Στο πρώτο μέρος του άρθρου μας μας είχαμε την ευκαιρία να θέσουμε τα βασικά ερωτήματα περί την αναγκαιότητα των βλημάτων πλεύσεως, να εξετάσουμε τη θεμελιώδη διάκριση των ναυτικών αποστολών – προβολή ισχύος και έλεγχος θαλασσίων οδών – και να επιδοθούμε στην εξέταση της εξέλιξης του ναυτικού δόγματος των ΗΠΑ μεταπολεμικώς, και μέχρι τη δεκαετία του ’70.
Ναυτικά βλήματα cruise κατά χερσαίων στόχων, δόγμα και ανάπτυξη τους (μέρος Α’)
Ενώ στο β΄ μέρος παρακολουθήσαμε την πολυκύμαντη εξέλιξη του ναυτικού δόγματος της ΕΣΣΔ στην ίδια περίοδο, εξετάζοντας το ρόλο των βλημάτων πλεύσεως στο δόγμα εκάστης υπερδυνάμεως.
Ναυτικά βλήματα cruise κατά χερσαίων στόχων, δόγμα και ανάπτυξη τους (μέρος Β’)
Δ. Πίσω στις ΗΠΑ: Post–Vietnam blues και η μεσοβασιλεία του Ναυάρχου Elmo “Bud” Zumwalt Jr.
Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, το τέλος του θλιβερού πολέμου στο Βιετνάμ τις βρήκε αντιμέτωπες με το πρόβλημα της μαζικής απαξίωσης (block obsolescence) υλικού σε όλους τους κλάδους: Αλλού οι δαπάνες του πολέμου είχαν αποτρέψει την εξέλιξη επίκαιρων μέσων (π.χ. αρμάτων μάχης αιχμής), και αλλού τα υφιστάμενα μέσα έφθαναν, λόγω και της καταπόνησης της πολεμικής χρήσεως, στο έσχατο όριο ζωής τους (μαχητικά, πλοία επιφανείας).
Από το 1970 και ως το 1974, Chief of Naval Operations (CNO), δηλαδή επιχειρησιακός διοικητής όλου του Αμερικανικού Ναυτικού και ex officio μέλος του Μεικτού Επιτελείου (JCS) των ΗΠΑ ήταν ο Ναύαρχος (τεσσάρων αστέρων) Elmo Russell “Bud” Zumwalt Jr., ένας πολυπαρασημοφορημένος βετεράνος του Β΄ ΠΠ, της Κορέας και του Βιετνάμ. Ειδικά στην τελευταία σύγκρουση, είχε την ανώτερη ναυτική θέση στο θέατρο των επιχειρήσεων, και τη γενική διοίκηση των πολυσύνθετων επιχειρήσεων του Ναυτικού στην ενδοχώρα, περιλαμβανομένου του ζωτικού ποταμίου πολέμου, στον οποίο μεταξύ άλλων πρωταγωνίστησαν ως μάχιμοι αξιωματικοί των ποταμοπλοίων του ποταμού Μεκόνγκ ο γιος του ναυάρχου, Elmo Zumwalt III, ο μετέπειτα γερουσιαστής, υποψήφιος Πρόεδρος των ΗΠΑ και υπουργός Εξωτερικών της χώρας John Kerry και άλλες προσωπικότητες.
Ο Zumwalt, άνθρωπος ιδιαίτερης ευφυΐας, πνεύμα πρακτικό και προικισμένος με το δώρο των πολλών παραστάσεων λόγω background και ζωής (τέκνο μικτής χριστιανικής/εβραϊκής οικογενείας, με πάρα πολλά χρόνια υπηρεσίας σε χώρες με πολιτισμούς ξένους προς τον Δυτικό, σύζυγος Γαλλίδας έκπτωτης αριστοκράτισσας ρωσικής καταγωγής, την οποία γνώρισε υπηρετώντας στη Σαγκάη, επί χρόνια διοικητής σε μερικές από τις πιο επίμονες και αιματηρές επιχειρήσεις του Πολέμου του Βιετνάμ, πατέρας τέκνου, του ως άνω Elmo III, που πάλευε σε όλη του τη σύντομη ζωή με τον καρκίνο λόγω αποψιλωτικών χημικών – Agent Orange – τη χρήση των οποίων ο ίδιος ο πατέρας του διέταξε στο Βιετνάμ) ανήκε στην κατηγορία του ανθρώπου που «πολλών ανθρώπων άστεα είδε και νόον έγνω».
Γνώριζε ότι όταν το ξίφος βγει από το θηκάρι, δύσκολα ξαναμπαίνει, ότι οι πόλεμοι τείνουν να διαρκούν αρκετά περισσότερο από ότι φαντάζονται οι εμπνευστές τους, ότι οι απώλειες είναι υψηλές, ότι απαιτούνται αριθμοί, καρτερία και αντοχή, αδιατάρακτος έλεγχος των θαλασσίων οδών επικοινωνίας και αδιατάρακτη εφοδιαστική αλυσίδα, δυνατότητα μαζικότατης παραγωγής μέσων σε καιρό πολέμου, διατήρηση του ηθικού και της συνοχής του στρατεύματος και γενικώς επιμονή: Αυτός που κάμπτεται πρώτος, ηττάται. Έχοντας γνωρίσει πολλά, και ιδίως το Βιετνάμ, δεν εμφορείτο από την ψευδαίσθηση ότι στο μέλλον έθνη θα δηλώνουν υποταγή στις ΗΠΑ στη θέα και μόνο ενός αεροπλανοφόρου στον μακρινό ορίζοντα. Οι βεβαιότητες των γνωστών πια, και ήδη έκθετων, μιλιταριστών ακροδεξιών γερουσιαστών και βουλευτών του βαθέως Νότου, που έδιναν τον τόνο στις αμυντικές προμήθειες, του προκαλούσαν γέλιο πικρό.
Άρχισε λοιπόν από τα βασικά: Αφιέρωσε τεράστιες δυνάμεις στην αποκατάσταση της κλονισμένης από το φυλετικό ζήτημα συνοχής του προσωπικού στα πλοία, εκρίζωσε επιμελώς, με σειρά λεπτομερειακών εγκυκλίων διαταγών (“Z-grams”) το ρατσισμό και τον σεξισμό από τα πλοία, και έκανε κάθε τι δυνατό για να καταστήσει στοιχειωδώς ανθρώπινες τις άθλιες συνθήκες ζωής για τους ναύτες στα καράβια, όπου ελάχιστα πράγματα είχαν αλλάξει από το Β΄ ΠΠ.
Αντελήφθη ότι το Αμερικανικό Ναυτικό, όπως και η Αεροπορία άλλωστε, όδευε προς τον μονομερή αφοπλισμό λόγω της εμμονής σε πλοία κολοσσιαίων επιχειρησιακών δυνατοτήτων, αλλά απαγορευτικού κόστους: Σε λίγο καιρό, οι ΗΠΑ θα αδυνατούσαν πλέον να έχουν στρατιωτική παρουσία σε όλες τις περιοχές ενδιαφέροντος, ιδίως με όλα τα αεροπλανοφόρα και τα (εκατοντάδες) αντιτορπιλικά του Β΄ ΠΠ να αποσύρονται πλέον μαζικά, με αντικαταστάτη τα 2 πρώτα Nimitz class CVN και τα μόλις 31 αντιτορπιλικά α/υ πολέμου κλάσεως Spruance, μεγέθους καταδρομικού. Προπάντων, όλοι οι ανθυποβρυχιακοί στολίσκοι με επίκεντρο τα CVS θα εξέλιπαν.
Εισηγήθηκε λοιπόν ένα high-low mix, στο οποίο τα high-end πλοία (Nimitz class CVN, California & Virginia class CGN, Spruance class DD, Tarawa class LHA) θα συμπληρώνονταν από τρεις δικές του, οικονομικά προσιτές εμπνεύσεις: α) το παράκτιο ταχύ περιπολικό hydrofoil κατευθυνομένων βλημάτων με 8 Harpoon, από το οποίο σχεδίαζε 100 (κατασκευάστηκαν τελικά μόνο 6), ανεπτυγμένο σε στενά διεθνούς ναυσιπλοϊας (choke points) ανά τον κόσμο για να μπορεί με ελάχιστο κόστος να φράξει τους σοβιετικούς στόλους, β) ένα μονής έλικας, προσιτό πλοίο συνοδείας νηοπομπών με ικανοποιητικό συγκερασμό αντιαεροπορικών και ανθυποβρυχιακών ιδιοτήτων, που εξελίχθηκε στην κλάση FFG-7 ή Oliver Hazard Perry, και γ) το Sea Control Ship, ένα συμβατικής προώσεως μίνι αεροπλανοφόρο, με φόρτο ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα και Harrier, αμφότερα σε μονοψήφιους αριθμούς, που πολεμήθηκε σκληρά (και μάλλον όχι άδικα) από το λόμπυ των αεροπλανοφόρων ως σπατάλη πόρων και λησμονήθηκε.
Αντίθετα, η O.H. Perry class FFG στάθηκε από τα μεγαλύτερα success stories του Αμερικανικού Ναυτικού, με 51 σκάφη για το ίδιο, 8 για την Ταϊβάν, 6 για την Αυστραλία και 6 για την Ισπανία. Το πλοίο είχε κοινή πρόωση (GE LM2500) με τις κλάσεις Spruance, Kidd, Ticonderoga & Arleigh Burke, χαμηλότερου επιπέδου ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό (σόναρ) από τις παλαιότερες Knox αλλά με δύο ελικόπτερα 2 SH-60B αντί ενός SH-2F, θλιβερό εξοπλισμό στοχοποίησης εναερίων στόχων (απλό ραντάρ επιτήρησης μακράς ακτίνας SPS-49, αντί του 3D SPS-52 των Brooke class FFG του… 1962), αλλά γενική επάρκεια σε όλα τα βασικά, και αποδεδειγμένη υψηλότατη παθητική ασφάλεια και επιβιωσιμότητα.
Στο πλαίσιο της έμφασης του Zumwalt στο πλέγμα αποστολών θαλασσίου ελέγχου, κατά προτεραιότητα έναντι των αποστολών προβολής ισχύος, το «Άγιο Δισκοπότηρο» του Αμερικανικού Ναυτικού, το αεροπλανοφόρο κρούσεως, έπαυσε να είναι κρούσεως: Αναταξινομήθηκε από CVA/CVAN σε CV/CVN και … φορτώθηκε με μια μοίρα 6 ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων Sikorsky SH-3H Sea King (αργότερα Sikorsky SH-60F Ocean Hawk, με ποντιζόμενο σόναρ αντί ηχοσημαντήρων που έφεραν τα -Β των πλοίων συνοδείας, για άμυνα «ενδότερης ζώνης») και με μια μοίρα με 10 α/φ ναυτικής συνεργασίας Lockheed S-3A/B Viking (το πολυσχιδέστερο και πιθανώς πολυτιμότερο ναυτικό αεροσκάφος για δεκαετίες). Επρόκειτο για επανάσταση, η οποία πολεμήθηκε από εμμονικούς της προβολής ισχύος, που θεωρούσαν μια επιπλέον μοίρα A-7 Corsair σημαντικότερη σε σχέση με την προστασία της ομάδος μάχης από τον πανίσχυρο πλέον υποβρύχιο εχθρό.
F-14 Tomcat: Η εξέλιξη του μέσα από τα μάτια του ναυάρχου Elmo Zumwalt Jr.
Η έμφαση του Zumwalt στο πλέγμα αποστολών θαλασσίου ελέγχου επικρίθηκε εκ των υστέρων, και ιδίως μετά την αποστρατεία του, ως ηττοπαθής προσέγγιση, που παραχωρούσε στην ΕΣΣΔ την πρωτοβουλία στις θάλασσες και εγκλώβιζε τις ΗΠΑ σε μια αμυντική στάση. Στην πραγματικότητα, ο Zumwalt ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για την εποχή, διαβλέποντας με ακρίβεια τα αδιέξοδα της μεταβιετναμικής περιόδου των «ισχνών αγελάδων» για τη άμυνα. Όπως πάντα, η ιστορία είναι αυστηρή με το πρόσωπο που καλείται να αναλάβει την εκκαθάριση του χάους υπό τον άχαρο ρόλο του «συνδίκου της πτωχεύσεως», και αντίστοιχα επιεικής με τους ρέποντες στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», που προεκάλεσαν την «πτώχευση».
Ε. “Maritime Strategy“ – Ο Lehmann, ο Reagan, o νέος οξύτατος Ψυχρός Πόλεμος και η πορεία προς τη σύνθλιψη του Κομμουνιστικού Κόσμου
Η κατάσταση του Αμερικανικού Ναυτικού στα μέσα/τέλη της δεκαετίας του ’70, παρά τον εν εξελίξει εκσυγχρονισμό σε όλες τις βασικές κατηγορίες πλοίων, δικαιολογούσε οξύ προβληματισμό:
Τα μείζονα πλοία επιφανείας στερούντο μέσων εγγύς άμυνας, με τη μορφή είτε του ζωτικής σημασίας Phalanx, ή έστω του Sea Sparrow (τα Spruance παρεδίδοντο με μόνο οπλισμό τον 8πλό εκτοξευτή ASROC και τα δύο πυροβόλα Mk. 45 των 5 ιντσών, με τη προοπτική εγκατάστασης των Sea Sparrow «στη συνέχεια», δηλαδή με μικρότερο οπλισμό από τα Gearing FRAM που αντικαθιστούσαν, και τα οποία δεν είχαν ούτε το 1/3 του εκτοπίσματος!).
High – end πλοία, όπως τα πυρηνοκίνητα καταδρομικά κλάσεως California παρεδίδοντο με δύο μονούς εκτοξευτές Mk. 13 (ίδιους με των Adams & Perry), που αδυνατούσαν να βάλλουν βλήματα δύο σταδίων (Standard SM-1ER/SM-2ER, εμβελείας 75 και 166 χλμ. αντίστοιχα), χάριν «ομοιοτυπίας»! Η εισαγωγή του Standard SM-2 MR/ER, που απαιτούσε καταύγαση μόνο στο τελικό στάδιο και επέτρεπε επομένως την αντιμετώπιση εχθρικών αεροπορικών στόχων περισσότερων από τα διαθέσιμα κανάλια καταύγασης, καθυστερούσε.
Η αεράμυνα του Στόλου είχε παραδοθεί σε μεγάλο βαθμό στα αεροπλανοφόρα, και στις δύο μοίρες Grumman F-14A Tomcat, των 12 αεροσκαφών εκάστη, που έφερε το καθένα.
Με μέση διαθεσιμότητα της τάξεως του 50% για το ασύλληπτης τεχνικής πολυπλοκότητος αεροσκάφος, αυτό σήμαινε 12 μόνο αεροσκάφη για κάθε ομάδα μάχης αεροπλανοφόρου: 2 CAP των 2 αεροσκαφών εν πτήσει, τη σκάντζα τους, και μόλις 4 διαθέσιμα ακόμη αεροσκάφη για περίπτωση μαζικής επίθεσης στο Στόλο, ή για συνοδεία αεροσκαφών κρούσεως! Όχι ένα σκηνικό που επέτρεπε στον διοικητή της ομάδος μάχης αεροπλανοφόρου να κοιμάται ήσυχος τα βράδια.
Βεβαίως, άνω των μισών αεροπλανοφόρων είχαν ακόμη το F-4N/J/S ως μαχητικό τους, πράγμα που καθιστούσε την εξίσωση ακόμη δυσχερέστερη. Ασφαλώς, το πρωτότυπο του F/A-18 Hornet, κοινού αντικαταστάτη των εναπομεινάντων F-4 αλλά και των Α-7 στις μοίρες ελαφρού βομβαρδισμού, είχε ήδη πετάξει το 1978, αλλά η ολοκλήρωση των πτητικών δοκιμών απείχε ακόμη (ο τύπος τις πέρασε το 1982 κάτω από τον – αρκούντως χαμηλά τεθειμένο – πήχυ).
Κανένα πλοίο επιφανείας δεν έφερε αντιπλοϊκούς πυραύλους (ο AGM/RGM/UGM-84 Harpoon τότε ολοκλήρωνε τις δοκιμές του). Μόνο με τα πυροβόλα των 5 ιντσών μπορούσαν να εμπλέξουν σοβιετικά πλοία επιφανείας, τα οποία όμως έφεραν αντιπλοϊκούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Η εμπλοκή σε μονομαχία με πυροβόλα θα ήταν προφανώς αυτοκτονία!
Αλλά ούτε και η πτέρυγα μάχης αεροπλανοφόρου μπορούσε να εμπλέξει τον εχθρικό στόλο. Ο AGM-84 Harpoon έφθασε στις μοίρες περί το 1980, ήταν όμως πιστοποιημένος μόνο για το A-6E Intruder (αν και οι δοκιμές του εκτελέστηκαν με όχημα A-7 Corsair).
Intruder όμως υπήρχαν μόνο 10 (μία μοίρα μέσου βομβαρδισμού με 10 A-6E TRAM & 4 άοπλα τάνκερ KA-6D) σε αεροπλανοφόρο με τυπική σύνθεση πτέρυγας. Και αυτά τα 10 επωμίζονταν, πέραν του αντιπλοϊκού αγώνα με Harpoon, και αποστολές κρούσεως ακριβείας με Paveway, αεροναρκοθέτησης, καταστολής αεράμυνας (“Iron Hand”) με AGM-78 Standard ARM (ως Α-6Β & Α-6Ε PAT/ARM) και αργότερα AGM-88 HARM,κρούσεως νύχτα ή με καιρό (μόνα όπλα οι βόμβες ελευθέρας πτώσεως στον καιρό) κλπ. Βαριά καθήκοντα για μόλις 10 αεροσκάφη, σχετικώς μικρής διαθεσιμότητας λόγω τεχνικής πολυπλοκότητας …
Ασφαλώς, αντιπλοϊκή δυνατότητα είχαν και τα A-7E Corsair II με τις βόμβες AGM-62 Walleye II ER/DL, αλλά μόνο με το φως της ημέρας και με αρίστη ορατότητα, προφανώς δε χωρίς τη sea-skimming δυνατότητα του Harpoon. Σε κάθε περίπτωση, τα A-7E ήταν επίσης επιφορτισμένα με πληθώρα άλλων αποστολών, όπως εγγύς αεροπορική υποστήριξη μαχομένων τμημάτων, απαγόρευση πεδίου μάχης, ελαφρός βομβαρδισμός ημέρας, καταστολή αεράμυνας (“Iron Hand”) με AGM-45 Shrike και αργότερα AGM-88 HARM, αεροναρκοθέτηση, πυρηνική κρούση με βόμβα Β57 ή Β61 κλπ. Αλλά ήταν 24 στο κατάστρωμα, και με υψηλή διαθεσιμότητα.
Οι ανωτέρω περιορισμοί προφανώς απέδιδαν και τα όρια του αμερικανικού αεροπλανοφόρου σε αποστολές κρούσεως κατά στόχων ξηράς, ιδίως στην ΕΣΣΔ ή καλά προστατευμένους δορυφόρους της.
Γίνεται λοιπόν προφανές ότι οι εμμονές των θιασωτών της «προβολής ισχύος», και η αντίστοιχη καταφρόνησή τους για τις αποστολές θαλασσίου ελέγχου (για τις οποίες οι ΗΠΑ ήταν πια σε αρίστη προπαρασκευή από κάθε άποψη) δεν υποστηρίζονταν από πραγματικές, απτές επιχειρησιακές δυνατότητες! Οι στόλοι των ΗΠΑ απλώς δεν είχαν τα μέσα να καταναυμαχήσουν σοβιετικούς στόλους επιφανείας στην ανοικτή θάλασσα. Τα πλοία επιφανείας της θαλασσοκράτειρας Αμερικής ήταν πλωτά μέσα αυτοάμυνας (και προστασίας του Αγίου Δισκοπότηρου, του αεροπλανοφόρου), με πολλά κενά μάλιστα στην πανοπλία τους.
Τότε εισέρχεται θυελλωδώς στο προσκήνιο της ιστορίας ο John Francis Lehman Jr., υπουργός Ναυτικών του Προέδρου Ronald Reagan και ιθύνων νους του «Ναυτικού των 600 Πλοίων», μιας προεκλογικής υπόσχεσης του χαρισματικού Ρεπουμπλικανού Προέδρου που είχε προκαλέσει αίσθηση.
Υπενθυμίζεται εδώ ότι ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος δεν ασπαζόταν τη Realpolitik των παραδοσιακών Ρεπουμπλικανών περί τον Kissinger, που απέβλεπε προεχόντως στη διατήρηση και διαχείριση του status quo. Αντίθετα, ο Reagan είχε ολοφάνερα επηρεαστεί από τη σκέψη του Δημοκρατικού «γκουρού» Zbigniew Brzezinski. Ο τελευταίος – αν και εκκινούσε, όπως και ο αντίζηλός του (είχαν κονταροχτυπηθεί για καθηγητική έδρα στο Harvard …) Kissinger, από τη ρεαλιστική σχολή των διεθνών σχέσεων, είχε ωστόσο συν τω χρόνω κινηθεί προς μια ιδεαλιστική κατεύθυνση, αναμφίβολα σύμφωνη με τα προσωπικά του βιώματα ως γόνου αριστοκρατικής ρωμαιοκαθολικής πολωνικής οικογενείας διπλωματών με αντιναζιστικές και αντισοβιετικές δάφνες. Ο Reagan απέβλεπε λοιπόν στην απελευθέρωση της Ανατολικής Ευρώπης από τα σοβιετικά δεσμά, και προς τούτο συνέπηξε «Ιερά Συμμαχία» με ισχυρούς, στοχοπροσηλωμένους διεθνείς ηγέτες ομοίων αντιλήψεων όπως η Margaret Thatcher και ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β’.
Ο καταξιωμένος και με σημαντικές σπουδές (M.A. από το Cambridge & Ph.D. από το UPenn) ακραιφνής Ρωμαιοκαθολικός Lehman, γόνος μηχανολόγου βετεράνου του Ναυτικού, επιτυχημένος σύμβουλος επενδύσεων της UBS και μέλος του επιτελείου του Henry Kissinger από νεαρά ηλικία, ήταν γνωστός ως εν ενεργεία πλοηγός / βομβαρδιστής εξ εφέδρων στα Grumman A-6E Intruder του Αμερικανικού Ναυτικού, και ως εκ τούτου… υφιστάμενος των Ναυάρχων των οποίων ήταν πολιτικός προϊστάμενος. Πετούσε μάλιστα συχνά και ως υπουργός σε αποστολές επιχειρησιακής εκπαίδευσης! Το σχέδιο του, για το οποίο είχε αποσπάσει την ενθουσιώδη συναίνεση του Προέδρου, δεν εξαντλείτο στη λαγνεία των αριθμών: Ο Lehman απέβλεπε στην καθολική ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στους ωκεανούς, με την τολμηρότερη ως τότε στρατηγική προβολής ισχύος στην ιστορία των ΗΠΑ, που έγινε γνωστή ως “Maritime Strategy”.
Κατά τη σύλληψη αυτή, το Αμερικανικό Ναυτικό θα έπρεπε να διεισδύσει βιαίως στα “bastions” της Θάλασσας του Barents και της Οχοτσκικής Θάλασσας, καταργώντας μια δια παντός το άβατο αυτών και καθιστώντας τα σοβιετικά SSBN εύκολα θηράματα, αλλά και να σαρώσει τους σοβιετικούς ναυστάθμους ήδη σε πρώιμο στάδιο της σύγκρουσης, ως μέτρο αποφόρτισης του Ευρωπαϊκού Μετώπου, στο οποίο ο συσχετισμός των δυνάμεων δεν ευνοούσε το ΝΑΤΟ. Επρόκειτο για μοντέρνα εφαρμογή του δόγματος «Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», και για προσπάθεια επίλυσης προβλημάτων θαλασσίου ελέγχου δια του εξαναγκασμού του αντιπάλου σε αμυντική διάταξη, ακόμη πιο παθητική από εκείνη που μόνος του είχε ήδη υιοθετήσει.
Περαιτέρω, ο Lehman εισηγήθηκε το Δόγμα που φέρει το όνομά του, κατά το οποίο μέρος της αμερικανικής απόκρισης σε ενδεχόμενη σοβιετική εισβολή στην Ευρώπη θα ήταν η επίθεση και εισβολή στη Σοβιετική Άπω Ανατολή, με ακρωτηριασμό του Υπερσιβηρικού Σιδηροδρόμου με καίρια πλήγματα και προέλαση προς τα Δυτικά. Υπενθυμίζεται ότι, πέραν των ναυστάθμων του Στόλου του Ειρηνικού και των SSBN του, η Σοβιετική Άπω Ανατολή φιλοξενεί και τις δύο παραγωγικές εγκαταστάσεις της Sukhoi (στο Irkutsk και στο Komsomolsk-on-Amur), όπως και αμύθητης αξίας πρώτες ύλες.
Οι βασικές αρχές της “Maritime Strategy” προέβλεπαν:
Α) Εξαιρετικά επιθετική προωθημένη ανάπτυξη των ναυτικών assets των ΗΠΑ κατά την περίοδο της ειρήνης, ώστε κρίσεις στον Τρίτο Κόσμο να αποσοβούνται εν τη γενέσει τους και να αποτρέπεται η κλιμάκωση.
Αυτό σήμαινε ασύγκριτα περισσότερες εβδομάδες περιπολίας για τα αεροπλανοφόρα και ετοιμότητα για μάχη ανά πάσα στιγμή: Όχι τυχαία, τα λαμπρά χρώματα των ναυτικών αεροσκαφών αντικαθίστανται την ίδια περίοδο από αποχρώσεις του υπογάλαζου/γκρι.
Τυπικό παράδειγμα της ανωτέρω στρατηγικής αποτελούν τα δύο σε μόνιμη ανάπτυξη αεροπλανοφόρα του 6ου Στόλου στα ανοικτά της Λιβύης, συμμάχου της ΕΣΣΔ, με παρουσία ενίοτε και τρίτου σκάφους.
Β) Άμεση ανάπτυξη όλων των διαθέσιμων ναυτικών δυνάμεων προβολής ισχύος κατά την αμέσως προηγούμενη της κάταρξης γενικευμένων εχθροπραξιών με την ΕΣΣΔ περίοδο, προς το σκοπό ταχείας κτήσεως τακτικού πλεονεκτήματος στο πλέον πρώιμο δυνατό χρονικό σημείο και διατηρήσεως του ελέγχου της κλιμακώσεως.
Γ) Ενεργητική αναζήτηση και ολοσχερής καταστροφή του Σοβιετικού Στόλου στις πιο πιθανές περιοχές ανάπτυξής του, ήτοι στα ανοικτά της Βορείου Νορβηγίας και στο Βορειοδυτικό Ειρηνικό, και μάλιστα όχι μόνο των πλοίων, αλλά και των ναυστάθμων τους, στην καρδιά των καλύτερα προστατευμένων περιοχών του πλανήτη.
Δ) Αναίρεση της προηγούμενης στρατηγικής, κατά την οποία σε περίπτωση πολέμου με την ΕΣΣΔ οι αμερικανικοί στόλοι του Ειρηνικού (7ος με επιτελείο στη Yokosuka της Ιαπωνίας, περιοχή ευθύνης το Δυτικό Ειρηνικό και τυπικά 2 αεροπλανοφόρα και 3ος με επιτελείο στο Ford Island του Pearl Harbor στη Χαβάη, περιοχή ευθύνης τον Ανατολικό Ειρηνικό, τις Αλεούτιες και τμήμα του Αρκτικού Ωκεανού και τυπικά 4 αεροπλανοφόρα) θα αποσύρονταν ως επί το πλείστον δια της διώρυγος του Παναμά, για να απασχοληθούν σε αποστολές θαλασσίου ελέγχου στο Βόρειο Ατλαντικό (περιοχή ευθύνης του 2ου Στόλου, με επιτελείο στο Hampton Roads της Virginia και τυπικά 4 αεροπλανοφόρα).
Τουναντίον, εφεξής οι στόλοι αυτοί θα εξαπέλυαν σφοδρότατη επίθεση κατά των σοβιετικών πλοίων και ναυστάθμων του Βορειοδυτικού Ειρηνικού για να εκπορθήσουν τα bastions και να μην αφήσουν στα σοβιετικά υποβρύχια χώρο να ανασάνουν.
Ε) Αμερικανικά πυρηνοκίνητα υποβρύχια διώξεως, προεχόντως της αθόρυβης και ταχύτατης κλάσεως Los Angeles (και ακολούθως τα ίσχυρα Seawolf), θα ενσωματώνονταν στις ομάδες μάχης αεροπλανοφόρων και θα διείσδυαν στους σοβιετικούς «προμαχώνες» της Θάλασσας του Barents στο Αρκτικό Ωκεανό και της Οχοτσκικής Θάλασσας στον Ειρηνικό Ωκεανό, θα κατεδίωκαν απηνώς και θα κατεβύθιζαν τα εκεί περιπολούντα – κατά κανόνα υπό στρώμα επιφανειακού πάγου – σοβιετικά SSBN και θα εξαπέλυαν το νέο κομβικό όπλο της “Maritime Strategy”. Το εξαιρετικά χαμηλού ηλεκτρομαγνητικού ίχνους και υψηλής ακριβείας βλήμα πλεύσεως Tomahawk τόσο κατά του πυκνότατου πλέγματος ναυστάθμων / ναυπηγείων / πυρηνικών εγκαταστάσεων / αεροδρομίων / ραντάρ αεράμυνας στη Χερσόνησο Κόλα (Murmansk, Severomorsk) όσο και στην περιφέρεια του Αρχαγγέλου (Archangelsk, Severodvinsk).
O Lehman είχε αναπτύξει πραγματική εμμονή με την περιφέρεια του Μουρμάνσκ, που περιλαμβάνει τη χερσόνησο Κόλα και ευρίσκεται πλησίον της ουδέτερης (τότε) Φινλανδίας και της ΝΑΤΟϊκής Νορβηγίας.
Η πρωτοφανής στην ιστορία συγκέντρωση στρατηγικών στόχων στην περιοχή αυτή, των οποίων ο αφανισμός θα ευνούχιζε πραγματικά την ΕΣΣΔ, ήταν κάτι που συνάρπαζε απόλυτα τον επίδοξο στρατηλάτη και ιπτάμενο αξιωματικό του Ναυτικού των ΗΠΑ. Στην οικεία του επαγγελματική γλώσσα (ήταν στέλεχος επενδυτικών τραπεζών, σύμβουλος επενδύσεων) αποκαλούσε την περιφέρεια του Murmansk “The most valuable piece of real estate on Earth” και απεργαζόταν νυχθημερόν τον όλεθρό της.
Αλλά και στην απέναντι όχθη της Λευκής Θάλασσας, στην περιφέρεια του Αρχαγγέλου (Archangelsk) οι υψίστης στρατηγικής σημασίας εγκαταστάσεις αφθονούν. Στην κλειστή (καίτοι 192.000 κατοίκων!) πόλη του Severodvinsk, σε απόσταση ελαχίστων δεκάδων χιλιομέτρων από τη πόλη του Archangelsk, ευρίσκονται τα θρυλικά εργοστάσια SevMash (Βόρεια Μηχανουργία), όπου ναυπηγούνται ανέκαθεν οι πλέον προηγμένες κλάσεις σοβιετικών πυρηνοκίνητων υποβρυχίων (δίωξης και βαλλιστικών πυραύλων).
Για διαρκή επικαιροποίηση της λεπτομερειακής στοχοποίησης όλης της περιοχής (αλλά και για προφανείς λόγους στρατηγικής αποτροπής = «προσκλητήριο» παραβεβλημένων και εν όρμω SSBN/SSGN/SSN της ΕΣΣΔ) ο Lehman διέταξε σχεδόν καθημερινές επί χρόνια αναγνωριστικές πτήσεις των SR-71 της Αεροπορίας των ΗΠΑ (με βάση τη Βρετανία, και diversion airfield το Bodo της Νορβηγίας σε περίπτωση ανάγκης) εγγύτατα στην περιοχή του Murmansk.
Παρόμοιο αεροφωτογραφικό «προσκλητήριο» παραβεβλημένων και εν όρμω SSBN/SSGN/SSN καθιέρωσε και για τη μεγαλύτερη βάση SSBN της ΕΣΣΔ, το Rybachiy στην κλειστή πόλη του Vilyuchinsk στη χερσόνησο της Kamtchatka στο ΒΔ Ειρηνικό.
Αντίστοιχα, σε επίπεδο ΝΑΤΟ, η Γερμανία διατάχθηκε να αναβαθμίσει το καθημερινό «προσκλητήριο» σκαφών σε όλα τα λιμάνια του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Βαλτική (η λεγομένη πτήση „Ost-Express“), που εκτελείτο από RF-104G του Bundesmarine με 4 εξωτερικές δεξαμενές σε χαμηλότατο ύψος, με ανάληψη του ρόλου από τα RF-4E της Bundesluftwaffe και με χρήση όλου του φάσματος φωτομηχανών, υπερύθρων σαρωτών (IRLS) και SLAR (για τις νεφελώδεις ημέρες) που το Phantom διέθετε. Οι πτήσεις αυτές έδωσαν αφορμή σε επικές ενδογερμανικές εμπλοκές μεταξύ Δυτικών και Ανατολικών επιγόνων του Richthofen και του Hartmann πάνω από τη Βαλτική, με F-4F και MiG-21 bis αντίστοιχα, για τις οποίες τα “Tales from the Phantom Diaries” της «Π» συγκροτούν φάκελο…
Σε επίπεδο μέσων, το «Ναυτικό των 600 σκαφών» ως όργανο της “Maritime Strategy” προέβλεπε ξέφρενη, χωρίς προηγούμενο στην ιστορία, κλιμάκωση των εξοπλισμών, και ειδικότερα:
- Tη συγκρότηση 15 Ομάδων Μάχης Αεροπλανοφόρου (carrier battle groups, CVBG) και προφανώς ισάριθμες πτέρυγες (CVW),
- τη συγκρότηση 4 Ομάδων Δράσεως Επιφανείας (Surface Action Groups, SAG) εκάστης με επίκεντρο ένα αναβαθμισμένο βαρύ θωρηκτό κλάσεως Iowa και τυπική περαιτέρω σύνθεση ένα καταδρομικό αεράμυνας, δύο αντιτορπιλικά και τρεις φρεγάτες,
- 12 πανίσχυρες ομάδες αμφιβίων σκαφών αποβάσεως, η καθεμία με το ελικοπτεροφόρο της και τεράστια LPD, LSD & LST,
- εντατικοποίηση της παραγωγής αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας και αναβαθμίσεις των μεν P-3C Orion σε Update III, των δε S-3A Viking σε S-3B,
- διάθεση δύο πτερύγων βαρέως βομβαρδισμού της USAF (από μία σε κάθε ακτή των ΗΠΑ) για αποστολές ναυτικής συνεργασίας, με τα B-52G να φέρουν 12 AGM-84 Harpoon ή τεράστια φορτία ναρκών θαλάσσης έκαστο,
- εξαιρετική εντατικοποίηση της παραγωγής των Grumman A-6E TRAM Intruder, των αναβαθμίσεων παλαιότερων εκδόσεων του θρυλικού αυτού ναυτικού βομβαρδιστικού ακριβείας στο ίδιο στάνταρντ και αντικατάσταση των πτερύγων όσων εμφάνιζαν σημεία δομικής κοπώσεως,
- εξέλιξη του ικανότατου Grumman A-6F Intruder II με κινητήρες GE F404 του F/A-18A/C Hornet (αλλά χωρίς μετάκαυση) αντί των J52 για ομοιοτυπία στα καταστρώματα, ασύγκριτα ανώτερο ραντάρ συνθετικού διαφράγματος της Norden AN/APQ-173, προηγμένους παρεμβολείς ASPJ και δυνατότητα βολής AIM-120 AMRAAM από πρόσθετους φορείς για αυτοάμυνα,
- εντατικοποίηση της παραγωγής του Grumman F-14A Tomcat και αναβάθμιση 400 εξ αυτών στο ικανότατο πρότυπο F-14D, με κινητήρες GE F110, νέο ραντάρ και οθόνες, ASPJ και πλήθος άλλων εφαρμογών,
- έναρξη εντατικής παραγωγής του F/A-18 Hornet προς αντικατάσταση των A-7E (και των τελευταίων F-4J/S στα μικρά αεροπλανοφόρα που δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα F-14).
- εντατικοποίηση της παραγωγής και συνεχείς αναβαθμίσεις του αεροσκάφους παρεμβολών Grumman EA-6B Prowler, και ανάθεση σε αυτό και της αποστολής της ενεργού καταστολής αεράμυνας με πυραύλους AGM-88 HARM,
- Εξαιρετική εντατικοποίηση της εκπαίδευσης στην εναέρια μάχη,
- μαζική παραγωγή του νέου καταδρομικού αεράμυνας περιοχής με το σύστημα AEGIS, που δημιουργούσε μια αδιαπέραστη ασπίδα γύρω από την ομάδα μάχης αεροπλανοφόρου, με στόχο 2 τέτοια πλοία ανά carrier battle group, χάριν οικονομίας με βάση το κύτος του α/τ Spruance (η πασίγνωστη κλάση Ticonderoga, από την οποία ναυπηγήθηκαν τελικώς 27 και όχι 30, λόγω λήξεως του Ψυχρού Πολέμου),
- σχεδίαση του διαδόχου των τεραστίων αριθμών «κλασικών» DDG (10 Coontz, 23 Adams, 4 Decatur) & CG/CGN (9+1 Leahy, 9+1 Belknap, 1 Long Beach, 2 California, 4 Virginia), και πάλι με το AEGIS (κλάση DDG-51 Arleigh Burke),
- συνεχείς αναβαθμίσεις των εν υπηρεσία πλοίων (αισθητήρες, SM-2, Harpoon, Phalanx, ηλεκτρονικά αντίμετρα κατά αντιπλοϊκών πυραύλων) και διατήρηση ακόμη και των παλαιότερων σε υπηρεσία (Decatur class DDG, Forrest Sherman class DD, Bronstein class FF),
- εντατικοποίηση της ναυπηγήσεως πυρηνοκίνητων αεροπλανοφόρων κλάσεως Nimitz,
- εξέλιξη της νέας, μεγάλης αυτονομίας και οπλικού φορτίου, αθόρυβης κλάσεως πυρηνοκίνητων υποβρυχίων διώξεως Seawolf,
- ένταση της ναυπηγήσεως των ταχύτατων (35 κόμβοι υπό την επιφάνεια) και χαμηλότατου ακουστικού ίχνους πυρηνοκίνητων υποβρυχίων διώξεως κλάσεως Los Angeles,
- Αύξηση του αριθμού των SSBN κλάσεως Ohio και ανάπτυξη του μεγίστης εμβελείας βαλλιστικού πυραύλου υποβρυχίας εκτοξεύσεως (SLBM) Trident II D5, ο οποίος είχε – παρά τους εγγενείς περιορισμούς πυραύλων από πλωτή πλατφόρμα – ακρίβεια που του εξασφάλιζε θεωρητικώς δυνατότητα πρώτου πυρηνικού πλήγματος (= κατά των σιλό των εχθρικών ICBM, και όχι απλώς εκδικητικό πυρ κατά μεγαλουπόλεων, κατά τον παραδοσιακό ρόλο των SLBM).
- Ανακαίνιση και επαναφορά στην ενεργό δράση των 4 «εσχάτων» θωρηκτών του Β΄ ΠΠ, της κλάσεως Ιowa (Iowa, Missouri, New Jersey & Wisconsin), με διατήρηση, από τον παλαιό οπλισμό, των τριών πύργων με τρία πυροβόλα των 16 ιντσών – 406 mm – έκαστος (που εκτόξευαν βλήμα βάρους 1.500 κιλών σε απόσταση 46 χιλιομέτρων) και έξι πύργων με δύο πυροβόλα των 5 ιντσών έκαστος, και προσθήκη 4 τετραπλών εκτοξευτών για ένα σύνολο 16 πυραύλων AGM-84 Harpoon, 8 τετραπλών εκτοξευτών RGM-109 Tomahawk και 4 Phalanx CIWS.
- Υιοθέτηση του μεγάλης εμβελείας βλήματος πλεύσεως General Dynamics BGM/RGM/UGM/AGM-109 “Tomahawk”, το οποίο μόλις είχε χάσει στο διαγωνισμό της Αμερικανικής Αεροπορίας για ένα τεραστίας εμβελείας στρατηγικό βλήμα πλεύσεως με πυρηνική κεφαλή ως οπλισμό των B-52G/H. Διαγωνισμό στον οποίο επικράτησε το αισθητά μεγαλύτερο Boeing AGM-86B ALCM, που υπηρετεί ως και σήμερα, έχοντας ξεπεράσει τον αποσυρθέντα προ πολλού stealth διάδοχό του, AGM-129A, σε μακροβιότητα.
Επιβεβαιώνεται από πολλές πηγές και γεγονότα ότι οι κατευθύνσεις Lehman βρήκαν πρακτική εφαρμογή, και οι ΗΠΑ πραγματικά «έσπασαν» το άβατο των σοβιετικών “SSBN bastions” στη Θάλασσα Μπάρεντς και στην Οχοτσκική Θάλασσα.
Στην τελευταία είχε προηγηθεί η εποποιϊα της επιχείρησης “Ivy Bells” τον Οκτώβριο του 1971: Τότε το πυρηνοκίνητο υποβρύχιο βλημάτων πλεύσεως (Regulus) USS Halibut (SSGN-587) όχι απλώς διείσδυσε ανενόχλητο στην αβαθή Οχοτσκική Θάλασσα, την οποία μάλιστα οι Σοβιετικοί αξίωναν καθ’ ολοκληρία ως αιγιαλίτιδα ζώνη τους («κλειστός κόλπος», «ιστορικός κόλπος»), αλλά εντόπισε σε βάθος 120 μέτρων το υποθαλάσσιο τηλεφωνικό καλώδιο που συνέδεε τη βάση SSBN του Petrpavlovsk – Kamtchatskiy με το Ναυαρχείο του Σοβιετικού Στόλου του Ειρηνικού στο Vladivostok και εγκατέστησε επ’ αυτού συσκευή υποκλοπής!
Μετά την ουσιώδη μεγέθυνση των επιχειρησιακών του δυνατοτήτων επί Reagan/Lehman, το Ναυτικό των ΗΠΑ απέδειξε ότι πράγματι κατέστη σε θέση να εκπορθήσει τα σοβιετικά “bastions”, και μάλιστα εκείνο της Θάλασσας Barents. Πρώτη απτή απόδειξη εισέφερε το λεγόμενο «Υποβρύχιο επεισόδιο ανοικτά της Νήσου Kildin» της 11.2.1992, κατά το οποίο το επιδιδόμενο σε συλλογή πληροφοριών αμερικανικό SSN USS Baton Rouge (κλάσεως Los Angeles) συγκρούσθηκε με το σοβιετικό SSN B-276 Kostroma (κλάσεως Sierra) σε εγγύτατη απόσταση από το Ναύσταθμο του Severomorsk.
Η σύγκρουση έγινε σε απόσταση 12 ναυτικών μιλίων, από την ακτογραμμή, δηλαδή (οριακά) στην ανοικτή θάλασσα, κατά την αμερικανική εκδοχή. Κατά τη ρωσική εκδοχή, η οποία οριοθετεί την αιγιαλίτιδα ζώνη της με ευθείες γραμμές βάσεως, η σύγκρουση έγινε 5 ναυτικά μίλια εντός της ρωσικής αιγιαλίτιδος ζώνης. Θρυλείται ότι αποστολή του USS Baton Rouge ήταν η απόθεση ή περισυλλογή συσκευών καταγραφής στον πυθμένα της θάλασσας μόλις εκτός του πλέγματος ναυστάθμων Severomorsk / Polyarniy / Gadjievo (Olenya Guba + Sayda Guba). Ερίζεται ακόμη αν τα υποβρύχια είχαν εντοπίσει το ένα το άλλο.
Δεύτερο περιστατικό που απέδειξε τη δυνατότητα του Ναυτικού των ΗΠΑ να διεισδύει κατά βούληση στο κάποτε «άβατο» της Θάλασσας Barents ήταν το λεγόμενο «Περιστατικό ανοικτά της Χερσονήσου Κόλα»: Στις 20.3.1993 το αμερικανικό πυρηνοκίνητο υποβρύχιο διώξεως (SSN) USS Grayling, το οποίο είχε καταστεί η «σκιά» του σοβιετικού SSBN K-407 Novomoskovsk, κλάσεως Delta IV και νεότατης τότε ναυπηγήσεως, συγκρούσθηκε με το «θήραμα» του, 150 χιλιόμετρα βορείως του Ναυστάθμου του Severomorsk.
Η “Maritime Strategy” εξ αντικειμένου έτεινε να καθιστά ρευστά τα όρια μετάβασης από το συμβατικό στον πυρηνικό πόλεμο, και ως εκ τούτου θα μπορούσε να της αποδοθεί μια αποσταθεροποιητική δυναμική. Διότι είναι μεν εύλογη η υπόθεση ότι με το Murmansk υπό απειλή, η ΕΣΣΔ δύσκολα θα κινείτο κατά την Δυτικής Ευρώπης. Αλλά με φορείς και βάσεις στρατηγικών της όπλων να προσβάλλονται από το Ναυτικό των ΗΠΑ, δύσκολα θα πιθανολογούσε κάποιος ότι η ΕΣΣΔ δεν θα κλιμάκωνε με ανταποδοτικά πλήγματα σε εγκαταστάσεις στρατηγικών όπλων των ΗΠΑ, οι οποίες όμως ευρίσκονταν, στη δεκαετία του ’80, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (π.χ. La Maddalena) στο έδαφος των ΗΠΑ.
Πάντως κατ’ αποτέλεσμα η “Maritime Strategy” συνέβαλλε στην κάμψη των σοβιετικών προσδοκιών «φινλανδοποίησης» όλης της Δυτικής Ευρώπης δια της απειλής του διαβόητου «περιορισμένου πυρηνικού πολέμου στην Ευρώπη», δυνατότητος που παρείχε στην ΕΣΣΔ η ανάπτυξη των 320 κινητών πυραύλων IRBM SS-20 “Saber”, 3 κεφαλών έκαστος. Όπως και με την περίφημη υπόθεση των «Ευρωπυραύλων», οι ΗΠΑ με τη “Maritime Strategy” ενήργησαν ως αλεξικέραυνο, και απέδειξαν στην ΕΣΣΔ τη δέσμευσή τους στην προστασία της Δυτικής Ευρώπης.
ΣΤ. Το βλήμα πλεύσεως ακριβείας Tomahawk ως προϊόν και προνομιακό όργανο της “Maritime Strategy”
Το στρατηγικό βλήμα πλεύσεως ΑGM-109 Tomahawk ALCM της ιστορικής Convair Division της General Dynamics, με κινητήρα turbofan για μεγιστοποίηση της εμβέλειας και κατεύθυνση με τη μέθοδο Terrain Contour Matching, ηττήθηκε (25.3.1980) στο σχετικό διαγωνισμό της USAF, τον οποίο ο Πρόεδρος Carter είχε προκηρύξει ως υποκατάστατο της ματαιωθείσης από τον ίδιο προμήθειας 244 Rockwell B-1A, από την ανταγωνιστική υποψηφιότητα του Boeing AGM-86B ALCM. Ήταν η μεγαλύτερη ως τότε προμήθεια της USAF στη μεταβιετναμική περίοδο.
Η φαινομενική αυτή αποτυχία υπήρξε ωστόσο η απαρχή ενός τεχνολογικού, βιομηχανικού και επιχειρησιακού θριάμβου για τον Tomahawk.
Η έκδοση BGM-109G GLCM αναπτύχθηκε στην Ευρώπη σε αριθμό 464 βλημάτων (με πυρηνική κεφαλή W84, από 0,2 ως 150 χιλιοτόνους) σε τετραπλούς επικαθήμενους επί τράκτορος 8Χ8 εκτοξευτές της USAFE. Mαζί με τους 108 βαλλιστικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς Martin Marietta MGM-31 Pershing II του Στρατού των ΗΠΑ, άλλαξε κυριολεκτικά τη ροή της ιστορίας. Όχι απλώς ματαιώνοντας κάθε πιθανό στρατηγικό όφελος της ΕΣΣΔ από την ανάπτυξη των SS-20 “Saber”, αλλά θέτοντας τις πλέον καίριες στρατηγικές εγκαταστάσεις της ΕΣΣΔ υπό μη ανασχέσιμη απειλή, και προκαταλαμβάνοντας το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Οι ναυτικές εκδόσεις, τόσο με πυρηνική όσο και με συμβατική κεφαλή, υιοθετήθηκαν ως πραγματικός ακρογωνιαίος λίθος της “Maritime Strategy”.
Όπως επισημάνθηκε στην αρχή της προγούμενης ενότητος, το Ναυτικό των ΗΠΑ ως το τέλος της δεκαετίας του ’70 δεν διέθετε καμιά ικανότητα προσβολής ναυτικών στόχων επιφανείας εκτός των πυροβόλων των πλοίων του. Η κτήση αυτής της δυνατότητας με τους AGM/RGM/UGM-84 Harpoon, sea-skimming βλήμα πλεύσεως με κεφαλή 227 κιλών και εμβελείας 100-130 χλμ., δεν απέδιδε ούτε δυνατότητα βύθισης μεγάλων σοβιετικών μονάδων επιφανείας, αλλά ούτε και δυνατότητα να πλησιάσει αμερικανικό αεροσκάφος τον σοβιετικό στόλο, πριν τεθεί εντός εμβελείας των αντιαεροπορικών SA-N-6 (S-300F), ή αμερικανικό πλοίο πριν τεθεί εντός εμβελείας των αντιπλοϊκών SS-N-12 “Sandbox” & SS-N-19 “Shipwreck”.
Παράλληλα όμως, η “Maritime Strategy” δεν ήταν πειστική χωρίς δυνατότητες πληγμάτων στις εξαιρετικά προστατευμένες παράκτιες εγκαταστάσεις των Σοβιετικών Στόλων: Είναι προφανές ότι πιθανή προσπάθεια βομβαρδισμού αυτών των εγκαταστάσεων από αεροσκάφη των αμερικανικών πτερύγων μάχης αεροπλανοφόρων, ακόμη και των ικανότατων A-6E TRAM, δεν παρείχε σοβαρά εχέγγυα επιτυχίας, καθώς οι σχετικές εγκαταστάσεις καλύπτονταν από πληρέστατο δίκτυο ραντάρ επιτήρησης και 3D. Καθώς και από επάλληλες και αλληλεπικαλυπτόμενες συστοιχίες πυραύλων SAM, αλλά και από πλείστες αεροπορικές βάσεις με αναχαιτιστικά MiG-31, MiG-25PD, MiG-23P/MLA/MLD & Su-15, με την προοπτική και των Su-27P στον ορίζοντα. Εξάλλου, για τη μεταφορά επαρκούς φορτίου από τα αμερικανικά αεροσκάφη κρούσεως θα έπρεπε τα αεροπλανοφόρα να πλησιάσουν εγγύτατα στη χερσόνησο Κόλα και στη Λευκή Θάλασσα, πρακτικώς εντός εμβελείας επακτίων συστοιχιών σοβιετικών αντιπλοϊκών βλημάτων πλεύσεως μεγάλου βεληνεκούς.
Η διττή στόχευση της “Maritime Strategy” (ναύσταθμοι κ.λπ. χερσαίοι στόχοι αφενός, σοβιετικά πλοία αφετέρου) οδήγησε στην εξέλιξη δύο διακριτών συστημάτων καθοδήγησης για τους ναυτικούς Tomahawk: Οι εκδόσεις κατά χερσαίων στόχων, ο TLAM/N (BGM/RGM/UGM-109A, εμβέλειας 2.500 χλμ.) με πυρηνική κεφαλή και ο TLAM/C (BGM/RGM/UGM-109C, εμβέλειας 870 χλμ.) με συμβατική κεφαλή, είχαν καθοδήγηση συνδυασμού:
- Αδρανειακού συστήματος πλοήγησης (INS)
- Συστήματος ακριβέστατης (CEP 40 ως 425 πόδια!) κατεύθυνσης δι’ αντιπαραβολής τρισδιάστατων χαρτών του αναγλύφου της περιοχής που έπρεπε να διασχίσει ο πύραυλος ως το στόχο του, αποθηκευμένων σε ψηφιακή μνήμη, με το ανάγλυφο πάνω από το οποίο ο πύραυλος διερχόταν (με τη βοήθεια ακριβέστατου ραδιοϋψομέτρου doppler Honeywell AN/APN-15) McDonnell Douglas Astronautics AN/DSW-15, καλουμένου terrain – contour – matching ή TERCOM, και
- (από το 1987 και μετά) συστήματος απόλυτα ακριβούς τελικής προσέγγισης και προσβολής, δια συσχετίσεως αποθηκευμένων σε μνήμη του πυραύλου ψηφιακών απεικονίσεων του στόχου με την εικόνα που είχε ενώπιον του το βλήμα (DSMAC, Digital Scene-Matching Area Correlator).
To παραπάνω συνδυαστικό σύστημα ναυτιλίας/καθοδήγησης ήταν και το άλμα που επέτρεπε τη χρήση του βλήματος πλεύσεως σε ρόλο προσβολής ακριβείας, σε αντίθεση με παλαιότερα βλήματα πλεύσεως όπως Matador, Mace ή Regulus, τα οποία είδαμε στο α΄ μέρος της εργασίας μας, και τα οποία ήταν κατάλληλα μόνο για μαζικά πυρηνικά αντίποινα.
Σημειωτέον ότι με την εξέλιξη των πραγμάτων, η ακρίβεια είχε πλέον σημασία ακόμη και όταν το βλήμα έφερε πυρηνική κεφαλή: Αν αυτό έπεφτε 2 χιλιόμετρα μακριά από π.χ. ένα σοβιετικό blast pen πυρηνικών υποβρυχίων της Balaklava στη Σεβαστούπολη (τα είδαμε στο β΄ μέρος), το blast pen δεν θα πάθαινε το παραμικρό!
Η εξέλιξη της ακρίβειας προσέδωσε λοιπόν στα βλήματα πλεύσεως και λειτουργίες / ρόλους όπλου πρώτου πυρηνικού πλήγματος (= κατά στρατηγικών όπλων του εχθρού, προς ευνουχισμό του, και όχι των πόλεων του, προς ανταπόδοση προηγηθέντος πλήγματός του), πολύ περισσότερο καθώς το εξαιρετικά χαμηλό ηλεκτρομαγνητικό ίχνος και η συνεχής πτήση σε υψόμετρο ελαχίστων δεκάδων μέτρων καθιστούσε τα Tomahawk (αλλά και στα στρατηγικά Boeing AGM-86B ALCM της SAC) πρακτικώς μη ανασχέσιμα από την ΕΣΣΔ. Η ιδέα ότι θα μπορούσαν να διατηρούνται στον αέρα MiG-31 καθοδηγούμενα από A-50 Mainstay ΑΣΕΠΕ 24/7/365 σε όλη την επικράτεια της ΕΣΣΔ ήταν φενάκη.
Τα παραπάνω πλοηγικά μέσα ήταν προφανώς άχρηστα πάνω από θάλασσα. Ως εκ τούτου, οι αντιπλοϊκές εκδόσεις του Tomahawk (TASM, BGM/RGM/UGM-109B, εμβέλειας άγνωστης, αλλά τουλάχιστον 460 χλμ.) χρησιμοποιούσαν συνδυασμό αδρανειακού συστήματος πλοήγησης (INS) με το ενεργό ραντάρ AN/DSQ-28 της Texas Instruments (ίδιο με του Harpoon) και το ραδιοϋψόμετρο ακριβείας του τελευταίου για διατήρηση sea-skimming profile κατά τη πτήση προς το στόχο, προς αποφυγή έγκαιρης εντόπισης από τα αντιαεροπορικά και αντιπυραυλικά μέσα των Σοβιετικών Στόλων.
Οι Tomahawk εγκαταστάθηκαν εντός τετραπλών υδραυλικώς ανυψουμένων τεθωρακισμένων κυτιοειδών εκτοξευτών (Mk. 143 Armored Box Launcher), εκ των οποίων 8 τοποθετήθηκαν σε έκαστο των 4 θωρηκτών κλάσεως Iowa, 2 σε έκαστο των 4 πυρηνοκίνητων καταδρομικών κλάσεως Virginia, 2 στο πυρηνοκίνητο βαρύ καταδρομικό USS Long Beach και 2 σε 9 αντιτορπιλικά κλάσεως Spruance. Το Μάρτιο του 1983 το USS Merrill, κλάσεως Spruance, έγινε το πρώτο επιχειρησιακό πλοίο με Tomahawk, ενώ η πυρηνικής κεφαλής έκδοση έφθασε στο Στόλο τον Ιούνιο του 1984. Προφανώς δεν ανακοινωνόταν ποτέ ποια πλοία έφεραν πυρηνικής κεφαλής βλήματα, και σε τι ποσοστό του όλου αριθμού των μεταφερομένων. Ως το Μάιο του 1986, η GD είχε παραδώσει ήδη 500 πυραύλους παραγωγής.
Τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια δίωξης κλάσεως Los Angeles απέκτησαν τη δυνατότητα βολής Tomahawk από τους τορπιλοσωλήνες των 21 ιντσών (533 mm), που ήταν – όχι τυχαία – η διάμετρος του βλήματος με αναδιπλωμένες τις πτέρυγές του. Αργότερα, η δυνατότητα μεταφορά Tomahawk, σε αριθμούς της επιλογής του τοπικού διοικητή, επεκτάθηκε σε μεγάλο μέρος του στόλου με την υιοθέτηση του Mk. 41 VLS (συστήματος κατακόρυφης εκτόξευσης πυραύλων) σε όλα τα αντιτορπιλικά κλάσεως Arleigh Burke και σε αρκετά σκάφη των κλάσεων Spruance & Ticonderoga που υπέστησαν σχετική μετατροπή.
Αντίστοιχα, διάταξη κατακόρυφης εκτόξευσης απέκτησαν και τα υποβρύχια κλάσεως Los Angeles, ώστε να μη δεσμεύονται πολύτιμοι τορπιλοβλητικοί σωλήνες.
Μια εκτοξευόμενη από αέρος τακτική έκδοση, ο AGM-109 MRASM, που εξελισσόταν για τα B-52G & F-16 της USAF αλλά και (σε βραχύτερη έκδοση χάριν συμβατότητας με τους ανελκυστήρες όπλων των αεροπλανοφόρων και λόγω περιορισμών επιστρεφομένου φορτίου του α/φ – φορέως) για τα A-6E του Ναυτικού, τελικώς ματαιώθηκε to 1984.
Σε αυτήν, χάριν οικονομίας αλλά και μειωμένων απαιτήσεων εμβελείας, ο turbofan Williams International F107-WR-402 είχε αντικατασταθεί από τον πολύ φθηνότερο turbojet Teledyne CAE J402-CA-401. Η βραχύτερη έκδοση του Ναυτικού ήταν και η μόνη με οπισθοκλινείς και όχι ευθείες πτέρυγες. Η έκδοση της Αεροπορίας είχε προεχόντως ρόλο καταστροφής αεροδρομίων από πολύ μεγάλες αποστάσεις, με διασπορά υποπυρομαχικών, και έφερε τη συνήθη και απαιτητική σκευή ναυτιλίας (INS + TERCOM + DSMAC), ενώ η έκδοση του ναυτικού ενιαία εκρηκτική κεφαλή και κατεύθυνση συνδυασμού INS + DSMAC με τερματική καθοδήγηση από απεικονιστικό αισθητήρα υπερύθρων (IIR) στο ρύγχος, όπως ο κατοπινός SLAM-ER, για δυνατότητα χρήσης τόσο κατά χερσαίων στόχων όσο και κατά πλοίων.
Για ποιο λόγο η “Maritime Strategy” δεν μπορούσε να εκτελεσθεί από αεροσκάφη – φορείς βλημάτων πλεύσεως των ΗΠΑ (στρατηγικά & τακτικά), και χρειάστηκε να εξοπλισθούν πλοία επιφανείας και υποβρύχια με τους Tomahawk;
Κατ’ αρχάς, οι αποστάσεις των πλεγμάτων ναυστάθμων των Murmansk & Kamtchatka (καθώς και στόχων εντός της Βόρειας Ρωσίας και της Σοβιετικής Άπω Ανατολής) θα απαιτούσαν χρήση στρατηγικών αεροσκαφών. Κατά τη συζητούμενη περίοδο (1981-83) η Στρατηγική Αεροπορική Διοίκηση των ΗΠΑ διατηρούσε μόνο:
- 57 (από παραγωγή 76) υποστρατηγικά βομβαρδιστικά FB-111A, που είχαν ως αποστολή να «ρίξουν με τις κλωτσιές» τις πύλες της σοβιετικής αεράμυνας στον Αρκτικό Κύκλο (έκαστο με 4 πυρηνικούς βαλλιστικούς πυραύλους AGM-69A SRAM, 3 Mach, εμβελείας ως 160 χλμ. και κεφαλής 200 χιλιοτόννων), ώστε να ανοίξουν το δρόμο προς την καρδιά της Ρωσίας για τα Β-52Η,
- 95 διηπειρωτικά Β-52Η σε ρόλο διείσδυσης, με 4 βόμβες Β28 αρκετών μεγατόννων εκάστη σε εσωτερικό διαμέρισμα και 8 AGM-69A SRAM σε περιστροφικό εκτοξευτή επίσης σε εσωτερικό διαμέρισμα (χωρίς εξωτερικά φορτία, για μεγιστοποίηση της ταχύτητας),
- 80 υπό απόσυρση B-52D σε ρόλο συμβατικού βομβαρδισμού με 108 βόμβες των 750 λιβρών, και
- 165 B-52G, εκ των οποίων 30 σε ρόλο ναυτικής συνεργασίας (Loring AFB, Maine & Andersen AFB, Guam) και τα υπόλοιπα σε ρόλο φορέων 12 στρατηγικών βλημάτων πλεύσεως Boeing AGM-86B ALCM έκαστο, ή και συμβατικού βομβαρδισμού.
Τα 100 Β-1Β θα αντικαθιστούσαν τα FB-111A & B-52H στο ρόλο της διείσδυσης στην καρδιά της ΕΣΣΔ περί τα τέλη της δεκαετίας του ’80, αλλά η κατασκευή τους διατάχθηκε μόλις το 1981 (πρώτη απόφαση του Reagan), και οι παραδόσεις έγιναν το 1984-88. Ήταν προφανές λοιπόν ότι υπήρχε έλλειψη στρατηγικών αεροσκαφών. Πέραν αυτού όμως, το πλοίο (και προπάντων το πυρηνοκίνητο υποβρύχιο) έχει μια αρετή, την οποία τα αεροσκάφη στερούνται: Παραμένει στο χώρο προβολής ισχύος επί μακρόν, διατηρεί μια διαρκή απειλή, επιδεικνύει σημαία.
Εξυπακούεται ότι, μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, οι μεν πυρηνικής κεφαλής ναυτικοί Tomahawk αποσύρθηκαν από τις ΗΠΑ στο σύνολό τους από πλοία επιφανείας, οι δε συμβατικής κεφαλής κάλυψαν την ανάγκη εξουδετέρωσης δικτύων επιτήρησης και ελέγχου, καθώς και εγκαταστάσεων αεράμυνας, για να περιορίζουν τις απώλειες των αεροπορικών δυνάμεων στα πρώιμα στάδια των εκστρατειών.
Συμπερασματικά, οι συνθήκες που γέννησαν τα ναυτικά βλήματα πλεύσεως κατά χερσαίων στόχων δεν συντρέχουν ούτε στο ελάχιστο στην περίπτωση της Ελλάδος: Η τελευταία δεν καλείται να προβάλλει ισχύ σε μακρινή υπερπόντια περιοχή, όπου αεροπορική παρουσία της είναι αδύνατη. Η ανάγκη τρώσεως δικτύων επιτήρησης και ελέγχου του αντιπάλου της, καθώς και σταθερών εγκαταστάσεων αεράμυνας ή άλλων στρατηγικών στόχων, καλύπτεται ευχερώς από τακτικά βλήματα πλεύσεως μεταφερόμενα από μαχητικά, τα οποία μετά την ανάλωση των όπλων τους ευχερώς και εντός ελαχίστου χρόνου επανεξοπλίζονται. Ταυτόχρονα, οι οικονομικές δυνατότητες της Ελλάδος δεν της επιτρέπουν πλοία πολλαπλών ρόλων και μεγάλου τοννάζ, οπότε τα βλήματα πλεύσεως λειτουργούν ανταγωνιστικώς προς τα πολύτιμα αντιαεροπορικά βλήματα, απολύτως ζωτικά σε περιβάλλον πυκνότατης εχθρικής αεροπορικής απειλής.