Το Γαλλικό Ναυτικό προχώρησε σε επιχειρησιακή χρήση μη επανδρωμένων εναέριων συστημάτων κατά τη διάρκεια της άσκησης Dragoon Fury, με ιδιαίτερη έμφαση στη συλλογή εμπειρίας από πραγματικές ναυτικές αποστολές. Στο πλαίσιο αυτό χρησιμοποιήθηκε το μη επανδρωμένο ελικόπτερο Schiebel S-100 που παρέχει επιτήρηση, αναγνώριση και στοχοποίηση σε μεγάλες αποστάσεις από τη ναυτική δύναμη.

#Retro2025 Renfort des liens entre industriels⚙️et Marine⚓ L’exercice DRAGOON FURY a permis à la Marine de fournir aux industriels présents à bord pendant la mission un retour d’expérience significatif et de faire progresser sa propre réflexion sur l’emploi des systèmes dronisés pic.twitter.com/9EISFsLkhr

— Marine nationale (@MarineNationale) December 27, 2025

Η σημασία του S-100 δεν περιορίζεται στη γαλλική πλευρά. Η Ελλάδα έχει αποφασίσει την προμήθεια του ίδιου συστήματος για τον εξοπλισμό των φρεγατών FDI, γεγονός που καθιστά τη γαλλική εμπειρία εξαιρετικά πολύτιμη για το Πολεμικό Ναυτικό. Το S-100 προσφέρει επιχειρησιακά πλεονεκτήματα σε περιβάλλον Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου, καθώς μπορεί να απονηώνεται από τις φρεγάτες κλάσης “Κίμων” και άλλα πλοία επιφανείας χωρίς ανάγκη μεγάλου καταστρώματος, να φέρει προηγμένους ηλεκτροπτικούς αισθητήρες και να λειτουργεί επί ώρες, επεκτείνοντας δραστικά τον «ορίζοντα» του πλοίου.

Το Γαλλικό Ναυτικό δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στο S-100. Κατά τη διάρκεια της ίδιας άσκησης έγινε χρήση και άλλων μη επανδρωμένων συστημάτων, τόσο εναέριων όσο και επιφανείας, με στόχο τη δοκιμή συνδυαστικών επιχειρήσεων. Η λογική των Γάλλων είναι σαφής, τα μη επανδρωμένα συστήματα δεν λειτουργούν μεμονωμένα, αλλά ως πολλαπλασιαστές ισχύος ενταγμένοι στη συνολική ναυτική εικόνα μάχης.

Για την Ελλάδα, η δοκιμή του S-100 αποκτά πρόσθετη βαρύτητα, καθώς η γαλλική εμπειρία δείχνει ότι το σύστημα μπορεί να ενσωματωθεί αποτελεσματικά σε σύγχρονες ναυτικές επιχειρήσεις υψηλής έντασης, και σε γαλλικό σύστημα διαχείρισης μάχης (το SETIS). Ενώ η αξιοποίηση των συμπερασμάτων των γαλλικών ασκήσεων μπορεί να επιταχύνει την επιχειρησιακή ωρίμανση του ελληνικού στόλου μη επανδρωμένων, μειώνοντας τα ρίσκα και αυξάνοντας την αποδοτικότητα από την πρώτη ημέρα ένταξης σε υπηρεσία.