«Περιμένουμε από την κυβέρνηση Μπάιντεν να λάβει συγκεκριμένα μέτρα», δήλωσε ο Ιμπραήμ Καλίν, εκπρόσωπος και στενός συνεργάτης του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην Hürriyet, σημειώνοντας ότι οι κυρώσεις του νόμου Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act (CAATSA), εμποδίζουν τις διμερείς σχέσεις.
Ο Καλίν συνέχισε σημειώνοντας ότι η Τουρκία αναμένει από τις ΗΠΑ να κάνουν ένα βήμα πίσω από τις αποφάσεις τους, καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν γνωρίζει καλά ότι το σύστημα πυραυλικής άμυνας S-400 δεν θέτει σε κίνδυνο τα συστήματα ασφαλείας του ΝΑΤΟ ή το συμφέρον τρίτων χωρών. Σημείωσε ότι εάν οι ΗΠΑ έχουν τέτοιες ανησυχίες, δεν τις βασίζουν σε τεχνικά δεδομένα.
«Εάν είμαστε δύο σύμμαχοι και στρατηγικοί εταίροι, μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα μέσω διαπραγματεύσεων», δήλωσε ο Καλίν, προσθέτοντας ότι η Τουρκία μπορεί επίσης να αγοράσει πυραύλους Patriot εάν οι συνθήκες είναι κατάλληλες.
Μιλώντας για “κατάλληλες συνθήκες”, ο Καλίν εννοεί μεταξύ άλλων μεταφορά τεχνολογίας. Aν ανατρέξουμε στο παρελθόν και το λόγο που η Τουρκία δεν αγόρασε ποτέ Patriot και κατέληξε στον S-400, πρόκειται για μια ιστορία που μας πάει πίσω τουλάχιστον 20 χρόνια.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η Άγκυρα ενδιαφέρθηκε να αγοράσει το ισραηλινό αντιβαλλιστικό σύστημα Arrow, στο οποίο υπήρχε και αμερικάνικη τεχνογνωσία. Οι ΗΠΑ αρχικά δίστασαν να δώσουν άδεια εξαγωγής του συστήματος στη Τουρκία, λόγω υψηλής τεχνολογίας. Με την αλλαγή της χιλιετίας, η σκληρή στάση των Αμερικανών φαίνεται να αλλάζει, αλλά η τότε οικονομική κρίση που έπληξε τη Τουρκία, πάγωσε κάθε σχέδιο.
10 χρόνια αργότερα, η Άγκυρα αναζητά πάλι να αγοράσει προηγμένο Α/Α-αντιβαλλιστικό σύστημα και επιλέγει το κινέζικο HQ-9. Η κατασκευάστρια εταιρία του Patriot (Raytheon), αν και ήταν η πρώτη επιλογή των Τούρκων, δεν δέχτηκε τη μεταφορά τεχνογνωσίας και συμπαραγωγή, επιβάλλοντας αυστηρούς περιορισμούς στη πρόσβαση σε συστήματα υψηλής τεχνολογίας. Η αγορά του HQ-9 ναυάγησε έπειτα από δυτικές πιέσεις και φτάνοντας στο πιο πρόσφατο παρελθόν, επιλέγει το S-400, τόσο λόγω χαμηλότερου κόστους, αλλά και ως πολιτική δήλωση για τους «περιορισμούς» που κάποιες φορές επιβάλει η Δύση.