Απησχόλησε επανειλημμένα τo ptisidiastima.com το ζήτημα – με ζωηρότατο ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού – αν παρίστατο, εξ απόψεως εθνικής στρατηγικής της Ελλάδος, σκόπιμος ο εξοπλισμός των φρεγατών FDI του Πολεμικού Ναυτικού με βλήματα SCALP NAVAL, ή αρκούν οι σχετικές επιχειρησιακές δυνατότητες της Πολεμικής Αεροπορίας. Τα σχετικά άρθρα είναι διψήφια στον αριθμό, οπότε ας μας συγχωρηθεί η παραπομπή σε ορισμένα μόνον από αυτά.
Πύραυλοι cruise SCALP στις ελληνικές φρεγάτες FDI; Όχι, δεν έχει νόημα
320 Iskander δεν λύγισαν την Ουκρανία. Τι θα έκαναν 32 SCALP στην Τουρκία;
ΑΠΟΨΗ: Tomahawk και Scalp Navale, είναι υπερόπλα τελικά; Μας τα δίνουν ή όχι; Και μετα τι, σωθήκαμε;
Με την παρούσα συμβολή μας, επιχειρούμε να εισφέρουμε ορισμένες δογματικές, και εν ταυτώ ιστορικές, παρατηρήσεις στα όσα σημαντικά έχουν ήδη αναπτυχθεί εδώ, καθώς φρονούμε ότι το όλο ζήτημα μπορεί και αξίζει να τεθεί επί ενός αρκετά ευρύτερου επιχειρηματολογικού θεμελίου.
Α. Το θεμελιώδες ερώτημα: Ποιες επιχειρησιακές αναγκαιότητες και ποιο δόγμα, τίνος Ναυτικού, οδήγησαν στην εξέλιξη ναυτικών βλημάτων πλεύσεως με ικανότητα προσβολής χερσαίων στόχων; Και τι κοινό έχουν τα παραπάνω με το ΠΝ;
Τα οπλικά συστήματα δεν είναι καταναλωτικά αγαθά, τα οποία α) έκαστος προμηθεύεται κατ’ αρέσκειαν, ακόμη και όταν οι προδιαγραφές τους υπερκαλύπτουν κατά πολύ τις ανάγκες του (π.χ. Lamborghini στην Ελλάδα), χάριν προβολής, αισθητικής ή συγκινήσεων και β) έχουν προ πολλού αποδεσμευθεί από τις επιταγές της χρηστικότητος.
Σε αντίθεση, τα οπλικά συστήματα συλλαμβάνονται, σχεδιάζονται, υλοποιούνται και αποκτώνται στο πλαίσιο ορισμένου αμυντικού δόγματος (της αναθέτουσας την εξέλιξη και ανάπτυξη χώρας, είτε είναι η κατασκευάστρια ή τρίτη), για να ικανοποιήσουν εκ των προτέρων προσδιορισμένη επιχειρησιακή απαίτηση. Η επιχειρησιακή απαίτηση μπορεί να εκπηγάζει από α) την ανάγκη αντιμετώπισης επιχειρησιακών δυνατοτήτων γειτονικής χώρας ή β) τις πολιτικές φιλοδοξίες της ίδιας της χώρας (εδαφική επέκταση, δημιουργία σφαίρας επιρροής, κοσμοκρατορία κ.λπ.). Την ίδια απαίτηση, ασφαλώς, μπορεί να έχει κάποια άλλη χώρα, που όμως στερείται των αναγκαίων πόρων: Κατ’ ανάγκη, θα προσαρμόσει το δόγμα της (π.χ. Ιράν, με την εγκατάλειψη των συμβατικών του δυνάμεων σε επίπεδο στρατιωτικής/αεροπορικής αρχαιολογίας και την έμφαση σε μέσα ασύμμετρου πολέμου) στις οικονομικές της δυνατότητες. Οπωσδήποτε όμως, η κάθε χώρα έχει πεπερασμένους πόρους, και αποζητεί τη βέλτιστη αξιοποίησή τους: Μεταξύ πλειόνων τρόπων κάλυψης μιας επιχειρησιακής απαιτήσεως, αναμενόμενα θα προτιμηθεί ο πλέον συμφέρων οικονομικώς.
Β. Οι θεμελιώδεις διακρίσεις
Σε γενικές γραμμές, οι αποστολές των ανά τον κόσμο ναυτικών δυνάμεων διαιρούνται – αλλ’ όχι με στεγανά, όπως θα διαπιστωθεί ακολούθως – σε δύο μείζονες κατηγορίες: Την προβολή ισχύος (power projection) και τον θαλάσσιο έλεγχο, άλλως έλεγχο των θαλασσίων οδών (sea control). Σπανίζουν οι ναυτικές δυνάμεις που αναλαμβάνουν αποστολές μίας μόνο από τις ανωτέρω κατηγορίες, και στην περίπτωση αυτή πρόκειται αναμφίβολα για την αποστολή του θαλασσίου ελέγχου: Πράγματι, η αποστολή της προβολής ισχύος εμπεριέχει άλλης τάξεως επιχειρησιακές απαιτήσεις, άρα απαιτεί και άλλης τάξεως μέσα και πόρους.
Η προβολή ισχύος μπορεί, απλουστευτικά, να αποδοθεί ως το πλέγμα των αποστολών που επιτρέπουν σε ορισμένη δύναμη να επιτύχει ένα απτό επιχειρησιακό – και σε τελική ανάλυση πολιτικό – αποτέλεσμα σε απόμακρη από τα εδάφη της γεωγραφική ζώνη. Πρόκειται π.χ. για αποστολές που της επιτρέπουν να ενεργήσει απόβαση ή να διακρατήσει προγεφύρωμα σε παράκτια ζώνη ευρισκόμενη σε άλλη ήπειρο, ή να ιδρύσει και να διακρατήσει αποικίες (και εν γένει ζώνες κατοχής) εκεί. Τυπικά παραδείγματα είναι η αποικιοκρατία των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων (Πορτογαλία, Ισπανία, Βρετανία, Γαλλία) από τα τέλη του 15ου αιώνα και εντεύθεν, και η βαθμιαία κατάκτηση του Ειρηνικού από τις ΗΠΑ κατά την εξέλιξη του Β΄ ΠΠ, προς έξωση των ιαπωνικών δυνάμεων κατοχής και δημιουργία βάσεων εξόρμησης κατ’ αυτής της ιδίας της Ιαπωνίας. Εξίσου όμως νοείται ως προβολή ισχύος και η δυνατότητα να καμφθεί η πολιτική βούληση άλλης, γεωγραφικώς απόμακρης χώρας, δια της απειλής ή και της εφαρμογής της ναυτικής ισχύος.
Τυπικό παράδειγμα προβολής ισχύος ήταν ο βομβαρδισμός του Β. Βιετνάμ από αεροσκάφη των αεροπλανοφόρων του 7ου Στόλου των ΗΠΑ κατά το 1964-68 και 1972-73, και η αεροναρκοθέτηση των λιμένων του Β. Βιετνάμ από τις ΗΠΑ το 1972, σε συνδυασμό με παρακτίους βομβαρδισμούς.
Η προβολή ισχύος στις περιπτώσεις αυτές έγκειται στη δυνατότητα της ναυτικής δυνάμεως που την ασκεί, να καταστρέψει ολοσχερώς όχι μόνο στρατιωτικούς στόχους, αλλά τα κέντρα διοίκησης και τις πλέον θεμελιώδεις συγκοινωνιακές και παραγωγικές υποδομές της χώρας – στόχου. Συνήθως αυτή η ίδια η απειλή αρκεί για να αποτρέψει τη χώρα – στόχο από το να εκδηλώσει περιφερειακές πολιτικές πρωτοβουλίες βλαπτικές για τα συμφέροντα της χώρας που προβάλλει ισχύ.
Ως θαλάσσιο έλεγχο τώρα, μπορούμε αντίστοιχα, να ορίσουμε το πλέγμα των αποστολών που κατατείνουν στην εξασφάλιση της ακώλυτης, ελεύθερης ναυσιπλοϊας για την ενδιαφερόμενη δύναμη, είτε μεταξύ ηπειρωτικών και νησιωτικών εδαφών αυτής της ιδίας, ή καθ’ όλο το μήκος διεθνών θαλασσίων οδών, οι οποίες είναι ζωτικές για τον εφοδιασμό της.
Οι δύο κατηγορίες (προβολή ισχύος και θαλάσσιος έλεγχος) δεν λειτουργούν κατ’ ανάγκη ανταγωνιστικά, αλλά συχνά παραπληρωματικά, ώστε να μη μπορούν να νοηθούν απομονωμένες η μία από τη άλλη: Για να προβάλει ορισμένη δύναμη ισχύ έναντι απόμακρης ηπειρωτικής μάζας προαπαιτείται η δυνατότητα θαλασσίου ελέγχουν των ωκεανών που ο στόλος της θα διασχίσει, άλλως η εφοδιαστική της αλυσίδα απειλείται και το φιλόδοξο εγχείρημα μπορεί να καταλήξει σε όλεθρο. Αλλά και αντίστροφα: Η αποστολή άσκησης θαλασσίου ελέγχου επί μεγάλων ωκεανίων εκτάσεων από ορισμένη δύναμη, διευκολύνεται ουσιωδώς αν προκεχωρημένες ισχυρότατες μονάδες του στόλου της υποχρεώνουν τον δυνητικό αντίπαλο να αναδιπλωθεί σε κατά βάση αμυντική διάταξη.
Το ζητούμενο επομένως είναι η εύρεση του κατάλληλου «μείγματος» μέσων, ενόψει και των ειδικοτέρων απειλών που αντιμετωπίζει ή φιλοδοξιών που θρέφει η ενδιαφερομένη δύναμη.
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι οι όροι «προβολή ισχύος» και «θαλάσσιος έλεγχος» είναι αξιολογικώς ουδέτεροι, και ως τέτοιοι χρησιμοποιούνται. Συνεπώς, εκείνος που προβάλλει ισχύ δεν είναι κατ’ ανάγκην επιτιθέμενος με την έννοια του διεθνούς δικαίου, ούτε εκείνος που ασκεί θαλάσσιο έλεγχο κατ’ ανάγκην αμυνόμενος με την ίδια έννοια. Η Βρετανία δεν θα μπορούσε ευχερώς να αποκρούσει την επιβουλή του Γερμανικού Ράιχ κατά της μητροπόλεως της αν δεν είχε δυνατότητα παγκόσμιας προβολής ισχύος με το πανίσχυρο και εμπειροπόλεμο ναυτικό της.
Γ. Η εξέλιξη του δόγματος των μειζόνων ναυτικών δυνάμεων μεταπολεμικώς
Οι παράγοντες που επηρέασαν την εξέλιξη του δόγματος των δύο υπερδυνάμεων υπήρξαν α) η κτήση της ατομικής βόμβας από τις ΗΠΑ (αργότερα και από την ΕΣΣΔ) και β) η κτήση προηγμένης γερμανικής τεχνολογίας υποβρυχίων από την ΕΣΣΔ και η κάταρξη τιτάνιου σχετικού ναυπηγικού προγράμματος.
Η ατομική βόμβα κατέστησε τα παραδοσιακά μέσα προβολής ναυτικής ισχύος των Δυτικών δυνάμεων (ομάδες μάχης αεροπλανοφόρων και αμφίβιες task forces) ευάλωτα.
Οι σχετικές δοκιμές (Operation “Crossroads”) των ΗΠΑ στην ατόλλη Bikini του Ειρηνικού το θέρος του 1946, με πυροδότηση ατομικών βομβών κλάσεως των 25 κιλοτόνων (κλώνων της βόμβας του Ναγκασάκι) επί τεραστίων στόλων παροπλισμένων μειζόνων σκαφών επιφανείας και υποβρυχίων (θωρηκτό Nevada, αεροπλανοφόρο Saratoga, βαρύ καταδρομικό Prinz Eugen, θωρηκτό Nagato κ.λπ.), απέδειξαν τη δυνατότητα των όπλων αυτών να θέσουν εκτός μάχης πανίσχυρες αρμάδες. Το ζήτημα προφανώς ήταν πιο περιορισμένης σημασίας για την ΕΣΣΔ, που στερείτο ωκεάνιου ναυτικού.
Παράλληλα, η έξαρση της σοβιετικής υποβρύχιας απειλής είχε τη δυναμική να θέσει εν αμφιβόλω τον θαλάσσιο έλεγχο της Δύσεως επί του Βορείου Ατλαντικού. Ήταν μια πολυτέλεια που η Δύση απλώς δεν είχε: Σε περίπτωση τιτανομαχίας ΝΑΤΟ – Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Κ. Ευρώπη, οι ενισχύσεις των Δυτικών θα έρχονταν από τη θάλασσα! Κι εδώ το ζήτημα δεν άγγιζε την ΕΣΣΔ, η οποία με το αχανές σιδηροδρομικό της δίκτυο είχε κατ’ αρχήν τη δυνατότητα να ανεφοδιάζει τις προελαύνουσες στρατιές της, χωρίς εξάρτηση από θαλάσσιες οδούς.
Δόγμα και δυνατότητες των ΗΠΑ ως το 1970
Η απάντηση των ΗΠΑ εκδηλώθηκε σε δύο επίπεδα:
Α) Στο επίπεδο της προβολής ισχύος, τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα εφοδιάστηκαν με αεροσκάφη ικανά να φέρουν ατομικές βόμβες (τα βαρέα North American AJ Savage, Douglas A3D/A-3B Skywarrior & North American A3J/A-5B Vigilante, τα ελαφρά Douglas A4D/A-4B Skyhawk, και αργότερα το συνδυασμό του μέσου Grumman A2F/A-6A Intruder με το ελαφρό LTV A-7A/C/E Corsair II) και έγιναν έτσι μέσα προσβολής της ΕΣΣΔ (μοιραία όχι σε μεγάλο γεωγραφικό βάθος), από απροσδόκητες κατευθύνσεις.
Εξάλλου, τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα πλαισιώθηκαν, στις ομάδες μάχης τους, από καταδρομικά κατευθυνομένων πυραύλων, δηλαδή σκάφη αεράμυνας περιοχής, τα οποία θα ήταν σε θέση να καταρρίπτουν από ικανή απόσταση σοβιετικά βομβαρδιστικά που θα επιχειρούσαν να ρίψουν ατομικές βόμβες στις ομάδες μάχης (αργότερα και τα βλήματα που τα βομβαρδιστικά αυτά θα εξαπέλυαν).
Προηγήθηκαν μετατροπές 3 βαρέων (κλάσης Albany, πρώην κλάσεων Baltimore/Oregon City, όλα με Talos + Tartar SAM) και 6 ελαφρών (πρώην κλάσεως Cleveland, τα τρία – Providence class – με Terrier SAM και τα τρία – Galveston class – με Talos SAM) καταδρομικών του Β΄ ΠΠ, ενώ ακολούθησε ένα ναυπηγικό πρόγραμμα που περιελάμβανε το βαρύ πυρηνοκίνητο καταδρομικό USS Long Beach (CGN-9, με Talos + Terrier SAM).
Ακολούθησαν τρεις κλάσεις των δέκα «φρεγατών» εκάστη (ταξινόμηση DLG, με οπλισμό Terrier/Standard SM-1/2ER) κατά τη ορολογία της εποχής, ελαφρών καταδρομικών, εξαρχής σχεδιασμένων για πυραυλικό οπλισμό (κλάσεις Coontz, Leahy, Belknap, οι δύο τελευταίες και με ένα πλοίο πυρηνικής προώσεως εκάστη).
Η ισχυρή αυτή αντιαεροπορική ασπίδα συμπληρωνόταν από ελαφρότερα αντιτορπιλικά κατευθυνομένων πυραύλων (DDG), ήτοι 23 της άκρως επιτυχημένης κλάσεως Charles F. Adams (εξέλιξη των α/τ κλάσεως Forrest Sherman) και 4 της μάλλον top-heavy κλάσεως Decatur (μετατροπές Forrest Sherman), αμφοτέρων με οπλισμό Tartar/Standard SM-1MR.
Πολύ αργότερα, στη δεκαετία του ’70, τα high-end συνοδευτικά αεροπλανοφόρων καταδρομικά αεράμυνας συμπληρώθηκαν με τα 2 πυρηνοκίνητα πλοία της κλάσεως California (Standard SM-1/2MR) και τα 4 πυρηνοκίνητα πλοία της κλάσεως Virginia (Standard SM-2MR/ER).
Με αυτά έπεσε η αυλαία των πυρηνοκίνητων καταδρομικών για τις ΗΠΑ: Η κλάση Ticonderoga θα ήταν συμβατικής προώσεως, η ιδέα ενός Virginia με AEGIS κατέρρευσε λόγω κόστους.
Β) Στο επίπεδο του θαλασσίου ελέγχου, οι ΗΠΑ ανταπεξήλθαν μεταπολεμικώς χωρίς μεγάλου ύψους επενδύσεις, καθώς είχαν κληρονομήσει από τον πόλεμο σημαντικό αριθμό μέσων αεροπλανοφόρων (της θαυμάσιας κλάσεως Essex, από την οποία ναυπηγήθηκαν 27 διαρκούντος του Β΄ ΠΠ, και δεν βυθίστηκε ούτε ένα) και κολοσσιαίους αριθμούς αξιολογότατων αντιτορπιλικών στόλου (τα εξίσου πολυάριθμα συνοδείας παραχωρήθηκαν βαθμηδόν σε συμμάχους) κλάσεων Fletcher, Allen M. Sumner & Gearing.
Στη δεκαετία του ’50, 12 από τα αεροπλανοφόρα αυτά έλαβαν την ταξινόμηση CVS (ήτοι αεροπλανοφόρο ανθυποβρυχιακού πολέμου, σε αντίθεση με τα CVA, ήτοι τα «γνήσια» attack carriers ή αεροπλανοφόρα κρούσεως), και εφοδιάστηκαν με πτέρυγα μάχης αποτελούμενη από ανθυποβρυχιακά α/φ Grumman S-2 Tracker και αντίστοιχα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα (Sikorsky HSS-1 = S-58 και ακολούθως Sikorsky S-61 = SH-3 Sea King).
Άλλα αεροπλανοφόρα κλάσεως Essex συνέχισαν προφανώς ως μονάδες κρούσεως, με τα τελευταία να αποσύρονται το… 1975, αφού πλαισίωσαν την όψιμη μεγάλη κλάση Midway (3 πλοία) του Β΄ ΠΠ, τα πρώτα supercarrier κλάσεως Forrestal (4 πλοία), το πυρηνοκίνητο USS Enterprise (CVAN-65) και τα 4 «έσχατα» συμβατικής προώσεως πλοία κλάσεως Kitty Hawk. Τα αεροπλανοφόρα κρούσεως της εποχής (CVA/CVAN) δεν έφεραν ανθυποβρυχιακά α/φ και ε/π ούτε για δείγμα, προς μεγιστοποίηση του αριθμού των μοιρών κρούσεως. Τα CVS επρόκειτο να γίνουν πυρήνες α) ομάδων μάχης ενεργού καταδίωξης υποβρυχίων (hunter-killer groups) και β) ομάδων συνοδείας νηοπομπών (convoy escort groups).
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, τα αντιτορπιλικά στόλου εποχής Β΄ ΠΠ (ιδίως τα θαυμάσια πλοία κλάσεως Gearing, αλλά όχι μόνο) υπέστησαν τεράστιο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μέσης ζωής (FRAM = Fleet Rehabilitation And Modernization), που τα κατέστησε απολύτως επίκαιρα στον ανθυποβρυχιακό ρόλο: Ένα Gearing FRAM, με SONAR γάστρας SQS-23 και οκταπλό εκτοξευτή ανθυποβρυχιακών πυραύλων ASROC είχε τις ίδιες ανθυποβρυχιακές ικανότητες με τα CGN/CG κλάσεων Long Beach & Leahy και με τα DDG κλάσεως Coontz.
Οπωσδήποτε, οι ΗΠΑ συνέχισαν και μεταπολεμικώς την παράδοση του Β΄ ΠΠ, η οποία αξίωνε τη σχεδίαση και προμήθεια όχι μόνο σκαφών «στόλου», αλλά και πλοίων «συνοδείας». Τα πλοία αυτά είχαν μειωμένη ταχύτητα, μειωμένο οπλισμό, μειωμένες πρόνοιες επιβιωσιμότητας (ήταν συνήθως μονέλικα, όπως τα περισσότερα εμπορικά πλοία) και μειωμένες εν γένει δυνατότητες, αλλά είχαν την αρετή της εξαιρετικά απλής σχεδίασης, που επέτρεπε τη ναυπήγησή τους σε κολοσσιαίους αριθμούς σε περίοδο ενδεχόμενου πολέμου, ακόμη και από εμπορικά ναυπηγεία. Κατά τον Β΄ ΠΠ είχαν την ταξινόμηση DE (destroyer escort, ήτοι α/τ συνοδείας, όπως τα Bostwick/Cannon που υπηρέτησαν ως τη δεκαετία του ’80 στο ΠΝ), που διατηρήθηκε και μεταπολεμικώς, ενώ από το 1975 έλαβαν τον χαρακτηρισμό FF (ήτοι φρεγάτα), και FFG στις σπάνιες περιπτώσεις που έφεραν βλήματα αεράμυνας περιοχής Tartar / Standard SM-1MR.
Επομένως, στην αμερικανική ορολογία, η φρεγάτα είναι ένα πλοίο γενικώς υποδεέστερο μιας ευρωπαϊκής φρεγάτας αλλά με ανώτερο εξοπλισμό ανθυποβρυχιακού πολέμου σε ωκεάνιες συνθήκες (ομιλούμε για προ FFGX – Constellation εποχή), ενώ η παλαιά ορολογία που αποκαλούσε «φρεγάτες» άρτια οπλισμένα ελαφρά καταδρομικά αντιαεροπορικού πολέμου (DLG) εγκαταλείφθηκε το 1975.
Ναυπηγήθηκαν λοιπόν, από τη δεκαετία του ’60, 2 φρεγάτες κλάσεως Bronstein (1961-63), 10 κλάσεως Garcia (1962-68), 6 κλάσεως Brooke (1962-68, πρακτικώς Garcia με Mk. 13 για Tartar/Standard SM-1M) και 46 κλάσεως Κnox (1965-74), με ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό (SONAR γάστρας χαμηλών συχνοτήτων και πολλαπλών διαμορφώσεων SQS-26, οκταπλό εκτοξευτή α/υ πυραύλων ASROC με ικανότητα βολής και AGM-84 Harpoon, SONAR μεταβλητού βάθους και α/υ ε/π Kaman SH-2F Seasprite) απολύτως εφάμιλλο των καταδρομικών της ιδίας εποχής!
Τα θαυμάσια αυτά ωκεάνια πλοία, πραγματικά workhorses της αμερικανικής πολεμικής μηχανής, με εξοπλισμό αποστολής μεγάλης πληρότητας και κόστους σε σχέση με το ευτελές κατασκευαστικό κόστος των σκαφών, κάλυψαν το κενό της παραχώρησης των αντιτορπιλικών στόλου εποχής Β΄ ΠΠ (κλάσεις Fletcher, Allen M. Sumner, Gearing FRAM), καθώς αυτά πέρναγαν σε συμμαχικά ναυτικά που είχαν απελπιστικής πλέον αρχαιότητος μέσα.
Υπήρχε στη μεταπολεμική ναυτική στρατηγική των ΗΠΑ μέχρι και τη δεκαετία του 1970 θέση για βλήματα πλεύσεως;
Το ζήτημα απησχόλησε το Αμερικανικό Ναυτικό κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και μάλιστα με πλαίσιο εκφοράς τους συνήθεις διακλαδικούς ανταγωνισμούς των ΗΠΑ. Με τη National Defense Act του 1947, α) αυτονομήθηκε το Πρώην Αεροπορικό Σώμα του Στρατού των ΗΠΑ και ήδη Αεροπορική Δύναμη του Στρατού των ΗΠΑ σε αυτοτελή κλάδο των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ (United States Air Force), β) καταργήθηκαν δύο Υπουργεία, το War Department και το Navy Department, και γ) ιδρύθηκε το ενιαίο Department of Defense, γνωστό και ως Πεντάγωνο από την κάτοψη του κτηρίου που το στεγάζει, με πρώτο Υπουργό τον James Forrestal. Υπό το Department of Defense συστάθηκαν μεν τα Department of the Army, Department of the Navy και Department of the Air Force, αλλά αυτά δεν ήταν cabinet level όπως τα δύο καταργηθέντα υπουργεία Πολέμου και Ναυτικού, δηλαδή δεν συμμετείχαν στο Υπουργικό Συμβούλιο. Αυτό εξελήφθη ως υποβάθμιση του Ναυτικού.
Οι τρεις κλάδοι πέτυχαν να έχουν όλοι συμμετοχή στην ανάπτυξη ατομικών όπλων, αλλά έριζαν για τους κατευθυνομένους πυραύλους, που με τους γερμανικούς V-1 & V-2 είχαν πλέον ήδη εγνωσμένη επιχειρησιακή παρουσία.
Ο Αντιστράτηγος Joseph McNarney της USAAF είχε, πολύ πριν τα γεγονότα του 1947, επιβάλλει μια διευθέτηση, κατά την οποία οι βαλλιστικοί πύραυλοι (ως εγγύτεροι στις οβίδες του πυροβολικού) ήταν αρμοδιότητος του Στρατού, ενώ τα βλήματα πλεύσεως (αεροδυναμικής δηλαδή πτήσεως), ήταν – ως εγγύτερα στα αεροσκάφη – αρμοδιότητος της Αεροπορίας. Πράγματι, η USAF δοκίμασε και ανέπτυξε επιχειρησιακώς το πρώτο βλήμα πλεύσεως, Martin TM-61 Matador, στη Γερμανία (στις βάσεις Bitburg, και Hahn) στα μέσα της δεκαετίας του ’50, προφανώς με ατομική κεφαλή και στόχο τις δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Είχε ακτίνα 1.000 χιλιομέτρων, με κεφαλή W5 100 – 120 χιλιοτόννων. Παρήχθησαν άνω των 1.000 πυραύλων, εκ των οποίων πολύ μεγάλο ποσοστό βλήθηκε σε δοκιμές.
Ακολούθησε η παραγωγή 449 Martin TM-76 Mace, με ανάπτυξη στη Δ. Γερμανία, Ν. Κορέα και Okinawa (ακόμη αμερικανικό έδαφος, προ της επιστροφής της στην κυριαρχία της Ιαπωνίας).
Το 1966 όλα αυτά τα πρωτόγονα όπλα είχαν πλέον αποσυρθεί. Οι τακτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι του Στρατού και οι μέσου και διηπειρωτικού βεληνεκούς αντίστοιχοι της USAF κάλυπταν κάθε σχετική ανάγκη, και τα όπλα αυτά δεν είχαν λάμψει δια της αξιοπιστίας τους.
Αργότερα η USAF επιδόθηκε και στην εξέλιξη διηπειρωτικών βλημάτων πλεύσεως, όπως το Northrop SM-62 Snark, αλλά αυτό εκφεύγει του αντικειμένου της μελέτης μας και κατέστη άνευ σημασίας με την αλματώδη εξέλιξη των διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων (ICBM).
Το Ναυτικό, αντίστοιχα, εισήγαγε σε χρήση, με φορέα πλοία επιφανείας και υποβρύχια, το βλήμα πλεύσεως SSM-N-8 Regulus της ιστορικής κατασκευάστριας ναυτικών αεροσκαφών Chance Vought. Το Regulus είχε ως προωστικό σκεύος έναν τζετ Allison J33, και εκτοξευόταν με τη βοήθεια δύο προωθητών στερεών καυσίμων της Aerojet General, 33.000 λιβρών ώσεως έκαστος. Με ταχύτητα 0,87 Mach, μπορούσε να μεταφέρει μια θερμοπυρηνική κεφαλή των 3,8 μεγατόνων σε απόσταση 965 χιλιομέτρων, και έτσι έγινε το πρώτο πυρηνικό σύστημα του Ναυτικού με ικανότητα πλήγματος στόχων εντός της ΕΣΣΔ. Η καθοδήγηση ήταν με ραδιοεντολές. Είχε σύστημα προσγείωσης και ήταν ανακτήσιμο!
Το Ναυτικό παρήγγειλε 500 βλήματα, που αναπτύχθηκαν σε 4 βαριά καταδρομικά, 4 αεροπλανοφόρα και 6 υποβρύχια, τα οποία φυσικά έπρεπε να αναδυθούν για βολή, αν η κατάσταση της θάλασσας επέτρεπε σε λογής καπάκια και υδραυλικά να λειτουργήσουν.
Το εξαιρετικά επιτυχημένο όπλο (1.000 εκτοξεύσεις από 514 βλήματα, ανακτήσιμα άλλωστε) παρήγετο ως το 1959, αποσύρθηκε από τα πλοία επιφανείας το 1960 και από τα υποβρύχια το 1964, και ήταν στοιχείο της αμερικανικής αποτροπής: Οι πάγιες διαταγές προέβλεπαν ότι 4 Regulus έπρεπε να είναι 24 ώρες το 24ωρο σε προωθημένη ανάπτυξη, στη Μεσόγειο και στο Δυτικό Ειρηνικό, για άμεση ανάληψη δράσεως κατά της ΕΣΣΔ.
Το πρόγραμμα συνεχίστηκε με τον SSM-N-9 Regulus II (πρώτη πτήση το Μάιο του 1956), με προωστικό σκεύος τον θρυλικό General Electric J79 των F-104/F-4/B-58/A-5 και με ταχύτητα 2 Mach, επίσης ανακτήσιμο, με σύστημα προσγείωσης.
Παρά τις επιτυχείς δοκιμές, με αποκορύφωμα τη μεταφορά… ταχυδρομείου από υποβρύχιο σε αεροπορική βάση της Florida, το πρόγραμμα ματαιώθηκε το Νοέμβριο του 1958 με την ολοκλήρωση παρτίδος προπαραγωγής, καθώς ο υπουργός Ναυτικών Thomas S. Gates έβλεπε μέλλον μόνο για τους υποβρυχίως εκτοξευομένους βαλλιστικούς πυραύλους, αν το Ναυτικό επρόκειτο να διατηρήσει τη συμμετοχή του στην «πυρηνική τριάδα» των ΗΠΑ.
Έκτοτε, και ως την εποχή του Tomahawk, το Ναυτικό απείχε πλήρως από την εξέλιξη των βλημάτων πλεύσεως, με την προφανή εξαίρεση των Harpoon, που – τεχνικά μιλώντας – είναι ασφαλώς βλήματα πλεύσεως.
ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΠΟΡΙΣΜΑ: Για το Ναυτικό των ΗΠΑ, το βλήμα πλεύσεως ήταν, κατά τη συζητούμενη περίοδο, πάντοτε στρατηγικό και μόνον όπλο. Τακτική χρήση, κατά πλοίων ή κατά χερσαίων στόχων υψηλής αξίας, σε πλαίσιο εκφοράς συμβατικού πολέμου, δεν το απησχόλησε ποτέ κατά τη συζητούμενη περίοδο. Η USAF επρόκειτο να πληρώσει ακριβά την εμμονή με τα στρατηγικά όπλα στο Βιετνάμ.
Αλλά και το Ναυτικό ανέλωσε στο Βιετνάμ τεράστιο αριθμό αεροσκαφών και πληρωμάτων για να πλήξει καλά προστατευμένους στόχους, που θα δικαιολογούσαν τη χρήση βλημάτων πλεύσεως. Το ζήτημα ήταν ότι η τεχνολογία που θα εξασφάλιζε την αναγκαία ακρίβεια πλήγματος δεν ήταν ακόμη διαθέσιμη, γι’ αυτό και τα όπλα αυτής της κατηγορίας νοηματοδοτούνταν από την πυρηνική κεφαλή τους και μόνον. Σε μια εποχή που εμφανίζονταν πλέον βιώσιμοι φορείς πυρηνικών όπλων, ήταν αναμενόμενο ότι η εξέλιξη του βλήματος πλεύσεως θα περιέπιπτε σε μαρασμό.
(συνεχίζεται στο Β΄μέρος)