Ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ βρίσκεται σήμερα στη Νότια Αφρική για συνομιλίες με έναν από τους σημαντικότερους συμμάχους της χώρας του σε μια ήπειρο διχασμένη για την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις δυτικές προσπάθειες απομόνωσης της Μόσχας.
O Λαβρόφ θα συναντηθεί με την νοτιοαφρικανή ομόλογό του Ναλέντι Παντόρ στην πρωτεύουσα Πρετόρια σε μια τυπική επίσκεψη, όπως την έχουν χαρακτηρίσει νοτιοαφρικανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Ωστόσο, κόμματα της αντιπολίτευσης και η μικρή ουκρανική κοινότητα της χώρας καταδίκασαν την επίσκεψη.
Η κυβέρνηση του προέδρου Σίριλ Ραμαφόζα κρατά ουδέτερη στάση όσον αφορά στον πόλεμο στην Ουκρανία και έχει εκφράσει την επιθυμία να διαμεσολαβήσει. Η Παντόρ έχει επανειλημμένως επιμείνει να μην στηρίξει η χώρα της καμία πλευρά και έχει επικρίνει τη Δύση για την επιλεκτική καταδίκη της Ρωσίας ενώ παράλληλα αγνοεί άλλες επιθετικές ενέργειες, όπως η ισραηλινή κατοχή παλαιστινιακών εδαφών.
Παρότι η Νότια Αφρική έχει διακηρύξει την ουδετερότητά της ως προς τη σύγκρουση και απείχε από την ψηφοφορία των ψηφισμάτων στα Ηνωμένα Έθνη, έχει διατηρήσει στενές σχέσεις με τη Ρωσία, η οποία υπήρξε φίλη του κυβερνώντος σήμερα Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου όταν ήταν κίνημα απελευθέρωσης κατά της κυριαρχίας της λευκής μειονότητας.
Ο νοτιοαφρικανικός στρατός πρόκειται να φιλοξενήσει κοινή στρατιωτική άσκηση με τη Ρωσία και την Κίνα στην ανατολική ακτή της χώρας από τις 17 με 27 Φεβρουαρίου, μια κίνηση που πιθανόν θα επιδεινώσει περαιτέρω τους δεσμούς με την Ουάσινγκτον και τις ευρωπαϊκές χώρες. Αυτή μάλιστα συμπίπτει με την πρώτη επέτειο από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου.
Δεν ξέρω αν κάποιος διεθνής ηγέτης θα βρει το ανάστημα να υπενθυμίσει στο Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσσο ότι ακριβώς το επί δεκαετίες διεθνές εμπάργκο κατά της Ν. Αφρικής την εποχή των φυλετικών διακρίσεων ήταν που έκαμψε τελικά το καθεστώς λευκής μειοψηφίας και απεκατέστησε την ισότητα λευκών και μαύρων.
Θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη ευαισθησία από εκείνους που απηλλάγησαν από τις αλυσίδες τους, επειδή ο Δυτικός Κόσμος είχε το ηθικό ανάστημα, κόντρα στα συμφέροντά του, να πει όχι σε συναλλαγές με ένα τεραστίου ορυκτού πλούτου αντικομμουνιστικό κράτος (τη Ν. Αφρική της λευκής μειοψηφίας).
Υπενθυμίζω ότι η “μητέρα πατρίδα” Βρετανία και οι ΗΠΑ δεν είχαν πουλήσει ούτε βίδα στρατιωτικού υλικού στη Ν. Αφρική από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ήδη.
Η Γαλλία πωλούσε τη δεκαετία του ’70, αλλά και αυτή σταμάτησε.
Όλοι οι άλλοι Δυτικοί (πλην Ισραήλ) είχαν τη Ν. Αφρική σε “καραντίνα”.
Και φυσικά η “φίλη” ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να κάνει τίποτε υπέρ των μαύρων.
Αλλά η εποχή του κομμουνισμού, ως μέσου διεθνούς κυριαρχίας της ΕΣΣΔ (οικοδόμησης Ρωσικής αυτοκρατορίας δηλαδή), και τα δίκτυα που οικοδομήθηκαν τότε έχουν παραμείνει ως πολύτιμη προίκα και στη σημερινή Ρωσία, όπως επανειλημμένως έχουμε καταδείξει. Και η σημερινή – φασιστικής ιδεολογίας – ρωσική ηγεσία διαφυλάττει ως κόρη οφθαλμού τα δίκτυα με τους ανά τον κόσμο (νυν, πρώην και ντεμί) κομμουνιστές (εδώ ανήκει και το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσσο), με επιμελή ρητορεία του είδους που θέλουν να ακούσουν (“κληρονομιά του αντιφασιστικού αγώνα”, “Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος”, “σοσιαλιστικές” θεωρίες του σκληρού σωβινιστή φασίστα Ντούγκιν κλπ). Με τον ίδιο ζήλο κολακεύει βέβαια η ρωσική ηγεσία και τις διεθνείς παραφυάδες της “Μαύρης Διεθνούς”, της οποίας ηγείται (“εκφυλισμός της Δύσεως”, αμφισβήτηση της επιστήμης κλπ κλπ).