Του Βασίλη Νέδου από την “Καθημερινή”
Οι 40 ώρες ανάμεσα στα ξημερώματα της 22ας και το απόγευμα της 23ης Ιουλίου, όταν ναυτικές δυνάμεις της Ελλάδας και της Τουρκίας βρέθηκαν αντιμέτωπες με αφορμή τη διακοπή των ερευνών που διεξήγε στα νότια της Κάσου ιταλικό πλοίο, επανέφερε στην επιφάνεια τον πάντα παρόντα κίνδυνο ανάφλεξης στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε συνδυασμό, δε, με περιστατικά όπως ο πυροβολισμός εναντίον συνοριοφύλακα από τον Εβρο που παραμένει ανεξιχνίαστος, αλλά και τα τουρκικά βίντεο περί επαναπροωθήσεων προσφύγων και μεταναστών από το Λιμενικό, καθίσταται σαφές ότι η διατήρηση των «ήρεμων νερών» στο Αιγαίο είναι ένα εγχείρημα που βρίσκεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση, και όχι από την Ελλάδα.
Ολα όσα ακολούθησαν μετά την εκτόνωση της κρίσης λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της περασμένης Τρίτης, οδήγησαν στη συνέχεια σε μια ανταλλαγή ισχυρισμών σχετικά με την αδειοδότηση των ερευνών.
Το μόνο που αξίζει να κρατηθεί από τους τουρκικούς ισχυρισμούς είναι ότι στην Αγκυρα αντιμετωπίζουν τις έρευνες για μελλοντική πόντιση καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου, από το ιταλικό πλοίο «Ievoli Relume», ως τετελεσμένο που αποδεικνύει την εγκυρότητα του τουρκολιβυκού μνημονίου, κάτι που, βεβαίως, από την Αθήνα αποκηρύσσεται, καθώς με βάση και την UNCLOS η συμφωνία οριοθέτησης Ελλάδας – Αιγύπτου του 2020 εντός της οποίας βρίσκονται εξ ολοκλήρου οι θαλάσσιες ζώνες Κάσου και Καρπάθου είναι η μόνη νόμιμη.
Επιπλέον, εξαιρετικά ανησυχητική για τον ευρύτερο σχεδιασμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και, ενδεχομένως, ένα σήμα από το μέλλον, ήταν η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία οποιουδήποτε διπλωματικού ενδιαφέροντος από τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των επαφών που έγιναν για την αποκλιμάκωση της κρίσης.
Στην Αθήνα, πάντως, ανεξάρτητα από τις εντυπώσεις που επιχειρήθηκε να δημιουργηθούν, υπήρχε πλήρης αντίληψη για την ένταση που απειλούσαν να προκαλέσουν οι έρευνες του «Ievoli Relume» στην εκτός χωρικών υδάτων περιοχή απόστασης μόλις 0,9 ν.μ. στα νότια του στενού Κάσου και Καρπάθου.
Οπως αποκαλύπτει σήμερα η «Κ», το διπλωματικό και επιχειρησιακό παρασκήνιο εκτυλίχθηκε περίπου ως εξής:
7 Ιουνίου, Η άδεια
Στις 7 Ιουνίου η Διεύθυνση Δ1 του υπουργείου Εξωτερικών και η Επιτροπή Χορήγησης Ερευνών Θαλάσσης (ΕΧΑΕΘ), έπειτα από αίτημα του ΑΔΜΗΕ, έδωσαν άδεια για την εκτέλεση των ερευνών από το ιταλικό πλοίο «Ievoli Relume», στο πλαίσιο των Εργων Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI) που χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε. Οι Ιταλοί λειτουργούν ως υπεργολάβοι της γαλλικής Nexans που είναι ο ανάδοχος του έργου από την Ε.Ε. και τον ΑΔΜΗΕ, ως εκ τούτου η συγκεκριμένη διπλωματική όδευση ήταν δεδομένη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών, ούτε το ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών ζήτησαν οποιαδήποτε άδεια από την Αγκυρα. Είναι, επίσης, άξιο αναφοράς ότι στη συγκεκριμένη φάση η πίεση προς την Αθήνα ήλθε και από την αμερικανική πλευρά, η οποία υποστηρίζει το έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου (Great Sea Interconnector, GSI). Μάλιστα, άριστα πληροφορημένες πηγές ανέφεραν ότι τόσο από την αμερικανική πλευρά, όσο και από τον ΑΔΜΗΕ, ασκούνταν πιέσεις για άμεση έναρξη των ερευνών, με την εκτίμηση ότι απλές έρευνες δεν θα προκαλούσαν τουρκικές αντιδράσεις. Εχει σημασία αυτό, καθώς κατά τους αρχικούς υπολογισμούς, οι έρευνες στα νότια Κάσου και Καρπάθου υπολογιζόταν ότι θα γίνουν τον Μάρτιο του 2025.
21 Ιουνίου, Το σήμα του Π.Ν.
Επειτα από όλα αυτά, δύο εβδομάδες αργότερα, συγκεκριμένα στις 21 Ιουνίου, και κατόπιν αιτήματος που είχε κατατεθεί στο ΓΕΝ, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, το Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.) ενημέρωσε αρμοδίως για τους πιθανούς τρόπους αντίδρασης των Τούρκων για το τμήμα της πορείας ερευνών του «Ievoli Relume» που χαράχθηκε εκτός ελληνικών χωρικών υδάτων, εντός ελληνικής ΑΟΖ βέβαια, η οποία, πάντως, θεωρείται από την Αγκυρα ως τουρκική με βάση το τουρκολιβυκό μνημόνιο αλλά και την επιστολή της 18ης Μαρτίου 2020 στον ΟΗΕ περί εξωτερικών ορίων της τουρκικής υφαλοκρηπίδας.
Τις επόμενες ημέρες το «Ievoli Relume» κατέπλευσε στο λιμάνι του Ηρακλείου και με την πρώτη NAVTEX του σταθμού της Υδρογραφικής Υπηρεσίας που εδρεύει στη μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης, στις 17 Ιουλίου ξεκίνησε τις ενέργειες στην περιοχή που είχε χαραχθεί.
18 Ιουλίου, Η πρώτη όχληση
Ολα ξεκίνησαν όταν δεκάδες μονάδες του τουρκικού στόλου, πλέοντας από την Κωνσταντινούπολη και τη Βάση του Ακσάζ, κατευθύνονταν προς τα Κατεχόμενα. Στις 18 και 19 Ιουλίου η φρεγάτα «Gokova» του τουρκικού ναυτικού έπλευσε πλησίον του «Ievoli Relume» και εξέπεμψε σήμα που γνωστοποιούσε την ταυτότητα του τουρκικού πλοίου και τον σκοπό.
Στο σήμα της «Gokova» το ιταλικό πλοίο δεν ανταποκρίθηκε ποτέ. Η «Gokova» συνέχισε προς τα Κατεχόμενα για τη φιέστα της τουρκικής εισβολής της 20ής Ιουλίου στο ψευδοκράτος.
22 Ιουλίου Η κλιμάκωση
Στις 22 Ιουλίου, και ενώ το «Ievoli Relume» διεξήγε τις έρευνές του στο σημείο των διεθνών υδάτων που βρίσκονται νότια του στενού Κάσου – Καρπάθου, η φρεγάτα «Gokova» επέστρεψε στην περιοχή. Το ιταλικό πλοίο συνοδευόταν από την κανονιοφόρο «Αήττητος», ωστόσο σύντομα το ισοζύγιο έγειρε υπέρ των Τούρκων καθώς στην περιοχή έπλευσαν δύο ακόμα πλοία, η κορβέτα «Beykoz» και η φρεγάτα «Gokcu». Από την Αθήνα δίνεται εντολή για ανάπτυξη της φρεγάτας «Νικηφόρος Φωκάς» στα στενά Κάσου – Καρπάθου, και αμέσως ακολουθεί η αποστολή δύο ακόμα πυραυλακάτων από το τουρκικό ναυτικό. Από την Αθήνα αποφασίζεται ότι δεν πρέπει να δοθεί εντολή για περαιτέρω κλιμάκωση και για λόγους ισορροπίας, καταπλέει στην περιοχή μόνο ένα περιπολικό ανοιχτής θαλάσσης του Λιμενικού Σώματος.
Από την τουρκική φρεγάτα «Goksu» οι Ιταλοί ειδοποιήθηκαν ότι πλέουν πάνω από τουρκική υφαλοκρηπίδα, παραπέμποντας στην επιστολή της Τουρκίας στον ΟΗΕ της 18ης Μαρτίου 2020 περί εξωτερικών ορίων τουρκικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Ιταλοί απάντησαν ότι έχουν άδεια από τις ελληνικές αρχές και υποστηρίζονται από την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ε.Ε. Και ζήτησαν από τα τουρκικά πλοία να διατηρήσουν απόσταση τουλάχιστον ενός ναυτικού μιλίου, με βάση τον κανόνα αποφυγής συγκρούσεων στη θάλασσα.
Από την τουρκική πλευρά εστάλησαν, επίσης, μηνύματα ανοιχτής απειλής για απώθηση του «Ievoli Relume» («drive away» και «push away»), το οποίο έπλεε στην επίμαχη περιοχή. Οι Τούρκοι, πάντως, δεν υλοποίησαν τις απειλές τους.
Επειτα από μερικά μηνύματα, όλες οι τουρκικές μονάδες ανάρτησαν διακριτικά περιορισμένης κινητικότητας, με τους κυβερνήτες τους να εκπέμπουν μηνύματα περί βλάβης που επιβάλλει την ακινησία τους. Εν ολίγοις, οι μονάδες δεν κινούνταν προκειμένου να μην επιτρέψουν και τη συνέχιση του πλου του ιταλικού πλοίου.
23 Ιουλίου, Η εκτόνωση
Η κατάσταση ενεργοποίησε άμεσα τους διαύλους επικοινωνίας σε διπλωματικό επίπεδο. Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης συνομίλησε αρκετές φορές με τον ομόλογό του Χακάν Φιντάν. Εξίσου πυκνές επαφές έγιναν και σε επίπεδο διπλωματών, ανάμεσα στους υφυπουργούς Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και Μεμέτ Κεμάλ Μποζάι. Λίγο μετά τις 10 το βράδυ της Τρίτης 23 Ιουλίου, η κρίση άρχισε να βαίνει προς εκτόνωση. Από την ελληνική πλευρά το ιταλικό πλοίο ξεκίνησε ξανά τις έρευνές του στις 22.55 με άδεια από την Αθήνα.
Σύμφωνα με άριστα πληροφορημένες πηγές, από το ιταλικό πλοίο δεν ζητήθηκε άδεια από τους Τούρκους, αλλά εστάλη ειδοποίηση περί έναρξης ερευνών στην περιοχή και στην τουρκική πλευρά. Αυτή η λεπτομέρεια οδήγησε, εν συνεχεία, και στην εκπομπή σήματος από τη φρεγάτα «Gokcu» προς το «Ievoli Relume» ότι είναι δυνατή η συνέχιση ερευνών εντός υποτιθέμενης τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Με αυτόν τον τρόπο η κρίση εκτονώθηκε και από το πρωί της Τετάρτης 24 Ιουλίου οι πολεμικές μονάδες αποχώρησαν από την περιοχή. Οι διπλωματικοί δίαυλοι που εγκαταστάθηκαν τους τελευταίους 17 μήνες λειτούργησαν στην πράξη.
Τις αμέσως επόμενες ημέρες ακολούθησαν τουρκικοί ισχυρισμοί περί έμμεσης παραδοχής της Αθήνας ότι η περιοχή νότια της Κάσου και Καρπάθου ανήκει σε τουρκική αρμοδιότητα, κάτι που διαψεύσθηκε αρμοδίως από τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας. Πάντως, από την Αθήνα αποφασίστηκε να μην προκληθούν παρεξηγήσεις, γι’ αυτό μια προγραμματισμένη ναυτική άσκηση (ΤΡΙΑΙΝΑ) χωρίς πυρά στα ανατολικά της Ρόδου ακυρώθηκε.
Τι θα γίνει τον Σεπτέμβριο;
Τις επόμενες ημέρες θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες, τυπικές, διπλωματικές διαδικασίες, ωστόσο το μεγάλο ερώτημα είναι αν το «Ievoli Relume» θα βγει, όπως έχει σχεδιαστεί, στις αρχές Σεπτεμβρίου για έρευνες ανατολικά της Καρπάθου, σε μια περιοχή η οποία από ένα σημείο και έπειτα βρίσκεται και εκτός οριοθετημένης ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Τούρκοι κινήθηκαν θεωρώντας ως προηγούμενο την πόντιση οπτικής ίνας από το πλοίο «Teliri» με άδεια από Αθήνα, Αγκυρα και Λευκωσία. Δεδομένου ότι ο GSI είναι ένα έργο το οποίο η Αθήνα επιθυμεί, παρά τις διαφωνίες της Λευκωσίας, επιδιώκεται να βρεθεί μια φόρμουλα για τη συνέχιση των εργασιών χωρίς προβλήματα.
Ωστόσο εκείνο που είναι πολύ σημαντικότερο και αποτελεί αυτή τη στιγμή την προτεραιότητα του Μεγάρου Μαξίμου και του υπουργείου Εξωτερικών, είναι να μην υπονομευθεί η εύθραυστη διαδικασία συνομιλιών με την Αγκυρα.
Και, κυρίως, να μην τιναχθεί στον αέρα η προγραμματισμένη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Από την Αθήνα τονίζεται με κάθε τρόπο ότι η κλιμάκωση αποφεύχθηκε χωρίς να θιχτεί κανένα από τα κεκτημένα της Ελλάδας και, κυρίως, τα δικαιώματα στην περιοχή που έχει οριοθετηθεί ανάμεσα σε Αθήνα και Κάιρο τον Αύγουστο του 2020. Σε κάθε περίπτωση η συνάντηση των κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν αποκτά κρίσιμο χαρακτήρα και θα είναι κομβική τόσο για τη διαχείριση της ατμόσφαιρας μετά τις καλοκαιρινές αναταράξεις, όσο και για την ουσιαστική προοπτική ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου.