Έννατη επέτειος σήμερα του αποτυχημένου τουρκικού πραξικοπήματος του 2016, το οποίο κράτησε λίγοτερο από μια μέρα (21 ώρες), από την έναρξη του, μέχρι την υποχώρηση των πρωταιτίων από την μαζική αντίδραση των πολιτών (μια ιδιαίτερη πρωτιά για την Τουρκία, με βαρύ ιστορικό στρατιωτικών πραξικοπημάτων τα οποία δεν έβρισκαν αντίσταση).
Το αποτέλεσμα εκείνης της μέρας; 253 νεκροί και 2.740 τραυματίες, ενώ ακολούθησε από την κυβέρνηση Ερντογάν ένα πραγματικό πογκρόμ κατά των Γκιουλενιστών, που θεωρήθηκαν τόσο ο ιδεολογικός όσο και ο επιχειρησιακός βραχίονας του πραξικοπήματος “έχοντας εισχωρήσει σε όλες τις βαθμίδες των Ενόπλων Δυνάμεων και κυβερνητικών δομών”, όπως λέει το επίσημο αφήγημα.
Έτσι είχαμε 390.354 κρατήσεις υπόπτων, με τελικά 113.837 συλλήψεις ενώ ειδικά οι Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας αποδεκατίστηκαν με μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις και αποτάξεις. Ανάμεσα τους 216 Στρατηγοί, 15.000 αστυνομικοί διαφόρων βαθμών, πάνω από 15.000 στρατιωτικοί κ.ο.κ. Ακόμη και το Δικαστικό Σώμα “μαστιγώθηκε” με παύσεις χιλιάδων δικαστών και εισαγγελέων, όπως και κάθε κυβερνητική υπηρεσία, οι οποίες εκκαθαρίστηκαν (κάπου 50.000 στελέχη απολύθηκαν), από “συμπαθούντες”, είτε ήταν τέτοιοι είτε όχι.
Σήμερα, εννέα χρόνια μετά οι συλλήψεις και οι διώξεις γκιουλενιστών και σχετικών υπόπτων, συνεχίζονται αδιάκοπα, καθώς και η κυβέρνηση Ερντογάν έχει βρει εκεί το “εργαλείο” διατήρησης της χώρας σε μια ιδιότυπη κατάσταση πολιορκίας και αστυνομοκρατίας. Αλλά και γιατί η καχυποψία για “σκοτεινές εσωτερικές δυνάμεις”, πλέον έχει γίνει βασικό στοιχείο της πολιτικής καθημερινότητας. Έτσι στον απόηχο του πραξικοπήματος έχουν κλείσει δεκάδες ΜΜΕ ως “ύποπτα”, πολλά πανεπιστήμια και ιδρύματα έχουν πληγεί και υποχρεωθεί σε εξοντωτικό έλεγχο “νομιμοφροσύνης”, εκατοντάδες εταιρείες έχουν κλείσει κ.ο.κ.
Η φημολογία από την αρχή του πραξικοπήματος ότι “ήταν όλο στημένο από τον ίδιο τον Ερντογάν” αν και κυκλοφορεί δεν μπορεί να στηριχθεί. Τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου του 2016, ήταν τόσο ραγδαία, αιματηρά και μεγάλων διακυμάνσεων, που δεν μπορεί να ήταν οργανωμένα. Το βασικό στοιχείο του πραξικοπήματος όμως -και βέβαια η ιδιαιτερότητα του -ήταν πως οι Ένοπλες Δυνάμεις εμφανίστηκαν διασπασμένες: με μέρος τους να κινητοποιείται οργανωμένο κατά του Ερντογάν, άλλο να ακολουθεί πειθήνια τις εντολές των επικεφαλής, και ένα τρίτο μέρος, να παραμένει προσωποπαγώς πιστό στον Τούρκο Πρόεδρο. Έτσι είχαμε σε λίγες ώρες αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις, έως και βομβαρδισμό του κοινοβουλίου, εκτελέσεις εκατέρωθεν και τελικά κατάρρευση του πραξικοπήματος από μαζικές λαϊκές διαδηλώσεις οι οποίες έφθασαν -και πάλι μη αναμενόμενο για την Τουρκία- σε δημόσιο ξυλοδαρμό και εξευτελισμό στρατιωτικών, από οπαδούς του Ερντογάν.
Τα απότοκα της ημέρας είναι ακόμη και σήμερα δύσκολο να προσμετρηθούν. Αρχικά οι Ένοπλες Δυνάμεις, έχασαν σημαντικό κύρος που επί Κεμαλισμού τις είχε μετατρέψει οχι μόνο σε εγγυητή του καθεστώτος αλλά και σε “αλάνθαστο κριτή της πορείας του Τουρκικού Έθνους”, οπότε κάθε πραξικόπημα τους, αλλά και “φιλική προειδοποίηση”, θεωρούνταν ως το απαραίτητο… reset επαναφοράς σε “ορθό δρόμο”.
Ταυτόχρονα ο Ερντογάν ισχυροποιήθηκε ακόμη περαιτέρω, ξεπερνώντας το προφίλ του πολιτικού ηγέτη, ενδυόμενος πλέον -με απίθανη προπαγάνδα- ένα μεσσιανιακό ρόλο “εν ζωή ενσάρκωσης της Νέας Τουρκίας”. Το οποίο πέρα από το υπερβολικό και παράδοξο του θεάματος, έχει επιτρέψει και να παραμένει στην εξουσία (με τους όποιους τριγμούς που δεν είναι καθόλου λίγοι) αλλά και να διαχέει την αντίληψη του για το τουρκικό μέλλον: ως συνδυασμό μετριοπαθούς ισλαμικού ευσεβισμού, γεωπολιτικής εξωστρέφειας με φιλοδοξίες περιφερειακής δύναμης και κυρίως, μιας “τουρκικής αυτοπεποίθησης” ότι η χώρα δικαιούται πολύ περισσότερα από όσα σήμερα έχει, όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και πολιτισμικά (με αναθεωρητική εδώ ιστοριογραφία) όπως και εθνολογικά (με αναβίωση του Παντουρκισμού ως θεωρήματος).
Έτσι αν και το πραξικόπημα δεν ήταν οργανωμένο από τον Ερντογάν, ο ίδιος κατάφερε να επιβιώσει από αυτό και μετά να το “αρμέξει” πολιτικά στο μέγιστο, και να συνεχίζει τη δίωξη κάθε αντιφρονούντα (έως και υψηλόβαθμων όπως π.χ. των δημάρχων της αντιπολίτευσης), πλέον εγκαθιδρυόμενος ως “δεύτερο κάδρο/τοτέμ” σε κάθε δημόσιο χώρο, δίπλα στο δεδομένο, του Κεμάλ Ατατούρκ. Θέτοντας έτσι όχι κάποια υποψηφιότητα για… αθανασία, αλλά για συνέχιση αυτής της αντίληψης και σε επόμενα χρόνια από κάποιο διάδοχο, όσο η αντιπολίτευση του παραμένει με εσωτερικές αντιπαραθέσεις και αδυναμία κάποιας στιβαρής εναλλακτικής πέρα από την αλλαγή προσώπων αλλά με το ίδιο πλαίσιο βαριάς διαφθοράς και νεποτισμού.