Του αναγνώστη μας Γεωργίου Καλαφίκη, δρ. Βυζαντινής Ιστορίας, φιλολόγου Δ.Ε., επιστημονικού συνεργάτη στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Εκτός από τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, την τελευταία δεκαετία η Τουρκία έχει επιπλέον επενδύσει στο λεγόμενο «παράδοξο του Καστελλόριζου» θεωρώντας το ως «αχίλλειο πτέρνα» της Ελλάδας. Έτσι, οι Τούρκοι ιθύνοντες διατύπωσαν και κοινοποίησαν μια ολόκληρη θεωρία σχετικά με τη μηδενική επίδραση του Καστελλόριζου σε πιθανή οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και ειδικά των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) Τουρκίας-Ελλάδας. Δυστυχώς, τα βασικά σημεία των τουρκικών θέσεων παραμένουν ακόμη αναπάντητα από την ελληνική πλευρά, σαν να αισθανόμαστε κάπως «άβολα» για τη δήθεν ιδιάζουσα περίπτωση του Καστελλόριζου. Τα σχετικά τουρκικά επιχειρήματα περιστρέφονται κυρίως γύρω από τους ακόλουθους ισχυρισμούς, για τους οποίους όμως μπορεί κάλλιστα να διατυπωθεί αντίλογος από ικανά αντεπιχειρήματα, ούτως ώστε να αποκρουστούν ή να εξουδετερωθούν πλήρως:
1) «Όσον αφορά στον διαμοιρασμό θαλασσίων ζωνών (υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ) και στον καθορισμό θαλάσσιας κυριαρχίας (χωρικών υδάτων) οι Έλληνες είναι μαξιμαλιστές». Τουλάχιστον, ο ελληνικός «μαξιμαλισμός» ειδικά όσον αφορά στην ΑΟΖ βασίζεται άψογα στις διεθνώς αποδεκτές και νομικά κατοχυρωμένες μεθόδους της «μέσης γραμμής» (median lines) ή «ισαπόστασης» (equidistance). Αντιθέτως, ο τουρκικός «μαξιμαλισμός» βασίζεται σε υπερβολική διαστρέβλωση της νομικής έννοιας της «ευθυδικίας» (equity). Σύμφωνα με την τουρκική παρερμηνεία περί «ευθυδικίας», η χερσαία μάζα της Ανατολίας σε συνδυασμό με τον πληθυσμό της Τουρκίας επιβάλουν τη συρρίκνωση της δυνητικής ελληνικής ΑΟΖ στο Αιγαίο δυτικά του 25ου μεσημβρινού και τον περιορισμό όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών νησιών του κεντρικού και ανατολικού Αιγαίου εντός της ελάχιστης χωρικής θάλασσας των 6 μιλίων. Επομένως, η ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας πρέπει να υπολογιστεί αποκλειστικά από την αντίστοιχες ηπειρωτικές τους ακτογραμμές. Έτσι, η τουρκική πλευρά επιχειρεί να εξουδετερώσει πλήρως την επήρεια των εκατοντάδων ελληνικών νησιών ενδιάμεσα των ηπειρωτικών ακτών Ελλάδας-Τουρκίας για την χάραξη των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών.
Ωστόσο, τέτοια αξίωση περί ελάχιστης ή μηδενικής επίδρασης της προβολής της ελληνικής νησιωτικής ακτογραμμής σε σύγκριση με την τουρκική ηπειρωτική ακτογραμμή είναι στρεψοδικία. Η δυνητική επήρεια των αντικειμένων ή παρακείμενων στην Τουρκία ελληνικών νησιών δεν μπορεί εύκολα να ελαχιστοποιηθεί ούτε να εκμηδενιστεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το 0% της Τουρκίας, εκτός του ότι είναι αυθαίρετο ακόμη και με το πρότυπο της «ευθυδικίας», καθίσταται πολύ πιο μαξιμαλιστικό από το 100% της Ελλάδας, που απλώς εφαρμόζει το πρότυπο της «μέσης απόστασης ή ισαπόστασης». Το απίθανο ενδεχόμενο τόσο κάκιστης εφαρμογής του σχετικού Διεθνούς Δικαίου απολύτως υπέρ της Τουρκίας θα ισοδυναμούσε με τον πλήρη μηδενισμό (!) της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ όχι απλώς μιας νήσου, ούτε έστω μιας συστάδας νήσων, αλλά δύο ολόκληρων κρατών, δηλαδή Ελλάδας και Κύπρου, παντού όπου οι (χερσαίες και νησιωτικές) ακτές τους είναι αντικείμενες και παρακείμενες με τις τουρκικές ακτές.
Αντιθέτως και ενδεικτικά, οι θαλάσσιες ζώνες των ΗΠΑ με την Κούβα και τις Μπαχάμες, ή μεταξύ Κύπρου-Αιγύπτου και Τουρκίας-Σοβιετικής Ένωσης είχαν παλαιότερα υπολογιστεί βάσει «ισαπόστασης» και «μέσης γραμμής». Οι αντίστοιχες διαφορές στο μέγεθος μεταξύ των παραπάνω συμβαλλομένων κρατών είναι απείρως μεγαλύτερη απ’ ό,τι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά εντούτοις αυτό δεν εμπόδισε στο παρελθόν εκείνες τις «μεγάλες χώρες» από το να αποδεχτούν και να εφαρμόσουν τη συγκεκριμένη μέθοδο σε τόσο «άνισες» περιπτώσεις με τόσο «μικρές» γειτονικές τους χώρες.
Τώρα, όμως, η Τουρκία τις απορρίπτει ολωσδιόλου ως μέθοδο υπολογισμού των θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα, επειδή δήθεν η Ελλάδα είναι «μικρή χώρα» ενώ αντιθέτως η Τουρκία «μεγάλη». Με το να καταφεύγουν σε τόσο εξόφθαλμα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» για την ίδια ακριβώς περίπτωση οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, οι Τούρκοι επίσημοι το μόνο που καταφέρνουν είναι να αυτοαναιρούνται. Παρ’ όλα αυτά, η «μέση απόσταση και γραμμή» ίσχυσε μόνο μερικώς στην τμηματική, ετεροβαρή συμφωνία χάραξης ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου (45% – 55% αντίστοιχα). Η Αίγυπτος πάτησε πάνω στην ανάγκη μας και την μεταχειρίστηκε προς όφελός της, διότι έχουν έμπρακτα πλέον εκδηλωθεί οι τουρκικές διεκδικήσεις και τα τετελεσμένα εναντίον Ελλάδας και Κύπρου, τα οποία δυστυχώς εκμεταλλεύονται εις βάρος μας ακόμη και φίλες γειτονικές χώρες.
2) «Η Τουρκία διαθέτει τη μεγαλύτερη (ηπειρωτική) ακτογραμμή στη Μεσόγειο· επομένως, πρέπει αναλογικά να της αποδοθεί μεγαλύτερο μερίδιο ΑΟΖ σε σύγκριση με τη γειτονική Ελλάδα». Αυτό είναι ψεύδος. Η μεσογειακή ακτογραμμή της Ελλάδας (συνολικά περ. 13.500-15.000 χλμ., περ. τα μισά, 7.000 χλμ., ηπειρωτική ακτογραμμή) είναι τουλάχιστον διπλάσια της Τουρκίας (σύνολο περ. 7.200-8.000 χλμ., περ. 4.000 χλμ. σε Μεσόγειο και Αιγαίο). Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα κατέχει με διαφορά την εκτενέστερη ακτογραμμή στη Μεσόγειο και την ενδέκατη μεγαλύτερη σε ολόκληρο τον κόσμο.
Τούτη η παραπληροφόρηση της Τουρκίας δεν στοχεύει μόνο στις εντυπώσεις, αλλά και στην ουσία. Είναι μεν προπαγανδιστική, αλλά επιπροσθέτως φιλοδοξεί να καταστεί και να επιβληθεί ως νομική βάσει «αναλογικότητας» (proportionality). Σύμφωνα με την αρχή της «αναλογικότητας», στην Τουρκία δήθεν δικαίως αναλογεί εκτεταμένη ΑΟΖ στη Μεσόγειο λόγω εκτενούς ακτογραμμής. Αυτό το ψευδοεπιχείρημα η ελληνική πλευρά μπορεί κάλλιστα και άνετα να το αναιρέσει μέσω απλής επισήμανσης και υπενθύμισης της δυσάρεστης – για την Τουρκία – αλλά αδιάψευστης αλήθειας (verity): αρκεί απλώς να επισημάνουμε τεκμηριωμένα ότι η ελληνική ακτογραμμή είναι όντως τουλάχιστον διπλάσια από την τουρκική. Συνεπώς, στην πραγματικότητα, αναλογεί βάσει αναλογικότητας μεγαλύτερη ΑΟΖ στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην Τουρκία!
3) «Το Καστελλόριζο αποτελεί μικροσκοπική συστάδα νήσων έκτασης περίπου 10 τ. χλμ. κάπου στην Ανατολική Μεσόγειο μακριά από το Αιγαίο, αλλά μέσω αυτού η Ελλάδα διεκδικεί καθ’ υπερβολή 40.000 τ. χλμ. ΑΟΖ· επειδή, όμως, το Καστελλόριζο συνιστά απομονωμένη, διακριτή και ιδιόμορφη περίπτωση, συνεπώς δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η επήρειά του κατά την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο»: με αυτό το νομικοφανές επιχείρημα, η Τουρκία δεν διαχωρίζει μόνο το Καστελλόριζο απ’ όλα τα υπόλοιπα ελληνικά νησιά, αλλά συγχρόνως ολόκληρο το Αιγαίο από την Ανατολική Μεσόγειο! Ωστόσο, το Αιγαίο Πέλαγος μαζί με όλα τα νησιά του ανήκει στην Ανατολική Μεσόγειο. Π.χ. οι συνθήκες που αναφέρονται στην κυριαρχία των νησιών του Αρχιπελάγους και δη του ανατολικού Αιγαίου αναφέρονται ρητά σε «νησιά της Ανατολικής Μεσογείου» (πρβ. Συνθήκη Λοζάνης, 1923). Το μικρό νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελλόριζου ανήκει γεωγραφικά και διοικητικά στο μεγάλο ελληνικό νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων. Άρα, κατά τη γνώμη μας, η ακτογραμμή του Καστελλόριζου οφείλει να συμπεριλαμβάνεται και να προστίθεται και όχι να αποκόπτεται, να απομονώνεται και να αφαιρείται από τη συνολική – αντικείμενη ή παρακείμενη με την τουρκική – ακτογραμμή των ελληνικών εδαφών, όπου αυτές επηρεάζουν και πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη χάραξη θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
4) «Το Καστελλόριζο είναι ένα μακρινό και αποκομμένο ελληνικό νησί μόλις 2 χλμ. από την ηπειρωτική Τουρκία (Kaş), ενώ απέχει 570 ολόκληρα χλμ. από την ηπειρωτική Ελλάδα (Πειραιάς)»: ένας ακόμη αυθαίρετος και λανθασμένος τουρκικός υπολογισμός που εκφέρεται σκόπιμα για να τονίσει την «απομόνωση» του Καστελλόριζου σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Εντούτοις, η απόσταση κάθε ελληνικού νησιού δεν πρέπει πρωτίστως να υπολογίζεται από την ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά από τα αμέσως κοντινότερα και γειτονικά ελληνικά νησιά. (Έτσι, κάθε ελληνικό νησί χρησιμεύει εντέλει ως «γέφυρα» τόσο προς τα γειτονικά νησιά όσο και προς την ηπειρωτική Ελλάδα. Γι’ αυτό μια άλλη ελληνική λέξη για τη θάλασσα είναι ο «πόντος», που αντιστοιχεί ετυμολογικά με τη λατινική λέξη «pons», δηλαδή τη «γέφυρα» στα ελληνικά. Για τον Ελληνισμό, από την Αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, η θάλασσα και τα νησιά αποτελούσαν πάντα «γέφυρες» επικοινωνίας.) Με αυτόν τον σαφώς ορθότερο υπολογισμό, το πλησιέστερο στο Καστελλόριζο ελληνικό νησί είναι η Ρόδος σε απόσταση 125 χλμ. Αυτό δεν ακούγεται τόσο τραγικό.
Αντίστοιχα, σε αναλογία με το Καστελλόριζο, το στενό μεταξύ Σάμου και ηπειρωτικής Τουρκίας είναι μόλις 1,5 χλμ., η δε πόλη της Σάμου (Βαθύ) απέχει από το απέναντι Κουσάντασι της Τουρκίας 28 χλμ., ενώ βρίσκεται 255 χλμ. μακριά από το Λαύριο στην Αττική.
Άραγε, τα παραπάνω δεδομένα καθιστούν το Καστελλόριζο ή τη Σάμο απομονωμένες ή «ασήμαντες» περιοχές της Ελλάδας που δεν δικαιούνται ΑΟΖ, ειδικά σε σύγκριση με την πολύ κοντινή τους χερσαία μάζα της Τουρκίας (Ανατολία); Προφανώς όχι! Λόγω της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας της, η Ελλάδα σχηματίζει ένα αδιαχώριστο «σώμα» ξηράς και θάλασσας (ή καλύτερα χερσαίων εδαφών εντός αρχιπελαγικής θαλάσσης) περ. 370.000 τ. χλμ. (περ. 130.000 τ. χλμ. ξηράς και 240.000 τ. χλμ. θάλασσα Αιγαίου Πελάγους). Εγκολπώνει τούτη την αδιαίρετη μάζα ξηράς και θάλασσας ακριβώς λόγω της ύπαρξης των περ. 6.000 διάσπαρτων στη Μεσόγειο νησιών, νησίδων και βραχονησίδων. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου τυχαίνει απλώς να βρίσκεται στην ακρότατη νοτιοανατολική απόληξη όλων των υπολοίπων ελληνικών νησιωτικών συστάδων.
Στην πραγματικότητα, οι διακρατικές διπλωματικές – σοβαρές και σημαντικές – διαπραγματεύσεις, όπως άλλωστε και οι ανθρώπινες καθημερινές – επουσιώδεις – συνομιλίες, τείνουν να εξελίσσονται μάλλον απλά και σχετικά καθορισμένα με μαθηματική περίπου ακρίβεια: όσο η μία πλευρά χαμηλώνει τον πήχη των διεκδικήσεων (λ.χ. Ελλάδα), ενώ η άλλη διατηρεί τον πήχη στο μέγιστο ή τον επαυξάνει (λ.χ. Τουρκία), τόσο η πρώτη πλευρά μειώνει τους επιδιωκόμενους στόχους και ελαχιστοποιεί τα πιθανά κέρδη, ενώ αντιθέτως η δεύτερη φυσικά τα αυξάνει και τα μεγιστοποιεί. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό και αντιληπτό, δηλώσεις και παραινέσεις του τύπου «ας μην είμαστε εμείς οι Έλληνες μοναχοφάηδες και πλεονέκτες» καθόλου δεν βοηθούν – εξαρχής και καταρχήν – ούτε την εκκίνηση ούτε την κατάληξη των διαπραγματεύσεων με έναν τόσο σκληρό αντίπαλο που ζητεί να του παραχωρήσουμε «γη και ύδωρ», σαν τους Πέρσες 2.500 χρόνια πριν.
Με την επιθετική και αναθεωρητική προπαγάνδα, τις επεκτατικές διεκδικήσεις και τις στρατιωτικές της απειλές, η επίσημη Τουρκία αποδεικνύει ότι, όταν υπέγραψε τη Συνθήκη της Λοζάνης το 1923 και παραιτήθηκε ρητά από την εδαφική κυριαρχία στο Αιγαίο (που έκτοτε ανήκει στην Ελλάδα πλην Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών), υπέκυψε στις ανάγκες των καιρών, υποχρεωμένη καθώς ήταν να διασφαλίσει και να κατοχυρώσει πάνω απ’ όλα την εδαφική της κυριαρχία στην Ανατολία και στην Ανατολική Θράκη. Μέχρις εκείνο το σημείο, το status quo και η κατάσταση στο Αιγαίο πιθανόν να μην την ενοχλούσε. Από τότε όμως και στο εξής, το Διεθνές Δίκαιο, και ειδικά το Δίκαιο της Θάλασσας, δεν έπαψε τις επόμενες δεκαετίες να εξελίσσεται δραματικά εις βάρος των συμφερόντων της Τουρκίας και υπέρ των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, έτσι ώστε η αρχικά απλή εδαφική κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο (από το 1947/48 συμπληρωμένη με την ενσωμάτωση Δωδεκανήσων και Καστελλόριζου) να δύναται πλέον να μετατραπεί νομίμως και χάρη στις διάσπαρτες εδαφικές της κτήσεις σε ολόκληρο το Αρχιπέλαγος (δηλ. τα νησιά) σε σχεδόν πλήρη παράλληλη θαλάσσια κυριαρχία στο Αιγαίο, μέσω της κλιμακωτής επέκτασης των χωρικών υδάτων, των διαφόρων μεθόδων που προσφέρει η UNCLOS, και βεβαίως, τελικά μέσω της ανακήρυξης της ελληνικής ΑΟΖ σε όλα τα μήκη και τα πλάτη των ελληνικών θαλασσών.
Γι’ αυτό ακριβώς, όταν οι Τούρκοι αξιωματούχοι και ηγέτες κατανόησαν ότι οι διεθνείς ανακατατάξεις και η διεθνής νομολογία άρχισαν πλέον προϊόντος του χρόνου να λειτουργούν καταφανώς υπέρ της Ελλάδας ειδικά σε ό,τι αφορά τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, ξεκίνησαν να διακινούν τα πρώτα αντεπιχειρήματα και ενστάσεις ήδη από τα τέλη του 1973. Έκτοτε, δεν σταμάτησαν ποτέ να κλιμακώνουν τις απειλητικές τους αξιώσεις και τις επεκτατικές τους διεκδικήσεις εναντίον της Ελλάδας, περνώντας από τη θέσπιση του παράνομου casus belli (1995) στο πρόσφατο (2019) δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», το οποίο κάθε τουρκική ηγεσία θα συνεχίσει οπωσδήποτε να αξιοποιεί και να μεταχειρίζεται στο μέλλον ως κατευθυντήριο όργανο και πυξίδα της εξωτερικής τους πολιτικής και στρατηγικής!
Πάντως, θεωρούμε πως η ελληνική πλευρά θα μπορούσε μέσω «δημιουργικής ώσμωσης» να εκμεταλλευτεί υπέρ της δύο καταρχήν αντίθετα μεταξύ τους δεδομένα, δηλαδή αφενός τις παράνομες τουρκικές πολεμικές απειλές και αφετέρου τις νόμιμες πρόνοιες της UNCLOS, ώστε να διαταράξει υπέρ της το status quo στο Αιγαίο χωρίς παράλληλα να αποστεί από τον ισχύοντα κανόνα των 6 ναυτικών μιλίων. Παράθυρα ευκαιρίας ακόμη υπάρχουν, εφόσον βεβαίως τα διακρίνουμε και επιθυμούμε να εκμεταλλευτούμε. Περιστασιακά, αξίζει να ξετυλίγει η ελληνική πλευρά πρωτοβουλίες «out of the box», όπως ήδη έχει προβεί με την υπογραφή συνθηκών αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής με Μεγάλες Δυνάμεις, όπως με τη σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, εταίρο στην ΕΕ και διαχρονικά φίλη Γαλλία.
Συνοψίζοντας, δεν διεκδικούμε δάφνες πρωτοτυπίας, ούτε ασφαλώς εξειδίκευσης· πιθανώς όλους τους παραπάνω συλλογισμούς να τους ενστερνίζονται πολλοί Έλληνες συμπατριώτες. Απλώς συγκεντρώσαμε τους κυριότερους τουρκικούς ισχυρισμούς εναντίον των ελληνικών θέσεων με την πρόθεση να τους εξηγήσουμε και αντικρούσουμε. Σε κάθε περίπτωση, οι Έλληνες αξιωματούχοι οφείλουν να βρίσκονται σε ετοιμότητα, ώστε να απαντούν κατάλληλα και να διαψεύδουν τέτοιους ισχυρισμούς των Τούρκων ομολόγων τους. Αυτή η ανανεωμένη ελληνοτουρκική αντιπαράθεση δεν είναι μόνο αντικείμενο διπλωματίας, πολιτικής, υψηλής στρατηγικής, στρατιωτικής ισχύος και διεθνούς δικαίου· είναι επίσης ζήτημα λογικής, ενημέρωσης, δημιουργίας εντυπώσεων, έξωθεν και έσωθεν νομιμοποίησης, ουσίας και αλήθειας. Στις εντυπώσεις κρύβεται και ουσία!
Το ζήτημα του Αιγαίου και το τουρκικό στρατηγικό δόγμα της «Mavi Vatan»
Επιβάλλεται, λοιπόν, μια πιο δυναμική αντίδραση όχι μόνο για τα μάτια και τ’ αυτιά του κόσμου, αλλά και ως αποτρεπτικό μήνυμα στην αντίπαλη πλευρά. Ούτως ή άλλως, υπάρχουν σαφή όρια στον κατευνασμό της Τουρκίας. Δεν είμαι τόσο βέβαιος για την Τουρκία και τους Τούρκους, αλλά ασφαλώς η Ελλάδα και οι Έλληνες επιθυμούν ειρήνη αλλά όχι «ειρήνη με κάθε τίμημα». Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο (και στην πραγματικότητα δεν) προκαλεί καθόλου την Τουρκία, αλλά όταν η Ελλάδα προκαλείται άδικα από την Τουρκία (όπως συμβαίνει συχνά), τότε οφείλει να απαντά έγκαιρα και να αντιδρά κατάλληλα και αναλογικά, συνοπτικά ή αναλυτικά, αλλά πάντως κατανοητά και περιεκτικά, τόσο από θεσμικής όσο και δημοσιολογικής άποψης. Δεν τίθεται καν θέμα μήπως η ελληνική πλευρά «ρίξει λάδι στη φωτιά», γιατί αυτό ακριβώς κάνει ούτως ή άλλως η τουρκική πλευρά μέσα από ασταμάτητες εμπρηστικές δηλώσεις και έκνομες ενέργειες.
Δυστυχώς, οι διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν προσεγγίσει σε ιστορικό ναδίρ και βρίσκονται ουσιαστικά σε «κώμα» για επικίνδυνα μακρό χρονικό διάστημα. Από τη μία πλευρά, ο τουρκικός αναθεωρητισμός έχει αγγίξει το ζενίθ και η Τουρκία δεν μπορεί να τον αποκηρύξει γιατί αυτό θα θεωρηθεί τελικά «εθνική υποχώρηση», ενώ από την άλλη, η Ελλάδα δεν μπορεί να υποχωρήσει χωρίς προηγουμένως να απολέσει κυριαρχικά δικαιώματα ή ακόμη και εδάφη και έτσι να υποστεί μια «εθνική καταστροφή». Το τρέχον αδιέξοδο είναι ολοφάνερο. Ευτυχώς που η Ελλάδα ανήκει στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, ειδάλλως η Τουρκία ενδέχεται ήδη να είχε επιτεθεί και εισβάλει στην Ελλάδα. Ακόμη αγνοείται, αλλά είναι ζητούμενη κάποια «βαλβίδα» για εκτόνωση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών και διέξοδο από την κρίση. Ας ελπίσουμε, τουλάχιστον, ο τωρινός τουρκικός παροξυσμός να αποδειχτεί προσωρινός και να μην οδηγήσει σε άλλου τύπου ακρότητες, γιατί ειδάλλως οι δύο γειτονικοί λαοί, Έλληνες και Τούρκοι, αναμφίβολα και αναπόφευκτα θα υποφέρουν πολύ.
Σε κάθε περίπτωση, η προπαγάνδα, οι πολεμοχαρείς δηλώσεις και οι επεκτατικές διεκδικήσεις της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας έχουν σχεδόν ξεπεράσει σε συχνότητα και οξύτητα τις ανάλογες αιτιάσεις της Ιταλίας πριν από την ιταμή ιταλική εισβολή και τον πόλεμο του 1940.