Αν και δεν τέθηκε ποτέ σε υπηρεσία με εθνόσημα των ΗΠΑ κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το αμερικανικής κατασκευής Martin Baltimore αναδείχθηκε σε ένα από τα κορυφαία αεροσκάφη του είδους του στο θέατρο της Μεσογείου.
Ιστορία κατασκευής και βασικά χαρακτηριστικά
Σχεδιασμένο στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ως βομβαρδιστικό επιθέσεων χαμηλού ύψους από την Glenn L. Martin ως «Maryland 167», εντάχθηκε στο στόλο της Γαλλικής Αεροπορίας. Η άτρακτος του Baltimore ήταν μεγαλύτερη σε μήκος, ενώ το πλάτος έμεινε το ίδιο με αυτό του Maryland. Τροφοδοτείτο από δύο ισχυρούς Wright GR2600-A5B5 Double Cyclone των 1.600 ίππων που παρείχαν στο αεροσκάφος τελική ταχύτητα άνω των 300 μιλίων/ώρα, καθιστώντας το γρηγορότερο από αρκετά εχθρικά μαχητικά. Η ταχύτητα πορείας του ήταν 220 μίλια/ώρα, η εμβέλεια έφτανε τα 950 μίλια, ενώ μπορούσε να ανέλθη σε ύψος 24.000 ποδιών. Για αναγνωριστικούς ρόλους, διέθετε επιπρόσθετη δεξαμενή καυσίμων, ειδικά σχεδιασμένη για να χωράει στην καταπακτή βομβών.
Κατόπιν ονομάστηκε από τη Martin «Model 187», ενώ όσο δοκιμαζόταν από την Αεροπορία Στρατού των ΗΠΑ έγινε γνωστό ως «A-23». Τελικώς οι Αμερικανοί το παραγκώνισαν υπέρ των B-26 Marauders και των Douglas A-20 Havocs (τα Bostons των Βρετανών). Ως αποτέλεσμα, το Model 187 κατέληξε στη Γαλλία, όπου αγοράστηκε προς αντικατάσταση των πεπαλαιωμένων Marylands και έλαβε το βάπτισμα του πυρός με την εισβολή των Γερμανών στη χώρα. Μετά τη συνθηκολόγηση των Παρισίων, τα διασωθέντα αεροσκάφη πέρασαν στους Βρετανούς που τα μετονόμασαν σε Baltimores από την πόλη που βρισκόταν το εργοστάσιο παραγωγής τους.
Οι μεταγενέστερες εκδόσεις που παραδόθηκαν στους Βρετανούς έγιναν «A-30». Τα Baltimores υπηρέτησαν σε μονάδες σχεδόν όλων των συμμαχικών αεροποριών σταθμευμένων στη Μεσόγειο: βρετανικές, αυστραλιανές, νεοζηλανδές, νοτιοαφρικανικές και ελληνικές. Πέταξε ακόμη και με μονάδες της Ελευθέρας Γαλλικής Αεροπορίας, όπως και της Ιταλικής Συμμαχικής Αεροπορίας, που συγκροτήθηκε στη Νότια Ιταλία μετά την παράδοση της Ρώμης.
Το πλήρωμα του αεροπλάνου αποτελούσαν ο πιλότος, ο πλοηγός/βομβαρδιστής, ο πυροβολητής του ραχιαίου πυργίσκου και ο ασυρματιστής, ο οποίος μπορούσε να εκτελέσει και υπηρεσίες πυροβολητού. Βοηθητικά όργανα υπήρχαν και στο ρύγχος από πλεξιγκλάς, όπου παρείχαν τη δυνατότητα πτήσης του από τον πλοηγό/βομβαρδιστή σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης.
Κύριο στοιχείο του ήταν η χωρητικότητα της αποθήκης βομβών συνολικού βάρους 2.000 λιβρών. Για αερομαχίες, έφερε δύο πολυβόλα Browning των 0,303 ιντσών (ένα σε κάθε πτέρυγα). Το Mk.Ι είχε εγκατεστημένο ένα ακόμη Browning σε κινούμενη βάση στο ανοιχτό κόκπιτ ακριβώς πίσω από τον πιλότο. Στο Mk.III, αυτό αντικαταστάθηκε από έναν πυργίσκο Boulton Paul που διέθετε τέσσερα πολυβόλα των 0,303 ιντσών. Ο πυργίσκος αφαιρέθηκε αργότερα στο Mk.IV, δίνοντας τη θέση του σε έναν Martin 250CE διπλής βάσεως με όπλα διαμετρήματος 0,50.
Ο ασυρματιστής χειριζόταν δύο αμυντικά πολυβόλα. Υπήρχαν τέσσερα ακόμη, στραμμένα προς τα κάτω και προς τα πίσω, τα οποία λειτουργούσαν με ένα πεντάλ, ώστε να μπορούν να βάλουν εναντίον όσων μαχητικών πετούσαν κάτω από το οπτικό πεδίο βολής του πυροβολητού στην κοιλιά της ατράκτου. Σε μεταγενέστερα μοντέλα, όλα αυτά αντικαταστάθηκαν από άλλα διαμετρήματος 0,50 ιντσών.
Το Baltimore σε νέους επιχειρησιακούς σχηματισμούς
Παρά τα μικρά προβλήματα με τα πρώτα μοντέλα, το αεροπλάνο έγινε αποδεκτό από τους πιλότους της RAF, οι οποίοι το βρήκαν ανθεκτικό και εύκολο στο χειρισμό με καλή ευελιξία και αποτελεσματικότητα σε ελιγμούς απομακρύνσεως από τους αντιπάλους του.
Όταν ο Έρβιν Ρόμελ ξεκίνησε την επίθεσή του το 1942, δύο Μοίρες εφοδιασμένες με Baltimores συμμετείχαν στη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Πετώντας με την αρχική ιδιότητά τους ως βομβαρδιστικά επιθέσεων από χαμηλό ύψος, υπέστησαν μεγάλες απώλειες από αντιαεροπορικά πυροβόλα, αλλά και από εχθρικά μαχητικά. Ωστόσο, όταν δρούσαν από μεσαίο υψόμετρο με συνοδεία μαχητών, οι απώλειες αυτές περιορίζονταν κατά πολύ.
Σε ρόλο βομβαρδιστικών μεσαίου ύψους, τα Baltimores βοήθησαν στην υλοποίηση της ιδέας του Πτεράρχου της RAF, Arthur Tedder, περί της τακτικής δράσεως σχηματισμών V, όπου δύο κύματα, δεκαοκτώ αεροσκαφών έκαστο, επιτίθεντο διαδοχικά από ύψη 10.000 έως 12.000 ποδιών. Mε συνοδεία μαχητικών, βομβάρδιζαν, μαζί με Bostons, στόχους των δυνάμεων του Άξονος. Για τις επιτυχημένες, χωρίς απώλειες, αποστολές τους, οι σχηματισμοί V έλαβαν από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς το προσωνύμιο: «οι δεκαοκτώ ατάραχοι».
Επιχείρηση «Τhesis» στην Κρήτη
Ενώ οι Μοίρες των Baltimores επιχειρούσαν εναντίον των Afrika Korps, άλλες προσάρμοζαν τα δικά τους στο κυνήγι των U-boats στη Μεσόγειο και το Αιγαίο, επιτιθέμενες επίσης και σε εχθρικές αεροπορικές βάσεις της Κρήτης και ετέρων νήσων. Τον Ιούνιο του 1944, δεκαέξι Baltimores, συμπεριλαμβανομένων και οκτώ ακόμη από τη 454η Μοίρα της RAAF, συμμετείχαν στην επιχείρηση «Thesis», ως αντίποινα για την εκτέλεση 100 αμάχων από τους Ναζί που κατηγορήθηκαν πως προσέφεραν βοήθεια σε Βρετανούς καταδρομείς. Ήταν μια συντονισμένη αποστολή εναντίον γερμανικών οχυρών της Κρήτης, η οποία ξεκίνησε από μαχητικά και ολοκληρώθηκε από βομβαρδιστικά, αλλά δε στέφθηκε με την αναμενομένη επιτυχία.
Πετώντας χαμηλά, κάτω από τα 100 πόδια, πίσω από τα μαχητικά, τα Baltimores δέχτηκαν μαζικά αντιαεροπορικά πυρά ενόσω πλησίαζαν στον κόλπο της Σούδας. Το πρώτο που χτυπήθηκε ήταν το αεροσκάφος του αρχηγού της 454ης Μοίρας, Lionel Folkard. Ο ίδιος τραυματίστηκε βαρέως, αλλά κατάφερε να προσγειωθεί κοντά στο Ηράκλειο σε μια παραλία γεμάτη νάρκες. Παρ’όλα αυτά επέζησαν όλοι, αν και τραυματίες, αλλά αιχμαλωτίστηκαν. Άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί. Από τα οκτώ Baltimores της συγκεκριμένης Μοίρας, μόνο δύο κατόρθωσαν να επιστρέψουν στη βάση τους σώα. Δεκατρία, από τα συνολικά τριάντα δύο μέλη του αυστραλιανού πληρώματος σκοτώθηκαν, ενώ σχεδόν όλα τα αεροσκάφη υπέστησαν σοβαρότατες ζημιές.
Το άρθρο συνεχίζεται αύριο.