«Σε υποβρύχιο μπαίνεις μόνο ως εθελοντής. Αν δεν το θέλεις πραγματικά να βρίσκεσαι εκεί, δεν είναι εύκολο να αντέξεις. Μπορεί να περάσεις ακόμα κι ολόκληρες εβδομάδες κατάδυσης μέσα στο κόκκινο σκοτάδι, που δημιουργούν οι λυχνίες των μηχανημάτων στο κατά τα άλλα σκοτεινό σκάφος. Εβδομάδες σε αθόρυβο πλου, μέσα στον συνεχή χαμηλότονο βόμβο των μηχανημάτων και των κλιματιστικών, αλλά με πολλή σιωπή και μόνο χαμηλόφωνες συζητήσεις, αφού ο ήχος ταξιδεύει πολύ γρήγορα στο νερό κι ακόμα και ένα δυνατό γέλιο, ένα τραγούδι ή το χτύπημα ενός κλειδιού πάνω σε μέταλλο, μπορεί να συλληφθούν από τα σόναρ άλλων σκαφών και να προδώσουν τη θέση σου».
Με τις φράσεις αυτές, ο επιχειρηματίας Φώτης Γροντάς, που αποτέλεσε -όπως λέει- τον τελευταίο έφεδρο σε ελληνικό υποβρύχιο, ανοίγει τη συζήτηση με το ΑΠΕ-ΜΠΕ για τα μαθήματα που πήρε για τη ζωή και την επιχειρηματικότητα, κατά τη διάρκεια της θητείας του στο υποβρύχιο «S114 Παπανικολής», από τον Μάρτιο του 1990 ως τον Δεκέμβριο του 1991.
Ο 19χρονος τότε Φώτης Γροντάς, αρμενιστής και πηδαλιούχος και ο μοναδικός ναύτης ανάμεσα στους 84 άντρες του πληρώματος (οι 83 ήταν μόνιμοι), θυμάται ακόμα την πρώτη φορά που, μετά από ημέρες κατάδυσης, το «S114 Παπανικολής» αναδύθηκε μεσοπέλαγα στην καρδιά μιας φωτεινής ημέρας, χωρίς σύννεφα και με θάλασσα «λάδι».
Όλα -το δυνατό φως του ήλιου, η απεραντοσύνη της ακύμαντης θάλασσας- είχαν φανεί παράξενα στον 19χρονο, που έχοντας εργαστεί για λίγο στην οικογενειακή επιχείρηση, βρέθηκε στο υποβρύχιο ως εθελοντής. Μετέπειτα ίδρυσε τέσσερις επιχειρήσεις σε Ελλάδα και Ηνωμένο Βασίλειο, στις οποίες τα μαθήματα που πήρε από τη θητεία του στο υποβρύχιο φάνηκαν, όπως επισημαίνει, πολύτιμα.