Το North American F-107 Ultra Sabre ήταν ένα μαχητικό αεροσκάφος που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1950 από την North American Aviation για την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ (USAF). Σχεδιάστηκε ως εξέλιξη του F-100 Super Sabre, για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου για ένα ελαφρύ, υπερηχητικό μαχητικό-βομβαρδιστικό.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η USAF αναζητούσε αεροσκάφη για να αντιμετωπίσει τη σοβιετική αεροπορική απειλή. Η North American Aviation, γνωστή για το P-51 Mustang του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το F-86 Sabre του Πολέμου της Κορέας, ανέλαβε να σχεδιάσει το F-107, ξεκινώντας από μια ήδη υπάρχουσα δική της μελέτη με κωδικό NA-212.
Το 1954, η εταιρεία υπέγραψε συμβόλαιο για την κατασκευή τριών πρωτοτύπων, ελπίζοντας να εξασφαλίσει το πολυπόθητο συμβόλαιο της Αμερικανικής Αεροπορίας. Η North American επένδυσε σημαντικούς πόρους στο πρόγραμμα, βλέποντας το F-107 ως ευκαιρία να ενισχύσει περαιτέρω τη θέση της στην αγορά μαχητικών αεροσκαφών.
Το πρώτο πρωτότυπο πέταξε στις 10 Σεπτεμβρίου 1956 από τη βάση Edwards στην Καλιφόρνια, με πιλότο τον Bob Baker. Το αεροσκάφος ήταν σταθερό και ταχύ, αλλά ο αεραγωγός εμφάνιζε προβλήματα ροής οποία διορθώθηκαν με τροποποιήσεις. Οι δοκιμές, που διήρκεσαν περίπου ένα χρόνο, περιλάμβαναν σενάρια τακτικής επίθεσης, υπερηχητικής πτήσης και μεταφοράς φορτίων.
Το F-107 πέτυχε ταχύτητες Mach 2 και απέδειξε ικανότητα μεταφοράς βαρέων όπλων, αλλά η εμβέλειά του ήταν μικρότερη από το ανταγωνιστικό Republic F-105 Thunderchief, ενώ η συντήρηση της εισαγωγής αέρα ήταν σχετικά δύσκολη. Οι δοκιμές αποκάλυψαν την ευελιξία του αεροσκάφους, ιδιαίτερα σε χαμηλά ύψη, αλλά και την πολυπλοκότητα συντήρησης. Παρά τις επιδόσεις του, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την έγκριση της USAF, καθώς το Republic F-105 Thunderchief επιλέχθηκε για το ρόλο βομβαριδσμού το 1957.
Το F-107 είχε μια ασυνήθιστη σχεδίαση, με τον αεραγωγό πάνω από την άτρακτο, πίσω από το πιλοτήριο. Αυτή η διάταξη, βελτίωνε την αεροδυναμική απόδοση και προστάτευε τον κινητήρα από εισρόφηση αντικειμένων κατά την απογείωση και την προσγείωση. Ωστόσο, η σχεδίαση απαιτούσε πολύπλοκες ρυθμίσεις για τη διαχείριση της ροής του αέρα, κάτι που πρόσθετε τεχνικές προκλήσεις.
Το αεροσκάφος είχε μήκος 18,8 μέτρα, άνοιγμα πτερύγων 11,2 μέτρα και μέγιστο βάρος απογείωσης περίπου 18.800 κιλά. Η δομή του ήταν κατασκευασμένη από κράματα αλουμινίου, με έμφαση στην αντοχή και το χαμηλό βάρος. Ο κινητήρας ήταν ο Pratt & Whitney J75-P-9.
Το F-107 διέθετε τέσσερις πυλώνες κάτω από τις πτέρυγες και μια εσοχή φόρτωσης κάτω από την άτρακτο, που μείωνε την αεροδυναμική αντίσταση κατά τη μεταφορά όπλων.
Το αεροσκάφος σχεδιάστηκε για ποικιλία αποστολών, από τακτική επίθεση έως ρίψη πυρηνικών όπλων, αντανακλώντας τις στρατηγικές ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου. Οι πυλώνες κάτω από τις πτέρυγες επέτρεπαν τη μεταφορά έως 4.500 κιλών όπλων, ενώ η εσοχή ήταν σχεδιασμένη κυρίως για πυρηνικές βόμβες, Mark 7 ή η Mark 28, με απόδοση από 10 έως 70 κιλοτόνους, αλλά μπορούσε να φιλοξενήσει και συμβατικά όπλα.
Επιπλέον, ήταν εξοπλισμένο με ρουκέτες Hydra 70 των 2,75 ιντσών για υποστήριξη χερσαίων δυνάμεων και πυραύλους αέρος-αέρος AIM-9 Sidewinder για αυτοάμυνα σε αερομαχίες. Οι πυλώνες μπορούσαν να φέρουν εξωτερικές δεξαμενές καυσίμων, αυξάνοντας την εμβέλεια στα 2.400 χιλιόμετρα με πλήρες φορτίο. Στοιχείο του οπλισμού του ήταν τα τέσσερα πυροβόλα M39 των 20 χιλιοστών, τοποθετημένα στην άτρακτο, με ρυθμό βολής 1.500 βλημάτων το λεπτό ανά πυροβόλο (το τελευταίο πρωτότυπο είχε μόνο ένα εξάκαννο Μ-61).
Από την πλευρά του, το F-105 Thunderchief, ήταν ένα μεγαλύτερο και βαρύτερο αεροσκάφος, με μήκος 19,6 μέτρα, άνοιγμα πτερύγων 10,6 μέτρα και μέγιστο βάρος απογείωσης 24.000 κιλά. Ο κινητήρας Pratt & Whitney J75, ίδιος με αυτόν του F-107, του έδινε ταχύτητα Mach 2,1, ελαφρώς υψηλότερη από το F-107. Ακόμη το F-105 διέθετε μια εσωτερική αποθήκη οπλισμού, που μπορούσε να φιλοξενήσει πυρηνικές βόμβες όπως η Mark 28 ή συμβατικές, καθώς και πέντε πυλώνες για εξωτερικά φορτία, με συνολική ικανότητα μεταφοράς 6.400 κιλών.

Η Republic είχε επίσης ισχυρότερη υποστήριξη από την USAF, ενώ η North American Aviation αντιμετώπιζε δυσκολίες από προηγούμενες αποτυχίες προγραμμάτων της. Η επιλογή του Thud ήταν, όπως αποδείχθηκε, σωστή καθώς το αεροσκάφος απέδωσε σημαντικά στον πόλεμο του Βιετνάμ, όπου ήταν το κύριο τακτικό βομβαρδιστικό των Αμερικανικών Δυνάμεων για αρκετό διάστημα, αναλαμβάνοντας εξαιρετικά δύσκολες αποστολές διείσδυσης στο Βόρειο Βιετνάμ.
Μετά την ακύρωση του προγράμματος το 1957, δύο από τα πρωτότυπα του F-107 χρησιμοποιήθηκαν από τη NACA (την πρόδρομο της NASA) για πειράματα υψηλών ταχυτήτων και αεροδυναμικής, πριν αποσυρθούν. Το τρίτο πρωτότυπο καταστράφηκε κατά τις δοκιμές. Σήμερα, τα δύο εναπομείναντα πρωτότυπα εκτίθενται στο Μουσείο της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ στο Οχάιο και στο Μουσείο Αεροπορίας Pima στην Αριζόνα.