Η Ευρώπη βιώνει έναν πρωτοφανή ενεργειακό ανασχηματισμό. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας και η επιτακτική ανάγκη για διαφοροποίηση πηγών προμήθειας φυσικού αερίου έχουν αλλάξει ριζικά τον ενεργειακό χάρτη της ηπείρου. Στην καρδιά αυτών των εξελίξεων βρίσκεται η Ελλάδα, μια χώρα που χωρίς να το έχουμε υποψιαστεί οι περισσότεροι, μετατράπηκε από περιφερειακό καταναλωτή, σε στρατηγικό κόμβο ενεργειακής ασφάλειας για ολόκληρη την Ευρώπη.
Μέσα από τις συμφωνίες για αμερικανικό LNG των αρχών Νοεμβρίου, την επανεκκίνηση των υπεράκτιων ερευνών για φυσικό αέριο και πετρέλαιο, και τη στενή συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Αθήνα επαναπροσδιορίζει τον ρόλο της ως προέκταση της δυτικής ενεργειακής στρατηγικής. Σε μια εποχή όπου η Τουρκία προσπαθεί να “ισορροπήσει” ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, η Ελλάδα επέλεξε σταθερά να σταθεί στο πλευρό των δημοκρατιών — και αυτή η επιλογή αρχίζει να αποδίδει στρατηγικούς καρπούς.
Η κρίση στην Ουκρανία λειτούργησε ως καταλύτης που ξεχώρισε τις χώρες που στάθηκαν αποφασιστικά δίπλα της, από εκείνες που επέλεξαν την αμφισημία. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται αναμφίβολα στην πρώτη κατηγορία. Από την πρώτη στιγμή της ρωσικής εισβολής, ευθυγραμμίστηκε πλήρως με την δυτική αντίληψη, καταδικάζοντας τον αναθεωρητισμό της Μόσχας, υποστηρίζοντας τις κυρώσεις και αποστέλλοντας ανθρωπιστική και το κυριότερο, στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Αυτή η στάση δεν ήταν χωρίς κόστος, ειδικά πολιτικό εσωτερικά, λόγω της ιστορικού φιλορωσισμού στη χώρα, αλλά αποτέλεσε τελικά μια επένδυση αξιοπιστίας.
Η αξιοπιστία αυτή αποδίδει σήμερα. Ενώ άλλες χώρες της περιοχής αμφιταλαντεύονται ή επιδιώκουν παράπλευρα οφέλη (βλέπε Τουρκία), η Ελλάδα έχει αποκτήσει τη φήμη μιας σταθερής και υπεύθυνης δύναμης. Οπότε οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν την Αθήνα ως προτιμητέο εταίρο σε μια περιοχή γεμάτη ρευστότητα. Η τοποθέτηση της χώρας «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας» έχει τελικά ουσία, παρά της ρωσική προπαγάνδα, καθώς έχει μεταφραστεί σε επενδύσεις, στρατιωτική συνεργασία, τεχνολογικές συμπράξεις και ενεργειακά έργα με διάρκεια δεκαετιών.
Η Τουρκία, αντίθετα, ακολουθεί μια «πολυδιάστατη» πολιτική που, παρά τη ρητορική της περί ανεξαρτησίας, έχει καταστεί διφορούμενη. Μπορεί κάποιοι να θέλουν να ακολουθήσει η Ελλάδα το δρόμο της Τουρκίας, αλλά ευτυχώς αυτό δεν έχει γίνει. Οπότε οι ενεργειακές σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία παραμένουν εκτεταμένες — σχεδόν το 40% του φυσικού της αερίου εξακολουθεί να προέρχεται από τη Μόσχα. Η ισορροπιστική στάση όμως της Άγκυρας μεταξύ ΝΑΤΟ και Κρεμλίνου έχει οδηγήσει σε απώλεια εμπιστοσύνης από πλευράς Δύσης. Και η στάση της Άγκυρας έχει και αμυντικές επιπτώσεις, καθώς παραμένει εκτός προμήθειας F-35 και καλείται τώρα να πληρώσει 8 δις ευρώ για ένα πακέτο από λίγα μαχητικά Eurofighter, που θα απορροφούν τόσο κόστος υποστήριξης, όσο όλα τα τουρκικά F-16C/D.
Οπότε η Ελλάδα επενδύει στη νομιμότητα, στη συνεργασία και στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, ενώ η Τουρκία επιδιώκει μεν γεωπολιτική αυτονομία, αλλά με ένα επιθετικό τρόπο, με ισλαμιστικές κορώνες και δράσεις, και επιθετική παρέμβαση στο περίγυρο της, που μεταφράζεται και ερμηνεύεται ως αστάθεια.
Ενέργεια και στρατηγική
Η τρέχουσα ενεργειακή πολιτική της Ευρώπης δεν είναι ένα τεχνικό πεδίο τιμών και ποσοτήτων. Είναι μια βαθιά στρατηγική επιλογή. Το ρωσικό φυσικό αέριο, που για δεκαετίες έφτανε στη Γηραιά Ήπειρο ως φθηνό και σταθερής ροής, αποδείχθηκε τελικά εργαλείο πολιτικού εκβιασμού και χρηματοδότησης επιθετικότητας. Κάθε κυβικό μέτρο ρωσικού αερίου που καταναλώνεται στην Ευρώπη ισοδυναμεί με εισόδημα που διοχετεύεται στην πολεμική μηχανή του Κρεμλίνου — χρηματοδοτεί πυραύλους, τεθωρακισμένα και μισθοφόρους που αιματοκυλούν την Ουκρανία.
Αυτή η πραγματικότητα θυμίζει με οδυνηρή ακρίβεια τις δεκαετίες πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Ευρώπη, προκειμένου να διατηρήσει την «ειρήνη», συνέχιζε να εμπορεύεται με το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ, τροφοδοτώντας τον επανεξοπλισμό του Τρίτου Ράιχ. Όπως τότε, έτσι και σήμερα, η οικονομική συνεργασία με ένα αυταρχικό καθεστώς που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο οδηγεί νομοτελειακά σε σύγκρουση.
Η Ευρώπη πλήρωσε ακριβά εκείνη την αφέλεια· η σημερινή της πρόκληση είναι να μη την επαναλάβει. Στο πλαίσιο αυτό, η επιλογή της Ελλάδας να στηρίξει τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες ενεργειακής διαφοροποίησης δεν είναι μόνο στρατηγικά ορθή· είναι και αξιακά επιβεβλημένη. Αντιπροσωπεύει μια νέα ενεργειακή “ηθική”, όπου η ασφάλεια, η δημοκρατία και η ελευθερία δεν τίθενται σε διαπραγμάτευση έναντι φθηνών πρώτων υλών.
Οι συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να ιδωθούν απλώς ως εμπορικά συμβόλαια. Είναι πράξεις πολιτικής επιλογής: η Ελλάδα εντάσσεται στην πλευρά των χωρών που υπερασπίζονται τη διεθνή νομιμότητα και τη συλλογική ασφάλεια. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση μιας «ενεργειακής Δύσης» που στηρίζεται σε κοινή πορεία, όχι μόνο σε αριθμούς.
Αποτροπή και ισχυρό Πολεμικό Ναυτικό
Η ενεργειακή ασφάλεια δεν υφίσταται χωρίς στρατιωτική αποτροπή. Οι υποδομές LNG, οι αγωγοί, τα υπεράκτια κοιτάσματα και τα θαλάσσια περάσματα αποτελούν σήμερα κρίσιμους στρατηγικούς στόχους σε κάθε σύγχρονη σύγκρουση. Για να προστατεύσει τα ενεργειακά της συμφέροντα και την κυριαρχία της, η Ελλάδα οφείλει να ενισχύσει την αμυντική της ικανότητα, κυρίως στο ναυτικό πεδίο.
Το Πολεμικό Ναυτικό χρειάζεται να ανανεωθεί, όχι απλώς για λόγους ισορροπίας δυνάμεων με την Τουρκία, αλλά γιατί αποτελεί τον κύριο εγγυητή των θαλάσσιων δρόμων που συνδέουν τη χώρα με την Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Οι νέες φρεγάτες Belharra, τα υποβρύχια τύπου 214 και η ενσωμάτωση προηγμένων αντιαεροπορικών και αντιπλοϊκών συστημάτων είναι απαραίτητα στοιχεία μιας θαλάσσιας δύναμης που πρέπει να λειτουργεί ως ασπίδα της ενεργειακής κυριαρχίας.
Η Αλεξανδρούπολη, η Κρήτη και το Ιόνιο ταυτίζονται πλέον και με κρίσιμες ενεργειακές υποδομές δομές και απαιτούν ενεργητική προστασία και μάλιστα σκληρής ισχύος. Ακόμη, οι ενεργειακοί δρόμοι που μεταφέρουν LNG από τις ΗΠΑ, την Αίγυπτο και το Ισραήλ προς την Ευρώπη περνούν μέσα από ελληνικά ύδατα· και αυτά τα ύδατα πρέπει να είναι ασφαλή, επιτηρούμενα και αδιαμφισβήτητα ελληνικά.
Σε έναν κόσμο όπου η ενέργεια είναι ταυτόχρονα εργαλείο επιρροής και αντικείμενο ανταγωνισμού, η θαλάσσια ισχύς γίνεται παράγοντας κυριαρχίας. Η αποτροπή δεν αφορά μόνο στρατιωτική παρουσία αλλά και το μήνυμα που στέλνει: ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη και ικανή να υπερασπιστεί τον ρόλο της ως πυλώνας ενεργειακής και γεωπολιτικής σταθερότητας στη Μεσόγειο.
Η Ελλάδα και η ιστορική της στιγμή
Οι θάλασσες της Ανατολικής Μεσογείου δεν είναι πλέον μόνο πεδίο ανταγωνισμών αλλά δίκτυο ζωτικών οδών που συνδέουν τρεις ηπείρους, και η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της διασύνδεσης. Η πρόκληση είναι να κεφαλαιοποιήσει αυτή τη θέση με συνέπεια, στρατηγική σκέψη και αποφασιστικότητα. Αν το καταφέρει, τότε η χώρα δεν θα είναι απλώς «νικητής» στο ενεργειακό πεδίο, αλλά παράδειγμα διορατικότητας και υπευθυνότητας. Και όλα αυτά, περνούν μέσα από ένα ισχυρό Πολεμικό Ναυτικό.









