Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση ανταγωνίζονταν σε μια τεχνολογική κούρσα που περιλάμβανε την ανάπτυξη προηγμένων στρατιωτικών αεροσκαφών. Σε αυτό το πλαίσιο, η North American Aviation πρότεινε το XF-108 Rapier, ένα φιλόδοξο σχέδιο για ένα υπερηχητικό αναχαιτιστικό, ικανό να πετάει με ταχύτητες Mach 3 και να αντιμετωπίζει σοβιετικά στρατηγικά βομβαρδιστικά σε μεγάλα υψόμετρα.
Η ανάπτυξη του XF-108 Rapier ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Την εποχή εκείνη, η Σοβιετική Ένωση ανέπτυσσε αεροσκάφη όπως το Myasishchev M-4 και το Tupolev Tu-95, τα οποία μπορούσαν να μεταφέρουν πυρηνικά όπλα και να πλήξουν στόχους στη Βόρεια Αμερική. Η Αμερικανική Αεροπορία (USAF) χρειαζόταν ένα μαχητικό ικανό να αναχαιτίζει αυτά τα αεροσκάφη πριν προσεγγίσουν τον εναέριο χώρο των ΗΠΑ, σε υψόμετρα και ταχύτητες που ξεπερνούσαν τις δυνατότητες των υπαρχόντων μαχητικών, όπως το F-86 Sabre ή το F-102 Delta Dagger.
Το 1955, η USAF εξέδωσε την απαίτηση για το πρόγραμμα Long-Range Interceptor (LRI), ζητώντας ένα αεροσκάφος με ταχύτητα Mach 1,7, εμβέλεια άνω των 1.600 χιλιομέτρων και ικανότητα να επιχειρεί σε υψόμετρα πέρα των 18.000 μέτρων. Η North American Aviation, γνωστή για την ανάπτυξη του B-25 Mitchell και του F-86 Sabre, κέρδισε τη σύμβαση το 1957 για το πρόγραμμα Weapon System 202A, που αργότερα ονομάστηκε XF-108 Rapier. Το πρόγραμμα είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός μαχητικού που θα συνόδευε το υπό ανάπτυξη βομβαρδιστικό XB-70 Valkyrie, επίσης της North American, δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο σύστημα αεροπορικής υπεροχής.
Η ανάπτυξη του XF-108 πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες υψηλής μυστικότητας, καθώς η τεχνολογία του θεωρούνταν κρίσιμη για την εθνική ασφάλεια. Η North American επένδυσε σημαντικούς πόρους στη σχεδίαση, δημιουργώντας λεπτομερείς μακέτες και τεχνικά σχέδια.
Το XF-108 είχε σχεδιαστεί ως ένα μεγάλο αεροσκάφος με μήκος 27,2 μέτρα, άνοιγμα πτερύγων 17,5 μέτρα και μέγιστο βάρος απογείωσης περίπου 46.500 κιλά. Η δομή του βασιζόταν σε κράματα τιτανίου και ανοξείδωτου χάλυβα, υλικά που επιλέχθηκαν για την αντοχή τους στις υψηλές θερμοκρασίες της υπερηχητικής πτήσης. Η σχεδίαση περιλάμβανε πτέρυγες σε σχήμα δέλτα και δύο κάθετα ουραία, που εξασφάλιζαν σταθερότητα σε υψηλές ταχύτητες.
Η πρόωση επρόκειτο να βασιστεί σε δύο κινητήρες General Electric J93-GE-3AR, οι οποίοι ήταν υπό ανάπτυξη για το XB-70 Valkyrie. Με ώση 130 kN ο καθένας με μετάκαυση, θα επέτρεπαν στο XF-108 να πετυχαίνει ταχύτητες Mach 3 (περίπου 3.200 χλμ./ώρα) και να επιχειρεί σε υψόμετρα έως 24.400 μέτρα. Οι J93 διέθεταν τεχνολογία μεταβλητής γεωμετρίας, που βελτίωνε την απόδοση σε διαφορετικές ταχύτητες και υψόμετρα. Το αεροσκάφος θα χρησιμοποιούσε ειδικό καύσιμο υψηλής σταθερότητας, παρόμοιο με το JP-7 του SR-71, για να αντέχει τις θερμικές καταπονήσεις.
Το σύστημα όπλων του XF-108 περιλάμβανε το ραντάρ Hughes AN/ASG-18, το οποίο είχε εξελιχθεί για το πρόγραμμα YF-12. Αυτό μπορούσε να ανιχνεύει στόχους σε αποστάσεις άνω των 150 χιλιομέτρων και να καθοδηγεί πυραύλους σε συνθήκες ηλεκτρονικού πολέμου. Το κύριο οπλικό φορτίο αποτελούνταν από πυραύλους Hughes GAR-9 (μετέπειτα AIM-47 Falcon), οι οποίοι είχαν εμβέλεια 180 χιλιομέτρων και μπορούσαν να φέρουν συμβατικές ή πυρηνικές κεφαλές. Το XF-108 διέθετε εσωτερικούς χώρους όπλων για τη μεταφορά έως έξι πυραύλων, μειώνοντας το ίχνος του σε ραντάρ. Το πλήρωμα αποτελούνταν από δύο μέλη: έναν πιλότο και έναν χειριστή συστημάτων όπλων.
Αν και το XF-108 δεν πέταξε ποτέ, η ταχύτητα Mach 3 και το υψόμετρο επιχειρήσεων των 24.400 μέτρων θα το καθιστούσαν απρόσιτο για τα περισσότερα μαχητικά και συστήματα αεράμυνας της εποχής. Η εμβέλεια του, που υπολογιζόταν σε 2.000 χιλιόμετρα με εσωτερικά μεταφερόμενα καύσιμα, θα του επέτρεπε να καλύπτει μεγάλες αποστάσεις, προστατεύοντας τον εναέριο χώρο της Βόρειας Αμερικής.
Η σχεδίαση περιλάμβανε πολλά καινοτόμα χαρακτηριστικά, όπως προηγμένα συστήματα ψύξης για τη διαχείριση της θερμότητας και αυτοματοποιημένα συστήματα πλοήγησης.
Το πρόγραμμα αντιμετώπισε όμως σημαντικά εμπόδια από την αρχή. Το πρώτο ήταν το υψηλό κόστος ανάπτυξης. Η κατασκευή ενός αεροσκάφους με υλικά όπως το τιτάνιο, εξειδικευμένους κινητήρες και προηγμένα ηλεκτρονικά απαιτούσε τεράστιες επενδύσεις. Την ίδια περίοδο, η USAF χρηματοδοτούσε άλλα δαπανηρά προγράμματα, όπως το XB-70 Valkyrie και το F-111, δημιουργώντας πίεση στον προϋπολογισμό. Έτσι το XF-108, με εκτιμώμενο κόστος ανά μονάδα που ξεπερνούσε τα 10 εκατομμύρια δολάρια (σε τιμές της εποχής), θεωρήθηκε οικονομικά μη βιώσιμο.
Η τεχνολογική πολυπλοκότητα αποτελούσε ακόμη μία πρόκληση. Οι κινητήρες J93, αν και πολλά υποσχόμενοι, δεν είχαν ολοκληρώσει τις δοκιμές τους, και η ανάπτυξή τους αντιμετώπιζε καθυστερήσεις. Το ραντάρ AN/ASG-18 και οι πύραυλοι GAR-9 βρίσκονταν επίσης σε πρώιμο στάδιο, με αβεβαιότητες σχετικά με την αξιοπιστία τους. Επιπλέον, η κατασκευή μιας δομής ικανής να αντέχει τη θερμική καταπόνηση της πτήσης Mach 3 απαιτούσε καινοτομίες που η North American δεν είχε ακόμη τελειοποιήσει.
Η σημαντικότερη αιτία της ακύρωσης όμως ήταν άλλη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η Σοβιετική Ένωση άρχισε να επενδύει σε διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους (ICBMs), μειώνοντας την απειλή των στρατηγικών βομβαρδιστικών. Οι ICBMs, με την ικανότητά τους να πλήττουν στόχους σε ελάχιστο χρόνο, κατέστησαν τα μαχητικά αναχαίτισης όπως το XF-108 λιγότερο κρίσιμα. Παράλληλα, η USAF στράφηκε προς την ανάπτυξη συστημάτων αεράμυνας εδάφους-αέρος, όπως οι πύραυλοι Nike Ajax και Nike Hercules, που θεωρούνταν πιο οικονομικοί.
Η ακύρωση του προγράμματος XB-70 Valkyrie το 1959 είχε επίσης αντίκτυπο στο XF-108. Το Rapier είχε σχεδιαστεί εν μέρει για να συνεργάζεται με το XB-70, και η ακύρωση του βομβαρδιστικού μείωσε την ανάγκη για έναν εξειδικευμένο συνοδό μαχητικό. Τελικά το XF-108 ακυρώθηκε επίσημα στις 23 Σεπτεμβρίου 1959, πριν κατασκευαστεί οποιοδήποτε πρωτότυπο, παρά μόνο μια μακέτα σε φυσικό μέγεθος.
Αν και το XF-108 δεν πέταξε, η ανάπτυξή του είχε μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην αεροπορική τεχνολογία. Οι κινητήρες General Electric J93 χρησιμοποιήθηκαν σε πειραματικά προγράμματα. Το ραντάρ AN/ASG-18 και οι πύραυλοι GAR-9 βρήκαν εφαρμογή στο πρόγραμμα YF-12, ενώ ο AIM-47 Falcon αποτέλεσε τη βάση για τον AIM-54 Phoenix του F-14 Tomcat. Οι μελέτες για τη θερμική διαχείριση και τα υλικά υψηλής αντοχής που πραγματοποιήθηκαν επηρέασαν μεταγενέστερα αεροσκάφη, όπως το SR-71 Blackbird και το F-15 Eagle. Έτσι αν και δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στο μεταβαλλόμενο πεδίο της απειλής της εποχής του, το Rapier συνεισέφερε στην εξέλιξη της τεχνολογίας, ενώ παραμένει ως ένας ακόμη μύθος για το “μεγαλύτερο και ταχύτερο μαχητικό που θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί”.