Το Nanchang Q-5, ή A-5 στην εξαγωγική του έκδοση (Fantan κατά ΝΑΤΟ), ήταν ένα κινεζικό αεροσκάφος εγγύς υποστήριξης που αναπτύχθηκε από την Nanchang Aircraft Manufacturing Corporation. Βασισμένο στο σοβιετικό MiG-19, το αποτέλεσε μια σημαντική εξέλιξη στην κινεζική αεροπορική βιομηχανία, προσφέροντας βελτιωμένες δυνατότητες σε σχέση με το πρωτότυπο σχέδιο.
Η ανάπτυξη του Q-5 ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, σε μια περίοδο κατά την οποία η Κίνα επιδίωκε να αυτονομηθεί σταδιακά στην παραγωγή αμυντικών συστημάτων και να μειώσει την εξάρτησή της από τη Σοβιετική Ένωση. Το αεροσκάφος εισήχθη επίσημα στην υπηρεσία το 1970 και παρέμεινε σε χρήση για αρκετές δεκαετίες, τόσο στην Κινεζική Πολεμική Αεροπορία όσο και σε άλλες χώρες.
Η ιστορία του ξεκινά από τη βασική ανάγκη της Κίνας να αναπτύξει ένα αεροσκάφος εγγύς υποστήριξης που θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του σύγχρονου πεδίου μάχης. Το MiG-19, το οποίο η Κίνα παρήγαγε με άδεια ως Shenyang J-6, ήταν ένα εξαιρετικό αεροσκάφος, αλλά δεν είχε ικανοποιητική απόδοση στο συγκεκριμένο ρόλο.
Έτσι, η Nanchang Aircraft ανέλαβε την εργασία να μετατρέψει το MiG-19 σε εξειδικευμένη πλατφόρμα από το 1958, υπό την καθοδήγηση του σχεδιαστή Lu Xiaopeng, αλλά η πρόοδος ήταν αργή λόγω των πολιτικών και οικονομικών αναταραχών της εποχής, συμπεριλαμβανομένης της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Το Q-5 διατήρησε πολλά από τα χαρακτηριστικά του MiG-19, αλλά εισήγαγε σημαντικές αλλάγες. Το πιο εμφανές χαρακτηριστικό ήταν το διαφορετικό, πιο αεροδυναμικό ρύγχος, με την εισαγωγή αέρα να γίνεται διπλή και να μετακινείται στα πλάγια της ατράκτου.
Η αλλαγή επέτρεψε την τοποθέτηση ενός εσωτερικού διαμερίσματος όπλων κάτω από το κόκπιτ, το οποίο μείωσε την αεροδυναμική αντίσταση και βελτίωσε την αποτελεσματικότητα του αεροσκάφους σε αποστολές εγγύς υποστήριξης. Το κόκπιτ ήταν επίσης αναβαθμισμένο, με βελτιωμένη ορατότητα για τον πιλότο. Το αεροσκάφος είχε ως κινητήρες δύο WP-6A, κινεζική παραλλαγή του σοβιετικού RD-9B.
Το αεροσκάφος έφθανε το Μach 1,1, είχε μήκος 16,56 μέτρα, εκπέτασμα 9,68 μέτρα και ύψος 4,33. Το μέγιστο βάρος απογείωσης έφθανε τους 12 τόνους, ενώ η εμβέλεια του ήταν κάπου στα 600 χιλιόμετρα.
Ο οπλισμός του Q-5 ήταν ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους θεωρήθηκε επιτυχημένο. Το εσωτερικό διαμέρισμα όπλων μπορούσε να μεταφέρει βόμβες ή πρόσθετες δεξαμενές καυσίμου, ενώ εξωτερικά σημεία στήριξης επέτρεπαν την τοποθέτηση πυραύλων, βομβών και ρουκετών. Το αεροσκάφος μπορούσε να μεταφέρει έως και 2.000 κιλά οπλισμού, ενώ διέθετε δύο πυροβόλα Type 23-2K των 23 χιλιοστών, τα οποία ήταν αποτελεσματικά σε αποστολές εγγύς υποστήριξης.
Το νέο αεροσκάφος παρήχθη σε πολλές παραλλαγές. Η αρχική έκδοση, ήταν η βασική παραγωγής, η οποία εισήχθη σε υπηρεσία το 1970. Ακολούθησε το Q-5A, το οποίο διέθετε βελτιωμένα ηλεκτρονικά, περισσότερο εσωτερικό καύσιμο και την ικανότητα να μεταφέρει πυρηνικά όπλα. Το Q-5B ήταν εξαγωγική έκδοση, ενώ το Q-5C ήταν αναβαθμισμένο με βελτιωμένα συστήματα πλοήγησης και στόχευσης. Το Q-5D και το Q-5E εισήγαγαν περαιτέρω βελτιώσεις στα ηλεκτρονικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων ραντάρ, συστημάτων πλοήγησης και στοχοποίησης, ενώ η Q-5F μετάφερε ατρακτίδιο στοχοποίησης με laser. Ενδιάμεσα υπήρξαν και άλλες υποεκδόσεις με διάφορες μετατροπές και βελτιώσεις.
![](https://flight.com.gr/wp-content/uploads/2025/01/IMG_1333.png)
Το Q-5 εξήχθη σε αρκετές χώρες, όπως η Βόρεια Κορέα, το Πακιστάν (που ήταν και ο μεγαλύτερος εξαγωγικός χρήστης), το Σουδάν και το Μπαγκλαντές. Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιήθηκε κυρίως για αποστολές εγγύς υποστήριξης και κρούση.
![](https://flight.com.gr/wp-content/uploads/2025/02/Nanchang-Q-5-pakistan.jpg)
Σε όλη την ιστορία του, το Q-5 εμπλέκεται σε αρκετά ατυχήματα, αν και η συγκεκριμένη ανάλυση πάσχει από έλλειψη επίσημων στοιχείων. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι το αεροσκάφος αντιμετώπιζε προβλήματα με την αξιοπιστία του κινητήρα και τα συστήματα ελέγχου, ιδιαίτερα στις πρώτες εκδόσεις. Παρά τα προβλήματα αυτά, παρέμεινε μια λειτουργική πλατφόρμα για πολλές δεκαετίες, ενώ αποσύρθηκε κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
![](https://flight.com.gr/wp-content/uploads/2025/01/IMG_1334.png)
Η προσπάθεια για “δυτικοποίηση”
Ιδιαίτερη περίπτωση είναι κάποιες εκδόσεις του μαχητικού, όπου έγινε προσπάθεια ενσωμάτωσης δυτικών συστημάτων.
- Έτσι το Q-5M ήταν μια κινεζο-ιταλική προσπάθεια αναβάθμισης με χρήση ηλεκτρονικών συστημάτων από το ιταλικό ελαφρύ μαχητικό AMX. Αυτή περιελάμβανε την προσθήκη ραντάρ, HUD (head-up display), συστήματος αδρανειακής πλοήγησης, υπολογιστή ελέγχου πυρός, όλα συνδεδεμένα μέσω διπλής αρτηρίας δεδομένων MIL-STD-1553B. Η ολοκλήρωση του προγράμματος και οι πρώτες παραδόσεις ήταν προγραμματισμένες για το τέλος του 1988 και τις αρχές του 1989 αντίστοιχα, αλλά μεσολάβησαν τα γεγονότα της πλατείας Τιενανμεν και τελικά δεν μπήκε σε παραγωγή.
- Το Q-5K ήταν παρόμοιο, αλλά με γαλλικά ηλεκτρονικά, που επίσης ακυρώθηκε την ίδια περίοδο στα τέλη της δεκαετίας του 80.
- Ενώ το A-5C περιλάμβανε δυτικό εξοπλισμό όπως οργάνα πτήσης από την Rockwell Collins και καθίσμα εκτίναξης της Martin-Baker και μπορούσε να χρησιμοποιήσει πυραύλους αέρος-αέρος δυτικής παραγωγής, όπως ο R550 Magic και ο AIM-9 Sidewinder. Εξήχθη σε Πακιστάν και Μπαγκλαντές.