του Βασίλη Παπακώστα (από την έντυπη ΠΤΗΣΗ)
Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι η πλήρης παρουσίαση της κλάσης Freedom LCS-1, τόσο επειδή αυτή έχει γίνει στο παρελθόν όσο και για το ότι η έκδοση που θα προσφερθεί στο ΠΝ δεν θα έχει μεγάλη σχέση με τα πλοία που υπηρετούν στο Αμερικανικό Ναυτικό, ειδικά σε ό,τι αφορά στον οπλισμό και εξοπλισμό αισθητήρων. Η έκδοση του US Navy εξυπηρετεί συγκεκριμένη φιλοσοφία, που δεν είναι άλλη από την κατασκευή ενός ευέλικτου πλοίου μικρού εκτοπίσματος, χαμηλής διατομής ραντάρ-RCS (Radar Cross-Section), πολλαπλών ρόλων (μέσω χρήσης διαφορετικών «πακέτων»-modules οπλισμού και εξοπλισμού) με μικρό αριθμό πληρώματος, που να επιτυγχάνει υψηλή ταχύτητα για την επιτήρηση παράκτιων ζωνών.
Ειδικότερα, τα πλοία αυτά εκτελούν αποστολές «άρνησης περιοχής» και θα αντιμετωπίζουν ασύμμετρες απειλές. H σχεδίαση και ο οπλισμός τους στηρίζεται στο δόγμα «Distributed Lethality» ή «κατανεμημένη ισχύς», δηλαδή σε μια πιο ισορροπημένη και αποκεντρωμένη Ναυτική Δύναμη (Distributed Naval Force), που δεν βασίζεται αποκλειστικά στην παρουσία αεροπλανοφόρων ή ελικοπτεροφόρων για να δράσει.
Τα πλοία, για τα δεδομένα του US Navy, είναι στην ουσία κορβέτες και προορίζονται για την πλήρη αντικατάσταση της κλάσης O.H.Perry. Το πρόγραμμα ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2001 και η πρώτη παραγγελία δόθηκε τον Μάιο του 2004 (με χρηματοδότηση στο Οικονομικό Έτος 2005) και αφορούσε δύο μονάδες: το «συμβατικής» σχεδίασης Freedom (LCS-1) και το τύπου καταμαράν Independence (LCS-2). Το πρώτο παραδόθηκε τον Νοέμβριο του 2008 και το 2ο τον Ιανουάριο του 2010, ενώ μέχρι τον Μάρτιο του 2019 είχαν παραδοθεί 17 πλοία και των δύο εκδόσεων, με τον αριθμό να ανεβαίνει σε 20 έως το 2020.
O αρχικός σχεδιασμός που αφορούσε την κατασκευή 52 μονάδων κλάσης LCS με 64 «πακέτα» αποστολής MMP (Modular Mission Packages) τροποποιήθηκε το 2014 προς την κατεύθυνση απόκτησης 55 SSC (Small Surface Combatant), εκ των οποίων τα 32 θα ήταν LCS. Το 2015 ο αριθμός αυτός μειώθηκε σε 52 μονάδες SSC, αν και τα LCS παρέμειναν στα 32 με 44 «πακέτα» αποστολής. Τα τελευταία είναι: 10 ASM (Anti Submarine Module), 24 MCM (Mine Countermeasures Module) και 10 SUW(Surface Warfare), που είναι πλήρως εναλλάξιμα ανάμεσα στα πλοία. Η λογική εκμετάλλευσης των LCS που έχει υιοθετηθεί στηρίζεται στο δόγμα 3:2:1 (3 πληρώματα ανά 2 πλοία με 1 σε αποστολή), σύμφωνα με το οποίο επιτυγχάνεται 50% εξοικονόμηση στον αριθμό των απαιτούμενων μονάδων και 25% των απαιτούμενων πληρωμάτων. Υπενθυμίζεται ότι το US Navy επιδιώκει τη διατήρηση στόλου 355 πλοίων, εκ των οποίων τα 52 θα είναι κατηγορίας SSC και θα μπουν σε υπηρεσία έως το 2035. Για να συμπληρωθεί ο αριθμός των 52 SSC (πέραν των 32 LCS), το Αμερικανικό Ναυτικό σχεδίαζε τότε να αποκτήσει και 20 μεγαλύτερα πλοία (χρηματοδοτώντας τα από το Οικονομικό Έτος 2019) με υψηλότερες δυνατότητες κατηγορίας Φρεγάτας, σε ένα πρόγραμμα που πήρε την ονομασία FFG(X).
ΣΥΖΗΤΗΣΗ: Γιατί το ΠΝ επέλεξε τις MMSC; Aπαντάμε 12+1 ερωτήσεις για τις LCS/MMSC…
Ο σχεδιασμός αυτός όμως άλλαξε εκ νέου, καθώς το RfI (Request for Information) για τις FFG(X) εκδόθηκε μόλις τον Ιούλιο του 2017 και η RfP (Request for Proposals) αναμενόταν για τα τέλη του 2019 με ανάθεση το 2020 (βλέπε σχετικό πλαίσιο). Για τον λόγο αυτό η παραγγελία του 1ου πλοίου FFG(X) μετατέθηκε για το Οικονομικό Έτος 2020 και το 2019 δόθηκε παραγγελία για ένα ακόμη LCS, με αποτέλεσμα ο αριθμός τους να φθάσει τα 33.
Το LCS-1 είναι σχεδίαση μονής γάστρας (mono-hull) από αλουμίνιο και ατσάλι που περιλαμβάνει κάποιους νεωτερισμούς, όπως το γεγονός ότι το ελικοδρόμιό της είναι 1,5 φορές μεγαλύτερο από το σύνηθες για αντίστοιχα πλοία και το υπόστεγο ελικοπτέρων είναι διπλάσιο σε μέγεθος, για να μπορεί να υποστηρίζει δύο Ε/Π MH-60R/S ή εναλλακτικά ένα MH-60R/S και τρία UAS. Διαθέτει μεγάλο χώρο (180 μετρικών τόνων) με πλευρικές θύρες, ο οποίος φιλοξενεί δύο ταχύπλοα RHIB των 11 m, αλλά μπορεί να διαμορφωθεί για διαφορετικές χρήσεις ώστε να παρέχεται επιχειρησιακή ευελιξία.
Το εκτόπισμα φθάνει τους 3.500 τόνους με μήκος 115,30 m, πλάτος 17,5 m και βύθισμα 4,10 m. Το «βασικό πλήρωμα» αριθμεί μόλις 50 μέλη και δύναται να αυξηθεί σε 98+, περιλαμβάνοντας το πλήρωμα αποστολής και το κλιμάκιο του ελικοπτέρου. Έχει αυτονομία 21 ημερών και παρέχει μέγιστη εμβέλεια 3.500 ναυτικών μιλίων με ταχύτητα 14 κόμβων. Αναπτύσσει όμως μέγιστη ταχύτητα 47 κόμβων (!) σε κατάσταση θάλασσας έως 3. Διαθέτει ισχυρό σύστημα πρόωσης διάταξης CODAG (Combined Diesel And Gas) με δύο κινητήρες ντίζελ Colt Pielstick 16V PA-6B (βάρους 79 τόνων έκαστος) ισχύος 6.840 kW (9.100 hp) στις 1.050 σ.α.λ. και δύο αεριοστρόβιλους Rolls Royce MT30 ισχύος 36MW (48.000 shp στις 3.300-3.600 σ.α.λ.), που προσδίδουν στο πλοίο την εντυπωσιακή μέγιστη ταχύτητα.
Ο συγκεκριμένος αεριοστρόβιλος εισήλθε σε υπηρεσία το 2008 στην κλάση LCS, αλλά χρησιμοποιείται ή θα χρησιμοποιηθεί και σε άλλες κλάσεις πλοίων, όπως τα αντιτορπιλικά DDG-1000 Zumalt, τις φρεγάτες Type 26, τα αεροπλανοφόρα Queen Elizabeth κ.ά. Ο κινητήρας ζυγίζει 6,5 τόνους, αν και το συνολικό συγκρότημα με τους μειωτήρες στροφών φτάνει τους 30 τόνους και μπορεί να αντικατασταθεί σε 36 ώρες. Τα πλοία δεν διαθέτουν τις παραδοσιακές προπέλες αλλά τέσσερις υδροπροωθητές (water jets) Rolls-Royce/Kamewa 153SII/153BII (δύο για σταθερή ώθηση και δύο με δυνατότητα πηδαλιούχησης και αντιστροφής). H απουσία προπέλας έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη δυνατότητα επιχειρήσεων σε παράκτια ύδατα και μειωμένη πιθανότητα ζημιάς από αντικείμενα στον βυθό ή υφάλους που δεν έχουν εντοπισθεί.
Το COMBATSS-21 είναι ένα πλήρως σπονδυλωτό και βαθμιδωτό Σύστημα Διαχείρισης Μάχης, που «κτίστηκε» πάνω στις βιβλιοθήκες του AEGIS, και το 95% του λογισμικού του αφορά χρήση υφιστάμενων module. Μπορεί να εγκατασταθεί σε σκάφη μεγέθους περιπολικού μέχρι και αεροπλανοφόρα. Στηρίζεται στη δυνατότητα εύκολης ενσωμάτωσης αισθητήρων και όπλων στη φιλοσοφία «bring your own sensors and weapons». Το core σύστημα C2 χρησιμοποιείται από έξι Ναυτικά ανά τον κόσμο και μπορεί να λειτουργήσει τόσο σε πραγματικό όσο και σε μη πραγματικό χρόνο. Το COMBATSS-21 είναι σύστημα χαμηλού κόστους, στηρίζεται σε στοιχεία COTS με μικρό αριθμό CPU, αλλά παρέχει αυξημένες επιδόσεις κατά 30% σε αποστολές AAW. Επιπλέον, είναι διαλειτουργικό με τα πλοία που φέρουν το ίδιο σύστημα ή AEGIS.
Οι βασικές λειτουργίες του συστήματος είναι:
- Αυτοάμυνα
- Επίγνωση τακτικής κατάστασης
- Διαχείριση ιχνών
- Διαχείριση όπλων
- Αναγνώριση
- Διαχείριση UAV
- Διασύνδεση οθονών
Τα πρώτα πλοία του US Navy διαθέτουν το ραντάρ TRS-3D και από το πλοίο LCS17 το TRS-4D. Το TRS-4D προσφέρεται τόσο σε διαμόρφωση σταθερής όσο και περιστρεφόμενης κεραίας, όπως εγκαθίσταται στα LCS και MMSC. Είναι ένα ραντάρ με στοιχειοκεραία ενεργής διάταξης φάσης (AESA) μέσης συχνότητας «C» (4-8 GHz, ζώνης «G» κατά NATO) και πλήρως ψηφιακό σύστημα 3D με ενσωματωμένη κεραία IFF, που χρησιμοποιεί module T/R νιτριδίου του γαλλίου (GaN). Στην έκδοση περιστρεφόμενης κεραίας εκτελεί ηλεκτρονική σάρωση σε ανύψωση με κάλυψη -2/+70 μοίρες και σε αζιμούθιο έναν συνδυασμό ηλεκτρονικής/μηχανικής σάρωσης με ρυθμούς 15/30 σ.α.λ. και κάλυψη 360 μοιρών. Το ραντάρ σχηματίζει πολλαπλές ψηφιακές δέσμες και μπορεί να διαχειρίζεται (3D) περισσότερα από 1000 ίχνη με ρυθμό ανανέωσης ίχνους 1,5 sec και εμβέλεια ιχνηλάτησης μεγαλύτερη των 14 km για βλήμα μικρού RCS και 100 km για ΑΦΝΣ.