Το ναυτικό πυροβόλο Mk45 των 127 χιλιοστών είναι ένα από τα πιο καθοριστικά όπλα επιφανείας της μεταπολεμικής ναυτικής ισχύος καθώς συνδυάζει υψηλό ρυθμό βολής, βαρύ βλήμα, μεγάλη διαθεσιμότητα με ελάχιστες βλάβες, χαμηλό κόστος ανά βολή και επιχειρησιακή ευελιξία σε ρόλους που εκτείνονται από την κρούση επιφανείας μέχρι την αεράμυνα σημείου σε αποστάσεις όπου η χρήση πυραύλων συχνά αποβαίνει δυσανάλογη. Στις ελληνικές ΜΕΚΟ200ΗΝ το Mk45 είναι ο όπλο που δίνει την άμεση, ακαριαία απάντηση σε ελαφρές και μεσαίες απειλές, που παρέχει ναυτικό βομβαρδισμό, και το όπλο που έχει ήδη βρεθεί σε πραγματικό πόλεμο και μάλιστα απέναντι σε ασύμμετρες απειλές.

Η συζήτηση για την αναβάθμιση του σε έκδοση Mark 2 CCS στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των ΜΕΚΟ200ΗΝ και της ενσωμάτωσης του συστήματος διαχείρισης μάχης TACTICOS II, αφορά τη μετάβαση από ένα εξαιρετικό πυροβόλο αλλά με περιορισμούς διασύνδεσης σε ένα πλήρως ψηφιακό και δικτυοκεντρικό, ικανό να «μιλά» σε πραγματικό χρόνο με το σύστημα μάχης, να αξιοποιεί αισθητήρες πολλαπλών πηγών και να εκτελεί εμπλοκές με ακρίβεια και ταχύτητα που ανταποκρίνονται στα σύγχρονα σενάρια κορεσμού με UAV, USV και πυραύλους cruise.

Η αφετηρία του Mk45 βρίσκεται στη δεκαετία του 1960 και στην ανάγκη αντικατάστασης του παλαιότερου Mk42. Αυτό ήταν το αμερικανικό πυροβόλο 5 ιντσών της ψυχροπολεμικής περιόδου, αποτελεσματικό, με ιδιαίτερα μεγάλο όμως βάρος, μηχανική πολυπλοκότητα και υψηλές απαιτήσεις συντήρησης. Το Αμερικανικό Ναυτικό ζήτησε ένα νέο σύστημα που θα διατηρούσε τη φονικότητα του διαμετρήματος, θα μείωνε δραστικά το βάρος και το αποτύπωμα σε χώρους, θα αύξανε την αξιοπιστία και θα λειτουργούσε με υψηλό βαθμό αυτοματοποίησης. Έτσι ξεκίνησε η ανάπτυξη του Mk45, με σχεδιαστικές επιλογές που προέβλεπαν ήδη από τότε την πορεία αναβαθμίσεων.

Τεχνικά, το Mk45 χρησιμοποιεί βλήματα 127×835 mm, με βλήματα μάζας περίπου 31 κιλών. Η τροφοδοσία υλοποιείται μέσω τυμπάνου 20 θέσεων, το οποίο υποστηρίζει άμεση εκτέλεση βολών υψηλού ρυθμού. Ο ρυθμός βολής τυπικά κυμαίνεται μεταξύ 16 έως 20 ανά λεπτό, με γωνία ανύψωσης έως περίπου +65°.

Η ακτίνα βολής εξαρτάται από την έκδοση της κάννης και το είδος των πυρομαχικών, με τις κλασικές εκδόσεις 54 διαμετρημάτων να κινούνται γύρω στα 24 χιλιόμετρα και τις νεότερες εκδόσεις 62 διαμετρημάτων, να ανεβάζουν το όριο σε περίπου 37 χιλιόμετρα με συμβατικά βλήματα. Σε ρόλους ναυτικού βομβαρδισμού και υποστήριξης πυρών, το ζητούμενο είναι η ακρίβεια και η διατηρησιμότητα του πυρός, στοιχεία που το Mk45 υπηρετεί με συνέπεια.

Οι εκδόσεις του Mk45 αντικατοπτρίζουν την εξέλιξη της ναυτικής μάχης. Η Mod 0 υπήρξε η αρχική επιχειρησιακή μορφή. Η Mod 1 έφερε σημαντικές βελτιώσεις, ιδιαίτερα στη μετάβαση προς πιο προηγμένη ρύθμιση πυρομαχικών και με πιο σύγχρονη λογική ελέγχου. Η Mod 2 καθιέρωσε περαιτέρω βελτιώσεις αξιοπιστίας και διαλειτουργικότητας, αποτελώντας την ώριμη μορφή του Mk45 που εξοπλίζει μεγάλο αριθμό σύγχρονων πλοίων. Η ελληνική περίπτωση συνδέεται με τη Mod 2A, έκδοση που έχει ευρεία χρήση και ισχυρή βάση υποστήριξης.

Petty Officer 2nd Class Christopher Lamotte, a gunner’s mate, calls to request permission to load projectiles into the MK-45 5-inch/54 caliber lightweight gun aboard the Arleigh Burke-class guided-missile destroyer USS Stockdale (DDG 106) as the ship enters open water after departing Chinhae, Republic of Korea. Stockdale is underway with the Carl Vinson Carrier Strike Group on a deployment to the U.S. 7th Fleet area of responsibility.

Η σύγχρονη έκδοση είναι η Mod 4. Εδώ η αλλαγή που ξεχωρίζει αφορά νέα κάννη 62 διαμετρημάτων, η οποία αυξάνει τον χρόνο επιτάχυνσης του βλήματος, την αρχική ταχύτητα και σταθεροποιεί καλύτερα τη βαλλιστική συμπεριφορά σε μεγάλες αποστάσεις. Η Mod 4 έχει φιλοσοφία περί Naval Surface Fire Support, δηλαδή την ποιοτική αναβάθμιση του ναυτικού βομβαρδισμού και της κρούσης εναντίον παράκτιων/χερσαίων στόχων. Η Mod 4 συνδέεται επίσης με την ευρύτερη προσπάθεια να αποκτήσουν τα πλοία επιφανείας δυνατότητες βολής πυρομαχικών αυξημένης ακρίβειας, ώστε το πυροβόλο να λειτουργεί ως εργαλείο κρούσης με χαμηλότερο κόστος και υψηλότερη διάρκεια εμπλοκής σε σύγκριση με τα αποθέματα ακριβών πυραύλων.

Η εξάπλωση και καθιέρωση του Mk45 στους στόλους του ΝΑΤΟ και συμμάχων αποτυπώνεται μέσα από τις κλάσεις πλοίων που το ενσωμάτωσαν και από το χρονολόγιο εξέλιξης των επιμέρους εκδόσεών του.

Η πρώτη περίοδος, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, αφορά την αντικατάσταση του Mk42. Η Mod 0 έθεσε τα θεμέλια της αρχιτεκτονικής που διατηρείται έως σήμερα: αυτόματη τροφοδοσία, μειωμένο πλήρωμα, έμφαση στη διαθεσιμότητα.

Petty Officer 2nd Class Eric Burns prepares to fire the forward MK-45 5-inch lightweight gun from the combat information center aboard the guided-missile cruiser USS Anzio during a weapons exercise. Anzio is assigned to Combined Task Force 151, a multinational, mission-based task force established by Combined Maritime Forces in January 2009 to conduct counter-piracy operations in the Red Sea, Gulf of Aden, Somali Basin and Arabian Sea.

Η δεύτερη περίοδος, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980, χαρακτηρίζεται από τη σταθεροποίηση και βελτίωση του συστήματος. Η έκδοση Mod 1 εισήγαγε σημαντικές μηχανολογικές βελτιώσεις και αναβαθμίσεις στη ρύθμιση και αξιοπιστία των πυρομαχικών. Σε αυτή τη φάση, το Mk45 καθιερώνεται ως κύριο πυροβόλο στις μεγάλες αμερικανικές κλάσεις της εποχής. Τα καταδρομικά Ticonderoga, εξοπλισμένα με το σύστημα διαχείρισης μάχης Aegis, φέρουν το Mk45 ως βασικό όπλο (και μάλιστα διπλό σε πλώρη και πρύμνη), στη συνολική αρχιτεκτονική μάχης του πλοίου.

Η επόμενη και ίσως πιο καθοριστική φάση ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με την έλευση της κλάσης Arleigh Burke. Τα αντιτορπιλικά αυτά, σε όλες τις γενιές τους, ενσωματώνουν το Mk45 ως βασικό πυροβόλο. Οι πρώτες παρτίδες Burke (Flight I και Flight II) φέρουν εκδόσεις Mod 2, ενώ η εξέλιξη συνεχίζεται παράλληλα με την ωρίμανση των ψηφιακών συστημάτων μάχης.

Η έκδοση Mod 2 και ειδικότερα η Mod 2A αποτελεί το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην ωριμότητα και την -τότε- ψηφιακή εποχή. Σε αυτή την έκδοση βασίστηκε η εγκατάσταση του Mk45 σε μεγάλο αριθμό συμμαχικών ναυτικών, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών. Οι ελληνικές ΜΕΚΟ200ΗΝ εντάσσονται σε αυτή τη γενιά, όπου το πυροβόλο είναι τεχνολογικά ώριμο και συνδέθηκε με το νυν σύστημα μάχης, STACOS.

Στην Ευρώπη, το Mk45 εγκαταστάθηκε σε σημαντικές κλάσεις φρεγατών και αντιτορπιλικών, οπότε γίνεται νατοϊκό πρότυπο. Αντίστοιχα υιοθετήθηκε και από δυτικούς συμμάχους στην Ασία και Αυστραλία, με την Κορέα και την Ιαπωνία να το θεωρούν απαραίτητο για κάθε σχεδόν πλοίο τους.

Gunner’s Mate 2nd Class Steffan Alexander performs maintenance on the MK-45 lightweight 5-inch gun aboard the Arleigh Burke-class guided-missile destroyer USS Nitze (DDG 94). Nitze is deployed as part of the Enterprise Carrier Strike Group to support maritime security operations and theater security cooperation efforts in the U.S. 5th and 6th Fleet areas of responsibility. (U.S. Navy photo by Mass Communication Specialist 3rd Class Jeff Atherton)

Το Mk45 CCS στις ΜΕΚΟ του Πολεμικού Ναυτικού

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επιλογή της αναβάθμισης Mark 2 CCS για τις εκσυγχρονισμένες ΜΕΚΟ200ΗΝ αποκτά νόημα. Η μετάβαση στην έκδοση CCS (όχι όμως Μod 4) τις εντάσσει στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή, εξαλείφοντας το μοναδικό ουσιαστικό μειονέκτημα του υφιστάμενου πυροβόλου: τη μερική αποσύνδεση από το σύστημα μάχης.

Το CCS (Combat Control System) είναι η ψηφιακή ραχοκοκαλιά που επιτρέπει στο Mk45 να ανταλλάσσει δεδομένα σε πραγματικό χρόνο με το σύστημα διαχείρισης μάχης. Με το CCS, το πυροβόλο λαμβάνει στοιχεία στόχου, παραμέτρους εμπλοκής και λύσεις βολής από το σύστημα μάχης, αξιοποιεί δεδομένα από ραντάρ και ηλεκτροοπτικά, και εκτελεί βολές με ταχύτητα απόφασης που ταιριάζει στο σύγχρονο πεδίο μάχης. Η ενσωμάτωση με το TACTICOS II αποκτά εδώ κεντρική αξία. Το TACTICOS II προϋποθέτει ψηφιακές διασυνδέσεις και αρχιτεκτονική που επιτρέπει αισθητήρες και όπλα να λειτουργούν ως ενιαίο σύνολο.

Από την οικονομική διάσταση, η αναφερόμενη προσφορά για τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών Mk45 στην έκδοση Μk2 CCS, για περίπου 37 εκατομμύρια ευρώ (43 εκατομμύρια δολάρια), συνιστά ευνοϊκή συγκυρία λόγω ισοτιμίας.

Εδώ η εναλλακτική της μετάβασης σε έκδοση Mod 4 οδηγεί σε αισθητά υψηλότερα κόστη. Σε διεθνείς συμβάσεις, εμφανίζονται τιμές που δείχνουν αναβαθμίσεις και παραδόσεις Mod 4 σε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια για λίγες μονάδες, ενώ σε πακέτα προμήθειας μέσω FMS, το συνολικό κόστος ανεβαίνει πολύ, επειδή περιλαμβάνει υποστήριξη, ανταλλακτικά, εκπαίδευση, πυρομαχικά και υπηρεσίες (αλλά και το κόστος της διαχείρισης του προγράμματος από το Αμερικανικό Ναυτικό). Η εικόνα που προκύπτει είναι πως η επιλογή της έκδοσης Mark 2 CCS αποτελεί οικονομικά στοχευμένη λύση, με πολύ καλή σχέση κόστους–οφέλους για τις ανάγκες των ΜΕΚΟ200ΗΝ.

Η πιο ενδιαφέρουσα όμως πτυχή της σύγχρονης εποχής είναι η σύνδεση του Mk45 με κατευθυνόμενα πυρομαχικά. Η BAE Systems έχει αναπτύξει…

Η συνέχεια στο Naval Defence