Το MiG-23MLD, γνωστό στη δυτική ορολογία ως Flogger-K, αποτελεί την κορυφαία και πιο εξελιγμένη έκδοση του θρυλικού σοβιετικού μαχητικού αεροσκάφους MiG-23, που σχεδιάστηκε από το Σχεδιαστικό Γραφείο Mikoyan-Gurevich κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό το αεροσκάφος με πτέρυγες μεταβλητής γεωμετρίας εισήγαγε πρωτοποριακές δυνατότητες στην τακτική αεροπορία, επιτρέποντας υψηλές ταχύτητες σε αποστολές εναέριας υπεροχής, εγγύς υποστήριξης εδάφους και βαθιάς διείσδυσης πίσω από εχθρικές γραμμές.
Το MiG-23MLD δεν ήταν απλώς μια εξέλιξη προηγούμενων μοντέλων, αλλά η “απόλυτη” έκδοση, που ενσωμάτωνε μαθήματα από χρόνια δοκιμών, επιχειρησιακής εμπειρίας και αναφορών από πιλότους, κάνοντάς τελικά το ένα από τα πιο ικανά σοβιετικά μαχητικά της εποχής του. Θεωρούμε πως η έκδοση αυτή, αξίζει ειδικής αναφοράς, καθώς απέδειξε την αξία της αρχικής σχεδίασης.

Η ιστορία του MiG-23 ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν η Σοβιετική Ένωση αναζητούσε ένα διάδοχο του MiG-21, που είχε αποδειχθεί εξαιρετικό σε ταχύτητα και ευελιξία στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, αλλά περιοριζόταν σε μεταφορική ικανότητα οπλισμού, είχε μικρή ακτίνα δράσης και υστερούσε σε χαμηλό ύψος. Το 1964, το Γραφείο Mikoyan-Gurevich ανέλαβε την ανάπτυξη ενός μαχητικού με πτέρυγες μεταβλητής γεωμετρίας, εμπνευσμένο από δυτικά σχέδια όπως το αμερικανικό F-111 Aardvark, αλλά προσαρμοσμένο στις σοβιετικές προτεραιότητες για υπερηχητικές επιδόσεις, μακρά εμβέλεια και κυρίω σε ρόλο αναχαίτισης και υποστήριξης.
Το πρωτότυπο, γνωστό ως Ye-8, πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση τον Απρίλιο του 1967, και η παραγωγή ξεκίνησε το 1969, φτάνοντας τελικά σε πάνω από 5.000 μονάδες μέχρι το 1985. Κάνοντας το MiG-23, το πιο διαδεδομένο αεροσκάφος με μεταβλητή γεωμετρία πτερυγίων.
Η πρώτη έκδοση, το MiG-23S (Flogger-A), εισήχθη σε υπηρεσία το 1970, εξοπλισμένη με τον κινητήρα Tumansky R-27F2M-300, που παρείχε ώθηση 78,5 kN χωρίς μετάκαυση και 102 kN με μετάκαυση, επιτρέποντας μέγιστη ταχύτητα Mach 2,2 σε υψόμετρα 11.000 μέτρων. Ωστόσο, υπέφερε από προβλήματα σταθερότητας σε υψηλές γωνίες προσβολής και περιορισμένη εμβέλεια του ραντάρ RP-21 Sapfir, μόλις 35 χιλιόμετρα για στόχους μεγέθους μαχητικού.
Το MiG-23M (Flogger-B) του 1971 διόρθωσε αυτές τις αδυναμίες με βελτιωμένο κινητήρα R-29B-300 (81 kN ξηρή ώση, 123 kN με μετάκαυση), αναβαθμισμένο ραντάρ RP-22 με εμβέλεια 50 χιλιομέτρων και εμβέλεια πτήσης 1.800 χιλιομέτρων, ενώ μπορούσε να μεταφέρει μέχρι 3.000 κιλά οπλισμού, συμπεριλαμβανομένων νέων πυραύλων R-23 (AA-7 Apex, ο σοβιετικός ΑΙΜ-7) για μάχες πέρα του οπτικού ορίζοντα. Παρά τις προόδους, παρέμενε λιγότερο ευέλικτο σε αερομαχίες σε σύγκριση με δυτικά μαχητικά όπως το F-4 Phantom, λόγω δυσκολιών χειρισμού σε χαμηλές ταχύτητες και σε υψηλές γωνίες προσβολής άνω των 20 μοιρών.
Το 1973 εμφανίστηκε το MiG-23MF (Flogger-B), μια ελαφρύτερη έκδοση με μειωμένο βάρος καυσίμων για καλύτερη ευελιξία, ενώ το MiG-23MS (Flogger-E) ήταν η εξαγωγική παραλλαγή με απλοποιημένα ηλεκτρονικά. Το MiG-23ML (Flogger-G) του 1976 σημείωσε ένα μεγάλο βήμα, μειώνοντας περαιτέρω το βάρος κατά 425 κιλά, βελτιώνοντας τον λόγο ώσης-βάρους σε 0,77, εξοπλίστηκε με ραντάρ RP-23 Sapfir-23ML εμβέλειας 65 χιλιομέτρων και ενώ ήταν πιο ανθεκτικό σε ηλεκτρονικές παρεμβολές. Το MiG-23MLA του 1978 έφερε μικρές ηλεκτρονικές βελτιώσεις και δυνατότητα μεταφοράς πυραύλων R-24R/T, αλλά εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει ζητήματα σταθερότητας σε χαμηλές ταχύτητες.
Και κάπου εδώ εμφανίζεται το MiG-23MLD, η τελευταία έκδοση, που αναπτύχθηκε από το 1979 και εισήχθη σε υπηρεσία το 1982, με τον πρωτότυπο να πετάει για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1980. Σχεδόν όλα τα MiG-23MLD της Σοβιετικής Αεροπορίας προήλθαν από αναβαθμίσεις 560 υπαρχόντων MiG-23ML και MLA, σε εγκαταστάσεις εντός μεγάλων αεροπορικών βάσεων όπως η Kubinka, η Chuhuiv και η Lviv, μεταξύ 1982 και 1985. Μόνο για εξαγωγές κατασκευάστηκαν νέα αεροσκάφη, 16 για τη Βουλγαρία και 50 για τη Συρία μεταξύ 1982 και 1984, σηματοδοτώντας το τέλος της παραγωγής των MiG-23.
Οι βελτιώσεις του MLD ήταν ριζικές, εστιάζοντας σε αεροδυναμική, ισχύ, ηλεκτρονικά, κάνοντάς το περίπου 20% πιο αποτελεσματικό σε μάχες από το MiG-23M, σύμφωνα με το Γραφείο Mikoyan. Στην αεροδυναμική, η κύρια καινοτομία ήταν η προσθήκη vortex generators στην άκρη του σωλήνα Pitot και στα χείλη των πτερύγων, βελτιώνοντας τη σταθερότητα σε υψηλές γωνίες προσβολής.
Το MiG-23 δεν είχε υπολογιστή για να επιλέγει αυτόματα τη βέλτιστη έκταση των πτερύγων, αλλά το έκανε χειροκίνητα ο πιλότος. Ο τελευταίος είχε να επιλέξει ανάμεσα σε τρεις θέσεις, αλλά πλέον στο MLD υπήρχε η επιλογή για τέταρτη θέση, στις 33 μοίρες, πέρα από τις προηγούμενες θέσεις των 16°, 45° και 72°, μειώνοντας την ακτίνα στροφής και επιτρέποντας γρήγορη επιβράδυνση σε αερομαχίες. Αν και αυτή η ρύθμιση απαιτούσε έμπειρους πιλότους και τα εγχειρίδια συνιστούσαν την επιλογή 45° για γενική χρήση.
Το πλαίσιο ενισχύθηκε δομικά, αυξάνοντας το όριο G σε 8,5g σε ταχύτητες κάτω των Mach 0,85 και 7,5g υψηλότερα, σε σύγκριση με τα 5g των παλαιότερων MiG-23M. Το σύστημα ελέγχου πτήσης ενσωμάτωσε το SOS-3-4, ένα σύστημα “stick-stop” δανεισμένο από το MiG-29, που προειδοποιούσε τον πιλότο για επικίνδυνες γωνίες προσβολής. Ενώ το βάρος μειώθηκε περαιτέρω μέσω αφαίρεσης της τέταρτης δεξαμενής καυσίμου στην άτρακτο, βελτιώνοντας τον λόγο ισχύος-βάρους και την ευελιξία σε χαμηλές ταχύτητες έως 900 χλμ/ώρα. Με λίγα λόγια, το MiG-23MLD ήταν ένα MiG-23 για αερομαχίες.
Στον τομέα του κινητήρα, το αεροσκάφος εφοδιάστηκε με τον Tumansky R-35-300, μια εξελιγμένη έκδοση του R-29B-300, με ξηρή ώση 83,6 kN και 127,49 kN με μετάκαυση, προσφέροντας λόγο ισχύος-βάρους 0,91 σε σύγκριση με 0,77 του MiG-23M και 0,83 του ML. Στην πράξη όμως ο κινητήρας ήταν μικρής διάρκειας ζωής, με χρόνο μεταξύ ανακατασκευών 450 ωρών και περιορισμό για πλήρη ισχύ με μετάκαυση, στις μόλις 10 ώρες. Αυτός πάντως βελτίωσε την επιτάχυνση από 600 σε 1.000 χλμ/ώρα σε 12 δευτερόλεπτα και το ρυθμό ανόδου σε 230 m/s στο επίπεδο της θάλασσας, ενώ η μέγιστη ταχύτητα έφτανε τα 2.500 χλμ/ώρα (Mach 2,35) σε μεγάλο υψόμετρπ και 1.400 χλμ/ώρα (Mach 1,14) σε χαμηλό.
Οι αναβαθμίσεις στα ηλεκτρονικά ήταν εξίσου κρίσιμες, με το προηγμένο ραντάρ Sapfir-23MLA-II που είχε εμβέλεια έως 85 χλμ για στόχους 5 m², μεγαλύτερη αντίσταση σε ECM και βασικές ικανότητες look-down/shoot-down πάνω από ξηράς, σε αντίθεση με το RP-23 Sapfir του ML που περιοριζόταν σε 65 χλμ. Περιλάμβανε λειτουργία αερομαχίας με κατακόρυφη σάρωση της δέσμης του ραντάρ σε στενό τομέα για γρήγορο lock-on, ενώ τα ηλεκτρονικά συμπληρώνονταν με το ψηφιακό SPO-15L Beryoza για ανίχνευση εχθρικών ραντάρ, το ψηφιακό σύστημα πλοήγησης και αυτόματης προσγείωσης A-321 Klystron, το αυτόματο σύστημα ελέγχου πτήσης SAU-23-18 και τον καταγραφέα πτήσης, ανθεκτικό σε συντριβή, SARP-12-24.

Προκειμένου να αυξηθεί η επιβιωσιμότητα του αεροσκάφους, προστέθηκαν διανομείς chaff/flare με έξι φυσίγγια στραμμένα προς τα κάτω και δύο θήκες 30 φυσιγγίων στραμμένες προς τα πάνω, βελτιώνοντας την άμυνα έναντι εχθρικών πυραύλων, σε σχέση με τις εκδόσεις MF και ML.
Ο οπλισμός παρέμεινε ο ίδιος, με δυνατότητα μεταφοράς των πυραύλων R-24R/T (radar-guided και IR), ανώτερων των R-23, ενώ για εγγύς αερομαχίες οπλιζόταν με τους R-60 (AA-8 Aphid). Για αποστολές κρούσης μετέφερε ρουκέτες S-8, πυραύλους αέρα-εδάφους Kh-23/Kh-23M, μέχρι 2.000 kg βόμβες (συμπεριλαμβανομένων και των πυρηνικών RN-24 ή RN-40) και είχε και το εσωτερικό πυροβόλο GSh-23L, των 23mm με 200 βλήματα.
Το MiG-23MLD είχε μήκος 16,7 m, άνοιγμα πτερύγων 13,965 m σε πλήρη έκταση και 7,78 m συνεπτυγμένες, ύψος 4,82 m, επιφάνεια πτερύγων 37,35 m², μέγιστο βάρος απογείωσης 17.800 kg, εσωτερική χωρητικότητα καυσίμων 4.260 λίτρα και δυνατότητα τριών εξωτερικών δεξαμενών 800 λίτρων, εμβέλεια 1.900 km, ή 2.360 km με εξωτερικές δεξαμενές, επιχειρησιακή οροφή 18.500 m, ενώ χρειαζόταν για απογείωση μόλις 450 m. Με λίγα λόγια, ήταν ένα αεροσκάφος εξαιρετικών επιδόσεων για την εποχή του, με τους όποιους περιορισμούς.
Στον Σοβιετο-Αφγανικό Πόλεμο (1979-1989), MiG-23MLD εκτελούσαν αποστολές συνοδείας κοντά στα σύνορα με Πακιστάν και Ιράν, ενώ αναφέρεται κατάρριψη ενός πακιστανικού F-16 στις 29 Απριλίου 1987 (αν και δυτικές πηγές το αποδίδουν σε φίλιο πυρ). Το 1988, MiG-23MLD με πυραύλους R-23 κατέρριψαν δύο ιρανικά ελικόπτερα AH-1J Cobra, που εισέβαλαν στον αφγανικό εναέριο χώρο.
Στη Συρία, όπου 50 μονάδες MLD παραδόθηκαν, τα αεροσκάφη εμπλέκθηκαν στον Πόλεμο του Λιβάνου το 1982, συγκεκριμένα στην Επιχείρηση Mole Cricket 19 (γνωστή ως Bekaa Valley Turkey Shoot), όπου συριακά MiG-23MS/ML υπέστησαν βαριές απώλειες από ισραηλινά F-15 και F-16, με 82-88 καταρρίψεις συριακών αεροσκαφών χωρίς ισραηλινές απώλειες σε αερομαχίε. Στον Συριακό Εμφύλιο Πόλεμο από το 2011, MiG-23MLD χρησιμοποιήθηκαν για επιθέσεις κατά ισλαμιστών ανταρτών, με απώλειες από τουρκικά F-16 το 2014 και MANPADS.
Στη Λιβύη, MiG-23MLD (περίπου 20 μονάδες) εμπλέκθηκαν στον πρώτο εμφύλιο το 2011, εκτελώντας αποστολές κατά επαναστατών, ενώ το 2019 ένα καταρρίφθηκε από MANPADS κοντά στην Τρίπολη. Κατά τον Ιράνο-Ιρακικό Πόλεμο (1980-1988), ιρακινά MiG-23MLD (άνω των 50) πέτυχαν καταρρίψεις, και σε αυτές περιλαμβάνεται μάλλον και ενός ιρανικού F-14A που αυτομολούσε προς το Ιράκ το 1988. Τέλος, στον Πόλεμο Αιθιοπίας-Ερυθραίας (1999-2000), αιθιοπικά MiG-23MLD κατέρριψαν MiG-21 και Su-25 της Ερυθραίας.
Οι εξαγωγές του MiG-23MLD ήταν περιορισμένες αρχικά λόγω της εξελιγμένης τεχνολογίας του, σε αντίθεση με παλαιότερες εκδόσεις όπως το MS, που εξήχθη μαζικά. Οι επιβεβαιωμένες πωλήσεις του τύπου ήταν οι εξής:
Συρία: Παρέλαβε 50 νέα MiG-23MLD μεταξύ 1982 και 1984, ως η μεγαλύτερη δύναμη αυτής της έκδοσης. Η χώρα εξακολουθεί να έχει μερικά σε υπηρεσία.
Βουλγαρία: Παρέλαβε 12-16 νέας κατασκευής MiG-23MLD την περίοδο 1982-1984, την τελευταία παραγωγή έκδοσης. Αποσύρθηκαν το 2004.
Αίγυπτος: Λειτούργησε 21 MiG-23MLD, πιθανώς μέσω εξαγωγής ή αναβάθμισης υπαρχόντων ML/MLA στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αυτά ενσωματώθηκαν σε συνολική δύναμη MiG-23 που περιλάμβανε και άλλες εκδόσεις (33 BN, 12 MF, 1 ML, 8 MLA, 15 UB). Αποσύρθηκαν σταδιακά μετά το 1990, καθώς η Αίγυπτος στράφηκε σε δυτικά αεροσκάφη.
Ανγκόλα: Δεν παρέλαβε αρχικά MLD, αλλά αναβάθμισε περίπου 80 MiG-23ML το 2005, μέσω συντήρησης και εκσυγχρονισμού στην Ουκρανία. Περίπου 20-22 παραμένουν σε υπηρεσία σήμερα, χρησιμοποιούμενα σε αποστολές εγγύς υποστήριξης.
Λευκορωσία: Κληρονόμησε 1 MiG-23MLD από τη Σοβιετική Ένωση μετά το 1991. Αποσύρθηκε το 2001.
Καζακστάν: Με αρκετά MiG-23MLD που ξέμειναν εκεί σε τέως σοβιετικές βάσεις. Αποσύρθηκαν το 1999.
Τουρκμενιστάν: Κληρονόμησε MiG-23MLD, που παρέμειναν σε χρήση μέχρι το 2000.
Ουκρανία: Λειτούργησε MiG-23MLD (από σοβιετικά αποθέματα) στις μονάδες 179th VAP και 894th VAP μεταξύ 1992 και 2001. Αποσύρθηκαν.
Ένα MiG-23MLD με ισραηλινά εθνόσημα
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές στην ιστορία του MiG-23MLD ήταν η αυτομόληση ενός συριακού αεροσκάφους στο Ισραήλ στις 11 Οκτωβρίου 1989, ένα γεγονός που θύμισε την περίφημη λιποταξία ενός ιρακινού MiG-21 το 1966 και έδωσε στους Ισραηλινούς πολύτιμες γνώσεις για τη νεότερη σοβιετική τεχνολογία.
Ο Σμήναρχος Mohammed Bassem Adel, πιλότος της Συριακής Αεροπορίας από τη βάση της Palmyra, αποφάσισε να λιποτακτήσει λόγω δυσαρέσκειας με το καθεστώς του Χάφες αλ-Άσαντ, σχεδιάζοντας την απόδρασή του αρκετούς μήνες νωρίτερα, χωρίς κάποια προηγούμενη επαφή με ισραηλινές αρχές.
Ξεκινώντας με το MiG-23MLD με κωδικό 2789 (ή 2786 σύμφωνα με κάποιες πηγές), πέταξε χαμηλά πάνω από τα Υψίπεδα Γκολάν, και προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Mahanaim της Άνω Γαλιλαίας, προκαλώντας τον πανικό. Ο Bassem Adel, δήλωσε αμέσως ότι ζητούσε πολιτικό άσυλο, χαρακτηρίζοντας την πτήση του μια “πολύ δύσκολη αποστολή” λόγω της αεράμυνας του Ισραήλ.
Το αεροσκάφος του μεταφέρθηκε στη βάση Hatzerim της Ισραηλινής Αεροπορίας, όπου δοκιμάστηκε εκτενώς από ισραηλινούς πιλότους, αποκαλύπτοντας ότι το MiG-23MLD είχε καλύτερη επιτάχυνση από το F-16 σε χαμηλές ταχύτητες, ανώτερη ευελιξία από τα άλλα σοβιετικά μαχητικά σε αερομαχίες χάρη στις νέες πτέρυγες, και την ικανότητα look-down με το ραντάρ. Διαπιστώθηκε επίσης η ανθεκτικότητα του ραντάρ Sapfir RP-23 σε ηλεκτρονικές παρεμβολές.
Ο Bassem Adel εκπαίδευσε ισραηλινούς πιλότους στο χειρισμό του αεροσκάφους, αναλύοντας τα μυστικά του συστήματος ελέγχου πτήσης και του οπλισμού, ενώ έλαβε άσυλο, οικονομική ανταμοιβή περίπου 500.000 δολαρίων και μια νέα ζωή στο Ισραήλ, δηλώνοντας “έκλεισα ένα κεφάλαιο της ζωής μου”. Η Συρία αρνήθηκε αρχικά το περιστατικό, ισχυριζόμενη “λάθος πτήσης” και κατηγορώντας τον πιλότο ως “ισραηλινό κατάσκοπο”.
Το MiG-23MLD σε σύγκριση με δυτικά μαχητικά όπως το F-4 Phantom, προσέφερε χαμηλότερο κόστος ανά ώρα πτήσης και απλούστερη υποστήριξη, ήταν ιδανικό για χώρες με περιορισμένους πόρους, ενώ οι πιλότοι του, εκπαιδευμένοι σε αυστηρά σοβιετικά πρότυπα, το εκτιμούσαν για την απλότητα του cockpit και την ισχυρή του επιτάχυνση, παρόλο που υστερούσε λόγω περιορισμένης ορατότητας προς τα πίσω.