τους, έφερνε κατάργηση κάθε παλαιού πολεμικού δόγματος, δημιούργησε νέες σχολές γεωπολιτικής ανάλυσης και νέες ισορροπίες ισχύος. Η διάδοση τους μάλιστα μια περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, αποκλειστικά όμως ως διελκυστίνδα ΗΠΑ-ΕΣΣΔ, είχε φθάσει σε εξωφρενικό βαθμό, με κάπου 70.000 κεφαλές σε απόθεμα!
Ευτυχώς αυτή την τρέλα την περιόρισε μια κοινή διαδρομή ΗΠΑ-ΕΣΣΔ/Ρωσίας, όπου υπογράφησαν μια σειρά από πολύ σημαντικές συνθήκες πυρηνικού αφοπλισμού, με σήμερα τις δύο χώρες να τηρούν -αν και δεν δεσμεύονται τυπικά- οπλοστάσια κάπου των 1.700 κεφαλών η καθεμία σε ανάπτυξη και απόθεμα, στις 5.000+.
Η αστάθεια όμως των τελευταίων ετών, που την είδαμε να μεγενθύνεται λόγω Ουκρανικού και ενός φαινομένου “ντόμινο” που ακολούθησε, όπου η Ρωσία προσεταιρίστηκε Ιράν και Βόρεια Κορέα, η Ευρώπη να βλέπει μια πιθανή αμερικανική “αποξύλωση”, οι ΗΠΑ να ανεβάζουν την ένταση με την Κίνα και πολλά ακόμη σε καταγραφή. Έτσι το πυρηνικό όπλο ως τοτεμικό εργαλείο ισχύος και αστραπιαίας “εθνικής αναβάθμισης” επανέρχεται στο τραπέζι, χωρίς κάποιους περιορισμούς του παρελθόντος. Η τεχνογνωσία παραγωγής τους είναι προσιτή σε πάρα πολλές χώρες, οι πρόθυμοι να τη διδάξουν υπάρχουν (π.χ. το Πακιστάν και η Βόρεια Κορέα), οι πρώτες ύλες σε αξιόλογο βαθμό είναι στον έλεγχο κρατών σε γεωπολιτική μετάβαση, άρα πιθανά και ευήκοες σε σχετική συναλλαγή. Συν βέβαια το κενό ασφαλείας που προκαλούν οι τραμπικές επιλογές, το οποίο βλέπουμε μόνο την αρχή του.
Ο ίδιος ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ βέβαια, έχει διατυπώσει δημόσια την πρόθεση του να καλέσει Κίνα και Ρωσία σε αμοιβαίο αφοπλισμό και σοβαρή μείωση πυρηνικών όπλων. Αυτό μπορεί να είναι μια ακόμη μεγαλοστομία, αλλά αξίζει τη διεθνή στήριξη αν το προσπαθήσει. Το θέμα είναι πως σε εποχές αναταραχής, οι συμφωνίες αφοπλισμού σπάνια ευδοκιμούν. Αντίθετα συνήθως απαιτούν κάποια προηγούμενη διαδικασία προσέγγισης και παροχής εγγυήσεων και κυρίως δόμησης εμπιστοσύνης. Στοιχεία δηλαδή που ούτε οι ΗΠΑ ενός Τραμπ, ούτε η Ρωσία ενός Πούτιν, ούτε ίσως η Κίνα του Χι, έχουν αυτή τη στιγμή προς διάθεση και επένδυση.