Η κατασκευή του μεταφορικού και επιβατικού Douglas DC-2 έφερε αληθινή επανάσταση στην παγκόσμια αεροπορική βιομηχανία, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τους Ιάπωνες. Ήταν το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930 που προσπαθούσαν να επεκτείνουν την επιρροή τους στην Ασία παντί τρόπω και γι’αυτό φιλοδοξούσαν να εκσυγχρονισθούν με νέα αεροπλάνα.
Τα μεταφορικά τους ήταν ήδη πεπαλαιωμένα. Ο στόλος τους αποτελείτο από ξένα μοντέλα, με κυριότερα τα ολλανδικά Fokkers που είχαν λάβει επίσημη άδεια παραγωγής στην Ιαπωνία και έφεραν την ονομασία Ki-6. Η εμφάνιση στην αγορά του αμερικανού Douglas και η προοπτική της δημιουργίας ενός αναλόγου εγχώριου αεροσκάφους φαινόταν άκρως δελεαστική.
Το Νοέμβριο του 1934, ο ιαπωνικός στρατός κατάφερε, μέσω κάποιας καναδικής εταιρείας, να αγοράσει ένα DC-2, το οποίο παρέλαβε τον επόμενο μήνα και γρήγορα πέρασε σε δοκιμές στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Tachikawa. Μελετήθηκε ενδελεχώς από ειδήμονες που κατήρτησαν μια τελική αναφορά με πολύ ευμενή σχόλια.
Ήδη στις αρχές του 1935, η εταιρεία Nakajima συνήψε συμφωνία αδείας για τα DC-2. Κατά τη διάρκεια του έτους, πέντε αεροσκάφη παρελήφθησαν και συναρμολογήθηκαν στο εργοστάσιο Nakajima. Αυτά διετέθησαν αργότερα στις Ιαπωνικές Αερογραμμές, ενώ η ίδια η εταιρεία απέκτησε την ανάλογη εμπειρία την οποία μπόρεσε να εφαρμόσει στα δικά της projects.
Από το μονοκινητήριο AT-1 στο δικινητήριο ΑΤ-2
Η πρώτη εγχώρια προσπάθεια σχεδιάσεως και κατασκευής συγχρόνων μεταφορικών και επιβατικών έγινε το καλοκαίρι του 1935 από την ομάδα του Kiyoshi Asugawa, ο οποίος υπήρξε ο επικεφαλής της μελέτης και αξιολογήσεως του DC-2. Έτσι προέκυψε το μικρό AT-1 που υιοθέτησε εκτενώς τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά του αμερικανικού αεροσκάφους, ιδίως ως προς τη δομή του. Πηγή εμπνεύσεως αποτέλεσαν επίσης τα Northrop Gamma 5A και General Aviation GA-43, τα οποία είχαν επίσης αποκτηθεί και μελετηθεί εις το έπακρον.
Το AT-1 σχεδιάστηκε ώστε να τροφοδοτείτο από έναν μονάχα κινητήρα Nakajima Kotobuki 2-Kai-1 των 585 ίππων. Κρίθηκε τελικώς ως μη αρκετός, οπότε το AT-1 παρέμεινε μόνο στα σχέδια. Ο Asugawa προχώρησε σε νέο σχεδιασμό που θα περιελάμβανε δύο κινητήρες. Έτσι προέκυψε το AT-2 που πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση στις 12 Σεπτεμβρίου του 1936. Διέθετε ένα ζεύγος εννιακύλινδρων Nakajima Kotobuki που περιέστρεφαν δίφυλλες ξύλινες έλικες σταθερού βήματος.
Ένα από τα κύρια γνωρίσματα του AT-2 ήταν η ανάποδη κλίση των μπροστινών πλαισίων του θόλου του κόκπιτ, κάτι που βασικά αντιτίθετο στις αρχές της αεροδυναμικής. Η ιδέα γεννήθηκε από ένα επιβατικό Boeing 247 και σκόπευε στην καλύτερη αντιμετώπιση δυσμενών καιρικών συνθηκών: το χιόνι δεν παρέμενε επάνω, ενώ και το νερό της βροχής απομακρυνόταν με χαρακτηριστική ευκολία. Το εσωτερικό του αεροσκάφους χαρακτηρίζετο ως ευρύχωρο για οκτώ έως δέκα επιβάτες, συν δύο με τρία μέλη του πληρώματος. Είχε επίσης και δυνατότητα μεταφοράς 200 κιλών.
Οι δοκιμές ολοκληρώθηκαν την άνοιξη του 1937. Η ομάδα σχεδιασμού κατέληξε στην απόφαση αντικαταστάσεως των κινητήρων με την πιο εξελιγμένη έκδοση του Nakajima, τον Kotobuki 3-Kai που παρείχε ισχύ 620 ίππων. Επιπλέον τροποποιήσεις δεν προτάθηκαν.
Ενώ το στρατιωτικό επιτελείο συζητούσε τις προοπτικές ενός νέου αεροσκάφους, η Nakajima ξεκίνησε την παραγωγή του AT-2 για την κάλυψη αναγκών της πολιτικής αεροπορίας. Την περίοδο 1937-1940, 32 AT-2 βγήκαν από το εργοστάσιό της. Άλλα 19 ζητήθηκαν από το Αυτοκρατορικό Ναυτικό με μερικές αλλαγές οργάνων και τέθηκαν σε υπηρεσία με την ονομασία L1N1.
Η στρατιωτική έκδοση του αεροπλάνου
Κάποιοι αρχικοί δισταγμοί, λόγω του πρωτοποριακού σχεδιασμού του αεροσκάφους, παρεκάμφθησαν, οπότε η ηγεσία της Αεροπορίας Στρατού ακολούθησε το Ναυτικό, παραγγέλνοντας μία ελαφρώς βελτιωμένη έκδοσή του με ακόμη πιο ισχυρούς κινητήρες, τους Kotobuki Ha 1 Οtsu των 650 ίππων. Οι ξύλινες έλικες σταθερού βήματος αντικαταστάθηκαν με μεταλλικές μεταβλητού βήματος. Επιπλέον, άλλαξαν και τα καλύμματα των κινητήρων όπου αυξηθήκαν σε διάμετρο. Ο συγκεκριμένος τύπος πήρε την ονομασία Rikugun Kyû-Nana Shiki Yusô-Ki ή εν συντομία Ki-34.
Μόλις 23 κομμάτια κατασκευάστηκαν, συμπεριλαμβανομένων και τεσσάρων πρωτοτύπων, μέχρι το 1939. Κατόπιν, η Nakajima αφοσιώθηκε στα πολεμικά αεροσκάφη, ενώ τα δικαιώματα παραγωγής του Ki-34 μεταβιβάστηκαν στην Tachikawa, η οποία μέχρι τα τέλη του 1940 έφτιαξε άλλα 288 (μερικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό στα 295), προτού περάσει στη δημιουργία του πιο σύγχρονου και ευέλικτου Ki-54.
Tachikawa Ki-54: ένα από τα σπουδαιότερα εκπαιδευτικά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Το Ki-34 ήταν εξ ολοκλήρου μεταλλικό με περίβλημα ντουραλουμινίου. Διέθετε χώρο για οκτώ με δέκα στρατιώτες πλήρους εξαρτήσεως ή για φορτίο συνολικού βαρους 1.200 κιλών. Οι τροχοί ανασύρονταν με υδραυλικό σύστημα εντός των ατρακτιδίων των κινητήρων αλλά όχι πλήρως. Για το τριμελές πλήρωμα υπήρχε ξεχωριστό πιλοτήριο, ενώ η καινοτομία των αντιστρόφων πλαισίων του θόλου διατηρήθηκε. Το μήκος του ήταν 15,3 μέτρα, το ύψος 4,15, ενώ η έκταση των πτερύγων 19,9 μέτρα. Διέθετε αυτονομία πτήσεως 1.200 χλμ, και έφτανε σε ανώτατο ύψος 7.000 μέτρων.
Επιχειρησιακή δράση
Μέχρι την είσοδο της Ιαπωνίας στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ki-34 αποτελούσε το κύριο μεταφορικό του στρατού. Το 1940, με την οργάνωση των πρώτων μονάδων αλεξιπτωτιστών, το αεροσκάφος απεδείχθη το καταλληλότερο για τη μεταφορά τους. Τα περισσότερα Ki-34, συν δέκα ακόμη πολιτικά AT-2 που επιτάχθηκαν, εισήλθαν στη νεοσύστατη αερομεταφερόμενη 1η Teishin rentai.
Η πρώτη επιχειρησιακή δράση του καταγράφεται τον Οκτώβριο του 1941 με την μεταφορά σαμποτέρ πίσω από τι γραμμές των κινεζικών στρατευμάτων στην Τσανγκσά. Στις 14 Φεβρουαρίου 1942, η 1η Teishin Sentai, που χρησιμοποιούσε κατά κόρον Ki-34, συμμετείχε στη μεγαλύτερη αμφίβια επιχείρηση του ιαπωνικού στρατού, την κατάληψη της πόλης Palembang στη Σουμάτρα. Χάρη στην εξαιρετική προετοιμασία της, δεν υπέστη ουσιώδεις απώλειες. Μετά το αίσιο πέρας της επιχειρήσεως, το Ki-34 έλαβε από τους Συμμάχους την κωδική ονομασία «Thora».
Αργότερα, η 1η Teishin Sentai συμμετείχε σε νέες αποστολές στη Βιρμανία. Όμως το Ki-34 άρχισε να δείχνει τα σημάδια της παλαιότητάς του, με την Αεροπορία Στρατού να σχεδιάζει την αντικατάστασή του. Ως αποτέλεσμα, άρχισε σταδιακά να παραχωρεί τη θέση του σε πιο προηγμένα, πιο ευρύχωρα και ταχύτερα Mitsubishi Ki-57, Kawasaki Ki-56 και Tachikawa Ki-54.
Κατάληξη
Τα Ki-34 αποσύρθηκαν από τις μονάδες πρώτης γραμμής μέχρι το τέλος του 1942. Μερικά υπηρέτησαν σε ξεχωριστές Μοίρες Επικοινωνιών Yusô Hikô-Chûtaï, ενώ άλλα διετέθησαν για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Κάποια μεταφέρθηκαν στην πολιτική αεροπορία, όπου παρέμειναν και μεταπολεμικώς, ενώ άλλα παραδόθηκαν στην Κίνα, όπου συνέχισαν να χρησιμοποιούνται για τα επόμενα χρόνια εκτεταμένως.