Το Ki-2 ήταν ένα δικινητήριο χαμηλοπτέρυγο ελαφρύ βομβαρδιστικό, γνωστό στους συμμάχους ως «Louise», που κατασκευάστηκε από τη Mitsubishi τη δεκαετία του 1930. Υπήρξε ένα σημαντικό αεροσκάφος στην υπηρεσία του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Στρατού όπου χρησιμοποιήθηκε εκτενώς κατά τον Δεύτερο Σινο-Ιαπωνικό Πόλεμο (7 Ιουλίου 1937 – 9 Σεπτεμβρίου 1945) και παρέμεινε επιχειρησιακό μέχρι τις αρχές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ανάγκη για εκσυγχρονισμό της Αεροπορίας του Ιαπωνικού Στρατού
Η ιστορία του ξεκινάει στα τέλη της δεκαετίας του 1920, όταν ο Στρατός εξέφρασε την ανάγκη να ανανεώσει τον στόλο των αεροσκαφών του, ώστε να τον προσαρμόσει στα στάνταρντς της εποχής των δυτικών κρατών. Λόγω αυτού, ανακοίνωσε τις προδιαγραφές για ένα βαρύ βομβαρδιστικό – όπως ήταν το Mitsubishi Ki-1 – και ακόμη ένα ελαφρύ με τα χαρακτηριστικά του Junkers S36, του οποίου η στρατιωτική έκδοση (το Κ37) παρήχθη κατόπιν αδείας από τη σουηδική AB Flygindustri κοντά στο Malmö). Το Junkers πέταξε για πρώτη φορά το 1927 και ήταν σε θέση να ανέβει σε υψόμετρο όπου αδυνατούσαν άλλα του είδους του εκείνη την εποχή. Η απόφαση πάρθηκε ως αποτέλεσμα των επιχειρήσεων στη Μαντζουρία από το μοναδικό K37 που είχε στη διάθεσή της η Ιαπωνία, το οποίο είχε αγοραστεί από μία ομάδα δωρητών στις αρχές του 1931 και είχε καταπλήξει με τις επιδόσεις του.
Τον Σεπτέμβριο του 1932, το επιτελείο του στρατού, ήρθε σε επαφή με τη Mitsubishi, η οποία είχε καταστεί επιδέξια σε τεχνικά θέματα επεξεργασίας φύλλων αλουμινίου, ζητώντας συγκεκριμένα ένα ελαφρύ βομβαρδιστικό για προσβολή εδαφικών στόχων που θα αντικαθιστούσε παλαιότερους τύπους αεροσκαφών. Επί της ουσίας, επιθυμούσε ένα επανασχεδιαζόμενο και πιο εξελιγμένο K-37 όπου θα έκανε τη διαφορά στον εκσυγχρονισμό του στόλου της.
Προδιαγραφές και τεχνικά χαρακτηριστικά
Οι προδιαγραφές αφορούσαν ένα τριθέσιο ή τετραθέσιο αεροσκάφος με υψηλή ευελιξία, δυνατότητα νυχτερινής και ημερησίας πτήσεως, καθώς και ικανότητα διατηρήσεως του επιπέδου πτήσεως ακόμη και σε περίπτωση δυσλειτουργίας ενός από τους δύο κινητήρες. Θα έπρεπε επίσης να επιδεικνύει σταθερότητα σε υψόμετρο μεταξύ 2.000 και 3.000 μέτρων – με μέγιστο τα 7.000 μέτρα – πιάνοντας σε μέγιστη ταχύτητα τα 260 χλμ. την ώρα και έχοντας αυτονομία πτήσεως 4,5 ωρών με φορτίο βομβών 300 έως 500 κιλά, ή 6 ωρών χωρίς επιπλέον βάρος. Για την έναρξη των δοκιμών αξιολογήσεως ζητήθηκαν δύο πρωτότυπα τροφοδοτούμενα με τους αστεροειδείς Jupiter VI, ισχύος 450 ίππων.
Βάσει του χρονοδιαγράμματος, το πρώτο εκ των δύο έπρεπε να παραδοθεί τον Ιούλιο του 1933. Η Mitsubishi ανέθεσε το project στην ομάδα του μηχανικού Nakata Nobushiro ο οποίος είχε σχεδιάσει και το βαρύ βομβαρδιστικό Ki-1. Το νέο αεροσκάφος έμοιαζε εμφανισιακά στο Ki-1, αλλά ήταν σαφώς μικρότερο σε μέγεθος. Ο Nobushiro διατήρησε μεν τις πτέρυγες του Junkers S36 με κάποιες μεταβολές στα πηδάλια κλίσης, αλλά η άτρακτος επανασχεδιάστηκε. Οι κινητήρες που επιλέγησαν ήταν οι αστεροειδείς Nakajima Kotobuki, των 435 ίππων. Ως προς τις διαστάσεις του, τo μήκος ήταν 12 μέτρα, το ύψος 4,6 και το άνοιγμα πτερύγων 19,9 μέτρα (εν αντιθέσει με τα 14,8 μέτρα μήκους του Ki-1, ύψους 4,9 και ανοίγματος πτερύγων που έφτανε τα 26,5 μέτρα).
Οι δύο εκδόσεις Ki-2-Ι και Ki-2-ΙΙ
Το Ki-2 ήταν έτοιμο τον Μάϊο του 1933, οπότε και ξεκίνησε η αξιολόγησή του. Η ταχύτητα ήταν πολύ κοντά στις αιτούμενες προδιαγραφές και ο χειρισμός του ικανοποιητικός, μέχρις ότου σε μία προσγείωση παρουσίασε απώλεια στήριξης, η άτρακτος καταστράφηκε και το πλήρωμα σκοτώθηκε. Η εταιρεία απεφάσισε την επανακατασκευή του με ισχυρότερη όμως άτρακτο. Ο Ιαπωνικός Στρατός έδωσε την τελική έγκριση της μαζικής παραγωγής του ως ελαφρού βομβαρδιστικού Ki-2-Ι. Μεταξύ του 1933 και 1936, 113 αεροπλάνα κατασκευάστηκαν από τη Mitsubishi και άλλα 13 από την Kawasaki.
Ακολούθησαν ακόμη 61 Ki-2-ΙΙ κατά τα έτη 1937 και 1938, φτάνοντας το συνολικό αριθμό 187 αεροπλάνων. Τα τελευταία εφοδιάστηκαν με ισχυρότερους κινητήρες, τους εννιακύλινδρους αερόψυκτους Mitsubishi Ha-8 των 559 ίππων έκαστος, οι οποίοι αύξαναν τη μέγιστη ταχύτητά του κατά 30 χλμ. Έφερε ρυγχαίο κλειστό πυργίσκο, ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης και καλύπτρα πιλοτηρίου. Οι αυλακωτές επιφάνειες των πτερύγων (όπως είχαν και τα Junkers) αντικαστάθηκαν με λείες, ενώ δημιουργήθηκε και καταπακτή μεταφοράς είκοσι βομβών, των 15 κιλών έκαστη.
Επιχειρησιακή δράση
Το μάχημο Ki-2 πέταξε για πρώτη φορά πάνω από τη Μαντζουρία και πιο μετά επάνω από τη Βόρεια Κίνα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Σινο-Ιαπωνικού Πολέμου. Εκμεταλλευόμενο τη σχεδόν παντελή απουσία ικανών αντιπάλων να το αναχαιτίσουν, κατάφερε να πετύχει εξαιρετικά αποτελέσματα, κυριαρχώντας καθολικά στους αιθέρες. Το μοναδικό μειονέκτημα ήταν η ταχύτητά του και αυτό έγινε αντιληπτό αργότερα, όταν προσπάθησε να συμμετάσχει σε βομβαρδισμούς χαμηλού υψομέτρου κατά την ιαπωνική απόβαση στην Οκινάουα. Εν γένει, αποδείχθηκε ένα αποτελεσματικό αεροσκάφος και κατέστη πολύ πιο δημοφιλές στα πληρώματα από το βομβαρδιστικό Ki-1. Αργότερα, όχι πάντως μετά το 1941, παροπλίστηκε, χρησιμοποιούμενο αποκλειστικά ως εκπαιδευτικό.
Ένα Ki-2-ΙΙ, στην πολιτική του έκδοση, αγοράστηκε από την ιαπωνική εφημερίδα Αsahi Shimbun, καταρρίπτοντας διάφορα ρεκόρ εμβελείας κατά την περίοδο 1936-1939 από τη στρατιωτική βάση Τατσικάουα στην Μπανγκόκ της Ταϋλάνδης σε πτήση υπερβαίνουσα τις 21 ώρες.
Μοντελισμός
Aπό μοντελιστικής σκοπιάς, υπάρχει το Ki-2-Ι της ιαπωνικής Α&W Models σε κλίμακα 1/44, (με κωδικό #ΑW144039), καθώς και το αισθητά πιο λεπτομερές Ki-2-ΙΙ της πολωνικής Choroszy Modelbud σε κλίμακα 1/72 σε 144 κομμάτια.