Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου χαρακτηρίστηκε από έντονο τεχνολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, με την αεροπορική τεχνολογία να αποτελεί κεντρικό πεδίο αντιπαράθεσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Lockheed ανέπτυξε το YF-12, ένα μαχητικό αναχαίτισης, που σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει σοβιετικά υπερηχητικά βομβαρδιστικά.
Η ανάπτυξη του ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ (USAF) αναζητούσε ένα αεροσκάφος ικανό να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη απειλή των σοβιετικών βομβαρδιστικών, όπως το επερχόμενο Tupolev Tu-22. Η Σοβιετική Ένωση είχε αρχίσει να επενδύει σε αεροσκάφη ικανά να πετούν με υψηλές ταχύτητες και μεγάλο υψόμετρο, θέτοντας σε κίνδυνο την αμερικανική αεράμυνα. Το πρόγραμμα που ξεκίνησε για να καλύψει αυτή την ανάγκη, οδήγησε στην ανάθεση του σχεδιασμού στη Lockheed, και συγκεκριμένα στο διάσημο τμήμα μελετών, Skunk Works, υπό την ηγεσία του Clarence “Kelly” Johnson.

Το YF-12 βασίστηκε στο A-12, ένα αναγνωριστικό αεροσκάφος που είχε αναπτυχθεί για τη CIA. Το A-12, με τη σειρά του, αποτέλεσε τη βάση για το SR-71 Blackbird, το εμβληματικό υπερηχητικό αναγνωριστικό αεροσκάφος. Έτσι τα πρωτότυπα του YF-12 ήταν από την γραμμή παραγωγής του Α-12, με αρκετές μετατροπές βέβαια για να αναλάβουν ρόλο μαχητικού.
Η πρώτη πτήση του YF-12 πραγματοποιήθηκε στις 7 Αυγούστου 1963, στο Groom Lake της Νεβάδα, γνωστό και ως Area 51. Κατασκευάστηκαν σε τρία πρωτότυπα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για δοκιμές από την USAF και τη NASA. Η ανάπτυξη του YF-12 πραγματοποιήθηκε υπό καθεστώς απόλυτης μυστικότητας, καθώς η τεχνολογία του θεωρούνταν στρατηγικής σημασίας. Η δημόσια αποκάλυψή του έγινε το 1964 από τον Πρόεδρο Lyndon B. Johnson, ως μέρος μιας προσπάθειας να προβληθεί η τεχνολογική υπεροχή των ΗΠΑ.

Το YF-12 είχε μήκος 30,97 μέτρα, άνοιγμα πτερύγων 16,95 μέτρα και μέγιστο βάρος απογείωσης περίπου 63.500 κιλά. Η δομή του ήταν κατασκευασμένη κυρίως από τιτάνιο, ένα υλικό που επιλέχθηκε για την αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες που προκαλούνταν από την υπερηχητική πτήση.

Η κινητήριος δύναμη του YF-12 ήταν οι δύο κινητήρες Pratt & Whitney J58, οι οποίοι λειτουργούσαν με τεχνολογία μεταβλητού κύκλου. Αυτοί συνδύαζαν χαρακτηριστικά υπερσυμπιεστών και υπερστροβίλων, επιτρέποντας στο αεροσκάφος να πετυχαίνει ταχύτητες Mach 3,2 (περίπου 3.200 χλμ./ώρα) και να διατηρεί υπερηχητική πτήση για παρατεταμένες περιόδους. Οι κινητήρες απαιτούσαν ειδικό καύσιμο JP-7, το οποίο είχε υψηλή θερμική σταθερότητα, καθώς και προηγμένα συστήματα ψύξης για τη διαχείριση της θερμότητας.
Το σύστημα όπλων του διθέσιου YF-12 περιλάμβανε το ραντάρ AN/ASG-18 της Hughes, που μπορούσε να ανιχνεύει και να παρακολουθεί στόχους σε αποστάσεις άνω των 100 χιλιομέτρων, ακόμη και σε περιβάλλον ηλεκτρονικού πολέμου. Το κύριο οπλικό φορτίο αποτελούνταν από 3 πυραύλους AIM-47 Falcon (σε αντίστοιχες εσωτερικές αποθήκες όπλων) με εμβέλεια περίπου 160 χιλιομέτρων και μπορούσαν να φέρουν συμβατικές ή πυρηνικές κεφαλές, αν και τα πρωτότυπα του YF-12 δοκιμάστηκαν μόνο με συμβατικές. Οι συγκεκριμένες προσθήκες, επέβαλλαν και αεροδυναμικές επεμβάσεις στη σχεδίαση, καθώς το ρύγχος είχε γίνει πιο ογκώδες και βαρύ, φιλοξενώντας το ραντάρ και τα ηλεκτρονικά, οπότε είχε επηρεαστεί η ευστάθεια του αεροσκάφους.
Επιδόσεις
Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, το YF-12 απέδειξε τις εξαιρετικές του δυνατότητες. Μπορούσε να πετάει σε ύψος σχεδόν στα 25.000 μέτρα, καθιστώντας το πρακτικά απρόσιτο για τα περισσότερα μαχητικά και συστήματα αεράμυνας της εποχής. Η ταχύτητά του, με ρεκόρ τα 3.300 χιλιόμετρα ανά ώρα, του επέτρεπε να καλύπτει μεγάλες αποστάσεις σε ελάχιστο χρόνο, ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό για την αναχαίτιση εχθρικών βομβαρδιστικών πριν αυτά προσεγγίσουν τον εναέριο χώρο των ΗΠΑ. Σε δοκιμές όπλων, το YF-12 έκανε επιτυχείς βολές με τους πυραύλους AIM-47, καταρρίπτοντας στόχους σε μεγάλες για την εποχή αποστάσεις.
Οι πιλότοι δοκιμών ανέφεραν ότι ήταν σταθερό σε υπερηχητικές ταχύτητες, αν και η λειτουργία του απαιτούσε υψηλό επίπεδο δεξιοτήτων λόγω της πολυπλοκότητας των συστημάτων του. Η θερμική καταπόνηση από την υπερηχητική πτήση αποτελούσε πρόκληση, καθώς η επιφάνεια του αεροσκάφους θερμαινόταν σε θερμοκρασίες που έφταναν τους 300°C. Το τιτάνιο και τα ειδικά θερμομονωτικά υλικά βοηθούσαν στη διαχείριση αυτών των συνθηκών, αλλά η συντήρηση παρέμενε χρονοβόρα και δαπανηρή.
Παρά την τεχνολογική του υπεροχή το πρόγραμμα YF-12 δεν εξελίχθηκε αν και υπήρξε αρχικό συμβόλαιο με πρόβλεψη αγοράς 93 μαχητικών το 1965. Το βασικό ζήτημα ήταν το υψηλό κόστος. Η μαζική παραγωγή ενός αεροσκάφους από τιτάνιο, με εξειδικευμένους κινητήρες και προηγμένα ηλεκτρονικά, απαιτούσε τεράστιες επενδύσεις.
Η συντήρηση του YF-12 αποτελούσε ακόμη μία πρόκληση. Οι κινητήρες J58 απαιτούσαν τακτική επιθεώρηση και αντικατάσταση εξαρτημάτων μετά από κάθε σχεδόν πτήση, ενώ το ειδικό καύσιμο JP-7 αύξανε το λειτουργικό κόστος. Αυτοί οι παράγοντες καθιστούσαν το YF-12 λιγότερο ελκυστικό σε σύγκριση με πιο συμβατικά μαχητικά, όπως το F-106 Delta Dart το οποίο προκρινόταν την ίδια περίοδο. Επίσης η ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων (ICBMs) από τη Σοβιετική Ένωση μείωσε την απειλή των στρατηγικών βομβαρδιστικών, που ήταν ο κύριος στόχος του YF-12. Το πρόγραμμα ακυρώθηκε επίσημα το 1968, όπου ήδη οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ είχαν εκτοξευθεί λόγω και του πολέμου στο Βιετνάμ.

Τα τρία πρωτότυπα συνέχισαν να χρησιμοποιούνται για ερευνητικούς σκοπούς από τη NASA και την USAF μέχρι το 1978. Οι δοκιμές αυτές συνέβαλαν σε μελέτες για υπερηχητικές πτήσεις και τεχνολογίες stealth, παρέχοντας πολύτιμα δεδομένα για μελλοντικά προγράμματα, όπως το F-22. Σήμερα διατηρείται ένα YF-12 ώς έκθεμα, στο Μουσείο της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, στο Dayton του Οχάιο.