Στη δεκαετία του 1970, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ (USAF) αναζητούσε καινοτόμες λύσεις για να ενισχύσει τις δυνατότητες μεταφοράς της σε απαιτητικά περιβάλλοντα μάχης. Στο πλαίσιο του προγράμματος Advanced Medium STOL Transport (AMST), η McDonnell Douglas ανέπτυξε το YC-15, ένα πειραματικό μεταγωγικό αεροσκάφος βραχείας απογείωσης και προσγείωσης (STOL), σχεδιασμένο να επιχειρεί σε μικρούς, μη προετοιμασμένους διαδρόμους κοντά στο μέτωπο.
Η ανάπτυξη του ξείνησε το 1971, όταν η USAF εξέδωσε τις προδιαγραφές για το πρόγραμμα AMST. Η McDonnell Douglas, γνωστή για αεροσκάφη όπως το C-9 Nightingale και το F-4 Phantom II, επιλέχθηκε το 1972, μαζί με τη Boeing, για να κατασκευάσει πρωτότυπα για τον διαγωνισμό.
Η McDonnell Douglas επέλεξε μια πρακτική προσέγγιση, συνδυάζοντας αποδεδειγμένες τεχνολογίες με καινοτόμες λύσεις. Το αεροσκάφος βασίστηκε στη χρήση externally blown flaps, μια τεχνολογία που κατηύθυνε την εξαγωγή των κινητήρων κάτω από τα πτερύγια άντωσης. Αυτή η μέθοδος επέτρεπε στο YC-15 να επιτυγχάνει εξαιρετικές επιδόσεις STOL, διατηρώντας παράλληλα σχετικά απλή συντήρηση σε σύγκριση με το πιο σύνθετο σύστημα upper surface blowing, του ανταγωνιστικού YC-14.
Η πρώτη πτήση του YC-15 πραγματοποιήθηκε στις 26 Αυγούστου 1975, από τη βάση Long Beach της Καλιφόρνια. Δύο πρωτότυπα κατασκευάστηκαν (σειριακοί αριθμοί 72-1875 και 72-1876), τα οποία δοκιμάστηκαν εκτενώς από την USAF μέχρι το 1977, μάλιστα με εφαρμογή και νέων κινητήρων αλλά και με διαφορετικό εκπέτασμα, ενώ έγιναν και πολλά τεστ φόρτωσης υλικού, παλετών, τεθωρακισμένων κ.ο.κ.
Το McDonnell Douglas YC-15 είχε μήκος 37,8 μέτρα, άνοιγμα πτερύγων 40,4 μέτρα και μέγιστο βάρος απογείωσης 98.400 κιλά. Η δομή του ήταν συμβατική, με υψηλή πτέρυγα, ουραίο σε σχήμα Τ και ευρύχωρο θάλαμο φορτίου, ικανό να μεταφέρει έως 35.000 κιλά ή 150 στρατιώτες. Αυτός διέθετε οπίσθια ράμπα για γρήγορη φόρτωση και εκφόρτωση, επιτρέποντας τη μεταφορά οχημάτων, πυρομαχικών ή παλετών. Η σχεδίαση του YC-15 το καθιστούσε κατάλληλο για τακτικές αποστολές σε περιοχές με περιορισμένες υποδομές.
Η πρόωση του βασιζόταν σε τέσσερις κινητήρες Pratt & Whitney JT8D-17, ισχύος 77 kN ο καθένας (ένα μοντέλο με μεγάλη εμπορική καριέρα σε Boeing 727 και 737, ΜcDonell Douglas DC-9 και MD-80 κ.α). Οι κινητήρες τοποθετήθηκαν σε υποπτερυγικούς εμπρόσθιους προβόλους, οπότε η εξαγωγή γινόταν προς τα flaps. Η πτέρυγα διέθετε διπλά slotted flaps και προηγμένα slats, που ενίσχυαν περαιτέρω τις ικανότητες STOL. Το αεροσκάφος είχε μέγιστη ταχύτητα 980χλμ./ώρα (Mach 0,7) και εμβέλεια 3.860 χιλιομέτρων με πλήρες φορτίο, καθιστώντας το κατάλληλο για αποστολές μεσαίας εμβέλειας. Το YC-15 εξοπλιζόταν με σύγχρονα ηλεκτρονικά και είχε τριμελές πλήρωμα: πιλότο, συγκυβερνήτη και χειριστή φορτίου.
Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, το YC-15 απέδειξε τις του ικανότητες STOL. Σε δοκιμές στη βάση Edwards της Καλιφόρνια, πέτυχε απογειώσεις και προσγειώσεις σε διαδρόμους μικρότερους από 600 μέτρα, ακόμη και με σημαντικό φορτίο, ενώ η ταχύτητα προσέγγισης ήταν μόλις 90 κόμβοι. Οι πιλότοι δοκιμών ανέφεραν ότι το YC-15 ήταν σταθερό και εύκολο στον χειρισμό, με καλή απόκριση σε χαμηλές ταχύτητες, αν και ελαφρώς λιγότερο αποδοτικό από το YC-14 σε ακραίες συνθήκες STOL.
Και εδώ όμως υπήρχε θέμα συντήρησης των πτερύγων λόγω του συστήματος EBF, που καταπονούσε θερμικά τις επιφάνειες τους. Επιπλέον, οι τέσσερις κινητήρες JT8D-17 αύξαναν το λειτουργικό κόστος σε σύγκριση με το δίδυμο κινητήρων του YC-14.
Τελικά το όλο πρόγραμμα AMST, με τα δύο υποψήφια αεροσκάφη βραχείας αποπροσγείωσης ακυρώθηκε το 1979, καθώς η Αμερικανική Αεροπορία εστίασε σε στρατηγικά αεροσκάφη, όπως το C-5 Galaxy, και σε αναβαθμίσεις του υπάρχοντος στόλου, ενώ και τα διαθέσιμα κονδύλια δεν επαρκούσαν για όλα τα προγράμματα. Το πρώτο πρωτότυπο πάντως (με κωδικό 72-1875) χρησιμοποιήθηκε αργότερα, στη δεκαετία του 1990, για δοκιμές εξέλιξης του C-17, και τελικά εκτέθηκε στο Μουσείο Αεροπορίας της βάσης Edwards. Το δεύτερο πρωτότυπο (72-1876) διαλύθηκε για σκραπ.
Η σημαντικότερη κληρονομιά του YC-15 είναι η άμεση σύνδεσή του με το C-17 Globemaster III. Η McDonnell Douglas χρησιμοποίησε την εμπειρία από το πρώτο για να σχεδιάσει το -πολύ μεγαλύτερο- C-17, το οποίο ενσωμάτωσε τεχνολογίες STOL, όπως βελτιωμένα πτερύγια και συστήματα ελέγχου πτήσης, οπότε έγινε βασικό μέρος του στόλου μεταγωγικών της USAF.