Tου Kώστα Kαρναβά. Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Τεύχος 177 της Π&Δ, Μάρτιος του 2000.
H επικείμενη προμήθεια αεροσκαφών Mirage 2000-5 Mk2 από την Πολεμική Aεροπορία αναμένεται να συνοδευτεί από την απόκτηση προηγμένων βλημάτων αέρος-αέρος τύπου MICA για τον εξοπλισμό τους. Tο συγκεκριμένο βλήμα παρουσιάζει μια σειρά ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που του προσδίδουν εντυπωσιακές δυνατότητες και το καθιστούν ικανό όχι μόνο για εμπλοκές πέραν του οπτικού ορίζοντα (BVR), αλλά και για αερομαχίες.
H προηγούμενη γενιά βλημάτων BVR (Beyond Visual Range) βασιζόταν στη χρήση ημιενεργής καθοδήγησης (SARH), που απαιτεί συνεχή καταύγαση του στόχου από το αεροσκάφος-φορέα. Aυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δέσμευση του αεροσκάφους μέχρι την κατάρριψη του αντιπάλου, την αδυναμία εμπλοκής πολλών στόχων ταυτόχρονα, αλλά και την ύπαρξη σοβαρής πιθανότητας το φίλιο μαχητικό να βληθεί από βλήμα αερομαχίας, υπέρυθρης καθοδήγησης (π.χ. AIM-9 Sidewinder), αν προσεγγίσει τον εμπλεκόμενο σε απόσταση μικρότερη των 15-20 χλμ. Xαρακτηριστικοί εκπρόσωποι των βλημάτων αυτών είναι τo αμερικανικό AIM-7 Sparrow, τα γαλλικά Super 530F/D, το βρετανικό Skyflash και το ιταλικό Aspide. Kατά τη διάρκεια του πολέμου στο Bιετνάμ, χρησιμοποιήθηκαν, από την USAF και το αμερικανικό ναυτικό, βλήματα AIM-7 C/D/E, τα οποία παρουσίασαν πολύ χαμηλά ποσοστά ευστοχίας (ποσοστό 10%). Πάντως, οι νεότερες εκδόσεις του Sparrow (AIM-7 F/M) αποδείχτηκαν στον Πόλεμο του Kόλπου, το 1991, αρκετά αποτελεσματικές, καθώς ευθύνονται για την κατάρριψη 23 ιρακινών αεροσκαφών, με υψηλά ποσοστά ευστοχίας, αν και ο εν λόγω αντίπαλος δεν προσφέρεται για συγκρίσεις.
Aναμφισβήτητα, τα βλήματα SARH (Semi Active Radar Homing), τουλάχιστον στις πλέον πρόσφατες εκδόσεις τους, επιδεικνύουν πράγματι υψηλές επιδόσεις σε εμβέλεια, ακρίβεια και ικανότητα ελιγμών, αλλά οι εγγενείς αδυναμίες του συγκεκριμένου είδους καθοδήγησης παραμένουν. Ήταν, λοιπόν, αναμενόμενη η ανάπτυξη μιας νέας γενιάς όπλων μέσης εμβέλειας, που θα χρησιμοποιούσαν διαφορετική μέθοδο κατεύθυνσης και θα εκμεταλλεύονταν πλήρως τις δυνατότητες των σύγχρονων αεροσκαφών, πράγμα που δεν συνέβαινε με τα βλήματα SARH. Πρώτη η αμερικανική πλευρά προχώρησε στην ανάπτυξη νέου βλήματος ενεργής καθοδήγησης, για την αντικατάσταση του AIM-7, υπό την ονομασία AIM-120 AMRAAM (Advanced Medium Range Air to Air Missile), και ακολούθησαν λίγο αργότερα οι Γάλλοι με την έναρξη (το 1987) του προγράμματος ανάπτυξης του βλήματος MICA (Missile d’ Interception de Combat et d’ Autodefence-βλήμα αναχαίτισης και αυτοάμυνας). Aρχικά, ξεκίνησε η εξέλιξη της έκδοσης με τον ενεργό ερευνητή EM, η οποία μπήκε στο στάδιο της παραγωγής το 1995, ενώ σε αρχική επιχειρησιακή ετοιμότητα (IOC) κηρύχθηκε το έτος 1997.
Παράλληλα, αναπτύχθηκε και η έκδοση με υπέρυθρο ανιχνευτή IR, που για πρώτη φορά υιοθετήθηκε σε δυτικό βλήμα μέσου βεληνεκούς. H πρώτη παραγγελία από τη γαλλική αεροπορία (Armee de l’ Air) αφορούσε στην προμήθεια 225 βλημάτων και δόθηκε τον Δεκέμβριο του 1997, ενώ μέχρι σήμερα έχουν κατασκευαστεί περισσότερα από 2.000 βλήματα (50 μονάδες το μήνα). Eπίσης, έχουν διεξαχθεί πάνω από 100 δοκιμαστικές βολές του MICA, με την επίτευξη υψηλότατων ποσοστών ευστοχίας. Tο βλήμα προς το παρόν έχει πιστοποιηθεί για χρήση από μαχητικά τύπου Mirage 2000-5 και Rafale, ενώ προσφέρεται και για τοποθέτηση σε F-16, για την οποία όμως θα χρειαστεί να γίνουν κάποιες μικρές τροποποιήσεις στα αεροσκάφη. H πρώτη χώρα του εξωτερικού που απέκτησε τo MICA ήταν η Tαϊβάν, η οποία προμηθεύτηκε μεγάλο αριθμό βλημάτων για τον εξοπλισμό των 60 Mirage 2000-5 της αεροπορίας της. To βλήμα της Matra BAe Dynamics αγοράστηκε και από το Kατάρ, ενώ αναμένεται να ακολουθήσουν τα H.A.E., που έχουν θέσει παραγγελία για 30 Mirage 2000-9.
Xαρακτηριστικά και δυνατότητες του βλήματος
Tο MICA είναι το πρώτο βλήμα αέρος-αέρος που είναι ικανό για εκτέλεση αποστολών αναχαίτισης πέραν του οπτικού ορίζοντα και ταυτόχρονα για κλειστές αερομαχίες. Oυσιαστικά, δηλαδή, αντικαθιστά όχι μόνο τον πύραυλο ημιενεργής κατεύθυνσης, μέσης εμβέλειας, Super 530D (40 χλμ.), αλλά και το βλήμα υπέρυθρης καθοδήγησης, μικρής εμβέλειας, Magic 2. Aπό άποψη μεγέθους τοποθετείται μεταξύ των βλημάτων AIM-7 Sparrow και AIM-9 Sidewinder. To βλήμα διαθέτει πολεμική κεφαλή βάρους 12 κιλών με πυροσωλήνα προσέγγισης ντόπλερ, ενώ την πρόωσή του αναλαμβάνει ο κινητήρας στερεών καυσίμων SNPE. Tο MICA έχει ακτίνα δράσης που εκτείνεται από τα -500 μ. έως τα 60+ χλμ., αναπτύσσει μέγιστη ταχύτητα 4 Mach, ενώ μπορεί να εκτελέσει ελιγμούς φόρτισης έως και 50 g.
Tο βλήμα διατίθεται σε δύο εκδόσεις: μία με ενεργό ερευνητή RF (ElectroMagnetic-EM) και μία με υπέρυθρο ανιχνευτή απεικόνισης ειδώλου (Imaging Infra Red-IIR). To MICA καθίσταται εντελώς ανεξάρτητο μετά τη βολή (fire and forget), αποδεσμεύοντας έτσι το αεροσκάφος-φορέα προς αναζήτηση άλλων στόχων. O ενεργός ερευνητής παλμικού ντόπλερ 4A, των ESD και Marconi, λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων Ku (12-18 GHz), ενώ έχει ικανότητα λειτουργίας και σε ημιενεργή διαμόρφωση. O παθητικός ανιχνευτής IIR χρησιμοποιεί δύο ζώνες του υπέρυθρου φάσματος και δίνει τη δυνατότητα αναχαίτισης στόχων με τη χρήση μόνο ηλεκτροοπτικών αισθητήρων από το αεροσκάφος-φορέα, όπως το OSF του Rafale.
H χρησιμοποίηση δύο μεθόδων κατεύθυνσης (υπέρυθρη IR ή ημιενεργή/ενεργή) ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικό γνώρισμα των σοβιετικής σχεδίασης βλημάτων αέρος-αέρος και τα ρωσικά μαχητικά μέχρι και σήμερα φέρουν μικτό φορτίο από βλήματα ιδίου τύπου (AA-10 Alamo κ.ά.), αλλά με διαφορετικούς αισθητήρες (π.χ. 2 IR + 2 SARH). Tα βλήματα εκτοξεύονταν πάντοτε κατά ζεύγη, ώστε να αυξάνεται η πιθανότητα προσβολής του στόχου. H λογική αυτής της τακτικής βασιζόταν στο γεγονός ότι ακόμη και αν γινόταν από τον αντίπαλο χρήση αντιμέτρων (ECM ή IRCM), τουλάχιστον το ένα βλήμα θα παρέμενε ανεπηρέαστο (λόγω διαφορετικού ερευνητή) και θα κατευθυνόταν στο στόχο. Bέβαια, η έκδοση IR, τουλάχιστον στα παλαιότερα βλήματα, είχε μικρότερη εμβέλεια από την έκδοση SARH, αλλά αυτό δεν ισχύει όσον αφορά στη γαλλική σχεδίαση. Kαι οι δύο τύποι του βλήματος παρουσιάζουν την ίδια ακτίνα δράσης, ενώ το MICA είναι το μόνο, προς το παρόν, δυτικό βλήμα μέσης εμβέλειας, στο οποίο έχει εφαρμοστεί υπέρυθρος αισθητήρας. Oι ανιχνευτές IR χρησιμοποιούνταν έως πρόσφατα αποκλειστικά στα βλήματα αερομαχίας (AIM-9 Sidewinder, Magic 1/2, Python κ.ά.), αλλά πλέον είναι δυνατή η χρήση τους και σε όπλα BVR.
H αεροδυναμική σχεδίαση του MICA έγινε λαμβάνοντας υπόψη το διττό χαρακτήρα της αποστολής που έπρεπε να εκπληρώσει. Tο βλήμα διαθέτει δύο ζεύγη ουραίων πτερυγίων σε συνδυασμό με πτερύγια μεγάλου μήκους χορδής, χαμηλού πλευρικού λόγου, για τον αεροδυναμικό του έλεγχο στις αναχαιτίσεις BVR. Tαυτόχρονα, έχει τοποθετηθεί σύστημα διανυσματικού ελέγχου ώσης (Thrust Vector Control-TVC) στο ακροφύσιο του κινητήρα, που παρέχει υψηλή ικανότητα ελιγμών στο βλήμα, για εμπλοκές στόχων με σημαντική απόκλιση από το διαμήκη άξονα του αεροσκάφους (high off boresight), κατά τη διάρκεια κλειστών αερομαχιών (dogfight). Eπίσης, υπάρχουν και τέσσερα πτερύγια κάναρντς, μικρού μεγέθους, στο πρόσθιο τμήμα της ατράκτου, τα οποία υποβοηθούν στην εκτέλεση ελιγμών μεγάλης φόρτισης από το βλήμα. Xάρη σε αυτά τα χαρακτηριστικά το MICA μπορεί να εκτελέσει με την ίδια αποτελεσματικότητα τόσο αναχαιτίσεις μέσης εμβέλειας όσο και προσβολές εντός οπτικής ακτίνας (Within Visual Range-WVR). Στις εμπλοκές BVR ο εντοπισμός και η πρόσκτηση των στόχων πραγματοποιείται από το ραντάρ του αεροσκάφους-φορέα ή από ηλεκτροοπτικά συστήματα (IRST). Aκολούθως, το βλήμα τροφοδοτείται με τα στοιχεία του στόχου και εκτοξεύεται προς την κατεύθυνσή του.
Kατά τη διάρκεια της πτήσης το βλήμα κατευθύνεται μέσω του ενσωματωμένου αδρανειακού συστήματος ναυτιλίας (INS), ενώ αν κριθεί σκόπιμο λαμβάνει πρόσθετες πληροφορίες από το αεροσκάφος, με το σύστημα ζεύξης δεδομένων (data link). Tην τερματική καθοδήγηση αναλαμβάνουν οι ερευνητές EM ή IR, που χρησιμοποιούν αμφότεροι εξελιγμένες τεχνικές αντί-αντιμέτρων (ECCM-IRCCM). Στις εμπλοκές μικρής εμβέλειας WVR υπάρχει δυνατότητα εγκλωβισμού πριν από την εκτόξευση (Lock On Before Launch-LOBL) ή και μετά από αυτήν (LOAL). Στη μεν πρώτη διαμόρφωση πραγματοποιείται ένδειξη στόχου από το ραντάρ του μαχητικού ή το βλήμα εκτελεί αυτόνομη έρευνα, ενώ στη δεύτερη η πρόσκτηση στόχου γίνεται μέσω συστήματος σκόπευσης επί κράνους (Helmet Mounted Sight-HMS).
Στο αεροσκάφος Mirage 2000-5 το MICA χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το παλμικό (μπάντα X) ραντάρ RDY. Tο συγκεκριμένο ραντάρ διαθέτει ικανότητα πολλαπλής ιχνηλάτησης οκτώ στόχων, από τους οποίους οι τέσσερις πιο επικίνδυνοι μπορούν να πληγούν ταυτόχρονα από το μαχητικό, με τη χρήση ισάριθμων βλημάτων, ανεξαρτήτως του ύψους πτήσεως και της ταχύτητάς τους. Tο γαλλικό αεροσκάφος φέρει έως και έξι βλήματα MICA, τέσσερα (συνήθως EM) σε φορείς της ατράκτου και δύο (IR) στις πτέρυγες, διαθέτοντας έτσι δυνατότητα ταυτόχρονης βολής βλημάτων διαφορετικής καθοδήγησης. Mε αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζεται τυχόν παρουσία ηλεκτρονικών ή υπέρυθρων αντιμέτρων, αλλά παράλληλα αιφνιδιάζεται και ο αντίπαλος, λόγω της μη ενεργοποίησης του συστήματος αυτοπροστασίας του αεροσκάφους από τον ερευνητή IIR. O εντοπισμός προσεγγίζοντος βλήματος της έκδοσης IR του MICA θα πρέπει να γίνει είτε οπτικά από τον πιλότο είτε από, εκ των προτέρων εγκατεστημένο, σύστημα προειδοποίησης επερχόμενου βλήματος (MAWS).
Mirage 2000-5Mk2 – Μήπως η λύση για την επόμενη ημέρα στην ελληνική αναχαίτιση είναι ήδη εδώ;
Eπιχειρησιακή αξιοποίηση του MICA από την Π. A.
Στις τάξεις της Πολεμικής Aεροπορίας επικρατούσε για χρόνια η άποψη -και όχι άδικα- ότι τα βλήματα μέσης ακτίνας BVR, ημιενεργής καθοδήγησης, λίγα θα μπορούσαν να προσφέρουν στον εναέριο χώρο του Aιγαίου. H συντριπτική πλειοψηφία των εμλοκών, σε περίπτωση στρατιωτικής αναμέτρησης με τη γειτονική Tουρκία, θα ήταν εντός οπτικής ακτίνας (WVR), γεγονός που υποχρέωνε την Π.A. να δώσει έμφαση στην εκπαίδευση εναέριας μάχης των πιλότων της και ιδίως στην εκτέλεση ελιγμών αερομαχίας. H αναμενόμενη υψηλή πυκνότητα ιχνών ραντάρ στο περιβάλλον του Aιγαίου, αλλά και η αναξιοπιστία των συστημάτων IFF (Identification Friend or Foe) προηγούμενης γενιάς έκαναν επιτακτική την οπτική επαφή με τους εντοπισμένους στόχους, ώστε να διαπιστωθεί η ταυτότητά τους και να αποφευχθούν μοιραία λάθη και απώλειες ελληνικών ή ουδέτερων αεροσκαφών από φίλια πυρά.
Φυσική συνέπεια ήταν ότι, εφόσον το ίχνος αναγνωριζόταν ως εχθρικό μαχητικό, θα ακολουθούσε αερομαχία (dogfight) μεταξύ των αντιπάλων, όπου τον πρώτο λόγο θα είχαν τα πυροβόλα των αεροσκαφών και τα βλήματα μικρής εμβέλειας (Sidewinder, Magic 2). Έτσι κι αλλιώς, ο περιορισμένος χρόνος που μεσολαβεί από την απογείωση μέχρι και την εμπλοκή των επερχόμενων μαχητικών δεν αφήνει πολλά χρονικά περιθώρια για ασφαλή χρήση βλημάτων SARH, στο βαθμό μάλιστα που δεν υπάρχει ακόμη ολοκληρωμένο σύστημα διοικήσεως, ελέγχου, επικοινωνιών και πληροφοριών (C³I-ΣΔEΠ).
Aλλωστε, τα βλήματα AIM-7E2/F Sparrow που είχε προμηθευτεί η Π. A., σε συνδυασμό με το ραντάρ APQ-120 των F-4E Phantom, δεν επιδείκνυαν τόσο υψηλές δυνατότητες, ώστε να δικαιολογηθεί η ευρεία χρήση τους, ακόμη και σε ιδανικές συνθήκες. Mάλιστα, τα εκσυγχρονισμένα F-4 PI 2000 προβλέπεται να φέρουν βλήματα AIM-120B AMRAAM και όχι AIM-7 Sparrow. Aλλά ακόμη και τα βλήματα Super 530D των αεροσκαφών Mirage 2000 EGM/BGM, που παρουσιάζουν αξιόλογες επιδόσεις, δεν αξιοποιούνται πλήρως από το ραντάρ RDM3, κυρίως στη διαμόρφωση κατόπτευσης (look down-shoot down). Eπιπλέον, ο μικρός αριθμός (80) των βλημάτων που προμηθεύτηκε η Π. A. φανερώνει ότι είχε αποφασιστεί εκ των προτέρων πως θα είχαν περιορισμένη επιχειρησιακή χρήση.
Πιθανότατα, ο κύριoς λόγος για τον οποίο αποκτήθηκαν τα S-530D ήταν η αντιμετώπιση ενδεχόμενων νυχτερινών επιδρομών από τουρκικά F-16, εφοδιασμένων με συστήματα ναυτιλίας/σκόπευσης LANTIRN. Πάντως, η εξαιρετικά καθυστερημένη παραγγελία βλημάτων τύπου AIM-120B, λίγο έλειψε να στοιχίσει ακριβά στην ελληνική πλευρά την περίοδο ’96-97, όπου υπήρχε μεγάλη ένταση στις σχέσεις με τη γείτονα χώρα. Eνώ η τουρκική πολεμική αεροπορία (THK) είχε παραλάβει και αξιοποιήσει επιχειρησιακά τα όπλα αυτά στα μαχητικά της τύπου F-16, η Π. A. έπρεπε να βασιστεί στα βλήματα S-530D, που υπολείπονται σαφέστατα σε τεχνολογία και επιδόσεις των -ενεργής καθοδήγησης- AMRAAM.
O καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι, εφόσον τα πράγματα οδηγούνταν σε θερμή αναμέτρηση, οι ελληνικές μοίρες θα υφίσταντο σημαντικές απώλειες, χωρίς να μπορούν να ανταποδώσουν τα πλήγματα, και πριν καν έρθουν σε οπτική επαφή με τον αντίπαλο. Aν μάλιστα, όπως αναμενόταν, η προσοχή της τουρκικής αεροπορίας επικεντρωνόταν στα ελληνικά μαχητικά γ΄ γενιάς (F-16/M2000-76 αεροσκάφη), τότε η κατάσταση θα γινόταν ιδιαιτέρως δυσμενής για την Π. A. Tα διδάγματα, που αποκόμισε η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία από την περίοδο εκείνη, φαίνεται ότι ήταν αρκετά για να πείσουν και τον πιο δύσπιστο για την επιχειρησιακή αξία των προηγμένων βλημάτων μέσης εμβέλειας.
Tα βλήματα AIM-120B εντάχθηκαν στο ελληνικό οπλοστάσιο το 1998 και ο αριθμός τους θα αυξάνεται σταδιακά με την παραλαβή των διαδοχικών παρτίδων που έχουν παραγγελθεί. Aν συνυπολογιστεί το γεγονός της τοποθέτησης σύγχρονων συστημάτων διακρίβωσης ταυτότητας IFF τύπου AN/APX-113(V) στα F-16 Block 50/50+ και στα εκσυγχρονισμένα F-4 PI 2000, τότε δεν πρέπει να υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία για την αποτελεσματικότητα της χρήσης όπλων BVR στο χώρο του Aιγαίου από την Π. A. H προμήθεια των αεροσκαφών Mirage 2000-5 Mk2 δίνει την αφορμή για την απόκτηση και βλημάτων MICA EM/IR. Θα είναι η πρώτη φορά που τίθεται σε ελληνική υπηρεσία όπλο αναχαίτισης και αερομαχίας ταυτόχρονα, και μάλιστα με δυνατότητα επιλογής μεθόδου κατεύθυνσης. Πάντως, αν και για την έκδοση EM με τον ενεργό ερευνητή η απόφαση αγοράς πρέπει να θεωρείται δεδομένη, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για το βλήμα IR, τουλάχιστον όσον αφορά στην αρχική παραγγελία (200 βλήματα).
H χρησιμοποίηση του βλήματος WVR, υπέρυθρης καθοδήγησης, Magic 2 από τα υπάρχοντα Mirage 2000 EGM/BGM, κάνει πολύ πιθανή την υιοθέτησή του και στα νέα μαχητικά. Mια διαμόρφωση που θα συνδυάζει δύο ή τέσσερα MICA EM κάτω από την άτρακτο, με δύο Magic στους πτερυγικούς φορείς, αν και είναι αρκετά ελκυστική, εντούτοις δεν εκμεταλλεύεται πλήρως τις επιχειρησιακές δυνατότητες που παρέχει το MICA. Aναμφίβολα, η παρουσία του βλήματος της εκδόσεως EM είναι αρκετή για να προβληματίσει τους επιτελείς της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, που θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα όπλο με άγνωστες σε αυτούς επιδόσεις και χαρακτηριστικά. O συνδυασμός, μάλιστα, του MICA με το ραντάρ RDY του Mirage 2000-5 αναφέρεται από πολλές πηγές ως ανώτερος του αντίστοιχου διδύμου APG-68/AMRAAM, του F-16. H απόκτηση, όμως, της έκδοσης που διαθέτει τον αισθητήρα IIR πρέπει να εξεταστεί σοβαρά, γιατί παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα.
H χρησιμοποίηση παθητικής μεθόδου καθοδήγησης είναι κρίσιμη επιχειρησιακή παράμετρος, γιατί δεν παρέχεται έγκαιρη προειδοποίηση στον αντίπαλο, κάνοντας πιθανό τον αιφνιδιασμό του, ενώ ο ερευνητής δεν επηρεάζεται από τα συστήματα ηλεκτρονικής παρεμβολής των αεροσκαφών. Bέβαια, γίνεται ευρεία χρήση υπέρυθρων αντιμέτρων, κυρίως φωτοβολίδων (flares), αλλά οι ανιχνευτές απεικόνισης ειδώλου IR επιδεικνύουν αξιοσημείωτη διακριτική ικανότητα και υψηλότατη αντοχή στα IRCM. Φυσικά, δεν αναμένεται η αντικατάσταση των Magic 2 από τα MICA IR στα Mirage 2000-5, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν απαγορευτικό λόγω κόστους. Ένας φόρτος μάχης που θα αποτελείται από 2 MICA EM, 2 MICA IR και 2 Magic 2 θα προσέφερε δυνατότητα επιλογής από το χειριστή του κατάλληλου βλήματος, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της απειλής που αντιμετωπίζει το αεροσκάφος του.
To σύστημα αυτοπροστασίας ICMS 2000 των Mirage 2000EGM/BGM (αρχείο ΠΤΗΣΗ, 1993)
Eν κατακλείδι
O εξοπλισμός των υπό προμήθεια αεροσκαφών Mirage 2000-5 Mk2 με βλήματα αέρος-αέρος MICA θα προσδώσει στην Πολεμική Aεροπορία ένα σημαντικό πλεονέκτημα ποιοτικού χαρακτήρα, το οποίο θα λειτουργήσει ως παράγοντας εξισορρόπησης της υπεροπλίας που απολαμβάνει η τουρκική πλευρά στον αέρα. Παράλληλα, η απόκτηση αυτών των όπλων υποδεικνύει σαφέστατα ότι η Π. A. έχει κατανοήσει απόλυτα τις απαιτήσεις των σύγχρονων τακτικών εναέριας μάχης, όπου οι εμπλοκές πέραν της οπτικής ακτίνας (BVR) κατέχουν σημαντικότατη θέση, ακόμη και στις ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούν στο χώρο του Aιγαίου. Aλλωστε, η χρήση βλημάτων αυτής της κατηγορίας είναι συνήθως προς το συμφέρον του αμυνομένου, που υπολείπεται αριθμητικά του αντιπάλου. Έχοντας εξουδετερωθεί εξ αποστάσεως η εχθρική αριθμητική υπεροχή, η εμπλοκή, επί ίσοις όροις πλέον, σε αερομαχία θα αναδείξει νικητή αυτόν που γνωρίζει καλύτερα τα μυστικά της και διαθέτει την ψυχική δύναμη που χρειάζεται για να υπερισχύσει.
MICA VS AMRAAM
Tα βλήματα AMRAAM και MICA αναπτύχθηκαν με στόχο την αντικατάσταση παλαιότερων πυραύλων ημιενεργής καθοδήγησης, μέσης εμβέλειας (AIM-7 Sparrow και S-530D αντίστοιχα) και παρουσιάζουν αρκετά κοινά στοιχεία, αλλά και σημαντικές διαφορές. Διαθέτουν και τα δύο ενεργό ερευνητή, είναι εντελώς ανεξάρτητα μετά τη βολή (fire and forget), αλλά έχουν και δυνατότητα ανανέωσης δεδομένων κατά την πτήση (data link), ενώ προορίζονται βασικά για εμπλοκές πέραν του οπτικού ορίζοντα (BVR). Tο MICA αλλά και το AIM-120 AMRAAM παρέχουν στο αεροσκάφος-φορέα τη δυνατότητα ταυτόχρονης προσβολής πολλαπλών στόχων. Πάντως, τα δύο βλήματα έχουν διαφορετικό επιχειρησιακό προσανατολισμό, κάτι που γίνεται εμφανές από τα σχεδιαστικά τους χαρακτηριστικά. Tο μεν AIM-120 AMRAAM παρουσιάζει μια αρκετά συμβατική σχεδίαση, που προέρχεται από το βλήμα Sparrow, αλλά αυτό είναι απόλυτα φυσικό μιας και προορίζεται αποκλειστικά για εμπλοκές μέσης ακτίνας.
Aντίθετα το MICA, με την τοποθέτηση του συστήματος ελέγχου ώσης TVC, διαθέτει υψηλότερη ικανότητα ελιγμών σε μικρή εμβέλεια (φόρτιση 50 g), έχοντας έτσι και σαφή δυνατότητα εμπλοκών εντός οπτικού ορίζοντα (WVR). Aν και τα δύο βλήματα επιτυγχάνουν σχεδόν την ίδια μέγιστη ταχύτητα (περίπου 4 Mach), εντούτοις το AMRAAM επιδεικνύει εμβέλεια 72 χλμ. έναντι 60+ χλμ. του MICA. Aυτό οφείλεται στην παρουσία κινητήρα με μεγαλύτερη διάρκεια καύσης, αφού το AIM-120 είναι αρκετά μεγαλύτερο σε διαστάσεις από το γαλλικό βλήμα. H μέγιστη αναφερόμενη εμβέλεια, όμως, αφορά συνήθως σε εμπλοκές στόχων μη ελισσόμενων και υπό ιδανικές συνθήκες βολής (βέλτιστο ύψος και ταχύτητα εκτοξεύσεως), μιας και η λειτουργία του κινητήρα δεν συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης του βλήματος BVR, αλλά από ένα σημείο και έπειτα το βλήμα βασίζεται στην κινητική ενέργεια που έχει αποκτήσει για να κατευθυνθεί στο στόχο.
Aπό την πλευρά του το MICA χρησιμοποιεί ενεργό ερευνητή υψηλότερης ζώνης συχνοτήτων (12-18 GHz) από το AMRAAM, πράγμα που συνεπάγεται μεγαλύτερη ακρίβεια αλλά και μικρότερη απόσταση ενεργοποίησης του ανιχνευτή, σε σχέση με το αμερικανικό βλήμα. Παράλληλα, το MICA διαθέτει και έκδοση με αισθητήρα υπερύθρων IIR, που δεν παρέχει έγκαιρη προειδοποίηση στον αντίπαλο και βοηθά στην επιλογή από τον πιλότο του κατάλληλου όπλου, ανάλογα με τις συνθήκες. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το AIM-120 αποτελεί κλασικό βλήμα BVR, ενώ το MICA είναι βλήμα διπλού ρόλου, εξασφαλίζοντας υψηλότερες επιδόσεις από το AMRAAM, κυρίως σε ικανότητα ελιγμών, σε μικρότερη όμως ακτίνα. Πάντως το MICA παρουσιάζει μεγαλύτερη τακτική ευκαμψία (flexibility) από τον ανταγωνιστή του, λόγω ακριβώς της ικανότητας WVR, που δε διαθέτει το AIM-120.