Το δικινητήριο Mitsubishi Ki-46, ευρύτερα γνωστό στους συμμάχους ως «Dinah», συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο αξιόλογα ιαπωνικά αεροσκάφη που έδρασαν στους ουρανούς του Ειρηνικού καθ’ όλη τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά αποτέλεσε με διαφορά το καλύτερο αναγνωριστικό όλων, κερδίζοντας από πολύ νωρίς τον πλήρη σεβασμό των αντιπάλων του.
Έως τον Μάϊο του 1937, η Iαπωνική Αυτοκρατορική Αεροπορία Στρατού και η Αυτοκρατορική Αεροπορία Ναυτικού βασίζονταν στο μονοκινητήριο μονοθέσιο μακράς εμβελείας Mitsubishi Ki-15 με το σταθερό σύστημα προσγείωσης, όπως το γερμανικό Junkers Ju 87 Stuka. Περίπου 500 αεροσκάφη κατασκευάστηκαν εν συνόλω και μόνο ελάχιστες επιπρόσθετες εκδόσεις του επακολούθησαν. Παρ’ ότι ήταν αρκετά χρήσιμο, μοντέρνο για την εποχή του, και αξιόπιστο ως αναγνωριστικό και ελαφρύ βομβαρδιστικό, στο Τεχνικό Επιτελείο της Αεροπορίας Στρατού γνώριζαν καλά πως έπρεπε να συμπορεύσουν με άλλα κράτη. Τα οποία είχαν ήδη ξεκινήσει να ασχολούνται επισταμένως με την κατασκευή γρηγορότερων μαχητικών, όπου συντόμως θα καθιστούσαν το δικό τους πεπαλαιωμένο και παρωχημένο.
Μόλις δύο μήνες μετά την επίσημη παράδοση των πρώτων Ki-15, η Αεροπορία Στρατού άρχισε να δουλεύει επάνω στις προδιαγραφές του αντικαταστάτη του, ενός ακόμη πιο βελτιωμένου αναγνωριστικού. Αυτές ορίστηκαν από τον Ταγματάρχη Fujita Yuzo και αφορούσαν ένα αεροσκάφος με αυτονομία πτήσεως έξι ωρών σε υψόμετρο μεταξύ 13.000-20.000 ποδιών και τελική ταχύτητα 373 μίλια την ώρα. Αυτό σήμαινε πως το νέο project θα ήταν γρηγορότερο οποιουδήποτε άλλου έως εκείνη την εποχή. Γνωρίζοντας πως η κατασκευή ενός αεροσκάφους τόσο υψηλών επιδόσεων δεν θα ήταν καθόλου εύκολη, δόθηκε το ελεύθερο στις αεροπορικές βιομηχανίες να επεξεργαστούν οποιοδήποτε σχέδιο θα πλησίαζε αυτά τα χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως αριθμού και είδους κινητήρων που θα έφερε.
Η Mitsubishi είχε ήδη προβεί στο σχεδιασμό ενός ευέλικτου και ταχύτατου δικινητήριου με την ονομασία Ki-40, μιας κατ’ ουσίαν παραλλαγής του άλλου βαρέως μαχητικού της, του Ki-39. Αυτό αποτέλεσε την ανταπόκριση της εταιρείας σε προγενέστερες προδιαγραφές που είχε δημοσιεύσει το τμήμα στρατού. Δεδομένου του ότι το Ki-40 ικανοποίησε ως πλάνο, η Mitsubishi έλαβε συμβόλαιο για το νέο αναγνωριστικό της την 12η Δεκεμβρίου του 1937. Επειδή η ομάδα σχεδιασμού της εταιρείας, υπό τη διεύθυνση των Kubo Tomio και Hattori Joji, ήξεραν εκ του ασφαλούς πως το συγκεκριμένο αεροπλάνο δεν είχε καθόλου πιθανότητες να φτάσει τη ζητουμένη ταχύτητα, κράτησαν τα καλύτερα χαρακτηριστικά του και προχώρησαν στο σχεδιασμό ενός καινούριου χαμηλοπτέρυγου δικινητηρίου που μετονομάστηκε σε Ki-46.
Η γέννηση του Ki-46-I: τεχνικά χαρακτηριστικά
Η άτρακτος ήταν στρογυλεμένη και κατέληγε σε κλασικό μονό κάθετο ουραίο. Η καμπίνα διακυβέρνησης ήταν χωρισμένη στα δύο, η πρώτη για τον πιλότο και μια δεύτερη πιο πίσω για τον χειριστή ασυρμάτου – και οπίσθιο πυροβολητή συγχρόνως. Μεταξύ των δύο τμημάτων της υπήρχε ο χώρος των καμερών και μιας μεγάλης δεξαμενής καυσίμου, χωρητικότητας 1.660 λίτρων, ώστε να παραμένει το κέντρο βάρους κατά το σχέδιο των μηχανικών. Το Ki-46 διέθετε επίσης συμβατικό σύστημα προσγείωσης με ανασυρόμενο ουραίο τροχό. Αντί για τους ελαφρύτερους Nakajima Ha-25, η εταιρεία προτίμησε τους δικούς της αερόψυκτους αστεροειδείς διπλής σειράς, τους Mitsubishi Ha-26 των δεκατεσσάρων κυλίνδρων με ισχύ 900 ίππων, και υπερσυμπιεστές μονής ταχύτητας που περιέστρεφαν τρίφυλλες έλικες μεταβλητού βήματος. Τα στενά καλύμματα των κινητήρων προσέθεταν σημαντικά στην όλη αεροδυναμική του αεροσκάφους.
Ως οπλισμό, έφερε στο οπίσθιο τμήμα της δεύτερης καμπίνας ένα κινούμενο πολυβόλο Τύπου 89 των 7,7 χιλ., το οποίο έβαλε μόνο προς τα πίσω και δεν επαρκούσε για την προστασία του από εχθρικά μαχητικά. Το μήκος του αεροπλάνου ήταν 11 μέτρα, το ύψος 3,88, ενώ το άνοιγμα πτερύγων έφτανε στα 14,7 μέτρα.
Οι δοκιμαστικές πτήσεις, οι οποίες ξεκίνησαν το Νοέμβριο του 1939, κατέστησαν αμέσως σαφές πως το Ki-46 δεν μπορούσε να πιάσει την ταχύτητα που αναζητούσε η Αεροπορία Στρατού, φτάνοντας έως τα 335 μίλια την ώρα σε ύψος 13.100 ποδιών. Παρά το μείον της ταχύτητας, το νέο αεροσκάφος, εφόσον κάλυπτε τις υπόλοιπες παραμέτρους, ικανοποίησε εν γένει. Έτσι, τον Ιούλιο του 1941, δόθηκε η έγκριση για να περάσει σε μαζική παραγωγή ως αναγνωριστικό Ki-46-I. Οι διαδικασίες όμως προχωρούσαν αργά, καθώς η Mitsubishi ασχολείτο ταυτοχρόνως και με άλλα projects. Μερικά Ki-46-I εστάλησαν την Άνοιξη του 1940 για αξιολόγηση στο Επιτελείο Στρατού και εντός συντόμου χρονικού διαστήματος, παραδόθηκαν στη Σχολή Πτήσεων για έναρξη της εκπαίδευσης πληρωμάτων.
Μέχρι την άνοιξη του 1941, ο Ιαπωνικός Στρατός είχε παραγγείλει 386 αεροσκάφη, τα οποία έβγαιναν με ρυθμό τεσσάρων μηνιαίως. Η Mitsubishi έλαβε εντολή να σταματήσει την παραγωγή κάποιων παλαιότερων projects και να επικετρωθεί στην κατασκευή του Ki-46. Αυτό πράγματι επέφερε καλύτερα αποτελέσματα, αφού οδήγησε σε αύξηση έως δέκα αεροσκαφών μηνιαίως μέχρι τον Νοέμβριο του 1941, φτάνοντας το μέγιστο των 75 κατά τον Μάρτιο του 1944.
Ki-46-IΙ
Παράλληλα με την ώθηση της παραγωγής – και ενώ ήδη είχαν κατασκευαστεί τα πρώτα 34 Ki-46-I – το τεχνικό επιτελείο της Mitsubishi συνέχισε να βελτιώνει τις επιδόσεις του αεροσκάφους ώστε να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του στρατού. Με αυτό το πλάνο κατά νου, οι μηχανικοί αντικατέστησαν τους υπάρχοντες κινητήρες με τους ισχυρότερους Ha-102 των 1.080 ίππων (οι οποίοι στην ουσία ήταν οι Ha-26 αλλά με υπερσυμπιεστή δύο ταχυτήτων), αυξάνοντας έτσι κι άλλο τη μέγιστη ταχύτητα. Η αντικατάστασή τους έγινε με τρόπο ώστε οι Ha-102 να μπορούν να προσαρτηθούν χωρίς τροποποίηση στα προηγούμενα ατρακτίδια, τα οποία είχαν αξιολογηθεί θετικά στην απόδοση του αεροσκάφους από το Ινστιτούτο Αεροναυπηγικής Ερεύνης του Πανεπιστημίου του Τόκυο.
Η νέα αυτή έκδοση ονομάστηκε Ki-46-II και δοκιμάστηκε τον Μάρτιο του 1941, όπου έφτασε την τελική ταχύτητα των 375 μιλίων την ώρα στα 19.000 πόδια. Τα Ki-46-II πέρασαν τα τεστ με επιτυχία και ξεκίνησαν να παράγονται μαζικά περί των μέσων του 1941 (συνολικά κατασκευάστηκαν 1.093 κομμάτια). Συντόμως άρχισαν να δημιουργούνται και οι ανάλογες επιχειρησιακές μονάδες αναγνώρισης για αποστολές επάνω από τη Μαντζουρία και την Κίνα αρχικά και τον Ειρηνικό αργότερα, σε εδάφη όπου οι Ιάπωνες είχαν βλέψεις και επρόκειτο συντόμως να κηρύξουν πόλεμο. Η ταχύτητά του καθιστούσε το Ki-46-II ουσιαστικά άτρωτο σε αντιαεροπορικά πυρά και καταδιώξεις εχθρικών μαχητικών, στοιχεία που το κατέστησαν ως το καλύτερο αναγνωριστικό του πολέμου.
Προβλήματα μηχανολογικά υπήρξαν όμως, τα οποία επιδιορθώθηκαν με μεταβολές στις γραμμές τροφοδοσίας των κινητήρων και αλλαγή στο είδος καυσίμων με άλλα υψηλοτέρων οκτανίων. Επίσης, το σύστημα προσγείωσης απεδείχθη ανεπαρκές σε απότομες προσγειώσεις, οι οποίες δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστες. Παρά τις όποιες βελτιώσεις, αυτή η αδυναμία παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της δράσης του στον πόλεμο. Ακόμη και οι ελιγμοί του ήταν σχετικά αργοί, όπως και ο ρυθμός ανόδου του, κυρίως λόγω της υπερθέρμανσης των λαδιών. Επειδή όμως δεν προοριζόταν για αερομαχίες, τα προβλήματα αυτά δεν θεωρήθηκαν αρκετά σοβαρά ώστε να βάλουν εμπόδιο στην παραγωγή του. Ορισμένα Ki-46-II ήταν εφοδιασμένα με ραδιοπυξίδα για πτήσεις μεγάλης εμβελείας. Με την εγκατάσταση μιας δεύτερης καμπίνας πίσω από τη θέση του πιλότου, κάποια μετατράπηκαν σε τριθέσια εκπαιδευτικά ραδιοπλοήγησης. Η συγκεκριμένη έκδοση ήταν η Ki-46-II-Kai.
H παρουσίαση θα ολοκληρωθεί αύριο με το δεύτερο μέρος