Μετά από τις δύο πρώτες παραγγελίες του βομβαρδιστικού Ventura για λογαριασμό της Βρετανίας, ακολούθησε μια της Αεροπορίας Στρατού των ΗΠΑ (8 Αυγούστου του 1941), η οποία αφορούσε την κατασκευή 550 αεροσκαφών με τον κωδικό O-56-LO. Οι Pratt & Whitney των Mk. I και II αντικαταστάθηκαν από δύο αερόψυκτους δεκατετρακύλινδρους, διπλής σειράς, Wright R-2600-13 Cyclone, των 1.700 ίππων. Στις αρχές του 1942, η Αεροπορία Στρατού αφαίρεσε το «Ο» που υποδήλωνε την αναγνωριστική έκδοση, μετονομάζοντάς το αρχικώς σε B-34B-1-LO Lexington και κατόπιν σε B-37-LO, λόγω του ότι είχε διαφορετικούς κινητήρες (η ίδια η RAF το προσδιόρισε ως GR Mk.III, αλλά δεν έλαβε κανένα εξ αυτών).
Το ενδιαφέρον όμως άρχισε να σβύνει πριν καν το πρώτο βγει από το εργοστάσιο. Ως αποτέλεσμα, μόνο 18 ολοκληρώθηκαν μεταξύ Σεπτεμβρίου του 1942 και Απριλίου του 1943, όπου έλαβαν την κωδική ονομασία RB-37-LO (το αρχικό «R» υποδήλωνε πως δεν προορίζετο για στρατιωτική χρήση).
Πως το Ναυτικό των ΗΠΑ έφτασε στην παραγγελία των Β-34
Το καλοκαίρι του 1942, η Αεροπορία Στρατού συμφώνησε ως προς την προμήθεια του Ναυτικού με βομβαρδιστικά για την ανάληψη ανθυποβρυχιακών περιπολιών. Μέρος αυτής της συμφωνίας ήταν και η μετατροπή της παραγωγής των Β-34 και Β-37 σε PV-1. Έως εκείνη τη στιγμή, το Ναυτικό χρησιμοποιούσε αποκλειστικώς υδροπλάνα ως βομβαρδιστικά περιπολιών. Το μέγιστο πλεονέκτημά τους ήταν ασφαλώς η αποθαλάσσωση και προσθαλάσσωσή τους. Τα κύρια μειονεκτήματά τους ήταν η μειωμένη ταχύτητα, ο ελλειπής αμυντικός οπλισμός, η μικρή τους εμβέλεια και το περιορισμένο φορτίο βομβών που μπορούσαν να μεταφέρουν. Η στρατηγική όμως άλλαξε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από μια εδαφική κατάκτηση, ακολουθούσε η άμεση κατασκευή χερσαίων αεροδιαδρόμων για την υποστήριξη, είτε επιθετικών είτε αμυντικών επιχειρήσεων.
Το Ναυτικό, έχοντας συνειδητοποιήσει πως χερσαία αεροσκάφη – όπως τα Hudsons φερ’ειπείν – υπερτερούσαν των υδροπλάνων στην εκτέλεση και αποτελεσματικότητα ανθυποβρυχιακών καθηκόντων, προσέγγισε την Αεροπορία Στρατού ζητώντας Consolidated B-24 «Liberators». Η τελευταία ήταν αρχικώς απρόθυμη, λόγω ελλείψεως βαρέων βομβαρδιστικών μακράς εμβελείας. Τελικώς, επιτεύχθηκε μία συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές κατά την 7η Ιουλίου του 1942. Βάσει αυτής, το Ναυτικό θα παραλάμβανε έναν συγκεκριμένο αριθμό Liberators (ονομάζονταν Consolidated PB4Y-2 «Privateer»), North Amarican B-25 Mitchells (τα PBJ), καθώς και Lockheed B-34.
Δεδομένου ότι η Αεροπορία Στρατού ήδη διέθετε στο στόλο της δύο εξαιρετικά, για την εποχή τους, μεσαία βομβαρδιστικά, το B-25 και το Martin B-26 «Marauder», δεν χρειαζόταν τρίτο. Ως εκ τούτου, δέχτηκε την ακύρωση του εφοδιασμού της με B-34, επιτρέποντας έτσι στη Lockheed να επικεντρωθεί στην παραγωγή του για το Ναυτικό, το οποίο θα είχε και την επιμέλεια όλων των περαιτέρω διανομών του αεροσκάφους, είτε για δική του χρήση είτε για εξαγωγές με τη μορφή Lend-Lease.
![](https://www.ptisidiastima.com/wp-content/uploads/2022/07/torpedo.jpg)
Μετατροπή των Β-34 και Β-37 σε PV-1
Την ίδια κιόλας ημέρα της επιτεύξεως της συμφωνίας, το Ναυτικό παρήγγειλε 200 PV-1 (έφερε τον κωδική ονομασία Model 237-27-01), το οποίο δομικώς δεν διέφερε από το B-34/Ventura Mk. ΙΙΑ. Ο εξοπλισμός της Αεροπορίας Στρατού αντικαταστάθηκε με αυτόν του Πολεμικού Ναυτικού, ενώ η χωρητικότητα καυσίμων αυξήθηκε κατά 19,5%. Είχε δύο σταθερά πολυβόλα των 12,7 χλστ. στο επάνω μέρος του ρύγχους, δύο πολυβόλα στο ραχιαίο πυργίσκο Martin και δύο ακόμη αμυντικά των 7,62 χλστ. στο κάτω μέρος της ατράκτου. Επίσης, η καταπακτή μετασκευάστηκε ώστε να δέχεται 1.360 κιλά βομβών ή μια τορπίλη. Εκείνα τα πρώτα PV-1 διατήρησαν τα plexiglass παράθυρα στα πλαϊνά και το πάτωμα του ρύγχους.
![](http://military-history.gr/wp-content/uploads/2022/07/VenturaEngine-735x413-1.jpg)
Με το πρώτο PV-1 να πραγματοποιεί την παρθενική του πτήση στις 3 Νοεμβρίου του 1942, το Ναυτικό προχώρησε σε τέσσερις ακόμη παραγγελίες, συνόλου 1.600 αεροσκαφών, τα οποία κατασκευάστηκαν μεταξύ Δεκεμβρίου του 1942 και Μαΐου του 1944. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και 387 που παραδόθηκαν στη RAF ως Ventura G.R. V (άλλα εξ αυτών εστάλησαν αργότερα στις Πολεμικές Αεροπορίες του Καναδά, της Νέας Ζηλανδίας, της Αυστραλίας και της Νοτίου Αφρικής).
![](http://military-history.gr/wp-content/uploads/2022/07/lockheed-ventura-pv-1-GUNS.jpg)
Τα μεταγενέστερα PV-1 εφοδιάστηκαν με ραντάρ AN/ASD-1 στο ρύγχος, τρία επιπλέον πολυβόλα των 12,7 χλστ., επίσης στο ρύγχος, από το οποίο αφαιρέθηκαν τα plexiglass panels, και τέλος τοποθετήθηκαν κάτω από τις πτέρυγες οκτώ ράγες για τη ρίψη ρουκετών υψηλής ταχύτητας (HVAR) των πέντε ιντσών.
![](http://military-history.gr/wp-content/uploads/2022/07/radar-an-aps-3.jpg)
Η συνέχεια στο Military History